Τι αλλάζει στις τράπεζες για δάνεια και προμήθειες

Αθήνα.- Σε πέντε πυλώνες εστιάζεται η κυβερνητική παρέμβαση στον τραπεζικό τομέα, με στόχο λιγότερα έξοδα στις καθημερινές συναλλαγές για τους πολίτες και περισσότερα δάνεια και με πιο ευνοϊκούς όρους για νοικοκυριά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Το πλέγμα της συμφωνίας μεταξύ κυβέρνησης και τραπεζών, η οποία θα ανακοινωθεί την προσεχή εβδομάδα, θα αφορά τη μείωση των προμηθειών και του κόστος δανεισμού, την ενίσχυση του ανταγωνισμού και τη συμβολή του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην αντιμετώπιση της στεγαστικής κρίσης.

Τα μέτρα που θα ενεργοποιηθούν, όπως αναφέρουν κυβερνητικά στελέχη, θα λαμβάνουν υπ’ όψιν τα πραγματικά προβλήματα που βιώνουν οι πολίτες και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αντανακλώντας τις ανάγκες τους και τις προτεραιότητές τους.

Για παράδειγμα, εξαιτίας των υψηλών επιτοκίων στα δάνεια και των πολύ χαμηλών στις καταθέσεις, οι ελληνικές τράπεζες κατέχουν μία από τις πρώτες θέσεις μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων της ευρωζώνης σε ό,τι αφορά το σπρεντ δανεισμού. Σε συνάρτηση και με την υψηλή κερδοφορία τους, η κυβέρνηση επιδιώκει την αλλαγή αυτής της πολιτικής.

Στην ατζέντα των μέτρων που επεξεργάζονται τεχνικά κλιμάκια των τεσσάρων συστημικών τραπεζών και του υπουργείου Οικονομικών περιλαμβάνονται τα εξής:

Μείωση των προμηθειών που επιβάλλουν οι τράπεζες στις καθημερινές συναλλαγές των πολιτών.

Στις αρχές του έτους αναμένεται να ενσωματωθεί στην εθνική νομοθεσία και να ενεργοποιηθεί η κοινοτική οδηγία 886 της 13ης Μαρτίου 2024, η οποία συμβάλλει στη δραστική μείωση των προμηθειών για τα τραπεζικά εμβάσματα. Πρόκειται για την υποχρέωση πραγματοποίησης όλων των μεταφορών χρημάτων σε πραγματικό χρόνο, υποχρεώνοντας παράλληλα τις τράπεζες να καταργήσουν τις διαφορές στις προμήθειες μεταξύ απλών εμβασμάτων και της άμεσης μεταφοράς χρημάτων (instant payments). Παράλληλα, εξετάζεται να μειωθούν έως και 50% οι προμήθειες σε καθημερινές απλές συναλλαγές, επιτρέποντας στους συναλλασσομένους να κάνουν πληρωμές με χαμηλότερο κόστος σε σχέση με το υφιστάμενο καθεστώς. Ενδεικτικά υπάρχει μια σειρά από προμήθειες που επιβαρύνουν τις συναλλαγές, όπως για παράδειγμα 0,60 ευρώ στην πληρωμή λογαριασμών ΔΕΚΟ ή υποχρεώσεων προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία, 25 έως 50 ευρώ για συνδρομή πιστωτικής κάρτας, αλλά και 5-6 ευρώ για επανέκδοση κάρτας σε περίπτωση φθοράς ή κλοπής. Ακόμα και για τη μεταφορά του ποσού του ενοικίου από τον λογαριασμό του ενοικιαστή στον ιδιοκτήτη υπάρχει προμήθεια έως 4,50 ευρώ.

Αύξηση των στεγαστικών δανείων και ενίσχυση της δυνατότητας των νοικοκυριών να βρουν στέγη με προσιτό κόστος.

