«Οι Ελληνοαμερικανοί – Ιστορία του Απόδημου Ελληνισμού των Η.Π.Α» Μέρος 11o
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Με πάθος στην υπηρεσία
του Ελληνισμού
Οι μεγαλειώδεις πράγματι σε όγκο και παλμό διαδηλώσεις χιλιάδων ομογενών που έγιναν τον Σεπτέμβριο του 1974 στην Ουάσιγκτων, την Νέα Υόρκη, το Σικάγο, με αίτημα την διακοπή της στρατιωτικής βοηθείας προς την Τουρκία ύστερα από την εισβολή τουρκικών στρατευμάτων] στην Κύπρο και την παράνομη χρησιμοποίησι των αμερικανικών οπλών από τους Τούρκους για κατακτητικούς σκοπούς, απετέλεσαν μια ακόμη περίτρανη απόδειξι ότι η Ομογένεια κάθε άλλο παρά ξένη και αδιάφορη είναι πάνω στα καυτά θέματα του Ελληνισμού.
Στην πρωτοπορία των εθνικών αγώνων
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στην πρωτοπορία του αγώνος για τα δίκαια του κυπριακού Ελληνισμού βρίσκονται κυρίως προσωπικότητες της δεύτερης γενεάς, οι βουλευτές Τζών Μπραδήμα,[1] Πωλ Σαρμπάνης,[2] Γκας Γιάτρον,[3] ο πρώην υφυπουργός Οικονομικών Ευγένιος Ρωσσίδης[4], ο τ. ύπατος πρόεδρος της AHEPA Β. Τσιργώτης, και τόσοι και τόσοι άλλοι, που τα ονόματα τους θα γέμιζαν ολόκληρες σελίδες, ένα αληθινό προσκλητήριο τιμής. Και δεν ήταν μόνο οι διαδηλώσεις ή οι ενέργειες ηγετικών στελεχών. Ήταν και η σχεδόν καθολική κινητοποίησις των ομογενών, που τηλεφωνούσαν και έστελναν κάθε τόσο χιλιάδες τηλεγραφήματα και γράμματα στα μέλη του Κογκρέσσου, στον Λευκό Οίκο, στο Στέητ Ντιπάρτμεντ,[5] στις αμερικανικές εφημερίδες.
Ο Εθνικός Κήρυξ, που από τότε που διέκοψε οριστικά την έκδοσί της η Ατλαντίς (3 Μαΐου 1973) έφερε μόνος το βάρος γιά την καθημερινή ενημέρωσι της Ομογενείας, υπήρξε ο αποδέκτης των ανησυχιών, της αγωνίας, των πιέσεων, συχνά της αγανακτησμένης φωνής των αναγνωστών του, πού έβλεπαν με οργή και απογοήτευσι την φιλοτουρκική πολιτική του Λευκού Οίκου και ιδιαίτερα του υπουργού των Εξωτερικών κ. Κίσσινγκερ.
Η έντονη όσο και καθολική αντίδρασις και διαμαρτυρία της Ομογενείας εναντίον της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, το γενικό ξεσήκωμα των Ελληνοαμερικανών που άρχισε και συνεχίζεται από την εξαπόλυσι του “Αττίλα”,[6] ελέχθη στην Αθήνα ότι απετέλεσε την πρώτη αξιόλογη δραστηριότητα των Ελληνοαμερικανών στον χώρο της υπερασπίσεως των Ελληνικών δικαίων.
Αυτό αποτελεί κατάφωρη ανακρίβεια. Οι Ελληνοαμερικανοί, από τα πρώτα χρόνια του ερχομού τους στην Αμερική, ανέπτυξαν κατά τρόπο έντονο και μαχητικό ωργανωμένη δραστηριότητα σε κάθε περίπτωσι που χρειάσθηκε να ασκηθή η επιρροή τους στην Ουάσιγκτων και σ’ όλη την κλίμακα της πολιτικής ιεραρχίας των Ηνωμένων Πολιτειών.
Και είναι εντυπωσιακά πράγματι τα επιτεύγματα των ομογενών μας σ’ όλες τις φάσεις, από την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων και μέχρι της ώρας που η Ελλάς έθεσε για πρώτη φορά το θέμα της αυτοδιαθέσεως της Κύπρου στα Ηνωμένα Έθνη.
