Η προσφορά των Αποδήμων Ελλήνων στην συγκρότηση του Ελληνικού Κράτους

*Πρόλογος και επιμέλεια μεταφοράς του κειμένου από το HealthyLiving.gr, Χρήστος Μαλασπίνας.

Αθήνα.- Ο Τέλης Σαββάλας (Aristotelis “Telly” Savalas). (Ιανουαρίου 21, 1922 – Ιανουαρίου 22, 1994) ήταν Ελληνοαμερικανός ηθοποιός. Ο Θρυλικός αστυνομικός Κότζακ στην ομώνυμη τηλεοπτική σειρά στις ΗΠΑ που κράτησε από το 1973 έως το 1978). Όταν τον ρώτησαν, στο απόγειο της δόξας του, αν μιλούσε Ελληνικά, είπε σε τηλεοπτική του συνέντευξη:

«Ο πατέρας μας μεγάλωσε με μεγάλη υπερηφάνεια που ήμασταν Έλληνες. Άλλο που είμαστε σε ξένη χώρα, στην Αμερική που μεγάλωσα. Την γλώσσα να μην την χάσουμε, Ελληνικά, γιατί πάμε χαμένοι,  στο σπίτι μόνο ελληνικά μιλούσαμε ως παιδιά. Να μην χάσουμε τη θρησκεία κι αυτήν την υπερηφάνεια που είμαστε Έλληνες. Το αίμα νερό δεν γίνεται, μας έλεγε ο πατέρας μου… Και ο ελληνισμός δεν χάνεται ποτέ, ούτε η αγάπη για τη χώρα».

25η Μαρτίου σήμερα και ο λόγος και οι τιμές στους Ήρωες της ελληνικής Επανάστασης του 1821. Με τον ηρωισμό τους απελευθέρωσαν την Ελλάδα από τον τουρκικό ζυγό 400 χρόνων. Το ότι 400 χρόνια διέσωσαν τη Γλώσσα και τη θρησκεία τους, ήταν το «προσάναμμα» της φλόγας για ελευθερία. Η Γλώσσα και η Θρησκεία ήταν και τα στοιχεία εκείνα που κράτησαν ζωντανή την εθνική συνείδηση στους Απόδημους Έλληνες που οραματίστηκαν την επανάσταση και την Λευτεριά της πατρίδας.

Ψάχνοντας να βρούμε «πηγές» για την προσφορά των Αποδήμων Ελλήνων στην Επανάσταση, «ανακαλύψαμε  ένα καλογραμμένο άρθρο στο HealthyLiving.gr με τίτλο: «Η συμβολή του Απόδημου Ελληνισμού στη συγκρότηση του Ελληνικού κράτους», 26/03/2012.

Το κείμενο από το HealthlyLiving.gr

Για την προσφορά του ελληνισμού του εξωτερικού είχε μιλήσει τότε (26 Μαρτίου 2012) στο HealthlyLiving.gr ο πρόεδρος της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας Πελοποννήσου, Χρήστος Μούλιας, ο οποίος είχε ασχοληθεί επισταμένα με τη συμβολή του Απόδημου Ελληνισμού στην Παλιγγενεσία και τη συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους.

Ο κ. Μούλιας επισημαίνει τη συμβολή της Ορθοδοξίας και της Γλώσσας ως βασικών πυλώνων του Ελληνισμού καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, αλλά και στην υπόθεση της εθνικής αφύπνισης.

“Η αφύπνιση αυτή εκφράστηκε με τα πάμπολλα επαναστατικά κινήματα που εκδηλώθηκαν και καταπνίγηκαν στο αίμα, με την ύψωση πάνω από τριάντα επαναστατικών λαβάρων το 1821 και με τις προσπάθειες πνευματικής Αναγέννησης του Ελληνισμού, στις οποίες σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι Ελληνικές Κοινότητες της Διασποράς” επισημαίνει ο κ. Μούλιας.

