Η Γενέτειρα, η Ομογένεια, η Αρχιεπισκοπή και το Εθνικό Συμφέρον

ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΛΑΣΠΙΝΑ

Στο προηγούμενο άρθρο μας με τίτλο <<Αλήθεια, ποιος είπε ότι «η σημασία είναι στη λεπτομέρεια»;>> αναφερόμενοι στο θέμα που έχει –ως μη όφειλε- δημιουργηθεί στις σχέσεις ελληνικής Κυβέρνησης και Αρχιεπισκόπου Αμερικής κ. Ελπιδοφόρου (θέμα το οποίο, σε συνδυασμό με την φημολογούμενη παρέμβαση της Αθήνας  προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο για κάποιες ενέργειες του κ. Ελπιδοφόρου,  μερίδα του ομογενειακού Τύπου «επωφελείται» για να «εξαναγκάσει» και αυτόν τον Αρχιεπίσκοπο Αμερικής –τέταρτο κατά σειρά-  σε παραίτηση!), και με αφορμή την «εθιμοτυπική» επίσκεψη του ΥΦΥΠΕΞ κ. Γιάννη Λοβέρδου, στον κ. Ελπιδοφόρο, καταλήγαμε: Θα χρειασθεί να επανέλθουμε.

Και εδώ ήμαστε σήμερα, επειδή το θέμα των σχέσεων Αθήνας – Αρχιεπισκοπής Αμερικής φαίνεται ότι θα ταλανίσει επί μακρόν την Ομογένεια. Δυστυχώς.

Να ξεκαθαρίσουμε, εν αρχή, ότι  η Panhellenic Post –όπως έχει αποδείξει  στα 13 χρόνια ζωής της- είναι φιλόξενο Μέσο για ΟΛΕΣ τις απόψεις. Με ξεχωριστή, όμως, προβολή και των δικών της απόψεων. 1.

Με όσα γνωρίζουμε από το παρελθόν, ο ελληνορθόδοξος κλήρος  στην Αμερική πριν καλά-καλά προλάβει να ξεπεράσει τις πρώτες γενεσιουργές, αδυναμίες του βρέθηκε αντιμέτωπος με τον εθνικό διχασμό Βενιζελικών και Κωνσταντινικών. Και όπως γράφει στο βιβλίο του «Οι Ελληνοαμερικανοί –Ιστορία της Ελληνικής Ομογένειας των ΗΠΑ» ο Μπάμπης Μαρκέτος, «… Ο κλήρος, αντί να σταθή πάνω και πέρα από την διαλυτική διαμάχη, έγινε ουσιαστικά σημαιοφόρος του διχασμού». 2

Σε τελική ανάλυση, πάντως, όπως γράφει ο Μπάμπης Μαρκέτος, «…η μεταφορά του διχασμού στους κόλπους της Ομογενείας είχε και μια θετική επίπτωσι, που αργότερα θα απέ­διδε μεστούς καρπούς καθώς οι αντιφρονούντες με την πλειο­ψηφία –αλλού βενιζελική, αλλού μοναρχική– έκοβαν τους δεσμούς τους με την κοινότητα και από πείσμα ίδρυαν δική τους κοινότητα με ιερέα που είχε τα ίδια πολιτικά φρονήματα, με αποτέλεσμα μεταξύ 1914 και 1918, σε μια πενταετία, ιδρύθηκαν εξήντα περίπου νέες κοινότητες, και απ’ αυτές οι είκοσι ιδρύθηκαν το 1917, και οι δεκα­τρείς το 1918, ενα ρεκόρ πενταετίας που δεν επρόκειτο να επαναληφθή.»

Με αφορμή την ανάμιξη της Εκκλησίας στον εθνικό διχασμό, άνθησε στην ομογένεια η αντίληψη ότι του λοιπού καλό θα ήταν ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος να έμενε μακριά από την πολιτική. Σ΄ αυτό συνηγορούσε και το γεγονός ότι ο εκ Φαναρίου τοποθετούμενος Αρχιερέας στην Εκκλησία της Αμερικής, θα ήταν Τούρκος υπήκοος και ο ίδιος ο Οικουμενικός Πατριάρχης ελεγχόμενος από την Τουρκία.  Γι αυτό και αναπόφευκτες ήταν οι δυσαρέσκειες και οι διαφωνίες που προκαλούσε ενίοτε και η ανάμιξη του μακαριστού αρχιεπισκόπου Ιακώβου σε θέματα εθνικής φύσεως, όπως το Κυπριακό.