Άσχετο είναι το γεγονός ότι ο δυναμισμός των Ελληνοαμερικανών αυτο-υπονομεύθηκε όταν, χωρίς καν να τα συνειδητοποιήσουν, επηρεαζόμενοι από τό ελληνικό πολιτικό κλίμα, χωρίσθηκαν σε δύο στρατόπεδα για να υποστηρίξουν το καθένα αντίθετες θέσεις, όπως ακριβώς συνέβαινε στην Ελλάδα, κατά τήν περίοδο του Διχασμού.
Στις σελίδες του Κεφαλαίου αυτού θα δοθούν ανάγλυφα τα γεγονότα που πιστοποιούν αυτή την ιστορική πραγματικότητα.
Πρώτες δεκαετίες: Με την προσδοκία της επιστροφής
Οι πρώτοι έλληνες μετανάστες είδαν την παραμονή τους στην Αμερική σαν κάτι προσωρινό. Ψυχικά έμεναν δεμένοι με τον τόπο που γεννήθηκαν, κι’ όνειρό τους ήταν να μαζέψουν ένα κομπόδεμα και να γυρίσουν πίσω. Ήταν αυτό μια χρήσιμη αυταπάτη που τους έδινε κουράγιο να αντιμετωπίσουν τις αρχικές δυσκολίες και να υπερνικήσουν το πικρό συναίσθημα του ξερριζωμού από τα γνώριμα χώματα της Πατρίδας.
Ζώντας με την προσδοκία της επιστροφής, οι έλληνες μετανάστες πρωτοπόροι, καίτοι οι περισσότεροι είχαν έλθει από χωριά, αγνόησαν τελείως την αγορά αγροτικής γης στην Αμερική και την επίδοσί τους στην γεωργία. Αυτό που ετράβηξε τους Έλληνες από την αρχή, ήταν η μεγαλούπολις και οι δυνατότητες που τους παρείχε να επιδοθούν σε δικές τους μπίζνες και να κάνουν χρήματα. Στην απογραφή του 1940, χαρακτηριστικά αναφέρεται οτι μόνο 6.511 ελληνικής καταγωγής Αμερικανοί είχαν ως κύρια απασχόλησί τους την γεωργία ή την κτηνοτροφία.
Δεν ήταν μόνο οι μετανάστες που είδαν με το πρίσμα του προσωρινού την παραμονή τους στην Αμερική. Και οι αρχές του Ελληνικού Κράτους εθεώρησαν, τουλάχιστον κατά τις πρώτες δεκαετίες, τους έλληνες μετανάστες σαν Έλληνες που έτυχε να βρίσκωνται προσωρινά στο εξωτερικό.
Η δυσαρέσκεια που εξέφραζαν εκάστοτε οι εφημερίδες ή ακόμη και επίσημα χείλη για την προσωρινή αυτή απομάκρυνσι πολύτιμου εργατικού δυναμικού –και στρατευσίμων– από την Ελλάδα, αντισταθμίζετο από την σκέψι οτι οι μετανάστες αυτοί αποτελούσαν με τα εμβάσματα τους μια αξιόλογη πηγή ξένου συναλλάγματος και, επί πλέον, ένα πολιτικό όργανο για την προώθησι των ελληνικών αιτημάτων στην Αμερικανική Συμπολιτεία.
Το 1907, με πρωτοβουλία του Έλληνος πρεσβευτού στην Ουάσιγκτων Λάμπρου Κορομηλά,[7] ιδρύθηκε η “Πανελλήνιος Ένωσις,” η πρώτη μεγάλη πανελλήνια οργάνωσι που θέλησε να περιλάβη στους κόλπους της όλες τις ποικιλώνυμες οργανώσεις –πάνω από 100– που είχαν συστήσει οι έλληνες μετανάστες, συνήθως πάνω σε στενά τοπικιστικές βάσεις.
Ο Λάμπρος Κορομηλάς ήταν μια από τις εξέχουσες φυσιογνωμίες της εποχής και το διπλωματικό του κύρος συνετέλεσε στην άμεση ανταπόκρισι των μεταναστών. Στην περιοδεία που έκαμε ο Κορομηλάς το 1908 στις κυριώτερες πόλεις της Αμερικής όπου υπήρχαν μεγάλες παροικίες, προέβαλε στις εύγλωττες και ενθουσιώδεις ομιλίες του την ανάγκη για ενότητα, πίστι και αφοσίωσι στην Ελλάδα, και συνεργασία όλων μέσα στους κόλπους της “Πανελληνίου Ενώσεως.”