Το ζήτημα αποκτά ιδιαίτερη σημασία τη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία, δεδομένης της στεγαστικής κρίσης που αντιμετωπίζει η χώρα και της δυσκολίας εξεύρεσης κατοικίας. Η παρέμβαση όπως αναφέρουν κυβερνητικά στελέχη θα οδηγήσει στην αύξηση προσφοράς ακινήτων στην αγορά σε συνεργασία με τις τράπεζες. Στο τραπέζι έχουν κατατεθεί οι ακόλουθες προτάσεις:

  • Σύνδεση του στεγαστικού δανείου με τα ακίνητα που διαθέτουν οι τράπεζες. Τα οικιστικά ακίνητα που βρίσκονται στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών ανέρχονται σε περίπου 20.000 και θεωρούνται «ξεχασμένα» λόγω των χρονοβόρων και κοστοβόρων διαδικασιών τακτοποίησής τους που είναι απαραίτητες για τη μεταβίβασή τους. Η πρόταση που έχει κατατεθεί αφορά τη νομοθετική ρύθμιση, η οποία θα δίνει τη δυνατότητα άμεσης μεταβίβασής τους χωρίς να έχουν τακτοποιηθεί οι εκκρεμότητες, αρκεί το τίμημα της αγοράς τους από τους εν δυνάμει δανειολήπτες να είναι αισθητά μειωμένο, με τις πληροφορίες να αναφέρουν ότι θα μπορούν να είναι μειωμένη η τιμή αγοράς τους κατά 20%.
  • Επανεξέταση των όρων του προγράμματος «Σπίτι μου ΙΙ» που πρόκειται να εφαρμοστεί από το νέο έτος και προβλέπει επιδότηση επιτοκίου από 50% έως 75%, ώστε να υπάρξουν δικλείδες προκειμένου να μη μειωθεί το όφελος για τους αγοραστές.
  • Κατάργηση ή δραστική μείωση της εισφοράς του νόμου 128/75, η οποία προστίθεται στο επιτόκιο του δανείου που πληρώνει ο δανειολήπτης στην τράπεζα, η οποία με τη σειρά της την αποδίδει στο Δημόσιο. Σήμερα τα επιτόκια επιβαρύνονται με εισφορά 0,12% για κατοικία και 0,6% για επαγγελματική στέγη. Πρόκειται για ένα ζήτημα που έχει τεθεί επανειλημμένως στις συζητήσεις κυβέρνησης – τραπεζών χωρίς μέχρι τώρα να έχει ληφθεί οριστική απόφαση. Ενας σοβαρός λόγος για τη διατήρηση της εισφοράς είναι τα έσοδα που εισφέρει στο δημόσιο ταμείο.

Χαλάρωση των όρων δανειοδότησης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, που εξακολουθούν να παραμένουν εκτός χρηματοδότησης.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα για τις επιχειρήσεις εντοπίζεται στα υψηλά επιτόκια -σε περίπτωση που το δάνειο δεν χορηγείται μέσω προγράμματος εγγύησης- και στις υψηλές εξασφαλίσεις, με την κυβέρνηση να έχει ασκήσει πίεση στις τράπεζες να αναλάβουν μεγαλύτερο ρίσκο και να αυξήσουν τη χρηματοδότηση.

Τόνωση του ανταγωνισμού μέσω της δυνατότητας σε τρίτες εταιρείες του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού κλάδου να παρέχουν δάνεια.

Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις θα μπορούσαν να ωφεληθούν από τη λειτουργία του ανταγωνισμού, αποκτώντας με αυτόν τον τρόπο πρόσβαση σε φθηνότερο δανεισμό. Οι εταιρείες θα εποπτεύονται από την Τράπεζα της Ελλάδος και θα μπορούν να παρέχουν πιστώσεις σε πολίτες, σε φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις, με συγκεκριμένους όρους και υποχρεώσεις.

Συγκράτηση των επιτοκίων στις καταθέσεις, που αυτή τη στιγμή είναι τα χαμηλότερα στην ευρωζώνη.

Τα στοιχεία του Οκτωβρίου από την Τράπεζα της Ελλάδος δείχνουν ότι το μέσο επιτόκιο καταθέσεων διαμορφώνεται στο 0,53%, ενώ το μέσο επιτόκιο για προθεσμιακή κατάθεση διαμορφώνεται κατά μέσο όρο στο 1,86%, όταν στις χώρες της ευρωζώνης είναι 2,97%. Η κυβέρνηση επιθυμεί να μη σπεύσουν οι ελληνικές τράπεζες να μειώσουν τα επιτόκια ακολουθώντας την πτωτική τάση του euribor, λόγω της πορείας μείωσης των επιτοκίων, θεωρώντας ότι έχουν ενισχύσει τα επιτοκιακά τους έσοδα και τα κέρδη τους από τη στρατηγική των χαμηλών επιτοκίων που εφάρμοσαν τα τελευταία χρόνια.

ΠΗΓΗ: Realnews