Ο επίμονος ψαράς και η τελευταία υφάντρα του Αργοσαρωνικού
Πρώτες μέρες του Οκτωβρίου στο νησί του Πόρου και η εικόνα στα σοκάκια γύρω από το λιμάνι δείχνει ότι το «καλοκαίρι» είναι ακόμη εδώ. Τα καταστήματα που δουλεύουν με τους τουρίστες είναι όλα ανοιχτά και η σεζόν όπως φαίνεται δεν πρόκειται να «ρίξει αυλαία» πριν από τον Νοέμβριο.
«Αυτό είναι καλό για όλους μας στο νησί», λέει ο Τάσος Λαδάς, ένας επαγγελματίας ψαράς που από την άνοιξη μέχρι το φθινόπωρο δίνει στο επάγγελμά του… τουριστική διάσταση. Πριν από μερικά χρόνια, με την καθοδήγηση συναδέλφων του από νησιά των Κυκλάδων που είχαν ήδη κάνει την αρχή, πήρε την απόφαση να μετατρέψει την αλιευτική του βάρκα σε μικρό τουριστικό σκάφος και να «συστήσει» με αυτόν τον τρόπο τον Αργοσαρωνικό Kόλπο στους επισκέπτες του. Σήμερα, είναι ο μόνος σε ολόκληρο τον Πόρο και την Τροιζηνία που ασχολείται με τον αλιευτικό τουρισμό, ξεναγώντας καθημερινά με την ξύλινη βάρκα του Ελληνες και ξένους τουρίστες στα παραθαλάσσια αξιοθέατα του νησιού.
«Αυτή η ενασχόληση ξεκίνησε από την αγάπη μου για τη θάλασσα. Ηθελα όλα αυτά που γνωρίζω εδώ και 35 χρόνια ως ψαράς να τα μεταφέρω σε εκείνους που έρχονται για να γνωρίσουν τον τόπο μας και να τον δουν από μία άλλη οπτική γωνία», λέει στην «Κ» ο κ. Λαδάς. «Πάνω στη βάρκα οι επισκέπτες ζουν την αυθεντική εμπειρία, μαθαίνουν την πραγματική ζωή του αλιέα. Αυτό σημαίνει ότι από νωρίς το πρωί ξεκινάμε για να πιάσουμε τα ψάρια μας και συνεχίζουμε το ταξίδι μας για να γνωρίσουμε τον Πόρο, κάνοντας στάσεις σε μερικά από τα πιο όμορφα μέρη του όπως στο νησάκι του Μπούρτζι, στο Μόδι, αλλά και στις σπηλιές που σχηματίζονται στα βράχια, καθώς συνεχίζουμε τη διαδρομή μας».
Από γενιά σε γενιά
Τους καλοκαιρινούς μήνες, ο 16χρονος γιος του γίνεται συγκυβερνήτης του αλιευτικού, βοηθώντας τον πατέρα του στα καθημερινά δρομολόγια.
«Είναι πολύ μεγάλο το όφελος για τον ίδιο γιατί εξασκεί τα αγγλικά του και κάνει φιλίες. Και από την άλλη, είναι ωραίο που οι φιλοξενούμενοι πάνω στο σκάφος βλέπουν ένα οικογενειακό περιβάλλον με την προοπτική της συνέχισης του επαγγέλματος, εισπράττοντας την αγάπη για αυτό που κάνουμε. Ο αλιευτικός τουρισμός δεν είναι απρόσωπος όπως συμβαίνει με κάποιους άλλους τομείς στον τουρισμό. Συμπεριφερόμαστε ως απλοί ψαράδες και δεν κοιτάμε μόνο να βγάλουμε χρήμα», λέει ο ίδιος.
Θα είναι τεράστιο πλήγμα για τον τουρισμό η επικείμενη επέκταση των ιχθυοκαλλιεργειών στον Πόρο. – Τάσος Λαδάς, ιδιοκτήτης τουριστικού αλιευτικού σκάφους.
