«Έφυγε» ο αγαπημένος τραγουδιστής, ηθοποιός, χορευτής και χοροδιδάσκαλος του ποντιακού ελληνισμού, Αχιλλέας Βασιλειάδης
Θεσσαλονίκη.- Την τελευταία του πνοή άφησε χθες Τρίτη στη Θεσσαλονίκη, ο αγαπημένος τραγουδιστής, ηθοποιός, χορευτής και χοροδιδάσκαλος του ποντιακού ελληνισμού, ο Αχιλλέας Βασιλειάδης, σε ηλικία 72 χρονών σκορπίζοντας θλίψη σε όλους τους Πόντιους στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Ο Αχιλλέας Βασιλειάδης είχε μιλήσει το 2017 στο περιοδικό Πρακτορείο του ΑΠΕ-ΜΠΕ και στον Μάκη Μουρατίδη για τα βιώματά του, και όπως ανέφερε, ταυτίστηκε με την ποντιακή παράδοση:
«Την πατρίδα μ’ έχασα, έκλαψα και πόνεσα. Λύουμαι κι αρωθυμώ, ν’ ανασπάλω ’κ’ επορώ…» (Την πατρίδα μου έχασα, έκλαψα και πόνεσα. Κλαίω και νοσταλγώ, να ξεχάσω δεν μπορώ). Το τραγούδι αυτό -μοιρολόι- αποτυπώνει το πόνο και τον θρήνο των Ελλήνων του Πόντου για τις σφαγές, τις καταστροφές, τις λεηλασίες, τον βίαιο ξεριζωμό και δείχνει πόσο βαθιές είναι οι μνήμες για τις πατρογονικές εστίες. Το τραγούδι αυτό είναι συνυφασμένο με την εξαιρετική ερμηνεία, σε πρώτη εκτέλεση, του Αχιλλέα Βασιλειάδη – ενός καλλιτέχνη (τραγουδιστή, χορευτή, χοροδιδασκάλου και ηθοποιού) ο οποίος ασχολείται εδώ και σχεδόν 50 χρόνια με το παραδοσιακό ποντιακό τραγούδι, τον ποντιακό πολιτισμό και την παράδοση.
Μιλάει για τη νέα γενιά των Ποντίων και δεν φοβάται, όπως μας λέει, για την εξαφάνιση ή τη εξασθένιση της ιστορίας, του πολιτισμού και της ταυτότητας των Ποντίων διότι το μικρόβιο είναι ανθεκτικό.
Οι επισκέψεις στην πατρίδα είναι ένα κομμάτι το οποίο ο Αχιλλέας Βασιλειάδης βιώνει εδώ και πολλά χρόνια με αμέτρητα ταξίδια στον Πόντο. «Νιώθω την απόλυτη ανάγκη να βρίσκομαι στον τόπο μου, στην πατρίδα μου», μας λέει, και περιγράφει ως τις πιο συγκινητικές στιγμές, αυτές της επίσκεψης στα χωριά και τα σπίτια των παππούδων και τις ιστορίες που άκουσε εκεί. Μιλάει για μια χαρακτηριστική σκηνή τον Δεκαπενταύγουστο, στην Παναγία Σουμελά, όταν Έλληνες και Τούρκοι χόρευαν σε έναν μεγάλο κύκλο κάτω από τους ήχους της λύρας. Μιλάει για έναν γέροντα Τούρκο, τον Σαλίχ, ο οποίος, όπως αναφέρει, του έμαθε τον Πόντο, και ολοκληρώνει τη συζήτηση με μια κατάθεση ψυχής αναφέροντας πως κάθε ταξίδι στην πατρίδα σε φέρνει όλο και πιο κοντά στον εαυτό και την πραγματική σου ταυτότητα και ανοίγει έναν νέο ορίζοντα προοπτικής και σκέψης, πάντα με τις μνήμες χαραγμένες όπως αποτυπώνονται άλλωστε και στους στίχους του τραγουδιού του: «Μίαν κι άλλο ’ς σην ζωή μ’, ’ς σο πεγάδι μ’ ’ς σην αυλή μ’, νερόπον ας έπινα και τ’ ομμάτα μ’ έπλυνα. Τα ταφία μ’ έχασα, ντ’ έθαψα κι ενέσπαλα, τ’ εμετέρτ’ς αναστορώ και ’ς σο ψυόπο μ’ κουβαλώ…» (Ακόμη μία φορά στη ζωή μου, στο πηγάδι στην αυλή μου, νεράκι ας έπινα και τα μάτια μου να έπλενα. Τους τάφους μου έχασα, αυτούς που έθαψα δεν ξέχασα, τους δικούς μας ξαναθυμάμαι και τους κουβαλάω στην ψυχή μου).
Από: ΑΠΕ
Σχόλια Facebook