«Οι Ελληνοαμερικανοί – Ιστορία του Απόδημου Ελληνισμού των Η.Π.Α» Μέρος 36ο

Μπίζνεσμεν!

Οι μετανάστες, παρ’ όλο που οι περισσότεροι είχαν μεγαλώσει σε σχεδόν πρωτόγονο αγροτικό περιβάλλον στην ύπαιθρο Ελλάδα –τόσο στο Ελληνικό Βασίλειο όσο και στις υπό οθωμανική διοίκηση, τότε, περιοχές– εστράφη καν προς τον επιχειρηματικό τομέα με μια πραγματικά εντυπωσια­κή προσαρμοστικότητα. Ήταν φυσικό να διαλέξουν επι­χειρήσεις που απαιτούσαν σκληρή προσωπική εργασία, πολλές  ώρες  δουλειάς –και,  φυσικά,   ελάχιστα   κεφάλαια.

Οι πρώτοι έλληνες “μπίζνεσμεν” στον Νέο Κόσμο, ήταν στην πραγματικότητα πλανόδιοι μικροπωλητές. Πωλούσαν λουλούδια, φυστίκια, φρούτα. Αργότερα, πολλοί άρ­χισαν να ανοίγουν στιλβωτήρια, τα όποια ως τότε ήσαν κυρίως στα χέρια ιταλών μεταναστών. Τα στιλβωτήρια δέν απαιτούσαν μεγάλα κεφάλαια, άλλα εχρειάζοντο πολ­λά και σχετικώς φτηνά εργατικά χέρια. Με την συνεχή άφιξι νέων μεταναστών, ιδίως νεαρών, που πολλές φορές ώφειλαν τον ερχομό τους στην Αμερική στην πρόσκλησι ιδιοκτητών στιλβωτηρίων—που όπως είπαμε ήδη έφερναν τα παιδιά με την συνοδεία ενός πλαστού “πατέρα” για να παρακάμψουν την απαγορευτική διάταξι του μετανα­στευτικού νόμου για την εκμετάλλευσι ανηλίκων –τα ελληνικά στιλβωτήρια εξασφάλιζαν φτηνά εργατικά χέρια– πολλές φορές με μόνη αντιπαροχή ενα στρώμα και λίγο ψωμοτύρι για δείπνο. Έτσι, σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα ο επιχειρηματικός αυτός κλάδος πέρασε σε ελληνικά χέρια στο Σικάγο, την Νέα Υόρκη, την Βοστώνη και άλλες μεγάλες αμερικανικές πόλεις. Λέγεται, μάλιστα, οτι κάποιος ονόματι Σμερλής είχε πάνω από 100 στιλβωτήρια τό 1908 στην περιοχή της Νέας Ίερσέης.

Οι ιδιοκτήτες των στιλβωτηρίων εξεμεταλλεύοντο, χωρίς αμφιβολία, την δύσκολη θέσι στην οποία ευρίσκοντο οι καινούργιοι μετανάστες. Αλλά από την άλλη πλευρά, μέσα σε δυό-τρία χρόνια, οί περισσότεροι από τους νεα­ρούς “λούστρους” άφηναν την βούρτσα και το βερνίκι, και με τα λίγα εγγλέζικα που είχαν μάθει εν τω μεταξύ, έμπαιναν  με περισσότερα εφόδια στην  αμερικανική  ζωή.

Τα στιλβωτήρια ήταν μια προπαίδεια. Κι’  όσο κι’ αν ήταν οι απολαυές τους εξοργιστικά χαμηλές, πάλι κάτι κατάφερναν να εξοικονομήσουν από τα φιλοδωρήματα των πελατών. Είναι δύσκολο να αντιληφθή σήμερα κανείς πόσο προσοδοφόρα ήταν τότε τα στιλβωτήρια. Οί δρόμοι των πόλεων δεν είχαν τότε ασφαλτοστρωθή, ούτε και υπήρχε το αυτοκίνητο στην έκτασι που θα έπαιρνε στις επόμενες δεκαετίες. Ο κόσμος τότε περπατούσε πολύ περισσότερο και η σκόνη των δρόμων αποτελούσε πρόβλημα για όλους εκείνους   που   πρόσεχαν  την   εμφάνισί   τους.   Τό   να   βάψη κανείς τα παπούτσια του στο στιλβωτήριο μια και δύο φορές την ημέρα ήταν κάτι το συνηθισμένο.

