«Οι Ελληνοαμερικανοί – Ιστορία του Απόδημου Ελληνισμού των Η.Π.Α» Μέρος 40ο
Η Ομογένεια
και η Δικτατορία
Είναι νωπά ακόμη τα γεγονότα για να καταγραφή διεξοδικά και αμερόληπτα το ιστορικό της θέσεως που έλαβε η Ομογένεια έναντι της δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967. Η Ιστορία προτιμά την χρονική απόστασι που επιτρέπει τη αδέκαστη και ανεπηρέαστη έρευνα και την θεώρησι των γεγονότων όταν χάνουν τη επικαιρότητα τους –κάνει ακριβώς το αντίθετο από εκείνο που επιδιώκει η δημοσιογραφία. Γι’ αυτό, περιοριζόμαστε εδώ στην αναφορά ωρισμένων χαρακτηριστικών γεγονότων και παρατηρήσεων.
Πρώτα απ’ όλα, για να κατανοηθή καλύτερα η στάσις της Ομογενείας τη περίοδο της “επταετίας”, πρέπει να ληφθή υπ’ όψι ότι η κατάστασις της συγχύσεως και της πολιτικής αστάθειας που επικράτησε επί δύο σχεδόν χρόνια πριν το απριλιανό πραξικόπημα, ο “ανένδοτος αγών”, οι διαδηλώσεις στους δρόμους, οι βρισιές στη Βουλή, η ασέβεια προς τους θεσμούς, τα πολιτικά πάθη, το συνταγματικό αδιέξοδο και η όλη έκρυθμη και αβέβαιη κατάστασι, είχαν προκαλέσει βαθύτατη απογοήτευσί και στους Ελληνοαμερικανούς. Προερχόταν δε η απογοήτευσί τους, όχι μόνο γιατί στις επισκέψεις τους στην Αθήνα συνέβη ωρισμένοι από αυτούς να παγιδευθούν σε μια διαδήλωσι, ή να ταλαιπωρηθούν στην προσπάθεια τους να βρουν ταξί τη ώρα μιας πορείας διαδηλωτών. Η απογοήτευσί τους ήταν καρπός μιας ανιδιοτελούς και πηγαίας αγάπης προς τη γενέτειρα και των ανησυχιών τους για το μέλλον της χώρας.
Δεν φάνηκε, λοιπόν, να ήταν για ωρισμένους, απολύτως αδικαιολόγητος ο τερματισμός μιας τέτοιας ανωμαλίας, έστω και με ανορθόδοξη και αντιδημοκρατική λύσι. Αυτό, όμως, αφορούσε μόνο μια κατηγορία ομογενών και, κυρίως, τους παλαιότερους που για ευνόητους λόγους, δεν είχαν
την ευχέρεια βαθύτερης αναλύσεως του πολιτικού αδιεξόδου που αντιμετώπιζε την ώρα εκείνη η Ελλάς.
Εκτός άπό ελάχιστες εξαιρέσεις, η πλειοψηφία εκείνων που δέχθηκαν την δικτατορία με ικανοποίησι ή με ανοχή, το έκαναν όχι γιατί ηρνούντο εκείνη την ώρα, την δημοκρατία, τα αγαθά της οποίας απολάμβαναν στην Αμερική, αλλά με την προσδοκία οτι ο στρατός θα έμενε προσωρινά στην αρχή, όπως άλλωστε διεκήρυσσαν οι πρωτεργάτες του πραξικοπήματος.
Την θέσι αύτη αντιπροσώπευσε η Ατλαντίς η οποία δεν απέκρυπτε την ικανοποίησί της για την “πρωτοβουλία του Ελληνικού Στρατού”, στους πρωτοσέλιδους τίτλους της 21ης Απριλίου και των ημερών που ακολούθησαν, για να ταχθή, εν συνεχεία, και αρθρογραφικώς, υπέρ του καθεστώτος.[1]
Ταυτόχρονα, όμως, εκδηλώθηκε η αντίθεσι, η ανεπιφύλακτη αποδοκιμασία και η διαμαρτυρία για την κατάργησα του κοινοβουλευτισμού και των ελευθεριών των Ελλήνων. Η αντίθεσι αυτή πήγαζε, όχι μόνο από τη θεμελιώδη δημοκρατική αντίληψι οτι τίποτε το θετικό και το καλό δεν εΐναι δυνατό να πρόκυψη με την παραβίασι του Συντάγματος, αλλά και από την πεποίθησι οτι κανείς, και μάλιστα μη εξουσιοδοτημένος, έχει την αρμοδιότητα να υπηρέτηση ενα Έθνος καλύτερα από τους φυσικούς αντιπροσώπους του, την πολιτική ηγεσία ενός λαού.
