Betreff: Ο μάρτυς Μάρτης…..

Νάτος, χτυπά την πόρτα και τι να κάνουμε και εμείς; Ανοίγουμε αφού ανοίγουν όλα τα άλλα, αν μπορείς κάνε και αλλιώς. Αφήνει πίσω στα αριστερά του τον μουντζούρη κουτσοφλέβαρο και βαδίζει ίσια και ντογρού πολυάσχολος να τα προλάβει όλα. Να πρασινίσει τα βουνά και τα λαγκάδια, να δώσει ένα χέρι για να βγάλουν φύλλα τα δέντρα και οι θάμνοι ώστε τα πτηνά του ουρανού που θα καταφθάσουν από άλλα λημέρια του πλανήτη, να βρουν κάπου να χτίσουν το σπιτικό τους. Να κοιτάξει που θα βρουν καταφύγιο οι κάμπιες , ναι, αυτές που κατασπαράζουν με τα μυτερά δοντάκια τους ότι τρυφερό βλαστάρι βρίσκουν στην διάβαση τους  πριν εξελιχθούν σε όμορφες πεταλούδες.  Να σκεφτεί και τις πασχαλίτσες που τρώνε τα ζουζούνια – ο θάνατος σου η ζωή μου – , οι οποίες  ξεχειμωνιάζουν  στα κρυσφύγετά τους και να κανονίσει με την φύση να φυτρώσουν χορτάρια και χλόη,  ακόμα και το γκαζόν του κηπάκου μας με τις φερ φορζέ καρέκλες, τα ασορτί τραπέζια, το παρασόλ  για να μην μας καίει ο ήλιος. Να παζαρέψει με τα σύννεφα να χαλαρώσουν τα σφιχταγκαλιάσματα  για φανεί το γαλάζιο του ουρανού και να φανεί ο ήλιος. Μόλις τελειώσει με αυτά, θα πρέπει να σιγουρευτεί πως τα χελιδονια θα φτάσουν σώα και αβλαβεί στον προορισμό τους και στο πατρικό της Λίτσας στο Τζιρά Σοκάκ,  οι πελαργοί, τα λελέκια που λέγαμε, στην καμινάδα του Χαριτωνίδη, ακριβώς αντίκρυ από το Πάρκο. Δουλειές, πολλές και μεγάλες, δουλειές με τις φούντες.

 
Ξανάκουσα τις προάλλες πως κάποιος “έναν καιρό επήγαινε  στα Θεραπειά  πετώντας…..” αυτό το παλιό και χιλιοτραγουδισμένο άσμα, που όπως φαίνεται ο τραγουδοποιός νοσταλγούσε, όπως και εγώ, τον τόπο του και την βρύση που έπινε νερό. Ισως το νερό που έπινε τότε δρόσισε το λαρύγγι του και  κάνοντας ντουέτο με την αύρα και τ αεράκι του Βοσπόρου, τον εφοδίασε με γερά πνευμόνια και διάνοια για να γράφει στίχους και να τραγουδά, αν φυσικά τους έγραφε ο ίδιος. Συνεχίζει λοιπόν το γλυκόπικρο “έναν καιρό ήμουν άγγελος, τώρα αγγελίζουν άλλοι……”,  <συρτό,  Πολίτικο>  και σε “ήχο πλάγιο του δευτέρου” – για όσους καταλαβαίνουν από ήχους- όπως πληροφορούμαι από τον υπολογιστή μου.
 
Για τον τρίτο μήνα, τον κουβαλητή, που αρέσκεται να μοιράζει δώρα και ας μην είναι ο Αγιος Βασίλης έλεγα, παρασύρθηκε και έκανε παράκαμψη η σκέψη πετώντας , για να με φέρει στα Θεραπειά και στα αηδόνια που θα κρατούν συντροφιά παππούδες και γιαγιάδες και τον μπαμπά μου, μισο-κουρνιασμένα στα κυπαρίσσια, στο Κοιμητήριο του χωριού μας, την Αγια Ελένη. 
 
Τα ταξιδιάρικα πουλιά, που το λέει η καρδιά τους, τα προικισμένα με γερά φτερά και όσα δεν μένουν στου αέρα τα μισά,  κάθε χρόνο επιστρέφουν να βρουν ξανά τις φωλιές τους. Κάπου διάβασα πως καταφθάνουν στις εικοσιπέντε του μήνα, του Ευαγγελισμού, τις εντοπίζουν αλλά λόγω της Μεγάλης μέρας, δεν κάνουν τίποτα. Αργία.
 
Την άλλη μέρα ανασκουμπώνονται στις επιδιορθώσεις, βάζουν πλώρη για να κάνουν οικογένεια, να γεννήσουν τα αυγά/μωρά τους  και να περνούν περαστική ζωή χαρισάμενη φροντίζοντας τις φαμελιές τους. Οταν ξαποσταίνουν, αγναντεύουν από ψηλά το λιμάνι με τις αραγμένες βάρκες, την παραπέρα θάλασσα και τα Ασιατικά παράλια.
 
Στον Μάρτη που με καμία κυβέρνηση δεν λείπει από την Σαρακοστή – τουλάχιστον μέχρι στιγμής –  και αυτή για να λέμε την αλήθεια, δεν κάνει χωρίς αυτόν και σαν καλό ανδρόγυνο που είναι κάνουν καλή συντροφιά, έχουν δοθεί πολλά επίθετα.  Τι γυρευουμε τώρα; Φτάνει πως είναι κουβαλητής και χαμογελαστός  -χτύπα ξύλο να μην θυμώσει και μας ρίξει καμιά χιονιά και καμιά καταιγίδα, τα κανει και αυτά όταν τον πιάσουν τα νεύρα του-  έχει τόσα πολλά να προφτάσει και σε πολλά μέρη να ταξιδέψει.
 
Ετσι, όπως το συνηθίζει θα παρευρεθεί, αυτόπτης μάρτυς,  σε εκείνα τα μέρη – ξέρετε για που κοντά λέω – , εκεί που ο Αγγελος Πρωτοστάτης για αιώνες τώρα, κατεβαίνει από τους ουρανούς για να Αγγελίσει λέγοντας Χαίρε στην Αφέντρα και Νοικοκυρά Της Πόλης. Η μιά εβδομάδα φεύγει κι έρχεται η άλλη και σαν έρθει η Γ’ Στάση Των Χαιρετισμών ο Πατριάρχης του γένους μας, όπως είναι το έθιμο, αναλαμβάνει να μεταφέρει τα Χαιρετίσματα του Αγγέλου στον τόπο που πρωτακούστηκε το ποίημα αφιερωμένο στην Υπέρμαχο Κυρά Παναγιά.
Η Εικόνα Της Βλαχερνίτισσας τον περιμένει πάντα στην θέση της, η επιγραφή “ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ”  τον προσμένει και αυτή.  Αχ, και να είχα έναν κόμπο Αγίασμα……
<Ενα κεράκι και για μένα> θα παρακαλούσα τον αγαπητό φίλο, που είμαι σίγουρη πως δεν χρειάζεται υπενθύμιση.

Νίκη
1η του Μάρτη, 2025
Βuckingham, Αγγλία