Ανθοπωλεία και Γουναράδικα

 

Οι αρχικοί έλληνες μετανάστες επεδόθησαν επίσης
καΐ στο εμπόριο των λουλουδιών. Αρχικά ήσαν πλανόδιοι
μικροπωλητές, αλλά σιγά-σιγά άρχισαν να ανοίγουν δικά
τους ανθοπωλεία. Η παραδοσιακή ιστορία αναφέρει οτι ο
πρώτος έλληνας ανθοπώλης στην Νέα Υόρκη ήταν ο
Κωνσταντίνος Μπαμπής, που ήρθε τό 1852 στην Αμερική
ως ναύτης σε ενα ιστιοφόρο. Ο Μπαμπής έγινε ανθοπώλης… κατά λάθος. Λέγεται οτι μια μέρα ο Μπαμπής είχε μαζέψει λουλούδια από τους κήπους που τότε βρίσκονταν ακόμη κατά μήκος της 42ας οδού, και στεκόταν κρατών­τας το μπουκέτο στα χέρια του και χαζεύοντας τους δια­βάτες.

Σε μια στιγμή, τον επλησίασε μια κυρία, του έδωσε ενα δολλάριο και πήρε από τα χέρια του το μπουκέτο. Τον είχε εκλάβει για μικροπωλητή. Ο Μπαμπής σκέφθηκε οτι με τα λουλούδια θα μπορούσε να βγάλη άνετα τον επι­ούσιο. Την άλλη μέρα, μάζεψε περισσότερα λουλούδια, τα έφτιασε σε μπουκέτα και στάθηκε σε μια γωνιά περιμέ­νοντας πελάτες. Φαίνεται οτι η επιχείρησις πήγε καλά, γιατί ο Μπαμπής όχι μόνο δεν εγκατέλειψε την προσπά­θεια, αλλά σε λίγο καιρό νοίκιασε μια παράγκα και εγκατέστησε το πρώτο ελληνικό ανθοπωλείο. Αργότερα και άλλοι μετανάστες επεδόθησαν στο εμπόριο των λουλουδιών και άνοιξαν ανθοπωλεία σε διάφορες πόλεις.

Ένας από τους πιο επιτυχημένους ανθοπώλες στην Νέα Υόρκη, ήταν ο Κ. Γιάτρας, ο οποίος μάλιστα είχε και ιδιό­κτητο ανθοκήπιο στην Λόνγκ Άϊλαντ.[1] Το 1902 υπήρχαν στην Νέα Υόρκη είκοσι ελληνικά ανθοπωλεία και το 1907 Ιδρύ­θηκε και ο Σύνδεσμος Ανθοπωλών, του οποίου η ετήσια χοροεσπερίδα έφθασε να αποτελή γεγονός για την Ομογέ­νεια της Νέας Υόρκης και να δίδεται στο περίφημο Ουώλντωρφ Αστόρια.[2] Ακόμη και σήμερα, πολλά από τα καλύ­τερα ανθοπωλεία στις μεγάλες αμερικανικές πόλεις ανή­κουν σε Έλληνες, καίτοι σε πολλές περιπτώσεις οι απόγο­νοι των πρώτων ανθοπωλών έχουν στραφή προς άλλα επαγ­γέλματα και επιχειρήσεις.

Με την ευκαιρία της 200ετηρίδος των Η.Π.Α., το αμε­ρικανικό περιοδικό Νιούσγουϊκ[3] περιέλαβε στο  μωσαϊκό των αντιπροσωπευτικών Αμερικανών, τον αιωνόβιο Γιώργη Ζέρβα που ζη στο Σικάγο και παρά τα 100 χρόνια του εξακολουθεί να πουλά λουλούδια έξω από μια σούπερ-μάρκετ στην Βορεινή Πλευρά του Σικάγου.

Ό γραφικός αυτός έλληνας ανθοπώλης, που έφτασε στην Αμερική πριν από εξήντα-εβδομήντα χρόνια, έδωσε μια χαρακτηριστική απάντησι στον δημοσιογράφο που τον ρώτησε αν του αρέση η Αμερική. “Δεν ντρέπεσαι και που με ρωτάς;  Αν δεν μ’ άρεσε θα έμενα τόσα χρόνια;”