Ήταν όμως αναπόφευκτο να δημιουργηθούν διαφορές γνώμης και προστριβές μέσα στην οργάνωσι αυτή. Ο Κορομηλάς ήθελε να μετατρέψη την Ένωσι σε μια εστία του ελληνικού εθνικισμού, Έβλεπε τους Έλληνες της Αμερικής σαν να ήσαν οι Έλληνες της Αιγύπτου, της Ρουμανίας, της Μικράς Ασίας –ένα ατόφιο κομμάτι του Ελληνισμού, με δική του αυθύπαρκτη υπόστασι, χωριστή από τον γηγενή πληθυσμό. Από την άλλη πλευρά, υπήρχαν εκείνοι που υπεστήριζαν οτι η “Πανελλήνιος Ένωσις” έπρεπε να συγκέντρωση τις προσπάθειες της στο να βοηθήση τον μετανάστη να προσαρμοσθή στις αμερικανικές συνθήκες, να υπερνίκηση τις πολλαπλές δυσκολίες, και να εξοπλισθή με τις γνώσεις και τις ικανότητες πού θα του επέτρεπαν να προκόψη και να ριζώση στον Νέο Κόσμο. Την γραμμή αυτή της προσαρμογής υπεστήριξε με επιμονή η Ατλαντίς. Δεν εζητούσε βέβαια την εγκατάλειψι των εθνικών και θρησκευτικών παραδόσεων ή την αποκοπή από τις πηγές του Ελληνισμού. Κάθε άλλο. Αλλά διέβλεπε την ανάγκη της προσαρμογής στην νέα πατρίδα. Η σύγκρουσι του Σόλωνος Βλαστού,[8] του ιδρυτού της Ατλαντίδος, με τον Κορομηλά ήταν αναπόφευκτη. Ο Βλαστός σε πύρινα άρθρα κατηγορούσε τον Κορομηλά οτι ήθελε να μετατραπή σε “Αγά” που θα διαφέντευε τον Ελληνισμό της Αμερικής. Η πληροφορία δε οτι η ελληνική κυβέρνησις εσκόπευε να φορολόγηση τους μετανάστες, οι οποίοι εξακολουθούσαν να έχουν τήν ελληνική υπηκοότητα ακόμα και όταν είχαν γίνει αμερικανοί πολίτες, εφαινόταν να πιστοποιή τους ισχυρισμούς εκείνων πού έβλεπαν με δυσαρέσκεια τις πρωτοβουλίες του Κορομηλά. Το σχέδιο για την φορολογία τελικά εγκατελείφθη, αλλά το θέμα ετροφοδότησε στην διάρκεια του 1908–1909 τις προστριβές των δύο μερίδων μέσα στους κόλπους της “Πανελληνίου Ενώσεως.”
Βαλκανικοί Πόλεμοι
Θα ήταν όμως άτοπο να υπερτονίση κανείς αυτές τις διαφωνίες. Γιατί πάνω και πέρα απ’ όλες τις αντιδικίες, υπήρχε κάτι πολύ ισχυρότερο, ο ψυχικός δεσμός του μετανάστη με την Ελλάδα. Όταν έβλεπε την γαλανόλευκη κι’ άκουγε τον Εθνικό Ύμνο, η καρδιά του γέμιζε με υπερηφάνεια και εθνικό παλμό και τότε έβαζε αδίστακτα –και εθελοντικά– το χέρι του στο κομπόδεμα και πρόσφερε τον οβολό του για κάθε εθνικό σκοπό. Όταν το 1910 ο Σπύρος Ματσούκας, ένας φλογερός πατριώτης και δημεγέρτης ήλθε στην Αμερική για να μαζέψη χρήματα για την κατασκευή ενός πολεμικού πλοίου που θα το ωνόμαζαν Νέα Γενεά, και κάλεσε τους Έλληνες της Νέας Αγγλίας[9] στις 25 Μαρτίου 1910 στην Βοστώνη σε εθνική συγκέντρωσι, δέκα περίπου χιλιάδες επλημμύρισαν την ελληνική συνοικία της Βοστώνης και, ανταποκρινόμενοι στην έκκλησι του Ματσούκα, συνεκέντρωσαν επί τόπου 25.235 δολλάρια για την κατασκευή του πολεμικού πλοίου.