“Οι Έλληνες, εντός και εκτός Ελλάδος, με τον έμφυτο ‘κοσμοπολιτισμό’ τους, άρχισαν να διανοούνται και να προετοιμάζουν μία νέα, ανεξάρτητη πολιτειακή τάξη. Η εθνεγερτική αυτή διαδικασία στηρίχτηκε στην αρχαιογνωσία, το ‘φωτισμό’, ως ‘το μόνον τούτο φάρμακον της θεραπείας του πάθους των’, (Ελλήνων) και την Ορθόδοξη παράδοση. Είχε συντεταγμένες, μεταξύ άλλων, το Κρυφό Σχολειό και μέσα από πολλές και ποικίλες στοχαστικές διαδρομές, την πνευματική Αναγέννηση του Ελληνισμού, της οποίας οι πρόδρομες εκφάνσεις ανάγονται περίπου στο 1760, με φυσική απόληξη την Ελληνική Επανάσταση” σημειώνει.

Η Επανάσταση του 1821, προσθέτει, δεν ήταν ένα ιστορικό γεγονός που αιφνιδίασε, αλλά το αποτέλεσμα μακράς “κυοφορίας” και συνειδητοποίησης των υπόδουλων, ότι είχαν το δικαίωμα να ζήσουν ελεύθεροι και να απολαύσουν τα αγαθά που προσέφερε η “φωτισμένη” Ευρώπη. Η συνειδητοποίηση αυτή έγινε πιο συγκεκριμένη τα τελευταία προεπαναστατικά χρόνια.

Σύμφωνα με τον ίδιο, η πνευματική σύζευξη των ιδεών του Διαφωτισμού με την Ορθόδοξη παράδοση επιτεύχθηκε χάρη στη φιλογένεια των Ελλήνων πραματευτάδων της Διασποράς, οι οποίοι διέσωσαν ένα μεγάλο μέρος της πνευματικής μας παράδοσης της περιόδου της Τουρκοκρατίας, με το να στηρίζουν κάθε εκδοτική πρωτοβουλία, που ήταν ωφέλιμη για το Γένος.

Πνευματικά Κέντρα των Ελλήνων της Διασποράς

Τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα, η Βιέννη ήταν το οικονομικό και πνευματικό κέντρο ενός ελληνικού παροικιακού δικτύου, που είχε επεκταθεί σε όλη την κεντρική και την ανατολική Ευρώπη, μέχρι την Οδησσό. Ήταν πεδίο επαναστατικών ζυμώσεων, με κεντρικό πρόσωπο τον εκδότη, διαφωτιστή, συγγραφέα, επαναστάτη και μάρτυρα Ρήγα Φερραίο και τους συντρόφους του. Σταδιακά, έγινε το επίκεντρο των εκδόσεων, ιδίως των πλέον σύγχρονων και “νεωτερικών”, υποκαθιστώντας τη Βενετία. Με την πάροδο του χρόνου, αυξάνεται και ο αριθμός των Ελλήνων φοιτητών, που πήγαιναν εκεί για να σπουδάσουν. Σύμφωνα με το πρώτο υπόμνημα του Καποδίστρια προς τον Τσάρο της Ρωσίας (1811), στην Αυστρουγγαρία ζούσαν 90.000 Έλληνες.

Ένα άλλο σημαντικό κέντρο του παροικιακού Ελληνισμού ήταν το Βουκουρέστι, πρωτεύουσα της Βλαχίας και σπουδαίο κέντρο ελληνικής παιδείας, όπου λειτουργούσε, από την τελευταία δεκαετία του 17ου αιώνα, η “Ακαδημία”, μία από τις σπουδαιότερες πνευματικές εστίες του Ελληνισμού της Διασποράς.

“Η Μολδαβία και η Βλαχία, λόγω αύξησης της ρωσικής ισχύος, παρουσίαζαν αυξημένο ενδιαφέρον για την Υψηλή Πύλη, η οποία, προκειμένου να μπορεί να τις ελέγχει αποτελεσματικά, άρχισε, από τη δεύτερη δεκαετία του 18ου αιώνα, να τοποθετεί στους ηγεμονικούς θρόνους Έλληνες από ισχυρές οικογένειες της Κωνσταντινούπολης. Αυτό επέφερε διαφοροποιήσεις στην κοινωνική δομή των τόπων αυτών και μεγάλη άνθηση του ελληνικού στοιχείου” εξηγεί ο κ. Μούλιας.