Ένας άλλος επιχειρηματικός κλάδος, που δεν απαι­τούσε αρχικά πολλά κεφάλαια, ήταν ή παρασκευή και το εμπόριο γλυκών. Πρωτοπόροι στον κλάδο αυτό ήταν ο Ελευθέριος Πηλάλας από τα Βρέσθενα της Σπάρτης και ο Παναγιώτης Χατζητήρης από την Σμύρνη. Στο Σικάγο ευδοκίμησε πολύ η εταιρεία De Mets, που ιδρύθηκε το 1900 από τον Κωνσταντίνο Δημογιαννάκη, και επίσης ή εταιρεία Andes Candies, που ίδρυσε τό 1919 ο Ανδρέας Κανέλλος. Η εταιρεία ζαχαροπλαστικής Joy Candy Shoppes ιδρύθηκε επίσης στο Σικάγο τό 1920 από τον Παναγιώτη Στεφανόπουλο και τον Αλέξανδρο Κανέλλο. Και στην Νέα Υόρκη ο Θωμάς Καρβέλ είναι ο ιδρυτής και πρόεδρος της γνωστής ομωνύμου αλυσίδας καταστημάτων παγωτού.

Ακόμη και σήμερα ή βιομηχανία γουναρικών εξακο­λουθεί να αποτελή ένα από τους κυριώτερους επιχειρημα­τικούς κλάδους στους όποιους διαπρέπουν πολλοί ομογενείς. Η στροφή των ελλήνων μεταναστών προς την κατασκευή και την εμπορία των γουναρικών ανάγεται στίς αρχές του αιώνος. Οι Καστοριανοί ιδίως, που άρχισαν να έρχωνται στην Αμερική περί το 1900, είχαν ιδιαίτερη πείρα στην κατασκευή γουναρικών, επειδή από την εποχή ακόμα του Βυζαντίου η περιοχή της Καστοριάς ήταν κέντρο βιομηχανίας γουναρικών.

Πρωτοπόρος στον κλάδο αυτό, ήταν ο καστοριανός Κ. Σκαπέρδας, που ήρθε στην Αμερική πριν από το 1900. Αλλά ο Σκαπέρδας ήταν πρωτίστως έμπορος και είχε διαπρέψει ήδη στο εμπόριο γουναρικών στην Ευρώπη και συγ­κεκριμένα στην Λειψία. Δέν ήταν συνηθισμένος μετανά­στης και ούτε απέβλεπε σε μόνιμη εγκατάστασι στην Αμε­ρική. Τελικά, γύρισε στην Ευρώπη. Τις πραγματικές βάσεις της ελληνικής βιομηχανίας γουναρικών στον Νέο Κόσμο, τις έβαλαν οι αδελφοί Γιάγκου, Καστοριανοί κι’ αυτοί, που ήρθαν ως  μετανάστες λίγο πριν από το  1900.

Στην αρχή εργάσθηκαν ως τεχνίτες σε αμερικανικές επιχειρήσεις γουναρικών στο Μανχάτταν. Οι αδελφοί Γιάγκου, αφού εμάζεψαν λίγα χρήματα, άνοιξαν δική τους επιχείρησι στην οποία προσέλαβαν συμπατριώτες τους, που μετά το 1900 άρχισαν να έρχονται σε μεγάλους αριθμούς. Αργότερα, οι αδελφοί Παπατίνα άνοιξαν δική τους επιχείρησι στην περιοχή του Γκρίνγουτς Βίλατζ.[4] Μέσα σε λίγα χρόνια –  πριν από το 1912– είχαν κιόλας δημιουργηθή πάνω από 40 ελληνικές επιχειρήσεις γουναρικών στην Νέα Υόρκη. Σήμερα εξακολουθούν να υπάρχουν μεγάλες επιχειρή­σεις κατασκευής γουναρικών ελληνικής ιδιοκτησίας, όπως, επί παραδείγματι, η εταιρεία Christie Brothers των αδελ­φών Παπαχρήστου, η εταιρεία James Liakos and Sons,  η Marvin Fours του Κώστα Μαυροβίτη, η εταιρεία Louis Mylonas and Sons, η Mink Marτου κεφαλλωνίτη Γεωργίου Χαραλαμπάτου, η Petkanas Brothers των αδελφών Steve και Στέλιου Πετκανά, η εταιρεία του Στυλιανού Πολωγιώργη, η εταιρεία Dalstyle των Ντάλλας και Στυλιανίδη και πολλές άλλες. Οι βιομη­χανίες αυτές παράγουν μεγάλες ποσότητες ακριβών γου­ναρικών, που διοχετεύονται στα μεγάλα καταστήματα των αμερικανικών μεγαλουπόλεων. Υπάρχουν όμως και Ελληνοαμερικανοι που διατηρούν υψηλής στάθμης καταστήματα για την λιανική πώλησι γουναρικών, όπως ο Μιχαήλ (Μάικ) Μουρατίδης, ο όποιος έχει καταστήματα στην Ουάσιγκτων και το Τέξας (Σαν Αντόνιο) και ο όποιος είναι και περίφημος σχεδιαστής γουναρικών υψηλής μόδας.