Το φλογερό ενδιαφέρον των ελλήνων μεταναστών είχε ήδη εκδηλωθή άπό τον προηγούμενο χρόνο με την συγκρότησι εθελοντικών ομάδων σε διάφορες αμερικανικές μεγαλουπόλεις. Με τήν εμφάνισι των Νεότουρκων το 1908[10] και την εμφάνισι του τούρκικου εθνικισμού κάτω από το νέο προσωπείο του εξευρωπαϊσμού και του Συντάγματος, νέοι κίνδυνοι εφάνηκαν να απειλούν την Μακεδονία, την Ήπειρο και την Θράκη. Οι τούρκοι εθνικιστές πίσω από το φιλελεύθερο αυτό προσωπείο, προσπαθούσαν να αποκοιμίσουν την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, και εργάζονταν για να εμποδίσουν τις εθνικές επιδιώξεις των χριστιανικών πληθυσμών της οθωμανικής αυτοκρατορίας, συμπεριλαμβανομένων και των “οθωμανών Ελλήνων.”
Οι έλληνες μετανάστες στην Αμερική δεν έμειναν αδιάφοροι. Κάθε άλλο. Όπως θα έκαναν πολλές άλλες φορές στο μέλλον, έτρεξαν εθελοντικά στο εθνικό προσκλητήριο. Την αρχική πρωτοβουλία την πήραν οι πολυάριθμοι έλληνες μετανάστες που είχαν εγκατασταθή στην περιοχή της Νέας Αγγλίας. Σε λίγο, εθελοντικές ομάδες έκαναν την εμφάνισί τους σε πολλές πόλεις από την μια άκρη της Αμερικής στην άλλη. Από την πόλη της Νέας Υόρκης ως τον Άγιο Φραγκίσκο.[11] Τον Αύγουστο του 1909 ιδρύθηκε και μια Παναμερικανική Επιτροπή για να συντονίση την όλη προσπάθεια.
Οι περισσότεροι από τους νέους που επύκνωσαν τις τάξεις των εθελοντικών ομάδων, δεν είχαν καθόλου στρατιωτική εκπαίδευσι. Κι’ έτσι άρχισαν να γυμνάζονται εκ των ενόντων σε όποιο ανοικτό χώρο εύρισκαν ή ακόμη και στα υπόγεια των εκκλησιών. Από οπλισμό, βέβαια, ούτε συζήτησις. Αλλά το κυριότερο στοιχείο δεν ήταν ούτε η στρατιωτική κατάρτισις ούτε ο οπλισμός. Οι ομάδες αυτές αποτελούσουν μια ορατή παρουσία του ελληνικού πατριωτισμού, ενός πατριωτισμού που ήταν τελείως αυθόρμητος και πηγαίος και που τον εδυνάμωνε αντί να τον λιγοστεύη η απόστασι.
Όταν δε στις παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων, οι διάφορες οργανώσεις, ο Τύπος, οι ιερείς των κοινοτήτων από τον άμβωνα, άρχισαν να κινητοποιούνται για την συγκρότησι μονάδων εθελοντών, που θα πήγαιναν στην Ελλάδα να πολεμήσουν για την απελευθέρωσι “των αδελφών μας, οι όποιοι στενάζουν υπό τον τουρκικόν ζυγόν,” η ανταπόκρισις υπήρξε άμεση και εντυπωσιακή.
Τον Οκτώβριο, Νοέμβριο και Δεκέμβριο του 1912, εθελοντές από κάθε γωνιά της Αμερικής άρχισαν να καταφθάνουν στα λιμάνια του Ατλαντικού για να επιβιβασθούν στα πλοία που θα τους έφερναν στην Ελλάδα. Το θέαμα τών Ελλήνων αυτών, που παρήλαυναν πηγαίνοντας για επιβίβασι τραγουδώντας ελληνικά θούρια, ήταν γραφικό αλλά και εντυπωσιακό όταν σκεφθή κανείς ότι οι νέοι αυτοί δεν είχαν κανένα κίνδυνο να υποστούν κυρώσεις αν δεν γύριζαν στην Ελλάδα να στρατευθούν και μάλιστα σε παραμονές πολέμου.
