Πέθανε ο Κωνσταντίνος Μάνος, ο σπουδαίος Έλληνας φωτογράφος της ομογένειας & του Magnum
ΗΠΑ.- Ο Κωνσταντίνος «Costa» Μάνος θεωρείται εύλογα ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες φωτογράφους της ομογένειας που έγραψε ιστορία απαθανατίζοντας πορτρέτα και στιγμές.
Ως μέλος της ελίτ των φωτογράφων, του Magnum, ο Κωνσταντίνος Μάνος γεννήθηκε στην Κολούμπια της Νότιας Καρολίνας το 1934.
Οι γονείς του, Έλληνες μετανάστες, ασχολούνταν με τη γεωργία και την αλιεία. Σε ηλικία 13 ετών έγινε μέλος της φωτογραφικής λέσχης του σχολείου του και ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με την τέχνη που αγάπησε.
Ο Κωνσταντίνος Μάνος σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καρολίνας και τότε, κατά τη διάρκεια των σπουδών του, γνώρισε τον εμβληματικό Henri Cartier-Bresson.
«Πήρα ένα Volkswagen Camper με κρεβάτι και τουαλέτα μέσα και οδήγησα σε όλη την Ελλάδα. Θα φωτογράφιζα μόνο σε απομονωμένα χωριά, που δεν είχαν ρεύμα»
Ο Μάνος απέκτησε την πρώτη του φωτογραφική μηχανή Leica, την οποία χρησιμοποιούσε για να φωτογραφίσει τους απογόνους των σκλάβων που δούλευαν σε φυτείες και υιοθέτησε την ανθρωποκεντρική τεχνική του Cartier-Bresson.
Μιλώντας στο Magnum είπε:
«Ένιωσα ότι ο αφροαμερικανός λαός ήταν καταπιεσμένος, ήμουν με το μέρος τους. Τους συμπαθούσα πολύ. Ήμασταν Έλληνες, και κατά κάποιο τρόπο ήμασταν και εμείς ξένοι – έξω από αυτόν τον τυπικό νότιο κόσμο. Δεν συνδέθηκα με τα πράγματα που συνέβαιναν στο Νότο εκείνη την εποχή. Έγραψα μια σειρά από τρία editorial κατά των φυλετικών διακρίσεων στο The Gamecock — τη φοιτητική εφημερίδα στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καρολίνας. Δεχθήκαμε απειλητικά τηλεφωνήματα στο σπίτι μας».
Ο Μάνος δημιούργησε ασπρόμαυρες φωτογραφικές συνθέσεις μέσα από το φακό και απαθανάτισε κάθε τυχαίο περιστατικό παγιδεύοντας το στο χρόνο.
Ο Κωνσταντίνος Μάνος το 1953, έγινε ο επίσημος φωτογράφος της Συμφωνικής Ορχήστρας της Βοστώνης στο Φεστιβάλ Tanglewood στη Μασαχουσέτη και με αφορμή αυτή τη συνεργασία, υπέγραψε και το πρώτο λεύκωμα του, το Portrait of a Symphony, 1961.
Το λεύκωμα του περιλάμβανε φωτογραφίες από πρόβες και παραστάσεις της ορχήστρας στο ωδείο της πόλης και τον καθιέρωσε στους πολιτιστικούς κύκλους.
Ο Μάνος υπηρέτησε στις ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ από το 1954 έως το 1956 και μετά την ολοκλήρωση της στρατιωτικής του θητείας, εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη.
Το ταλέντο και ένστικτο του του εξασφάλισαν συνεργασίες με σπουδαίους τίτλους της εποχής, τα περιοδικά Esquire, Life και Look.
Ο Μάνος έζησε στην Ελλάδα για δύο χρόνια, στις αρχές των 60s, μια δεκαετία που μετρούσε τραύματα και όνειρα ανοικοδόμησης.
Από το 1961 έως το 1963 ο Μάνος πάγωσε στο φακό του στιγμιότυπα που θα αποτελούσαν και τον όγκο της δουλειάς του για για τη δημιουργία του βιβλίου A Greek Portfolio.
Με πρώτη έκδοση το 1972 και επανακυκλοφορία το 1999, στο λεύκωμα του ο Μάνος αποτυπώνει εφήμερες καθημερινές στιγμές και ασυνήθιστα πρόσωπα της ελληνικής υπαίθρου με ένα απλό, αυστηρό και πάντα τρυφερό βλέμμα, συνδέοντας ταυτόχρονα την ανθρώπινη μορφή με το φυσικό τοπίο και τη γύρω αρχιτεκτονική.