 

Τα εστιατόρια

 

Και ο τελευταίος Αμερικανός γνωρίζει ότι τα περισ­σότερα εστιατόρια είναι σε χέρια Ελληνοαμερικανών. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Εμπορικού Επιμελητηρίου των Η.Π.Α. (U.S. Chamber of Commerce), υπάρχουν σήμερα στην Αμερική περί τις 56.000 ελληνοαμερικανικής ιδιοκτη­σίας εστιατόρια –μικρά και μεγάλα. Τα περισσότερα, βέ­βαια, είναι μικρά, με ετήσιο τζίρο από 45.000 μέχρι 100.000 δολλάρια. Άλλα ανάμεσα τους υπάρχουν και μεγάλες επι­χειρήσεις με χονδρική είσπραξι χιλιάδων δολλαρίων ημε­ρησίως, όπως η αλυσίδα εστιατορίων του Οδυσσέα Αυγερινού (Ulysses Auger ή Blackie) στην Ουάσιγκτων. Ενδεικτικά μόνο, μπορούμε να αναφέρωμε εδώ το Fields Restaurant του Ντην Γκόφης (Dean Gofis) στο Σικάγο, το καταπληκτικό εστιατόριο Atlantis στο Σάν Ντιέγκο, το Seafare of the Aegean του Χρήστου Μπάστη στην Νέα Υόρκη, τις επιχειρήσεις του Λούη Γκότση στο Κάνσας, τα τέσσερα εστιατόρια Christies  στο Χιούστον, Τέξας, και τα πέντε Steves BarBQ του Στηβ Καλουδά, επί­σης στο Χιούστον.

Το χονδρικό εισόδημα των ελληνικής ιδιοκτησίας εστιατορίων –μικρών και μεγάλων– είναι δύσκολο να υπολογισθή με απόλυτη ακρίβεια στο σύνολο του, αλλά κατά την γνώμη των ειδικών ξεπερνά συνολικά τα δύο δισεκατομμύ­ρια δολλάρια ετησίως(!)–με καθαρά κέρδη γύρω στα δια­κόσια πενήντα εκατομμύρια δολλάρια και πλέον. Άλλα στοιχεία καταδεικνύουν ότι από 850,000 περίπου ενήλικες άρρενες ελληνικής καταγωγής στην Αμερική –20 έως 60 ετών– οι 95.000 περίπου, ή πάνω από 10 τοις εκατόν, είναι ιδιοκτήτες εστιατορίων ή εργάζονται σε εστιατόρια.

 

 

Τα ακίνητα

 

Ένας άλλος προσοδοφόρος κλάδος στον οποίο έχουν σημειώσει μεγάλη επιτυχία οι ομογενείς, είναι τα ακίνητα. Οι έλληνες μετανάστες, μόλις κατώρθωσαν να ορθοποδήσουν και να σχηματίσουν ένα κομπόδεμα, θέλησαν να αποκτήσουν ακίνητη περιουσία. Ήδη πριν από την οικο­νομική κρίσι του 1929, αρκετοί μετανάστες είχαν αγορά­σει–με υποθήκη βέβαια–συνήθως φτηνά, παλαιά κτίρια με διαμερίσματα για εργαζόμενες οικογένειες. Με την οικονομική κρίσι, όταν οι ενοικιαστές τους άρχισαν να μην πληρώνουν το ενοίκιο γιατί είχαν μείνει άνεργοι, πολλοί ελληνοαμερικανοί ιδιοκτήτες, χωρίς το απαραίτητο εισόδημα για να πληρώσουν το τοκοχρεωλύσιο, έχασαν την ιδιοκτησία που με τόσες θυσίες είχαν αποκτήσει.