Την αποδοκιμασία προς το στρατιωτικό καθεστώς εξέφρασε άμεσα και ανεπιφύλακτα ο Εθνικός Κήρυξ, από τη ίδια κιόλας ημέρα του πραξικοπήματος. “Η δικτατορία επαναφέρει τη Ελλάδα πενήντα χρόνια πίσω,” έγραψε. Και συνέχισε την αντίθεσι του καθ’ όλη τη διάρκεια της επταετίας. Καθώς τοποθετήθηκε και έμεινε αταλάντευτα, μέχρι τέλους, της “παρενθέσεως” στο πλευρό του “χειμαζόμενου πολιτικού κόσμου.”[2]
Άλλη σαφής εκδήλωσις αντιθέσεως προήλθε από την μεγαλύτερη ελληνοαμερικανική οργάνωσι, την AHEPA, της οποίας ο τότε πρόεδρος κ. Κίμων Δούκας, με τηλεγράφημά του προς τους ηγέτες του πραξικοπήματος και τον βασιλέα, ζητούσε την αποκατάστασι των δημοκρατικών θεσμών. Το τηλεγράφημα αυτό δημοσιεύθηκε με ιδιαίτερη έμφασι, σε πλαίσιο, και στην κορυφή της πρώτης σελίδος του Εθνικού Κήρυκος της 26ης Απριλίου 1967.
Υπήρξαν, όμως, και άλλες αποχρώσεις εγκρίσεως και απορρίψεως του καθεστώτος με εκφραστές ως επί το πλείστον, τους λίγους οπαδούς των δύο πολιτικών άκρων. Από της πλευράς των οπαδών του Ανδρέα Παπανδρέου και ελαχίστων άλλων σοσιαλίζόντων και αριστερών δημιουργήθηκε η Επιτροπή για Δημοκρατία και Ελευθερία στην Ελλάδα. Κύριος εκπρόσωπος της ομάδος αυτής ήταν στην αρχή ο καθηγητής κ. Στέφανος Ρουσσέας και αργότερα ο κ. Θεόδωρος Στάθης. Η ομάδα δεν πέτυχε να προσέλκυση τους μετριοπαθείς στην αντίθεσί τους ομογενείς. Μεταξύ αυτών ήταν πολλοί καθηγητές, άλλοι επιστήμονες, αξιωματούχοι οργανώσεων και ομογενειακοι παράγοντες που πίστευαν, όπως και ο Εθνικός Κήρυξ, οτι μια επίμονη, ακραίας φύσεως εκστρατεία κατά της δικτατορίας θα είχε σαν βέβαιο αποτέλεσμα τον διχασμό της Ομογενείας. Διότι ανάλογη εκστρατεία ήταν έτοιμοι να αναλάβουν οι θιασώτες του καθεστώτος με την βοήθεια των πρακτόρων –επισήμων και μη– που διέθετε το καθεστώς, σ’ όλες τις ελληνικές παροικίες
Μερικοί καθηγητές μεταξύ των οποίων ο Τζωρτζ Αναστάπλο στο Σικάγο, και οι Θ. Κουλουμπής, Ι. Νικολόπουλος και Ν. Σταύρου στην Ουάσιγκτον, καθώς και άλλοι παράγοντες, ως ο κ. Αριστ. Σισμανίδης που υπηρετούσε παλαιότερα ως εμπορικός ακόλουθος της Ελληνικής Πρεσβείας, ανέπτυξαν, σε συνεργασία με τον εγκατασταθέντα αργότερα στην Αμερική ταξίαρχο αγωνιστή Ορέστη Βιδάλη, τη πλέον αξιόλογη και θετική, γνήσια δημοκρατική, αντιδικτατορική δραστηριότητα, με άρθρα στον Εθνικό Κήρυκα και στον αμερικανικό Τύπο, με επαφές στο Κογκρέσσο και με διαμαρτυρίες και διαβήματα προς τη αμερικανική κυβέρνησι.
Κατά του καθεστώτος στρεφόταν και η θέσι που έλαβαν οι τέσσερις τότε ελληνικής καταγωγής ομοσπονδιακοί βουλευτές. κ.κ. Τζων Μπραδήμας, Γκας Γιάτρον, Πήτερ Κύρος και Νικ. Γαλιφιανάκης, ο οποίος μετά τη αποτυχία του να εκλεγή γερουσιαστής το 1972, έγινε τακτικός συνεργάτης του Εθνικού Κήρυκος.
