«Οι Ελληνοαμερικανοί – Ιστορία του Απόδημου Ελληνισμού των Η.Π.Α» Μέρος 43ο
Οι εκδηλώσεις της Ομογένειας συνεχίζονται
Η διακοπή της βοηθείας προς την Τουρκία απαιτούσε απόφασι του Κογκρέσσου. Αυτό προϋπέθετε ευνοϊκή στάσι της πλειοψηφίας και των δυο νομοθετικών σωμάτων έναντι των ελληνικών απόψεων. Δεν χρειαζόταν μεγάλη φαντασία, ή γνώσι των πολιτικών διαδικασιών, για να προβλέψη κανείς ότι την στάσι της πλειοψηφίας θα επηρέαζαν οι προσανατολισμοί της κοινής γνώμης στα εκλογικά διαμερίσματα του κάθε μέλους. Επεβάλλετο συνεπώς να συνεχισθή και να ενταθή η κινητοποίησι της Ομογενείας, να διατηρηθή ανοικτό το θέμα, να γίνη συνείδησι η πολιτική επιρροή του ομογενειακού στοιχείου, να πεισθούν οι βουλευτές και οι γερουσιαστές ότι από την στάσι τους έναντι του Κυπριακού θα καθωρίζετο στο μέλλον και η στάσι τών ελληνοαμερικανών ψηφοφόρων.
Την Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου η αμερικανική πρωτεύουσα επλημμύρισε από ελληνικό παλμό. Κατά τους υπολογισμούς της αστυνομίας εξήντα χιλιάδες Ελληνοαμερικανοί κατέκλυσαν ολόκληρο το πάρκο στην νότια πλευρά του Λευκού Οίκου. Σπάνια είχαν γίνει στην Ουάσιγκτων ανάλογες σε όγκο συγκεντρώσεις και μάλιστα από μια και μόνο εθνική ομάδα. Την φορά αύτη την διαδήλωσι την είχαν διοργανώσει οι ομογενείς της Ουάσιγκτων με επί κεφαλής την Free Cyprus Coalition και τις οργανώσεις του Σικάγου με την συνεργασία της Πανελληνίου Επιτροπής Εκτάκτου Ανάγκης.
Στην πρόσκλησί τους είχαν ανταποκριθή με αληθινό πάθος χιλιάδες από όλες τις ανατολικές Πολιτείες αλλά και από το Σικάγο, την Νέα Ορλεάνη, την Καλιφόρνια. Οι φωτογραφίες που εδημοσίευσαν την επομένη οι μεγάλες αμερικανικές εφημερίδες και οι περιγραφές με τις οποίες τις συνώδευαν αποτελούσαν αδιάψευστη μαρτυρία για την δύναμι που αποτελούσε η εν Αμερική Ομογένεια.
Σε συνέντευξί του προς τον Εθνικό Κήρυκα, ο τότε υπουργός Πολιτισμού και Επιστημών και τώρα πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας κ. Κ. Τσάτσος[1] πού είχε έλθει στην Αμερική για να παραστή στο ετήσιο συνέδριο της AHEPA επεσήμανε την πολιτική σημασία που είχαν οι εκδηλώσεις της Ομογενείας: “Να ξέρετε”, είπε, “ότι οι εκδηλώσεις στο Σικάγο, στην Ουάσιγκτων, και αλλού, συγκινήσανε όχι, μόνο εμάς τους Έλληνας, αλλά και πολλούς Αμερικανούς. Υπήρξαν αποτελεσματικές. Απεδείχθησαν χρήσιμες και πρέπει να συνεχισθούν. Εύγε λέμε όλοι στους άνδρες που πήραν αυτές τις σπουδαίες πρωτοβουλίες.”
Και οι εκδηλώσεις συνεχίσθηκαν. Στις 15 Σεπτεμβρίου η Justice for Cyprus Committee eδημοσίευσε στον Εθνικό Κήρυκα και στους Νιου Γιορκ Τάιμς ολοσέλιδη έκκλησι προς τον πρόεδρο Φορντ. Την έκκλησι υπέγραφαν 492 διακεκριμένοι αμερικανοί και ελληνοαμερικανοί, καθηγηταί πανεπιστημίων, επιχειρηματίες, επιστήμονες, γιατροί. Εκατοντάδες αντίτυπα της εκκλήσεως εταχυδρομήθησαν στον Λευκό Οίκο από ομογενείς.