Ή πραγματική άνθισις στον κλάδο αυτό, αρχίζει κυ­ρίως μεταπολεμικά με την εκρηκτική εξάπλωσι των αμε­ρικανικών μεγαλουπόλεων στα νεόδμητα προάστεια. Πολ­λοί Ελληνοαμερικανοί, όπως οι αδελφοί Γιόνας (Yeonas) στην περι­οχή τής αμερικανικής πρωτευούσης, επεδόθησαν περί το τέλος του πολέμου στην αγορά αγροτικών τότε εκτάσεων στα περίχωρα, και μετά, όταν άρχισε να αυξάνεται ο πλη­θυσμός τής Ουάσιγκτων, μετέτρεψαν τις εκτάσεις αυτές σε νέους οικισμούς με την ανέγερσι χιλιάδων νέων μονο­κατοικιών. Ενδεικτικά και μόνον μπορεί να αναφέρη κα­νείς τον Τσαρλς Φ. Γαϊτάνη (Charles F. Yaitanes), που έχει μια από τις μεγαλύτε­ρες οικοδομικές εταιρείες στην Βοστώνη, τον Τζέιμς Ζήση (James Zissis), που διευθύνει ενα από τα μεγαλύτερα οικοδομικά συγκρο­τήματα, τo Plan Investment Corporation στην Καλιφόρνια, τον Τζων Ρουμπάκη (John Rumpakis), που εξελέγη πρόεδρος του Συμβουλίου Κτηματομεσιτών εις τo Πόρτλαντ  (Portland) της Πολιτείας Όρεγκον, τον Κρις Μάρκο (Chris Markos), που εξελέγη τό 1974 πρόεδρος του Συμβουλίου Κτηματομεσιτών του Κλήβελαντ (Cleveland) , τον Άλεξ Σπανό στην Καλιφόρνια, τον Νίκ Σμυρνή στην Ινδιάνα, τους αδελ­φούς Καλομοίρη στην Ουάσιγκτον.

Θα πρέπει να σημειωθή ότι πολλοί ομογενείς συγκέντρωσαν τις προσπάθειες τους στον μεσιτικό κλάδο και τις αγοραπωλησίες ακινήτων, δημιουργώντας με τα “ποσοστά” τους τεράστιες περιουσίες, και, εν συνεχεία, αγοράζοντας δικά τους κτίρια η οικόπεδα πάνω στα όποια ανήγειραν περίβλεπτα, πολυτελή οικοδομήματα για γραφεία η πολυκατοικίες. Συγκριτικά, οί περισσότεροι ελληνοαμερικανοί “εκατομμυριούχοι” οφείλουν τις περιουσίες τους στον κλάδο των ακινήτων και όχι στα εστιατόρια, αν και για πολλούς τα εστιατόρια έδωσαν τις πρώτες οικονο­μικές βάσεις για να εξαπλώσουν την δραστηριότητα τους στην οικοδόμησι ή την αγορά ακινήτων. Στην οικοδόμησι ακινήτων έχουν επίσης επιδοθή με μεγάλη επιτυχία και ελληνοαμερικανοί αρχιτέκτονες και μηχανικοί, που συγ­καταλέγονται ήδη μεταξύ των οικονομικά ισχυρότερων Ελληνοαμερικανών, όπως ενδεικτικά μπορεί να αναφέρη κανείς τον Άντριου Ξέπαπα (Andrew Xepapas), μετανάστη από την Ελλάδα που έχει σημειώσει μεγάλη επιτυχία στην Φλώριδα, τον Ουΐλλιαμ Τσιργώτη στην Νέα Ιερσέη, τον Ν. Αδαμό­πουλο, πρόεδρο της “Alphatec”, τον Νίκο Ζωγράφο και άλλους.

 

Άλλοι κλάδοι

 

Στις δεκαετίες μεταξύ 1920 και 1960, πολλοί Ελληνοαμερικανοί είχαν πλυντήρια-καθαριστήρια                       –επιχειρήσεις που απαιτούσαν περιωρισμένα σχετικώς κεφάλαια, αλλά πολλή προσωπική εργασία. Υπολογίζεται ότι στην περίοδο εκείνη ελειτούργησαν πάνω από 4.000 τέτοια καθαριστήρια στην Αμερική. Άλλα τελευταία, ο αριθμός έχει ελαττωθή, δεδομένου ότι από την δεύτερη και τρίτη γενεά ένας μικρός σχετικά αριθμός έχει στραφή η στρέφεται προς τον κλάδο αυτό.