Για την δράσι του κατά του καθεστώτος ακούστηκε και ο διαμένων στην Ουάσιγκτων δημοσιογράφος κ. Ηλίας Δημητρακόπουλος.
Υπήρξαν, όμως, και άλλοι πολλοί ομογενείς, γνωστοί και άγνωστοι, που χωρίς να φαίνονται και χωρίς να ακούωνται, ανέπτυξαν ιδιαιτέρως αξιόλογη δράσι εναντίον της δικτατορίας.
Άλλη ακραία πολιτικώς όργάνωσι που δεν πέτυχε να προσέλκυση ούτε μιά δωδεκάδα ομογενών ήταν η Επιτροπή Δικαιοσύνης για την Ελλάδα που ίδρυσε ο ιατρός Ν. Δεστούνης. Πρόκειται για την μοναδική όργάνωσι στην Αμερική που συνεστήθη με αποκλειστικό σκοπό τη υποστήριξι του στρατιωτικού καθεστώτος. Διακηρύξεις καΐ δηλώσεις της οργανώσεως αυτής δημοσιεύονταν συχνά στον λογοκρινόμενο αθηναϊκό Τύπο, μαζί με αποσπάσματα σχολίων της Ατλαντίδος για να δημιουργηθή η εντύπωσι της συμπαραστάσεως της Ομογενείας προς το καθεστώς.
Η δικτατορία έδωσε μεγάλη έμφασι και κατέβαλε ιδιαίτερη προσπάθεια προς τη κατεύθυνσι αύτη. Και όταν το φθινόπωρο του 1972 διεκόπη για πρώτη φορά η έκδοσι της Ατλαντίδος, επεχειρήθη, με ενέργειες του τότε μονίμου αντιπροσώπου της Ελλάδος στον ΟΗΕ κ. Κ. Παναγιωτάκου, η έκδοσις άλλης ημερησίας εφημερίδος, για να έχη προπαγανδιστικό όργανο το καθεστώς και για να εισάγωνται τα λιβανίσματά του στην Ελλάδα προς εγχώρια κατανάλωσι.
Στην προσπάθεια τους να αποκτήσουν φίλους και να αποσπούν δηλώσεις, οι παράγοντες του καθεστώτος κολάκευαν και επεφύλασσαν ιδιαίτερες περιποιήσεις στους αξιωματούχους των ελληνοαμερικανικών οργανώσεων που επισκέπτονταν τη Ελλάδα. Ελάχιστοι έπεσαν στην παγίδα. Και μάλλον λόγω απειρίας, άγνοιας, ή υπέρμετρης φιλοδοξίας, προέβησαν σε δηλώσεις υπέρ της δικτατορίας.
Φιλοχουντικές ήταν και οι δηλώσεις του αντιπροέδρου Σπύρου Άγκνιου[3] μετά την επιστροφή του από το “προσκύνημα”, στη χώρα της καταγωγής του πατέρα του. Ο Εθνικός Κήρυξ απεδοκίμασε και επέκρινε δριμύτατα τον πολιτικό χάριν του οποίου, για πρώτη φορά στην ιστορία του, είχε συστήσει στους αναγνώστες του να ψηφίσουν υπέρ του Ρεπουμπλικανικού ψηφοδελτίου στις προεδρικές εκλογές του 1968. Και στις εκλογές του 1972 ηρνήθη να τον υποστηρίξη.
Άλλα όμως, στελέχη της ΑΧΕΠΑ και άλλων οργανώσεων, προκάλεσαν σοβαρά προβλήματα στο καθεστώς. Αναφέρομε τη περίπτωσι του ιατρού Μιχαήλ Σπίρτου από τη Καλιφόρνια, ο όποιος το 1973 επεσκέφθη, υπό τη ιδιότητα του ως προέδρου της AHEPA, τον Κωνσταντίνο, μετά τη εκθρόνισί του από το καθεστώς Παπαδοπούλου και τον προσκάλεσε στην Αμερική, για να είναι ο κύριος ομιλητής στο επίσημο δείπνο του συνεδρίου της οργανώσεως. Ο ίδιος ο κ. Σπίρτος προέβη σε δηλώσεις εναντίον του καθεστώτος.
Άλλοι αξιωματούχοι οργανώσεων, τόσο εδώ, όσο και κατά τις επισκέψεις τους στην Ελλάδα, απέφευγαν συστηματικά να προβαίνουν σε δηλώσεις που θα ήταν δυνατό να θεωρηθούν φιλοδικτατορικές.