Την περίοδο αυτή, το νησί του Πόρου δίνει έναν μεγάλο αγώνα να αποτρέψει την επέκταση των ιχθυοκαλλιεργειών έξω από το λιμάνι που, όπως λένε οι κάτοικοι, θα ζημιώσει σημαντικά τον τουρισμό, δηλαδή το κυρίως εισόδημα του νησιού. Ο Τάσος Λαδάς είναι από τους επαγγελματίες που μπροστά σε μία τέτοια προοπτική θα υποστεί ένα διπλό πλήγμα.
«Ως ψαράς θα είναι πολύ δύσκολο να δουλέψω γιατί θα λιγοστέψουν κι άλλο τα σημεία όπου μπορώ να ρίξω τα δίχτυα. Επίσης, το θέμα με αγγίζει και ως καπετάνιο αλιευτικού τουριστικού σκάφους, όπως αγγίζει και άλλες υπηρεσίες θαλάσσιου τουρισμού. Εάν οι επισκέπτες μας δεν μπορούν να κάνουν ένα μπάνιο σε έναν ωραίο κόλπο έξω από το λιμάνι, γιατί να ξαναέρθουν στο νησί μας; Θα κοιτάξουν να πάνε κάπου αλλού. Επομένως, μιλάμε για ένα τεράστιο πλήγμα για τον τουρισμό και την τοπική κοινωνία. Δεν μπορεί ένα τουριστικό νησί να μετατραπεί σε βιομηχανία ιχθυοτροφείων», ξεκαθαρίζει ο κ. Λαδάς.
Η σύγχρονη υφάντρα του Αργοσαρωνικού
Ανεβαίνοντας από το λιμάνι, στο στενάκι της οδού Τομπάζη συναντάμε την Ελένη Παύλου, μια μητέρα πέντε παιδιών που πριν από 26 χρόνια, όταν τελείωσε τις σπουδές της στη Φιλοσοφική, επέστρεψε στον τόπο της, στον Πόρο, για να ασχοληθεί με κάτι που αγαπούσε παραπάνω και από τις σπουδές της: την υφαντική. Οι δύο χειροποίητοι αργαλειοί της αποτελούν αξιοθέατο για τους επισκέπτες του νησιού, που κάνουν μια στάση για να δουν τα εργόχειρά της. Η ίδια συμφωνεί πως ο τουρισμός πρέπει να στηριχθεί για να συνεχίσουν να υπάρχουν δουλειές στο νησί, όπως η δική της.
«Οι ξένοι εκτιμούν τη δουλειά μου γιατί στις χώρες τους, ειδικά σε αυτές της Βόρειας Ευρώπης, έχει καλλιεργηθεί η κουλτούρα της υφαντικής και οι άνθρωποι έχουν αυτήν την επαφή είτε στο σπίτι είτε στο σχολείο», λέει στην «Κ» η κ. Παύλου.
Το κατάστημά της είναι ανοιχτό 12 μήνες τον χρόνο. Αλλωστε, η ίδια ποτέ δεν αψήφησε την υποστήριξη των ντόπιων που από την πρώτη στιγμή αγκάλιασαν τη δουλειά της.
«Από νωρίς είχα μεγάλη αποδοχή από το νησί. Ξεκίνησαν να μου παραγγέλνουν κουρτίνες, μαξιλάρια και ριχτάρια για τα σπίτια τους. Μετά βέβαια ήρθε η κρίση, οπότε αυτό σταμάτησε γιατί ο κόσμος δεν μπορούσε να πληρώσει τέτοια χειροποίητα είδη που είναι πιο ακριβά. Ταυτόχρονα, όμως, άλλαξε και η δική μου προσέγγιση στη διαδικασία της ύφανσης. Επρεπε να βρω έναν τρόπο να γίνουν όλα πιο απλά και πιο προσιτά, δεδομένου ότι ταυτόχρονα λάμβανα υπόψη και τις ανάγκες των παιδιών μου. Ετσι έκανα μία στροφή και άρχισα να δημιουργώ υφαντά γύρω από το παιχνίδι, το παραμύθι, τις κούκλες, αλλά και την πιο απλή ένδυση», λέει στην «Κ».