Με την έναρξι δε των εργασιών της Γενικής Συνελεύσεως των Ηνωμένων Εθνών, η Ομοσπονδία Ελληνοαμερικανικών Οργανώσεων Νέας. Υόρκης και η Κυπριακή Ομοσπονδία ωργάνωσαν επιβλητική συγκέντρωσι διαμαρτυρίας εξω από τά Ηνωμένα. Έθνη την 19η Σεπτεμβρίου ημέρα που είχε έλθει ο πρόεδρος Φορντ για να μιλήση στα μέλη του διεθνούς οργανισμού. Ο κ. Φορντ δεν είδε την συγκέντρωσι γιατί ή αστυνομία είχε καθορίσει την πλατεία Χάμμερσιολντ ως τόπο συγκεντρώσεως, μερικά τετράγωνα μακρυά από την είσοδο του ΟΗΕ. Αλλά αυτό δεν είχε σημασία, οι πληροφορίες έφθαναν ως τόν Λευκό Οίκο.
Για να ενισχυθή η προσπάθεια προβολής του Κυπριακού, τα μέλη του Συνδέσμου Ελληνοαμερικανικών Ταξιδιωτικών Πρακτόρων στην Νέα Υόρκη, αποφάσισαν να κλείσουν τα γραφεία τους την Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου. Το παράδειγμά τους ακολούθησαν και οι γουναράδες και άλλοι ελληνοαμερικανοί επαγγελματίες. Την Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου όλα σχεδόν τα ελληνοαμερικανικά καταστήματα και εστιατόρια στο Μανχάτταν, στην Αστόρια, στο Μπρονξ (Bronx) και στο Μπρούκλυν έκλεισαν από τις 11 εως τις 3 το απόγευμα, ενώ χιλιάδες ομογενείς της Νέας Υόρκης και της Νέας Ίερσέης κατέκλυσαν και πάλι τον χώρο γύρω από τα Ηνωμένα Έθνη με αποτέλεσμα να διακοπή η κυκλοφορία και να σημειωθούν και μερικά μικροεπεισόδια με την αστυνομία.
Να διακοπή η βοήθεια προς την Τουρκία
Είχε, ήδη, αρχίσει να αποκρυσταλλώνεται στην συνείδησι της Ομογενείας αλλά και των συμμάχων της στο Κογκρέσσο, ότι κέντρο της στρατηγικής που έπρεπε να ακολουθήσουν, αν ήθελαν να έχουν πρακτική επίδρασι πάνω στην περαιτέρω εξέλιξι του Κυπριακού, ήταν η επιψήφισις νομοθεσίας από το Κογκρέσσο για την διακοπή της παροχής οπλισμού προς την Τουρκία.
Ο παλαιός φίλος της Ελλάδος, βουλευτής B. Ρόζενταλ εβραϊκής καταγωγής από την Νέα Υόρκη, και ο βουλευτής Ντουπόντ (Dupont) εισήγαγαν στις 24 Σεπτεμβρίου τροπολογία στο νομοσχέδιο στρατιωτικής βοηθείας, η οποία προέβλεπε την εξαίρεσι της Τουρκίας από τά συνεχιζόμενα προγράμματα, με το αιτιολογικό ότι η Τουρκία είχε παραβιάσει την αμερικανική νομοθεσία με την χρησιμοποίησι τών όπλων για κατακτητικούς σκοπούς.
Η τροπολογία Ρόζενταλ ενεκρίθη από την Ολομέλεια της Βουλής με ψήφους 307 έναντι 90. Ήταν αυτή η πρώτη σημαντική επιτυχία. Στις 30 Σεπτεμβρίου την ακολούθησε άλλη ανάλογη στην Γερουσία όπου αντίστοιχη τροπολογία είχε καταθέσει ο γερουσιαστής Τόμας Ήγκλετον. Καίτοι η τροπολογία Ήγκλετον ήταν κάπως αυστηρότερη ενεκρίθη από την Γερουσία με την καταπληκτική πλειοψηφία των 57 έναντι 20.