Δεν μιλήσαμε ως τώρα για τους ιδιοκτήτες κινηματογράφων, τους εφοπλιστές, τους ιδιοκτήτες μεγάλων ξενο­δοχείων, τους βιομηχάνους και τους ανωτέρους διοικητικούς υπαλλήλους μεγάλων αμερικανικών εταιρειών, και τούτο γιατί καθένας από τους κλάδους αυτούς έχει μια αξιοσημείωτη και κοινή σε όλους ιδιομορφία. Σχετικά μικρός αριθμός ατόμων στον κάθε κλάδο, αλλά μεγάλα ονό­ματα. Στον κινηματογράφο ο Αλέξανδρος Πανταζής και οί αδελφοί Σκούρα έχουν περάσει πια στον χώρο των θρύ­λων θα λέγαμε της Ομογενείας. Ξεκίνησαν με το τίποτε, ο πρώτος από την Άνδρο, οι δεύτεροι από το Σκουροχώρι, για να φθάσουν στίς πιο υψηλές κορυφές. Δεν βρήκαν πολλούς μιμητές ούτε κι’ ήταν δυνατόν να επιδοθή η πλα­τειά μάζα των μεταναστών στην ιδιοκτησία και διαχείρισι κινηματογράφων. Πάντως, υπήρξαν αρκετοί που εσημείωσαν μεγάλη επιτυχία, ιδίως στην περίοδο 1935–1955. Ανά­μεσα στα μεγάλα ονόματα, αξίζει να αναφέρη κανείς τον Σωτήριο Κόκκαλη, που είχε μεγάλο αριθμό κινηματογρά­φων στην Νέα Υόρκη και την Νέα Ιερσέη μέχρι το 1939 που πέθανε, τον Παντελή Αντωνόπουλο στο Πίττσμπουργκ, τον Μιχ. Μάνο στην Πεννσυλβάνια, τον Γρηγόριο Σκλαβούνο στο Σικάγο, την Ινδιάνα, και το Ουισκόνσιν, τον Ευάγγελο Νομικό και τους αδελφούς Βασιλειάδη (Basil Bros.) στο Μπάφφαλο.

Σήμερα, ανάμεσα στους πιο επιτυχημένους επιχειρημα­τίες κινηματοθεάτρων περιλαμβάνεται ο Τζων Μπρούμας (John Brumas), με 44 κινηματοθέατρα στην μητροπολιτική περιοχή της αμερι­κανικής πρωτευούσης, ο Τζωρτζ Καρασόλης (George Karasolis), με πάνω από 70 κινηματοθέατρα στην περιοχή Σπρίνγκφιλντ (Springfield) της Πολιτείας Iλλινόϊ, o Στηβ Περάκος (Steve Perakos), με 30 σχεδόν κινηματοθέατρα στην Νέα Αγγλία, ο Νικ Τζωρτζ (Nick George) στο Ντητρόϊτ, ο Αλ. Δούρης στo Τολίντο (Toledo) της Πολιτείας Οχάιο, και άλλοι.

Δυστυχώς, σε πολλές περιπτώσεις, οί επιχειρήσεις αυ­τές παραμένουν προσωπικές κι’ έτσι δεν μετατρέπονται σε πραγματικά ανώνυμες εταιρείες με δική τους αυθύπαρκτη υπόστασι και λειτουργία. Έτσι, μετά τον θάνατο των δημιουργών τους κατά κανόνα φθίνουν ή περνούν σε άλλα χέρια.

Η περίπτωσις των εφοπλιστών, βέβαια, είναι κάτι το τελείως διαφορετικό. Αποτελούν μια ιδιότυπη πλευρά του έπους της Ομογενείας. Μετά τό 1960–1961 οί περισσότεροι έφυγαν από την Νέα Υόρκη και εγκαταστάθηκαν στο Λονδίνο κυρίως, για λόγους φορολογικούς.

Αρκετοί εφοπλιστές είχαν παλαιότερα αναμιχθή ενερ­γά στίς κοινοτικές και στις ομογενειακές υποθέσεις. Βοήθησαν οικονομικώς την Εκκλησία, διετέλεσαν μέλη ερανικών επιτροπών και προέβησαν σε αξιόλογες δωρεές σε σχολεία,  Κοινότητες και Ιδρύματα.

Από τό 1975, ο κ. Γεώργιος Π. Λιβανός, ανεμίχθη περισσότερο στα Ομογενειακά και υπό την ιδιότητα του ως προέδρου της Ομοσπονδίας Χιακών Σωματείων Νέας Υόρκης.

Οι δεσμοί των ελλήνων εφοπλιστών με την Ελλάδα παραμένουν ισχυροί, και καθώς πηγαινοέρχονται τακτικά στην Ελλάδα, ουσιαστικά δέν αισθάνονται να έχουν φύγει ποτέ. Γι’ αυτό –και επειδή έχουν αποκτήσει και στην ζωή και στις επιχειρήσεις τους ενα πραγματικό κοσμοπολίτικο χαρακτήρα– είναι δύσκολο να τους κατάταξη κανείς στην Ομογένεια που προήλθε από την μετανάστευσι. Απ’ την άλλη πλευρά, η υποστήριξι που παρέχουν προς την Αρχιεπισκοπή Αμερικής, τις διάφορες οργανώσεις και τα εθνικά θέματα, τους καθιστά ενα πολύτιμο και ισχυρότατο στοιχείο του ομογενειακού συνόλου. Οι δεσμοί αυτοί με την γενέτειρα και τον Ελληνισμό γενικά, εκδηλώθηκαν με τον πιο δραματικό τρόπο τον καιρό του πολέμου, όταν πρωτοστάτησαν στην δημιουργία της Ελληνικής Πολεμικής Πε­ριθάλψεως (Greek War Relief). Και η συμπαράστασι αυτή συνεχίζεται.

