Eλληνική οικονομία: Από ευνοϊκότερο έδαφος ξεκινά το 2025 – Ποιες οι προβλέψεις για το πρωτογενές πλεόνασμα
Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, το πρωτογενές πλεόνασμα στον προϋπολογισμό θα κυμανθεί εφέτος κοντά στην περιοχή του 2,5% του ΑΕΠ.
Αθήνα.- Από ευνοϊκότερες συνθήκες θα εκκινήσει το 2025 για την ελληνική οικονομία, καθώς, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, το πρωτογενές πλεόνασμα στον προϋπολογισμό θα κυμανθεί εφέτος κοντά στην περιοχή του 2,5% του ΑΕΠ, έναντι της αρχικής πρόβλεψης για 2,1% του ΑΕΠ.
Αυτό θα οφείλεται, εν πολλοίς, στις αισθητά καλύτερες επιδόσεις στα φορολογικά έσοδα από την εφαρμογή των τεκμηρίων φορολόγησης σε επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους, το MyData, τα μέτρα για το λαθρεμπόριο και την πάταξη της φοροδιαφυγής, αλλά και από τις εισπράξεις, λόγω ανατιμήσεων, σε καύσιμα και τρόφιμα. Το «μαξιλάρι» αυτό θα κάνει εφικτό να συμπεριληφθούν στον νέο προϋπολογισμό οι παρεμβάσεις και οι ελαφρύνσεις συνολικού ύψους περίπου 880 εκατ. ευρώ, όπως έχει δεσμευθεί η κυβέρνηση. Θα πρόκειται για τη νέα αύξηση των συντάξεων σύμφωνα με την άνοδο του ΑΕΠ και τον πληθωρισμό (κόστος περίπου 400 εκατ. ευρώ), τη μείωση κατά 0,5% των ασφαλιστικών εισφορών (κόστος 225 εκατ. ευρώ), την κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος (κόστος 120 εκατ. ευρώ), τη μονιμοποίηση της επιστροφής του ΕΦΚ στο αγροτικό πετρέλαιο με τη νέα μέθοδο (εκτιμώμενο κόστος περίπου 100 εκατ. ευρώ), την παράταση της αναστολής του ΦΠΑ στις νέες οικοδομές (κόστος 20 εκατ. ευρώ) και την αύξηση του φοιτητικού στεγαστικού επιδόματος (κόστος 15 εκατ. ευρώ).
Οι προβλέψεις για το πρωτογενές πλεόνασμα αναμένεται να αποτυπωθούν και στο Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό και Διαρθρωτικό Πρόγραμμα της περιόδου 2025- 2028 που θα υποβληθεί στις Βρυξέλλες μέσα στο πρώτο δεκαήμερο του Οκτωβρίου.
Ωστόσο, ακόμη και εάν η ελληνική οικονομία σημειώνει σημαντικές αποδόσεις πάνω από τον στόχο, π.χ. λόγω των εσόδων από τον τουρισμό, αυτές οι επιπλέον εισπράξεις εσόδων δεν θα μπορούν πλέον να διατεθούν για κοινωνική πολιτική, καθώς υπεράνω όλων τίθενται οι «κόφτες» των δαπανών. Και τα υπερπλεονάσματα θα οδεύουν προς την εξυπηρέτηση του χρέους.
Με βάση τις κατευθύνσεις από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον περασμένο Ιούνιο, οι δαπάνες τα επόμενα χρόνια μπορούν να αυξηθούν κατά: 3% το 2025, 3,2% το 2026, 3,1% το 2027 και 3% το 2028. Ένα επιπλέον χαρακτηριστικό για το νέο Μεσοπρόθεσμο, με βάση τις οδηγίες της Κομισιόν, είναι ότι αυτό θα είναι απολύτως δεσμευτικό έως και το 2028, καθώς δεν θα προβλέπεται επικαιροποίηση των παραδοχών για τις δαπάνες, όπως συνέβαινε με το προηγούμενο Πρόγραμμα. Ήτοι, ακόμη και εάν μεταβληθούν οι παραδοχές για το ΑΕΠ και τα πλεονάσματα, οι κατευθύνσεις για τις δαπάνες έως το 2028 δεν μπορούν να αλλάξουν.
Οι μόνες εξαιρέσεις από το ασφυκτικό αυτό πλαίσιο είναι οι έκτακτες δαπάνες (one off) για αποζημιώσεις από μεγάλες θεομηνίες (χωρίς ακόμη να έχουν προσδιοριστεί τα κριτήρια), ενώ για τις αμυντικές δαπάνες θα υπάρχει αξιολόγηση για το εάν η όποια υπέρβασή τους είναι δικαιολογημένη ή πρέπει να κινηθεί Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος. Σημειώνεται ότι στο στόχαστρο της Κομισιόν βρίσκονται ήδη η Γαλλία και η Ιταλία, για τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος.
Σημειώνεται, πάντως, ότι με βάση πάντα τον προγραμματισμό του οικονομικού επιτελείου, στην «τελική ευθεία» φέρεται να εισέρχεται η νέα πρόωρη αποπληρωμή δανειακών υποχρεώσεων ύψους 8 δισ. ευρώ από το πρώτο μνημόνιο. Το θέμα αυτό αναμένεται να τεθεί στο πρώτο Eurogroup του Σεπτεμβρίου, ώστε να εγκριθεί στη συνέχεια από τα κοινοβούλια της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Φινλανδίας, της Ολλανδίας, της Αυστρίας και της Σλοβακίας. Παράλληλα, ο ΟΔΔΗΧ από την πλευρά του αναμένεται να υποβάλει τον ίδιο μήνα αίτημα στον ESM για τη λήψη ειδικής άδειας, προκειμένου μέρος της εξαγοράς να πραγματοποιηθεί με χρήματα από το «μαξιλάρι» των διαθεσίμων των 15,8 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με τον σχεδιασμό, προβλέπεται η περαιτέρω πρόωρη αποπληρωμή δόσεων δανείων ύψους 2,645 δισ. ευρώ για κάθε ένα έτος που λήγουν το 2026, το 2027 και το 2028 και στην τριετία ανέρχονται σε 7,930 δισ. δισ. ευρώ συνολικά. Στόχος αυτή της κίνησης είναι να μειωθεί το δημόσιο χρέος, τόσο ως ποσοστό του ΑΕΠ όσο και σε απόλυτα μεγέθη, και κατ’ επέκταση η μείωση στις δαπάνες του προϋπολογισμού για τόκους και η απελευθέρωση πόρων για την ανάπτυξη.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ
Σχόλια Facebook