Ήταν φανερό ότι το αντιτουρκικό ρεύμα στο Κογκρέσσο δυνάμωνε. Η πίεσις του ελληνοαμερικανικού στοιχείου έγινε ακόμα εντονώτερη. Κύματα ομογενών άρχισαν να επισκέπτονται τα γραφεία γερουσιαστών και βουλευτών στην Ουάσιγκτων και στις εκλογικές τους περιφέρειες για να τους ευχαριστήσουν για την ψήφο τους και να τους ζητήσουν την περαιτέρω συμπαράστασί τους. Γιατί με την ευνοϊκή ψηφοφορία το θέμα δεν είχε λήξει. Η τουρκική κυβέρνησις ενέτεινε την πίεσί της επί του Λευκού Οίκου και του Στέητ Ντιπάρτμεντ. Παράλληλα εκινήθη και το υπουργείο Αμύνης. Έτσι τελικά επεκράτησε η άποψη ότι η αμυντική σημασία της Τουρκίας επέβάλλε την συνέχισι της παροχής όπλων, όσο βάσιμα και αν ήσαν τα νομικά και ηθικά επιχειρήματα για την διακοπή.
Τήν 1ην Οκτωβρίου ο κ. Φορντ εδήλωσε ότι θα ασκούσε τό δικαίωμα της αρνησικυρίας εάν τα δύο σώματα του Κογκρέσσου περιελάμβαναν την ενοχλητική τροπολογία στα τελικό κείμενο του νομοσχεδίου της στρατιωτικής βοηθείας. Εκάλεσε μάλιστα και τα ηγετικά στελέχη και τών δύο κομμάτων στο Κογκρέσσο σε πρόγευμα στον Λευκό Οίκο και τους εζήτησε να ασκήσουν την επιρροή τους για να απαλειφθή ή τροπολογία.
Πράγματι όταν τα δυο νομοσχέδια (Βουλής και Γερουσίας) εστάλησαν στην ειδική κοινή επιτροπή των δυο σωμάτων για την εξομάλυνσι των διαφορών, η κοινή επιτροπή εδέχθη μια τροπολογία που ουσιαστικά ανέθετε στον Πρόεδρο, εν λευκώ να αποφασίση για την διακοπή της βοηθείας, έκτος εάν ή Τουρκία “καλοπίστως” συνέβαλλε στην λύσι του Κυπριακού
Την επομένη η Βουλή απέρριψε την περί “καλής πίστεως” τροπολογία και ενέκρινε με ψήφους 291 έναντι 69 μια άλλη τροπολογία που έθετε ως προϋπόθεσι την πραγματοποίησι “ουσιαστικής προόδου” στις διαπραγματεύσεις επί του Κυπριακού προτού αποκατασταθή η βοήθεια.
Στις 9 Οκτωβρίου η Γερουσία με 62 ψήφους έναντι 16 ενέκρινε μια τροπολογία ανάλογη με εκείνη της Βουλής. Πάνω στο σημείο αυτό ο αρχηγός της Δημοκρατικής πλειοψηφίας γερουσιαστής Μάνσφηλντ[2] εισήγαγε δική του τροπολογία –που είχε την επίνευσι του Λευκού Οίκου– και η οποία προέβλεπε να μη διακοπή η βοήθεια μέχρι της 15ης Δεκεμβρίου 1974 – για να δοθή, κατά το αιτιολογικό, χρόνος στην αμερικανική και την διεθνή διπλωματία να προωθήση μια λύση. Η Γερουσία απεδέχθη την τροπολογία Μάνσφηλντ με ψήφους 40 έναντι 35. Οι αντίπαλοι της παροχής βοηθείας προέβαλαν το επιχείρημα οτι με το τέχνασμα της αναδοχής η Τουρκία θα είχε την ευκαιρία να λάβη όπλα και εφόδια αξίας πολλών εκατομμυρίων δολλαρίων και να ενίσχυση τις δυνάμεις της στην Κύπρο.
Η Βουλή απέρριψε με ψήφους 187 έναντι 171 μια τροπολογία ανάλογη με την τροπολογία Μάνσφηλντ, αλλά το αποτέλεσμα έδειχνε οτι αν ο πρόεδρος Φορντ ασκούσε το δικαίωμα της αρνησικυρίας δεν υπήρχε η απαιτουμένη πλειοψηφία, των δύο τρίτων για να ανατραπή τό βέτο.
