H Δρ. Κική Σονίδου από την Αγγλία στη “Φωνή της Ελλάδας” για το Brexit και το brain drain (audio)

Η Δρ. Κική (Κυριακή) Σονίδου είναι γιατρός Γενικής και Οικογενειακής Ιατρικής με εξειδίκευση στην καρδιολογία και στον διαβήτη, καθώς και ​​διευθύντρια στην Πρωτοβάθμια Περίθαλψη. Εργάζεται στο Λονδίνο τα τελευταία 17 χρόνια, όπου πέρα από το κλινικό της έργο, είναι ενεργό μέλος στην ελληνική παροικία του Ηνωμένου Βασιλείου. Μέχρι πρόσφατα, διετέλεσε Πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Γιατρών στο Ηνωμένο Βασίλειο για τέσσερα χρόνια.

Είναι επιπλέον γνωστή στο ελληνικό κοινό ως η γιατρός που συχνά φιλοξενείται σε τηλεοπτικές εκπομπές, αναλύοντας τις τελευταίες εξελίξεις στην ιατρική έρευνα, κοινωνικά θέματα, ακόμη και τις πρόσφατες ασθένειες της βρετανικής βασιλικής οικογένειας.

Την Κυριακή 28 Ιουλίου, μίλησε στην εκπομπή “Οι Έλληνες του κόσμου – Η Ελλάδα στο Ηνωμένο Βασίλειο” της Φωνής της Ελλάδας με την Eliana Nunes για την προσωπική της πορεία, την κρίση που αντιμετωπίζει το βρετανικό εθνικό σύστημα υγείας (NHS) και το φαινόμενο του “brain drain” των νέων Ελλήνων γιατρών στην Αγγλία, .

Τα τελευταία 17 χρόνια που εργάζεστε στο Λονδίνο, τι αλλαγές έχετε δει;

“Είναι μια χώρα που στα δικά μου τα μάτια και πολλών άλλων μεταλλάσσεται. Δεν έχει καμία σχέση με τη χώρα που βρήκα όταν ήρθα εδώ… Είχα σκεφτεί ότι θα πάω στην Αγγλία για ένα-δύο χρόνια να κάνω κάποια πράγματα για το βιογραφικό μου και θα γυρίσω καλύτερη στην Ελλάδα. Μετά ήρθαν τα χρόνια της κρίσης και δεν επέστρεψα ποτέ. Έκανα μια άλλη καριέρα, πολύ μεγαλύτερη, πέρα των φιλοδοξιών μου, των προσδοκιών μου, των ονείρων μου τότε… Δεν μου αρέσει όμως η χώρα αυτή που έγινε από το 2016 και μετά, ειδικά μετά το Brexit. Δεν μου αρέσει καθόλου ο ρατσισμός που βιώνουμε κάθε μέρα. Δεν μου αρέσει καθόλου η απαξίωση του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού και γενικότερα υπάρχει μια τρομερή υποτίμηση του ιατρικού κόσμου. Το σύστημα υγείας έχει χαλάσει πάρα πολύ…”

Ένας από τους κύριους λόγους που κέρδισαν οι Εργατικοί στις εκλογές της 4ης Ιουλίου ήταν η υπόσχεση για επενδύσεις στο Βρετανικό ΕΣΥ. Υπάρχουν διάφορες καμπάνιες, όπως «Save our NHS» [Σώστε το ΕΣΥ μας] και «Keep our NHS Public» [Κρατήστε Δημόσιο το ΕΣΥ μας]. Πιστεύετε ότι μπορεί να “σωθεί” το NHS;

“Το να εξελιχθεί ένα σύστημα υγείας δεν γίνεται από τη μια στιγμή στην άλλη. Είναι μια χρόνια διαδικασία και τα προβλήματα ερχόντουσαν τουλάχιστον εδώ και δέκα χρόνια και δεν τα βλέπαμε… Κατά πόσο [οι Εργατικοί] θα μπορέσουν να επιφέρουν αλλαγές, δεν το ξέρω. Δεν γνωρίζουμε πρότερες πολιτικές τους για να δούμε πώς λειτουργούν. Πιστεύουμε και ελπίζουμε να υπάρξουν αλλαγές, αλλά αντικειμενικά και ρεαλιστικά, σε όλες τις κοινωνίες, οι αλλαγές γίνονται σταδιακά. Είναι θέμα προτεραιοτήτων της κάθε κυβέρνησης και δεν έχω δει τουλάχιστον μέχρι αυτή τη στιγμή που μιλάμε, το NHS να αποτελεί μεγάλη προτεραιότητα. Έχουμε φτιάξει petitions [αιτήσεις], έχουμε υπογράψει έγγραφα, ενωμένοι συνδικαλιστικά οι Γενικοί Γιατροί και τα έχουμε στείλει στον Πρωθυπουργό, πριν τις εκλογές. Έχουμε γράψει επισήμως τα προβλήματα προς την κυβέρνηση και τους έχουμε ζητήσει λύσεις… Τώρα, κατά πόσο θα μας ακούσουν, θα ζητήσουν εκπροσώπους να συνομιλήσουν και να τα διευθετήσουν… νομίζω είναι μία μακροχρόνια και επώδυνη διαδικασία για όλους.”