Το Παρίσι ήταν από τα πλέον δυναμικά φιλελληνικά κέντρα, με κυρίαρχη μορφή τον Αδαμάντιο Κοραή, εκπρόσωπο της “μέσης οδού” της ελληνικής Παιδείας. Ο Κοραής είχε σπουδάσει ιατρική στο Μομπελιέ, αλλά είναι γνωστός για τις εκδόσεις αρχαίων ελλήνων συγγραφέων, που επιμελήθηκε και σχολίασε, και για πολλά άλλα βιβλία που συνέγραψε ή εξέδωσε. Σταθμός και κορύφωμα της προσπάθειάς του να συνδέσει την αρχαία Ελλάδα με την εποχή του ήταν η “Ελληνική Βιβλιοθήκη”, η οποία στηρίχθηκε οικονομικά από τους Ζωσιμάδες και συνέβαλε αποφασιστικά στην “άνθηση” των κλασσικών σπουδών στην Ευρώπη.

Εξίσου σημαντικό κέντρο, όμως, ήταν και η Οδησσός, όπου το Σεπτέμβριο του 1814 ιδρύθηκε η “Φιλική Εταιρεία”. Μερικά χρόνια αργότερα (1818), η έδρα της “Φιλικής Εταιρείας” μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, πολιτικό και εκκλησιαστικό κέντρο του Ελληνισμού.

“Σύμφωνα με το υπόμνημα του Καποδίστρια, που προαναφέραμε, το 1811 ζούσαν στη Ρωσία 45.000 Έλληνες, οι οποίοι προσέβλεπαν στην ομόδοξη αυτή χώρα και πίστευαν ότι θα ενίσχυε τον Ελληνισμό στη διεκδίκηση των εθνικών δικαίων του. Κάποιοι άλλοι πίστευαν ότι απελευθερώτρια θα ήταν η Γαλλία του Ναπολέοντα” σημειώνει ο κ. Μούλιας.

“Οι ιδεολογικές αυτές διαφοροποιήσεις προκάλεσαν διχασμό και σε κάποιες περιπτώσεις οδήγησαν στα άκρα. Όμως, η εμπειρία των Ορλωφικών και οι απογοητεύσεις που προκάλεσε η στάση του Ναπολέοντα και της Γαλλίας, έπεισαν τους Έλληνες ότι πρέπει να στηριχθούν στις δικές τους δυνάμεις και αφού ωρίμασαν οι εσωτερικές επαναστατικές συνθήκες και η επαναστατική βούληση των υπόδουλων, κηρύχθηκε η Επανάσταση” συμπληρώνει

Την περίοδο 1801-1821 τυπώθηκαν περίπου 2000 βιβλία που αφύπνισαν συνειδήσεις

Από πολύ νωρίς, οι Έλληνες της Διασποράς συναισθάνθηκαν ότι η απελευθέρωση της πατρίδας τους δεν ήταν υπόθεση μόνο των ομοεθνών τους, που ζούσαν υπό τον τουρκικό ζυγό, αλλά και δική τους. Καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, η συμβολή τους υπήρξε σημαντική και πολύπλευρη, με ιδιαίτερη περίπτωση τις χορηγίες για εκδόσεις βιβλίων.

Από τα μέσα του 18ου αιώνα, η στροφή προς την αρχαία Ελλάδα και τους αρχαίους Έλληνες, έγινε πιο αποφασιστική και εξισορρόπησε την έως τότε κυρίαρχη παράδοση, που είχε θρησκευτικό και βυζαντινό προσανατολισμό. Οι θρησκευτικές εκδόσεις μειώθηκαν και αυξήθηκαν τα βιβλία που σχετίζονταν με την αρχαία Ελλάδα και την αρχαία ελληνική γλώσσα. Προς αυτή την κατεύθυνση έτεινε και η νέα συνήθεια, που είχε αρχίσει να επικρατεί μεταξύ των Ελλήνων, να δίνουν στα παιδιά τους αρχαιοελληνικά ονόματα.

“Ένα ασφαλές τεκμήριο για την πνευματικότητα της περιόδου της Τουρκοκρατίας, αποτελεί ο αριθμός των βιβλίων που κυκλοφόρησαν. Από το 1466, που φέρεται να εκδόθηκε το πρώτο χρονολογημένο ελληνικό βιβλίο, μέχρι το 1800, τυπώθηκαν πάνω από 7000 ελληνικά βιβλία, ενώ από το 1801 μέχρι το 1821, τυπώθηκαν περίπου 2000, σύμφωνα με πρόσφατες βιβλιογραφικές καταγραφές. Ο αριθμός τους και η ποικιλία της θεματολογίας τους, αναιρούν πλήρως την άποψη ότι η περίοδος της Τουρκοκρατίας ήταν περίοδος πνευματικού σκότους” αναφέρει ο κ. Μούλιας.