Το τελικό νομοσχέδιο τό όποιο περιελάμβανε τήν τροπολογία για την διακοπή “μέχρις ότου σημειωθή ουσιαστική πρόοδος” εστάλη στον Λευκό Οίκο. Στις 12 Οκτωβρίου ο πρόεδρος Φορντ ήσκησε το βέτο. Μετά τρεις μέρες, το απορριφθέν νομοσχέδιο ετέθη εκ νέου σε ψηφοφορία στην Βουλή. Το αποτέλεσμα ήταν 223 υπέρ της διακοπής και 125 εναντίον.) Η πλειοψηφία υπέρ των ελληνικών απόψεων ήταν αρκετά εντυπωσιακή. Η προσπάθεια των ομογενών είχε κάνει θαύματα. Αλλά δεν ήταν αρκετή για να ανατρέψη τό προεδρικό βέτο, εφ’ όσον δεν είχε πάρει τό νομοσχέδιο τα απαιτούμενα δύο τρίτα των παρόντων. Έτσι το νομοσχέδιο είχε απορριφθή με διαφορά εννέα μόνο ψήφων. Αλλά το νομοσχέδιο ήταν απαραίτητο για την χρηματοδότησι των προγραμμάτων και συνεπώς έπρεπε να εισαχθή εκ νέου. Για μια ακόμη φορά ο κ. Ρόζενταλ εισήγαγε τροπολογία για την διακοπή της βοηθείας. Η τροπολογία ενεκρίθη με ψήφους 194 έναντι 144.
Στην Γερουσία ο κ. Μάνσφηλντ εισήγαγε και πάλι την τροπολογία του για την αναβολή της διακοπής μέχρι τις 15 Δεκεμβρίου. Η Γερουσία την απέρριψε με 40 ψήφους έναντι 27.
Εν συνεχεία, ο γερουσιαστής Ήγκλετον εισήγαγε τροπολογία ανάλογη μέ εκείνη του Ρόζενταλ. Ή Γερουσία την
ενέκρινε μέ ψήφους 45 έναντι 23.
Η όλη υπόθεσις είχε μεταβληθή σε μία πραγματική ιστορικών διαστάσεων μονομαχία μεταξύ της Εκτελεστικής και Νομοθετικής εξουσίας. Όταν το νομοσχέδιο εστάλη στον Λευκό Οίκο με τις επίμαχες τροπολογίες, ο πρόεδρος ήσκησε τό βέτο για δεύτερη φορά, στις 17 Οκτωβρίου. Η ψηφοφορία στην Βουλή την ίδια μέρα απέδωσε, 161 υπέρ και 83 εναντίον. Δεν ήταν και πάλι η πλειοψηφία αρκετή για να ανατρέψη το βέτο. Το θέμα είχε φθάσει σέ πλήρες αδιέξοδο. Και το γεγονός εσχολιάζετο ευρύτατα στις στήλες του αμερικανικού Τύπου.
Ύστερα άπό πυρετώδεις διαπραγματεύσεις επήλθε μια συμβιβαστική συμφωνία. Βάσει της νέας τροπολογίας που έγινε γενικά αποδεκτή, ανεβάλλετο η διακοπή της βοηθείας μέχρι τις 10 Δεκεμβρίου, εκτός εάν η Τουρκία παρεβίαζε την εκεχειρία στην Κύπρο, προέβαινε σε αύξησι των δυνάμεών της στην Κύπρο ή μετέφερε εκεί “πολεμικά μέσα” ήτοι πυροβόλα, άρματα μάχης ή πυρομαχικά, οπότε θα διεκόπτετο αυτομάτως.
Η συμβιβαστική τροπολογία ενεκρίθη με ψήφους 191 έναντι 33. Επηκολούθησε “δια βοής” έγκρισι στην Γερουσία. Με την υπογραφή του προέδρου το νομοσχέδιο έγινε νόμος.
Δεν ήταν απόλυτη ή νίκη. Αλλά η τρομερά περίπλοκη διαδικασία είχε αποδείξει πόσο επίμονη ήταν η πλειοψηφία των μελών του Κογκρέσσου. Είχαν χρειασθή δυό αλλεπάλληλα βέτο του προέδρου για να κερδίση ο Λευκός Οίκος μιά μικρή παράτασι δυο μηνών, Ο γερουσιαστής Ήγκλετον γράφοντας προς τον Εθνικό Κήρυκα ετόνιζε: “Έπαινος για την νίκη μας στην Γερουσία πρέπει να δοθή σε πολλούς οι οποίοι ηργάσθησαν επί μακρόν και σκληρά υπέρ της τροπολογίας. Η μεγαλύτερη προφανώς βοήθεια ήτο η προελθούσα από εσάς τους ‘Ελληνοαμερικανούς από την μια άκρη της χώρας ως την άλλη.” Ένας από αυτούς που είχαν εργασθή σκληρά ήταν και ο διευθυντής του πολιτικού γραφείου του Ήγκλετον νέος ομογενής, ο Άντριου Μανάτος γιος του Μάικ Μανάτου, πρώην συμβούλου του Προέδρου Τζώνσον.