Το 2016, πριν ψηφιστεί το Brexit, η καμπάνια του Leave υποστήριξε: «Στέλνουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση 350 εκατομμύρια λίρες την εβδομάδα, ας χρηματοδοτήσουμε το NHS μας αντί γι’ αυτό» – ωστόσο ο καθαρός αριθμός ήταν πολύ μικρότερος. Αντίθετα, η καμπάνια του Remain προειδοποίησε ότι το Brexit θα δημιουργούσε ελλείψεις στο Βρετανικό ΕΣΥ (NHS). “Όπερ και εγένετο!”

Εσείς τι έχετε δει να συμβαίνει;

“Υπάρχει τρομερή έλλειψη προσωπικού. Και ξέρετε, το μεγαλύτερο πλήγμα, ειδικά στην πρωτοβάθμια περίθαλψη που δουλεύω, είναι ότι προσπάθησε ατυχώς το κράτος να φτιάξει τους physician associates. Είναι βοηθοί του συστήματος υγείας. Τι κάνει λοιπόν, παίρνει τον καθένα, χωρίς υπόβαθρο ή κάποια πανεπιστημιακή μόρφωση, κάτι συναφές με αυτό που καλείται να κάνει, τους εκπαιδεύει δύο χρόνια και τους ζητά να αντικαταστήσουν σε κλινικές τους γιατρούς. Και αυτοί παρεισφρήσαν στο σύστημα γιατί ήταν πάρα πολύ φθηνά εργατικά χέρια…

Έχουμε προβλήματα με τον εκτελωνισμό προϊόντων. Πόσες φορές είχαμε προβλήματα με την εισαγωγή αντισυλληπτικών, εμβολίων, φαρμάκων. Πόσες φορές είχαμε προβλήματα με τα χημειοθεραπευτικά φάρμακα που μας ερχόντουσαν από εργαστήρια της Γαλλίας. Ακόμα και το coachroll, το χαρτί που βάζουμε στο εξωτερικό κρεβάτι, πόσες φορές ήμασταν σε ελλείψεις. Πόσες φορές είχαμε και έχουμε ακόμα πρόβλημα με τα μπουκαλάκια που συλλέγουμε το αίμα, όταν κάνουμε αιματολογικές εξετάσεις και δεν μπορούσαμε να κάνουμε εξετάσεις αίματος…”

Πώς η πανδημία COVID-19 επηρέασε ψυχολογικά το προσωπικό του NHS;

“Πόσοι άνθρωποι, ξέρετε, μετά την πανδημία, φτάσαμε σε σημείο να κρασάρουμε ψυχολογικά. Είχαμε διαταραχή μετατραυματικού στρες από τους θανάτους που βλέπαμε, από αυτά που είχαμε να διαχειριστούμε. Κι εγώ το πέρασα, αλλά ευτυχώς το σύστημα υγείας μας παρείχε ψυχολογική υποστήριξη και βοήθησε πάρα πολύ – και μας την παρείχε δωρεάν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αλλά υπήρξε πάνω από ένα 25% των γιατρών, ηλικιωμένοι, με προβλήματα υγείας και υποκείμενα νοσήματα που απεβίωσαν. Υπήρξαν πάρα πολλοί που ψυχολογικά δεν μπόρεσαν να επανέλθουν μετά την πανδημία. Έμειναν κάποιοι να δουλεύουν εξ αποστάσεως από το σπίτι τους και δεν τους είδαμε ποτέ ξανά. Υπήρχε κόσμος που τα παράτησε, που βγήκε πρόωρα στη σύνταξη, που ασχολήθηκε με κάτι άλλο γιατί είναι τόσο μεγάλες οι πιέσεις και οι απαιτήσεις που δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει και ακόμα ένα μεγάλο ποσοστό δεν μπορεί.