Θα ήταν ελλιπής η ανασκόπισι αυτή χωρίς αναφορά στην στάσι της Εκκλησίας της Αμερικής έναντι του καθεστώτος των Αθηνών. Ο αρχιεπίσκοπος, η Αρχιεπισκοπή και το Αρχιεπισκοπικό Συμβούλιο τήρησαν στάσι ουδετερότητος. Εν τούτοις, σε ωρισμένες περιστάσεις, ο αρχιεπίσκοπος, με δημόσιες εμφανίσεις και δηλώσεις του στην Αθήνα και τις συναντήσεις του με τους κυριώτερους επίσημους παράγοντες του καθεστώτος, δημιούργησε τη εντύπωσι οτι διέκειτο μάλλον ευμενώς προς το καθεστώς και κατηγορείται γι’ αυτό. Ταυτοχρόνως, όμως, υποστηρίζεται οτι υπήρξε παρασκηνιακή δραστηριότης κατά τη διάρκεια της επταετίας και ενέργειες του Αρχιεπισκόπου ικανές να θεμελιώσουν εντυπώσεις εκ διαμέτρου αντίθετες εκείνων που τείνουν να τον ταυτίσουν ή να τον παρουσιάσουν θιασώτη της δικτατορίας.
Τα παραπάνω, πιστεύομε, οτι είναι αρκετά για να πείσουν κάθε καλόπιστο άνθρωπο οτι με τΙς φιλοχουντικές δηλώσεις ελαχίστων ιδιωτών, ή εκπροσώπων οργανώσεων, δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός, διατυπωμένος μάλιστα κατά τρόπο γενικό, απόλυτο και κατηγορηματικό, οτι η Ομογένεια στάθηκε στο πλευρό της δικτατορίας.
Αυτό ισχύει και όταν γίνεται αναφορά στην κατηγορία αύτη με καλοπροαίρετη διάθεσι, πράγμα που κάνει ο πρώην υπουργός κ. Ι. Ζίγδης στο βιβλίο του Για την Δημοκρατία και την Κύπρο. Τέσσερις μήνες αγώνα στις ΗΠΑ, (εκδόσεις Παπαζήση, 1975).
Ο κ. Ζίγδης, που λίγους μήνες πριν την κατάρρευσι της δικτατορίας ανέπτυξε εκτεταμένη αντιδικτατορική δραστηριότητα στην Αμερική, επικαλείται στο βιβλίο του την μαρτυρία των βουλευτών Ρόζενταλ και Μπουκάναν που μίλησαν για φιλοχουντισμό των Ελληνοαμερικανών. Αλλά η όχι κακόβουλη αυτή μαρτυρία, βαρύνεται από τη μονομέρεια της αναφοράς στην μια μόνο πλευρά και δεν καλύπτει το όλο θέμα.
Εν πάση περιπτώσει, η κατηγορία είναι άδικη και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα αφού οι ίδιοι οι προαναφερθέντες βουλευτές όπως και πολλοί άλλοι, εΐχαν επαφές και με αντιδικτατορικούς παράγοντες και απλούς ομογενείς, που τους παρότρυναν να λάβουν θέσι κατά τοϋ καθεστώτος των Αθηνών.
Κάποτε θα έλθουν στο φως όλα τα στοιχεία που θα καταρρίψουν τους πρόχειρους ισχυρισμούς που βασίζονται στα επιφαινόμενα και όχι στα γεγονότα και στην αλήθεια. Και θα αποδειχθή, ταυτοχρόνως, πόση σημασία είχε η διατήρησι της ομογενειακής ενότητος. Η Ομογένεια δεν διχάσθηκε, όπως συνέβη στο παρελθόν. Γι’ αυτό και ήταν σε θέσι να κινητοποιηθή τόσο έγκαιρα και τόσο αποτελεσματικά, ευθύς μετά την αποκατάστασι της Δημοκρατίας, υπέρ των “ιερών δικαίων” του Ελληνισμού. Μόνο δε στον χώρο του μύθου και της τερατολογίας πρέπει να τοποθετηθή ο απολύτως άσχετος προς την πραγματικότητα και, βεβαίως αυθαίρετος και αβασάνιστος ισχυρισμός, ότι η Ομογένεια θα μπορούσε να ανατρέψη την δικτατορία.
ΑΥΡΙΟ: ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ Μετά την εισβολή
Σχόλια Facebook