Οταν τον Νοέμβριο του 1912 έφθασαν τά χαρμόσυνα μαντάτα ότι ο ελληνικός στρατός είχε απελευθερώσει την Θεσσαλονίκη,[12] ο ενθουσιασμός μετετράπη σε αληθινό παραλήρημα. Ακόμη και οι Αμερικανοί άρχισαν να επηρεάζωνται από τον ελληνικό ενθουσιασμό και πολλοί, μεταξύ των οποίων και γιατροί, εζήτησαν να πάνε στην Ελλάδα για να βοηθήσουν τον απελευθερωτικό αγώνα. Ένας απόστρατος συνταγματάρχης του αμερικανικού στρατού ονόματι Τόμας Σ. Χάτσινσον (Thomas S.Hutchinson), έφθασε με ομάδα εθελοντών στην Πάτρα και σε επιστολή του έδωσε με τά πιο ζωντανά χρώματα την θερμή υποδοχή που του έκαμε ο πληθυσμός της πόλεως.
Στην Αθήνα, όπου έφθασαν οι πρώτες μονάδες άπό την Νέα Υόρκη, το Λόουελ της Μασσαχουσέττης,[13] και άλλες πόλεις της Νέας Αγγλίας, ο ενθουσιασμός του πλήθους ξεπέρασε κάθε όριο. Το ότι οι περισσότεροι εθελοντές ήσαν άοπλοι, δεν εφαίνετο να παίζη κανένα ρόλο στην σκέψι του κόσμου. Οι νέοι αυτοί είχαν έρθει πίσω εθελοντικά, με δικά τους έξοδα, με τον πατριωτικό τους ενθουσιασμό κύριο εφόδιο “για να πάρουν μέρος στο πανηγύρι της νίκης,” όπως έγραφε μια εφημερίδα της εποχής.
Στις αρχές του 1913, είχαν φθάσει στην Ελλάδα πάνω από 25.000. Πολύ περισσότεροι περίμεναν να συμπληρωθούν οι προετοιμασίες για την αναχώρησί τους όταν ήλθε το άγγελμα οτι ο πόλεμος είχε τελειώσει με την νίκη των ελληνικών όπλων.
Όταν ετελείωσαν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, οι περισσότεροι απ’ αυτούς που επέζησαν ξαναπήραν τον δρόμο προς την Αμερική. Την φορά αυτή έφερναν μαζί τους νέες αναμνήσεις από τα πεδία της μάχης, καινούργιους συναισθηματικούς δεσμούς, και ακόμη πολιτικούς και κομματικούς προσανατολισμούς που θα τροφοδοτούσαν αργότερα τις πυρές του εθνικού διχασμού.
[1] Ο John Brademas γεννήθηκε στις 2 Μαρτίου 1927. Εκπαιδευτικός και πολιτικός. Διετέλεσε αρχηγός της Δημοκρατικής Πλειοψηφίας στη ομοσπονδιακή Βουλή των Αντιπροσώπων από το 1977 έως το 1981. Πρόεδρος του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης από το 1981 έως 1992, πρώην πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της “Federal Reserve Bank of New York”, και μέλος του διοικητικού συμβουλίου του “New York Stock Exchange και του “Rockefeller Foundation. ”
[2] O Paul Sarbanes, γεννήθηκε στην πόλη Salisbury του Μαίρυλαντ. Ο πατέρας του Σπύρος και η μητέρα του Ματίνα ήταν μετανάστες από τη Λακωνία. Το 1976 εκλέχτηκε στη Γερουσία των Η.Π.Α. στην οποία επανεκλέχθηκε το 1982, 1988, 1994 και 2000.
[3] Gas Yatron: Πολιτικός, μέλος του Δημοκρατικού κόμματος. Μέλος του Κογκρέσσου, εκπρόσωπος της Πενσυλβάνιας και πρόεδρος του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης.
[4] Eugene Rossides: Τοποθετήθηκε υπουργός Οικονομικών το 1969 και παρέμεινε στο αξίωμα μέχρι το 1973. Αμέσως μετά την εισβολή των τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο (βλ. σχετικό κεφάλαιο του παρόντος βιβλίου) ο Ρωσσίδης ίδρυσε το “Αμερικανικοελληνικό Ινστιτούτο” (American Hellenic Institute) πρωταγωνιστώντας στη προσπάθεια των ομογενών υπέρ της Κύπρου.
[5] State Department: Το αμερικανικό υπουργείο των Εξωτερικών.
[6]Αττίλας: Το κωδικό όνομα της επιχείρησης του τουρκικού στρατού κατά την εισβολή στην Κύπρο, το 1974.