Ο πατέρας μου μού έλεγε πως οι τελευταίοι αργαλειοί που θυμόταν εκείνος στον Πόρο ήταν λίγο πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Υπήρχαν δημοτικοί αργαλειοί στους οποίους μπορούσε να πάει όποιος ήθελε και να τους χρησιμοποιήσει για να φτιάξει κουρελούδες ή υφαντά.
Την τελευταία δεκαετία, με το κλείσιμο των περισσότερων κλωστοϋφαντουργείων, οι πρώτες ύλες έχουν εκλείψει. Σιγά σιγά το βαμβάκι αντικατέστησε το μαλλί, το λινό και το μετάξι.
«Σήμερα, δημιουργώ πράγματα τα οποία μπορούν να μπουν σε οποιοδήποτε σπίτι, πρακτικά στον καθαρισμό τους και εύκολα στη χρήση τους. Γι’ αυτό χρησιμοποιώ κυρίως το βαμβάκι», μάς λέει η Ελένη Παύλου και εξηγεί τι είναι αυτό που περισσότερο αγαπάει στη δουλειά της.
«Μου αρέσει ότι φτιάχνω κάτι από την αρχή και το κάνω όπως το έχω φανταστεί. Είτε είναι κούκλα είτε ένας ήρωας από κάποιο βιβλίο που έχουν διαβάσει τα παιδιά μου. Εχει μια ποιότητα το χειροποίητο που παρά κάποιες ατέλειες ή λαθάκια, έχει ιδιαίτερο χαρακτήρα γιατί είναι μοναδικό. Ακόμη κaι ένα μαξιλάρι παρόμοιο με κάποιο άλλο, δεν θα είναι ποτέ ακριβώς το ίδιο».
Οση ώρα μιλάμε η Ελένη δουλεύει στον αργαλειό. Ολο το σώμα της γυμνάζεται ταυτόχρονα. Εχει τα πόδια της στις πατήθρες, οι κλωστές ανεβοκατεβαίνουν και με τα χέρια της πετάει τη σαΐτα. Είναι περίεργο το πώς ήρθε τόσο κοντά με αυτή την τέχνη, αφού όπως λέει δεν είχε δει ποτέ αργαλειό στο νησί της.
«Ο πατέρας μου μού έλεγε πως οι τελευταίοι αργαλειοί που θυμόταν εκείνος στον Πόρο ήταν λίγο πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Υπήρχαν δημοτικοί αργαλειοί στους οποίους μπορούσε να πάει όποιος ήθελε και να τους χρησιμοποιήσει για να φτιάξει κουρελούδες ή υφαντά. Στα χωριά τούς κράτησαν μέχρι και τη δεκαετία του ’70 ή του ’80. Εγώ δεν είχα δει ποτέ αργαλειό μέχρι που πήγα στην Αθήνα και ξεκίνησα μαθήματα υφαντικής. Ετσι ξεκίνησα και ξαναέφερα τον αργαλειό στον Πόρο».
«Τέτοιες προσπάθειες θα έπρεπε να έχουν καλύτερη αντιμετώπιση»
Η Ελένη Παύλου διαθέτει υπομονή, συγκέντρωση και αγάπη για μια χειρωνακτική δουλειά που τις τελευταίες δεκαετίες συναντά κανείς σπανιότερα στη χώρα μας. «Αλήθεια, πιστεύετε ότι υπάρχει μέλλον σε αυτό το επάγγελμα;» Τη ρωτάμε.
«Υπάρχουν άνθρωποι που ενδιαφέρονται να μάθουν αυτήν την τέχνη και εγώ είμαι διατεθειμένη να τους διδάξω. Ηδη διοργανώνω κάποια σεμινάρια και υπάρχει μεγάλη ανταπόκριση. Ωστόσο στη χώρα μας, τα πράγματα είναι δύσκολα για τις μικρές επιχειρήσεις όπως τη δική μας που προσπαθούμε να σταθούμε στα πόδια μας με όλα τα προβλήματα. Τέτοιες προσπάθειες θα έπρεπε να έχουν μία καλύτερη αντιμετώπιση για να μπορέσουν να διατηρηθούν στο μέλλον».
Σχόλια Facebook