Ό Μακάριος μιλώντας στο Σικάγο, στο ναό του Αγίου Ανδρέου στις 18 “Οκτωβρίου, βρήκε τήν ευκαιρία να αξιολογήση την συμβολή του ελληνοαμερικανικού στοιχείου με φράσεις αδρές και κρυστάλλινες: “Η συμπαράστασις του Ελληνισμού της Αμερικής αποτελεί δια τον Ελληνισμόν της Κύπρου πηγή δυνάμεως.”
Όταν δε στις 14 Νοεμβρίου ο Μακάριος επεσκέφθη τα Γραφεία του Εθνικού Κήρυκος όπου παρέμεινε επί δύο ώρες, ευρήκε τήν ευκαιρία να διατράνωση την ευγνωμοσύνη που ένοιωθε για την ανιδιοτελή και πατριωτική συμπαράστασι της Ομογενείας: “Ό Ελληνισμός της Αμερικής, ως Εκκλησία, ως Σωματεία, ως Οργανώσεις, ως Αδελφότητες, ως Ιδρύματα και ως άτομα απέδειξαν εμπράκτως τήν αγάπην των και το ενδιαφέρον των υπέρ της Κύπρου. Οι Έλληνες της Αμερικής εκινητοποιήθησαν προς πάσαν κατεύθυνσιν. Ωργάνωσαν εράνους υπέρ των Κυπρίων προσφύγων, έδωκαν χρήματα, φάρμακα, ρουχισμόν, τρόφιμα, δια να ανακουφίσουν τους αδελφούς των Κυπρίους. Απέστειλαν χιλιάδες τηλεγραφήματα και επιστολές προς την αμερικανικήν κυβέρνησιν, προς την Γερουσίαν προς την Βουλήν, προέβησαν εις διαδηλώσεις και ύψωσαν την φωνήν των ζητούντες δικαιοσύνη δια την Κύπρον.”
Αργότερα, τον Ιούλιο 1975, σε συνέντευξί του προς την εφημερίδα Ακρόπολις των Αθηνών, ο Μακάριος θα έλεγε χαρακτηριστικά: “Ο Κίσσινγκερ φοβάται πολύ τους Ελληνοαμερικανούς. Αυτό το γνωρίζω εκ πείρας. Και θα σας πω κάτι το πολύ χαρακτηριστικό. Όταν ευρισκόμουν εις τας ΗΠΑ, ο κ. Κίσσινγκερ επανειλημμένως με παρεκάλεσε να πείσω τους Έλληνας της Αμερικής να τον αφήσουν ήσυχον. Εγώ, φυσικά, δέν ηδυνάμην να του δώσω τοιαύτην υπόσχεσιν.”
ΑΥΡΙΟ: Ο Λευκός Οίκος συνεχίζει τας πιέσεις
[1] Κωνσταντίνος Τσάτσος (Πειραιάς 1912 – Αθήνα 1987): Καθηγητής, συγγραφέας, λογοτέχνης, ακαδημαϊκός και πολιτικός. Από το 1946 παραιτήθηκε από το πανεπιστήμιο και το 1949 ανέλαβε το υπουργείο Παιδείας, ενώ το διάστημα 1950-51 διετέλεσε υφυπουργός Συντονισμού. Εκλέγεται αδιάλειπτα βουλευτής από το 1956 έως το 1967, αναλαμβάνοντας τα υπουργεία Προεδρίας, Κοινωνικής Πρόνοιας, και Δικαιοσύνης. Μετά την πτώση της δικτατορίας, το 1974, γίνεται υπουργός πολιτισμού, ενώ τον επόμενο χρόνο η Βουλή τον ανακηρύσσει Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας (1975-1980)
[2] Michael (Mike) Joseph Mansfield (6 Μαρτίου 1903, Νέα Υόρκη – 5 Οκτωβρίου 2001, Ουάσιγκτων): Πολιτικός και διπλωμάτης Γερουσιαστής από το 1952, ο μακροβιότερος αρχηγός πλειοψηφίας της αμερικανικής Γερουσίας (1961-77). Από το 1977 έως το 1988 υπηρέτησε πρέσβης των Η.Π.Α., στην Ιαπωνία. Από τους μεγαλύτερους πολέμιους του Ρ. Νίξον, ιδιαίτερα κατά την περίοδο του σκανδάλου Watergate.
Σχόλια Facebook