Όσοι εστράφησαν προς τον ξενοδοχειακό τομέα, εγνώρισαν αρκετή επιτυχία, ιδίως στίς δεκαετίες 1930–1960. Μια από τις παλαιότερες επιχειρήσεις στον τομέα αυτό, ήταν το Athens Hotel των Π. Πολυμέρη και Α. Ρίγκα, που ελειτούργησε κανονικά στην Νέα Υόρκη κοντά στον σιδη­ροδρομικό σταθμό Γκραντ Σέντραλ (Grand Central) ως τό 1920, και τα ξενοδο­χεία Mohawk Hotel στο Μπρούκλυν και Mohican Hotel στο Νιου Λόντον του Κοννέκτικατ[5] του Ιωάννη Βενέτου. Θα πρέπει να αναφερθούν επίσης οι αδελφοί Δημητρακόπουλοι με ξενοδοχειακές επιχειρήσεις στην Βοστώνη, ο Δ. Μεταξάς στον Άγιο Φραγκίσκο, οι αδελφοί Λεοντσίνοι στο Σαιντ Λούις,[6]  και, φυσικά, οι αδελφοί Ταίηλορ (Taylor), που εΐχαν τα μεγάλα ξενοδοχεία St. Moritz και Buckingham στην αριστοκρατικώτερη περιοχή του Μανχάτταν, με περίπου 1.300 δωμάτια.

Μεταπολεμικά, αρκετοί ΕλληνοαμερικανοΙ άνοιξαν ξενοδοχεία και μοτέλς, αλλά o συναγωνισμός με τις με­γάλες εταιρείες ξενοδοχειακών “αλυσίδων” κατέστησε την λειτουργία των μικρότερων επιχειρήσεων απρόσφορη. Ανάμεσα σε εκείνους που εσημείωσαν επιτυχία στον τομέα αυτό, θα πρέπει να αναφέρωμε ενδεικτικά τους αδελφούς Ιωάννη και Νίκο Φιλόπουλο στην Βοστώνη και τον Αντ. Αντωνίου στο Σικάγο.

Με αρκετή επιτυχία επεδόθησαν πολλοί Ελληνοαμερικανοί στην χονδρική πώλησι φρούτων και λαχανικών. Οι περισσότερες από τις επιχειρήσεις αυτές τροφοδοτούν εστιατόρια απ’ την μια άκρη της Αμερικής ως την άλλη. Ενδεικτικά και μόνο, μπορεί να αναφέρη κανείς τον Πήτερ Γιανούκο στο Σικάγο, τους αδελφούς Πάππας στην Ουάσιγκτων, ή τους αδελφούς Δημουλά, οι όποιοι, μάλιστα, έχουν στραφή προς την λιανική πώλησι και από το 1957 εδημιούργησαν μία “αλυσίδα” καταστημάτων στην πολιτεία της Μασσαχουσέττης με ετήσιο τζίρο 50 και πλέον εκατομμυρίων δολλαρίων.

Σε πιο πρόσφατα χρόνια, Ελληνοαμερικανοί, κυρίως από την δεύτερη γενεά, εστράφησαν προς τις βιομηχανικές επιχειρήσεις δημιουργώντας εργοστάσια για την παραγωγή εξειδικευμένων ηλεκτρονικών και άλλων μηχανικών εξαρτημάτων για την τροφοδότησι άλλων μεγάλων αμερικανικών επιχειρήσεων. Και πάλι, μόνον ενδεικτικά, μπορούμε εδώ να αναφέρουμε τον Ουΐλλιαμ Χέλις ΙΙ (William Helis), έναν από τους μεγαλύτερους ανεξάρτητους παραγωγούς πετρελαίου, τον Άλεξ Γιανναράς (Alex Gianaras), που έχει εταιρεία για την κατασκευή μετασχηματιστών, τον Άντριου Άθενς της Metron Steel Corporation, τον Τσαρλς Μαλιώτη (Charles Maliotis), της Lehigh Metal Products, τον Γεώργιο Χατζόπουλο της Thermoelectric Co., τον Στηβ Γκάτσο (Steve Gatsos), γενικό διευ­θυντή της Indus Co., τον Μ. Μεταξά, πρόεδρο της General Furniture and Bedding Co., τον Τζο Αλεξάντερ (Joe Alexander), πρόεδρο της εταιρείας Life Employment, τον  Στέφεν Στάμας (Stephen Stamas) της Exxon, και  αλλους. Ελληνοαμερικανοί εστράφησαν επίσης και στις αυτόματες μηχανές πωλήσεως (vending machines) με αρκετή επιτυχία όπως ο Gus Verinis στη Νέα Αγγλία, ο Τζιμ Πούλος (Jim Poulos) στην Ινδιάνα, o Άντυ Μάνος (Andy Manos) στην Ουάσιγκτων. Οι αδελφοί Χασιώτη εδημιούργησαν μια “αλυσίδα” καταστημάτων για την πώλησι γαλακτοκομικών προϊόντων με την επωνυμία Cumberland Farms Co. στην περιοχή της Νέας Αγγλίας.