Γράφει σχετικά στο βιβλίο του ο Μπάμπης Μαρκέτος: « Είναι φυσικό να θέλη ο Αρχιεπίσκοπος να διαδραματίση ενα ηγετικό ρόλο στην προσπάθεια της Ομογενείας να προώθηση μια δίκαιη και ρεαλιστική λύσι του Κυπριακού προβλήματος. Αλλά ο αρχιεπίσκοπος, όπως ο ίδιος ανεγνώρισε σε μια ομογενειακή συγκέντρωσι στην Ουάσιγκτων, δεν είναι δυνατόν να παίξη τον ρόλο Εθνάρχου, αφ’ ενός γιατί η Ομογένεια δεν αποτελεί ενα υπό­δουλο τμήμα του έθνους, αφ’ έτερου επειδή το Οικουμε­νικό Πατριαρχείο, ευρίσκεται κάτω από τον τουρκικό έλεγχο, καί τέλος επειδή στην Αμερική έχει συνταγματικώς θεσμοθετηθή ο χωρισμός Εκκλησίας και Κρά­τους».

Αυτό εάν εγνώριζαν οι επαΐοντες στην Αθήνα, θα άφηναν εκτός των πολιτικών στοχεύσεων την Αρχιεπισκοπή Αμερικής και θα εστίαζαν τις προσπάθειές τους  στις ομογενειακές οργανώσεις, που θεωρούνται αποδεκτοί φορείς και νόμιμοι μοχλοί πολιτικής πιέσεως μέσα στα πλαίσια του αμερικάνικου πολιτικού συστήματος.

‘Αλλωστε για τον λόγο αυτό δεν τελεσφόρησε και η παλαιά προσπάθεια του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Ιακώβου  να θέσει όλες τις ελληνοαμερικανικές οργανώσεις κάτω από την “ομπρέλα” του «Ηνωμένου Ελληνοαμερικανικού Κογκρέσου», που ο ίδιος είχε ιδρύσει. Παρά τον πομπώδη τίτλο του, το Κογκρέσσο έχει ελάχιστη δράση να επιδείξει. Ολόκληρη η μεγαλειώδης προσπάθεια της περιόδου 1974–1976 οφεί­λεται στον ιερό ζήλο χιλιάδων ομογενών που με τις ποικι­λώνυμες οργανώσεις τους έδιναν το “παρών” σε κάθε εκδήλωση.

«Το αμερικανικό πολιτικό σύστημα –που θεωρεί απαράδεκτη την άμεση ανάμιξι της Εκκλησίας στον πολιτικό και κυβερνητικό τομέα– ευνοεί και αποδέχεται σαν ένα από τα κύρια στοιχεία του την δραστηριότητα των οργανώ­σεων πολιτών. Συνεπώς, το συμφέρον του Ελληνισμού επιβάλλει να επιτυγχάνεται εκάστοτε ο σωστός καταμερι­σμός αρμοδιοτήτων και ευθυνών μέσα στα πλαίσια μιας πατριωτικής προσπάθειας με ενιαίους αντικειμενικούς σκοπούς», γράφει ο Μπάμπης Μαρκέτος στο βιβλίο του.

Επομένως, εν κατακλείδι,  ιδού δρόμος λαμπρός για την γενέτειρα που δεν χρειάζεται να προσπαθεί να «κατευθύνει» πολιτικά ή εθνικά τον Αρχιεπίσκοπο, (αυτό θα το κάνουν οι ομογενείς πιστοί με τις οργανώσεις και τον τρόπο τους) αλλά να αφήσουν –ακόμη και να προτρέψουν εάν ήθελε ποτέ χρειασθεί- τον Αρχιεπίσκοπο να επικεντρωθεί στα Θρησκευτικά του καθήκοντα και για αυτά τα καθήκοντά Του, που είναι Ιερά, Φιλανθρωπικά και Πνευματικά, να τον επισκέπτονται οι Έλληνες επίσημοι ουσιωδώς και ουχί «εθιμοτυπικώς».

Σημείωση: 1. Στα αποσπάσματα από το βιβλίο του Μπάμπη Μαρκέτου έχει τηρηθεί η ορθογραφία του πρωτοτύπου.

2. Το βιλίο “Οι Ελληνοιαμερικανοί- Ιστορία της ελληνικής Ομογένειας των ΗΠΑ”  Εκδόθηκε το 2006 από τις εκδόσεις Παπαζήση με επιμέλεια του Κέντρου Έρευνας Νεότερης Ιστορίας Παντείου Πανεπιστημίου.