[7] Λάμπρος Κορομηλάς (Αθήνα 1856 – Νέα Υόρκη 1923): Πολιτικός και διπλωμάτης, μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του Μακεδονικού Αγώνα. Γενικός Γραμματέας του υπουργείου Οικονομικών (1897-98), πρόξενος στη Φιλιππούπολη (Ιανουάριος 1904) και γενικός πρόξενος στη Θεσσαλονίκη (Μάιος 1904), ανακλήθηκε κατόπιν απαίτησης των οθωμανικών αρχών τον Σεπτέμβριο του 1907. Αμέσως μετά αναλαμβάνει πρέσβης της Ελλάδας στην Ουάσιγκτων και επέστρεψε στην Ελλάδα το 1910. Ακολούθησε πολιτική σταδιοδρομία με το κόμμα των Φιλελευθέρων και εξελέγη βουλευτής, ενώ διετέλεσε υπουργός Οικονομικών (1910-1912) και υπουργός Εξωτερικών (1912-13) στις κυβερνήσεις του Ελευθερίου Βενιζέλου. Στη συνέχεια διορίστηκε πρέσβης στη Ρώμη όπου παρέμεινε το 1920. Επέστρεψε στις Η.Π.Α. όπου και πέθανε τρία χρόνια αργότερα.
[8] Σόλων Βλαστός (Σύρος 1852 – Παρίσι 1927): Ο Βλαστός μετανάστευσε στην Αμερική το 1872, όπου διέπρεψε ως επικεφαλής ναυλομεσιτικού και εμπορικού οίκου. Στις 3 Μαρτίου του 1894 κυκλοφόρησε στη Νέα Υόρκη την ελληνόγλωσση εβδομαδιαία εφημερίδα Ατλαντίς, (με φιλοβασιλική τοποθέτηση) η οποία μετά από μία δεκαετία έγινε ημερήσια. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Βλαστός έζησε στο Παρίσι όπου και πέθανε σε ηλικία 75 ετών. Συγγραφέας της μονογραφίας Ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής α’ έκδοση Νέα Υόρκη 1899.
[9] Νέα Αγγλία (New England): Ονομασία της περιοχής των βορειοανατολικών Η.Π.Α. που περιλαμβάνει τις Πολιτείες του Μέιν (Maine), του Νιου Χάμσαϊρ (New Hampshire), του Βερμόντ (Vermont), της Μασαχουσέτης (Massachusetts), του Ροντ Άιλαντ (Rhode Island), και του Κονέκτικατ (Connecticut). Η ονομασία δόθηκε από τον άγγλο πλοίαρχο John Smith, ο οποίος εξερεύνησε τις ακτές της το 1614.
[10] Νεότουρκοι (τουρκ. Jöntürkler): Συνασπισμός διαφόρων μεταρρυθμιστικών ομάδων που κατέληξε σε ένα επαναστατικό κίνημα εναντίον του απολυταρχικού καθεστώτος του σουλτάνου Αμπντουλχαμίτ ΙΙ (Abdülhamid II) και στη εγκαθίδρυση συνταγματικής διακυβέρνησης. Μετά την άνοδό τους στην εξουσία οι Νεότουρκοι προώθησαν τον εκσυγχρονισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά και τον τουρκικό εθνικισμό. Στις 3 Ιουλίου του 1908 το “Κομιτάτο για την Ένωση και την Πρόοδο” όργανο των Νεότουρκων οργάνωσε κίνημα στο οποίο πρωταγωνίστησε το 3ο Σώμα Στρατού στη Ρέσνα. Η εξέγερση εξαπλώθηκε με ταχύτητα στο μεγαλύτερο μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
[11]San Francisco: Πόλη και λιμάνι στην ομώνυμη κομητεία, στο βόρειο μέρος της Πολιτείας της Καλιφόρνιας, στη δυτική ακτή των Ηνωμένων Πολιτειών, στον Ειρηνικό ωκεανό.
[12] Ο ελληνικός στρατός εισήλθε στην πόλη το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1912, με επικεφαλής τον αρχιστράτηγο-διάδοχο Κωνσταντίνο.
[13]Lowell: Βιομηχανική πόλη στην κομητεία Middlesex, στο βορειοανατολικό μέρος της Μασαχουσέτης,40 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Βοστώνης.
ΑΥΡΙΟ: Η ρήξις Βενιζέλου – Κωνσταντίνου
Σχόλια Facebook