Όπως γνωρίζετε, τα τελευταία 15 χρόνια, περίπου 18.000 γιατροί έχουν φύγει από την Αθήνα στο εξωτερικό, εκ των οποίων ένα μεγάλο ποσοστό ήταν ειδικευμένοι και μετανάστευσαν στην Αγγλία. Ως πρώην Πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Γιατρών στο Ηνωμένο Βασίλειο, ποιες είναι οι εντυπώσεις σας για αυτό το φαινόμενο;

“Το βασικότερο κίνητρο, πιστέψτε με, είναι το οικονομικό. Γιατί όταν ένας γιατρός ειδικευμένος είναι επιμελητής και πρέπει να ζήσει με 1500 ευρώ στην καλύτερη περίπτωση και να περιμένει τις εφημερίες να πληρωθούν 3-4 μήνες και έχει οικογένεια, παιδιά, δάνειο, ενοίκιο και αν θέλει να έχει και ένα status κοινωνικό ή βιοτικό γιατί κουράστηκε όλη του τη ζωή και θέλει να ζήσει καλύτερα και δεν μπορεί…. τότε μεταναστεύει. Οι περισσότεροι συνάδελφοί μου έφυγαν για οικονομικούς λόγους, γιατί ήρθαν εδώ και βρήκαν καλούς μισθούς, βρήκαν ευκαιρίες, βρήκαν συμβόλαια που τους απέδιδαν σημαντικά οικονομικά οφέλη, αξιοπρεπή διαβίωση και επίσης πολύ βασικό – που το κάνουμε να φαίνεται στη δεύτερη μοίρα αλλά δεν είναι – επαγγελματική καταξίωση. Μπορείς να κάνεις εκπαίδευση, να αποκτήσεις κλινική εμπειρία, κι αυτά καταγράφονται στα appraisal [στις αξιολογήσεις]. Μπορείς να έχεις έναν όγκο αρχείου που μπορείς να παρουσιάσεις στο μέλλον και ο όγκος αυτός μένει στο κράτος για πάρα πολλά χρόνια.”

Τι θα προτείνατε στα νέα παιδιά που θέλουν να γίνουν γιατροί;

“Εγώ δεν είχα καμία σχέση με την ιατρική. Οι γονείς μου ήταν απλοί άνθρωποι, δεν τελείωσαν το πανεπιστήμιο, δεν είχαμε κανέναν γιατρό στην οικογένεια και δεν κατάλαβαν ποτέ γιατί ήθελα να γίνω γιατρός. Και είχαμε και έντονες διαμάχες γι’ αυτό. Πάντα πίστευα ότι κάθε άνθρωπος είναι προορισμένος να κάνει κάτι και να προσφέρει κάτι. Για να γίνεις γιατρός πρέπει να το θέλεις. Δεν θα γίνεις γιατρός για τον τίτλο, για το πρεστίζ ή για να έχεις λεφτά. Αν σκέφτεσαι έτσι έχεις αποτύχει σαν άνθρωπος πρώτα και ύστερα σαν γιατρός. Γιατρός γίνεσαι για να γίνεις πρώτα ιατρός των ψυχών των ανθρώπων, κι όσο μπορείς των σωμάτων. Δεν είμαστε θεοί, αλλά πολλοί άνθρωποι μας βλέπουν έτσι, γιατί είναι πολύ σημαντικό να μπορείς να παίρνεις τον πόνο του ανθρώπου. Πρέπει να είσαι δοσμένος σε αυτό, να είσαι άνθρωπος, να αγαπάς τον άνθρωπο, να είσαι ταπεινός, να έχεις υπομονή, να θέλεις να προσφέρεις. Πρώτα παντρεύεσαι την ιατρική και ύστερα τον άνθρωπό σου, γιατί δίνεις πάρα πολλά και σου παίρνει τον περισσότερο χρόνο από τη ζωή σου…”

Ποια είναι τα επόμενά σας σχέδια;

“Θα ήθελα μία δουλειά που να με ευχαριστεί και να την κάνω είτε εδώ είτε στην Ελλάδα. Απώτερος σκοπός μου είναι να γυρίσω στην Ελλάδα. Έδωσα πάρα πολλά σε αυτό το σύστημα. Θα ήθελα κάποια στιγμή να μπορέσω να δουλέψω αξιοπρεπώς στην Ελλάδα, να με αφήσουν να δείξω τις ικανότητές μου και να είμαι κοντά στην οικογένειά μου την ελληνική. Να έχω την οικογένειά μου, τη μητέρα μου εννοώ και τους υπόλοιπους συγγενείς μου κοντά και να είμαι στο σπίτι που γεννήθηκα και μεγάλωσα, έτσι ώστε να μπορέσω να φύγω από αυτή τη ζωή γεμάτη, αλλά στη χώρα μου, όχι εδώ.”

Μπορείτε να ακούσετε τη συνέντευξη εδώ

Πηγή: Φωνή της Ελλάδας