Το 1963 γίνεται μέλος του διεθνούς φωτογραφικού πρακτορείου Magnum Photos και επιστρέφει στις ΗΠΑ.
«Έψαχνα για μια όμορφη και ποιητική ματιά στις φωτογραφίες μου και τη βρήκα στους ανθρώπους. Είχαν τις ελιές τους, τις κατσίκες τους και ήταν το αλάτι της γης»
Μετακομίζει στη Βοστώνη, κλείνει συνεργασίες με τις εκδόσεις Time – Life και από το 1974, αρχίζει να εργάζεται ως ο κύριος φωτογράφος του Where’s Boston, μιας εταρείας παραγωγής πολυμέσων που αποτύπωνε τη ζωή της πόλης 200 χρόνια μετά την Αμερικανική Ανεξαρτησία.
Για ακόμη μια φορά, ο φωτογράφος με ένστικτο, συνθέτει το δικό του παλίμψηστο στιγμών και εκδίσει το επόμενο βιβλίο του με τίτλο Bostonians.
Το 1982 αρχίζει να περιαματίζεται με την έγχρωμη φωτογραφία σε μια προσπάθεια του να αποστασιοποιηθεί από τη φωτογραφία ντοκιμαντέρ, και απαθανατίζει τα πρώτα δείγματα από τη σειρά του American Color, τα οποία δημοσιεύτηκαν στο ομώνυμο βιβλίο του 1995.
Οι έγχρωμες φωτογραφίες του, με έντονα χρώματα και λεπτομερή προσέγγιση των χαρακτηριστικών των θεμάτων του επικεντρώθηκαν στην υπερβολή και τον σουρεαλισμό των αμερικανικών λαϊκών φεστιβάλ και παρελάσεων και των ανθρώπων που γνώρισε στις παραλίες και σε άλλους δημόσιους χώρους.
Ο Κωνσταντίνος Μάνος έθεσε ερωτηματικά μέσα από τις έγχρωμες φωτογραφίες του προβάλλοντας θέματα που εκ πρώτης όψεως έμοιαζαν επιφανειακά και χωρίς καμία ιστορική αξία.
Το 2003 του απονεμήθηκε το Μετάλλιο Αριστείας Leica για το βιβλίο American Color και το 2010 εκδόθηκε ο δεύτερος τόμος της σειράς.
Τα έργα του φιλοξενούνται σε πολλά μουσεία και συλλογές ιδρυμάτων όπως το MoMA στη Νέα Υόρκη, το Μουσείο Καλών Τεχνών στη Βοστώνη, το Art Ινστιτούτο του Σικάγο, το Μουσείο Καλών Τεχνών στο Χιούστον, την Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού, το Μουσείο Τέχνης Chrysler στο Norfolk, το George Eastman House στο Ρότσεστερ, το Μουσείο Τέχνης της Ατλάντα και το Μουσείο Μπενάκη στην Αθήνα.
Το βιβλίο του A Greek Portfolio βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Φωτογραφίας της Αρλ και στην Έκθεση Βιβλίου της Λειψίας, ενώ φωτογραφίες του έχουν εκτεθεί σε εκθέσεις στο Ινστιτούτο Τέχνης του Σικάγο, την Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού και το Μουσείο Μπενάκη (2013), συμπεριλαμβανομένων ογδόντα αδημοσίευτων φωτογραφίες σημειώνει η ιστοσελίδα Hellenic Diaspora.
«Έπρεπε να επιστρέψω στην Ελλάδα, άκουγα πάντα για το horio»
Στη συνέντευξη του για το σώμα του έργου του και τους σταθμούς της καριέρας και ζωής του, ο Κωνσταντίνος Μάνος μίλησε για το A Greek Portfolio, μια αποστολή που κυνήγησε για να αναζητήσει τις ρίζες του.