Οι Ελληνοαμερικανοί, κατά κανόνα, προτίμησαν και προτιμούν την κυριολεκτικά “ιδιωτική” επιχείρησι, την δική τους επιχείρησι. Συνήθως προτιμούν να είναι μόνοι τους και σπάνια παίρνουν συνεταίρους. Η τάσις αυτή εμπόδισε, βέβαια, πολλές φορές, την δημιουργία μεγάλων επιχειρηματικών μονάδων. Αλλά κατά τα τελευταία χρόνια, παρατηρείται μία σχετική διαφοροποίησι. Αφ’ ενός αρκετοί ελληνοαμερικανοί επιχειρηματίες στρέφονται προς την μορφή της Ανωνύμου Εταιρείας (Corporation) και αφ’ ετέρου πολλοί μετά τις πανεπιστημιακές τους σπουδές προσλαμβάνονται από τις μεγάλες αμερικανικές επιχειρήσεις ως διοικητικοί υπάλληλοι ή ως ειδικοί.

Ήδη, αρκετοί έφθασαν στην κορυφή ή άρχισαν να ανεβαίνουν στην κλίμακα της ιεραρχίας όπως ο Ουΐλλιαμ Ταβουλαρέας (W. Tavoulareas), που είναι σήμερα πρόεδρος της Mobil Oil, ο Τζωρτζ Γκλάτης (George Glatis), πρόεδρος της Wheeler Industries, ο Λούης Άλλεν  (Louis G. Allen), πρόεδρος της Manufacturers National Bank, o Πήτερ Πήτερσον (Peter Peterson), πρόεδρος της Lehman Brothers, πρώην υπουργός Εμπορίου της κυβερνήσεως Νίξον, ο Τόμας Λ. Φίλλιπς  (Thomas L. Phillips),  πρόεδρος της Pantheon, ο Κρις Ρεκλείτης (Chris Reclitis), πρόεδρος της SCA Services, ο Τάκης Βελιώτης, διευθυντής των ναυπηγείων Fore River” της μεγάλης εταιρείας General Dynamics και πολλοί-πολλοί άλλοι σε διάφορες όχι ευκαταφρόνητες βαθμίδες της επιχειρηματικής ιεραρχίας.

ΑΥΡΙΟ:   Πρόοδοι και στον Πολιτικό τομέα


[1]Long Island: Νησί στο Ατλαντικό Ωκεανό που συνιστά το νοτιοανατολικό άκρο της Πολιτείας της Νέας Υόρκης.

[2] Waldorf-Astoria: Ένα από τα γνωστότερα –και ακριβότερα– ξενοδοχεία της Νέας Υόρκης.

[3] Newsweek: Εβδομαδιαίο περιοδικό, ένα από τα σημαντικότερα των Η.Π.Α. μαζί με το «αντίπαλό» του Time. Ιδρύθηκε το 1933 από τον  J.C. Martyn,  πρώην συντάκτη του περιοδικού a Time , με τον τίτλο News-Week.  [Το περιοδικό Time είχε ιδρυθεί 10 χρόνια νωρίτερα, το 1923.

[4]Greenwich Village: περιοχή του Κάτω Μανχάταν, στην πόλη της Νέας Υόρκης.

[5]New London: Πόλη της ομώνυμης κομητείας στο νοτιοανατολικό μέρος της Πολιτείας Κονέκτικατ.

[6]Saint Louis: Πόλη της ομώνυμης Κομητείας στο ανατολικό-κεντρικό μέρος της Πολιτείας του Μισούρι.