«Οι γονείς μου ήταν πρόσφυγες από ένα ελληνικό χωριό της Τουρκίας. Έπρεπε να φύγουν το 1922 και να αφήσουν τα πάντα πίσω τους. Έτσι, είχα μεγαλώσει ακούγοντας τόσα πολλά για το Χωριό — το horio — και με κίνησε το ενδιαφέρον. Ένιωσα ότι έπρεπε να ακολουθήσω την καρδιά μου. Πήγα να δω έναν εκδότη, έναν υπέροχο άνθρωπο στη Νέα Υόρκη, τον Frank Taylor. Tου έδειξα το βιβλίο μου με τη συμφωνική και μου έδωσε κάποια χρήματα ως προκαταβολή για ένα βιβλίο για την Ελλάδα.
Πακέταρα σε ένα μεγάλο μπαούλο βινύλια κλασικής μουσικής, ένα μικρό πικάπ και το έστειλα στην Αθήνα. Πέταξα εκεί και έμεινα σε ένα μικρό διαμέρισμα όπου έστησα ένα μικρό σκοτεινό δωμάτιο. Χρειαζόμουν έναν νεροχύτη και ρώτησα ποιο ήταν το φθηνότερο υλικό για χρήση. Οι Έλληνες είπαν ότι ήταν το μάρμαρο! Δίπλα στο νεκροταφείο ήταν ένας χώρος όπου έφτιαχναν μνήματα. Τους έδωσα τις διαστάσεις και τους ζήτησα να μου φτιάξουν ένα νεροχύτη από μάρμαρο και να το παραδώσουν στο διαμέρισμά μου, αλλά τελικά αναγκάστηκα να πάω στο νεκροταφείο για να το πάρω.
Πήρα ένα Volkswagen Camper με κρεβάτι και τουαλέτα μέσα και οδήγησα σε όλη την Ελλάδα. Θα φωτογράφιζα μόνο σε απομονωμένα χωριά, που δεν είχαν ρεύμα. Έψαχνα για μια όμορφη και ποιητική ματιά στις φωτογραφίες μου και τη βρήκα στους ανθρώπους. Είχαν τις ελιές τους, τις κατσίκες τους και ήταν το αλάτι της γης.
Είμαι φωτογράφος ανθρώπων και πάντα ενδιαφερόμουν για τους ανθρώπους. Επίσης πάντα έψαχνα για μια στιγμή στις φωτογραφίες μου. Έχω ασχοληθεί πολύ σοβαρά με το να φωτογραφίζω ανθρώπους ως άτομα, ως ανθρώπινα όντα. Δεν νομίζω ότι έχω βγάλει ποτέ φωτογραφία χωρίς άτομο μέσα.
Μετά από λίγο αναγκάστηκα να φύγω από την Ελλάδα γιατί διαφορετικά θα είχα μπλεξίματα με τον τον ελληνικό στρατό αν έμενα πάνω από ένα χρόνο. Έφυγα από την Αθήνα με το μικρό μου Volkswagen και οδήγησα στο Παρίσι. Άφησα ένα κουτί με τις ελληνικές μου εκτυπώσεις στο γραφείο του Magnum εκεί. Μήνες αργότερα ήμουν πίσω στην Ελλάδα σε ένα απομακρυσμένο νησί. Ένας φίλος στην Αθήνα μου προώθησε την αλληλογραφία μου. Στο ταχυδρομείο υπήρχε ένα γράμμα από το Magnum Photos που με προσκάλεσε να γίνω μέλος. Ήμουν ενθουσιασμένος μέχρι θανάτου, αλλά δεν είχα κανέναν με τον οποίο να μοιραστώ την ευτυχία μου. Το έτος ήταν 1962.
Το ελληνικό βιβλίο ήταν πολύ σημαντικό για μένα. Μετά την ολοκλήρωση αυτού του έργου επέστρεψα στη Νέα Υόρκη. Έκανα πολλές εμπορικές εργασίες, όπως διαφήμιση και εταιρικές ετήσιες εκθέσεις για να βγάλω τα προς το ζην και να πληρώσω το ενοίκιο. Τα λεφτά ήταν καλά, αλλά ήμουν κάπως χάλια.
Έπρεπε να κάνω κάτι που ήταν δικό μου που δεν ήταν αποστολή ή για τον Magnum. Τότε άρχισα να ταξιδεύω στις ΗΠΑ φωτογραφίζοντας έγχρωμους Αμερικανούς όλων των κοινωνικών στρωμάτων. Ήταν μια ριζική αλλαγή για μένα, και ήταν σίγουρα μια συνειδητή προσπάθεια. Έψαχνα για ένα εντελώς διαφορετικό στυλ εικόνας από την ελληνική δουλειά μου».
Σχόλια Facebook