Η εκδοτική αυτή παραγωγή, μαζί με τους αγώνες των υπόδουλων, για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού, που αποτελούσαν προσφιλές θέμα του ευρωπαϊκού Τύπου, αφύπνισαν πολλές ευαίσθητες ευρωπαϊκές συνειδήσεις, ενώ προξενεί εντύπωση ο αριθμός των φιλελληνικών εντύπων που κυκλοφόρησαν, αρκετά από τα οποία λανθάνουν ακόμα, όπως και ο αριθμός των φιλελληνικών σωματείων που ιδρύθηκαν, τα οποία στήριξαν την ιδέα της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, υπογραμμίζει ο ερευνητής.

Η συμβολή του παροικιακού κλήρου

Εξίσου σημαντική ήταν και η συμβολή του παροικιακού κλήρου, ο οποίος συσπείρωσε γύρω του τους Απόδημους Έλληνες. Χάρη στο σεβασμό και το κύρος που τού εξασφάλιζε η θρησκευτική του αποστολή, τη δύναμη που του παρείχαν οι δεσμοί του με ευκατάστατους πραματευτάδες και τα εκκλησιαστικά δίκτυα, αλλά και την πνευματική ακτινοβολία που εξέπεμπε, ιδίως οι λόγιοι κληρικοί, κατέστη ισχυρός παράγοντας στον αγώνα για εθνική εγρήγορση.

Ευγένιος Βούλγαρης, Νικηφόρος Θεοτόκης, Άνθιμος Γαζής, Ιώσηπος Μοισιόδακας, Νεόφυτος Βάμβας, Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων, είναι μερικοί από τους λόγιους κληρικούς που συνδυάζοντας την αρχαιοελληνική παράδοση, τη δυτική διαφωτιστική παιδεία, τη ρομαντική φιλολογία και την πίστη στην Ορθοδοξία, στήριξαν τα οράματα των υπόδουλων ομοεθνών τους. Κοντά σ’ αυτούς αγωνίστηκαν για την πίστη και το Γένος και πολλοί κληρικοί που ζούσαν στην υπόδουλη χώρα, με κορυφαία μορφή τον εθναπόστολο Κοσμά τον Αιτωλό.

Μεγάλοι Εθνικοί Ευεργέτες

Εκτός από την έκδοση ελληνικών διδακτικών εγχειριδίων και εμπορικών πρακτικών και συνηθειών, τα οποία ήταν απαραίτητα επαγγελματικά εργαλεία, με τη φιλογένεια που τους διέκρινε, συνεισέφεραν στην έκδοση βιβλίων, αλλά και σε ό,τι άλλο υπηρετούσε την εθνική υπόθεση.

Μεταξύ αυτών, το χτίσιμο και η επισκευή κατεστραμμένων εκκλησιών, η κατάρτιση δασκάλων, η ίδρυση νέων σχολείων και η ενίσχυση παλαιών, η συγκρότηση βιβλιοθηκών, η σύσταση τυπογραφείων, η δωρεάν διανομή βιβλίων στην πατρίδα τους. Έστελναν, ακόμη, πολεμοφόδια και χρήματα για τον Αγώνα. Διέθεταν, επίσης, μεγάλα χρηματικά ποσά για την απελευθέρωση Ελλήνων αιχμαλώτων, για πτωχοκομεία και νοσοκομεία και για τη στήριξη της “Φιλικής Εταιρείας”, η οποία ήταν αποκλειστικό δημιούργημα των Ελλήνων εμπόρων της Διασποράς.

“Αρκετοί ευκατάστατοι Έλληνες της Διασποράς διέσωσαν το όνομά τους από την αιώνια λήθη, με τις γενναιόφρονες δωρεές τους στην πατρίδα τους και στους τόπους εγκατάστασής τους” μας θυμίζει ο κ. Μούλιας.

Ενδεικτικές περιπτώσεις ο Νικόλαος Δούμπας, ο οποίος προσέφερε στη Βιέννη, όπου έζησε, το ωραιότατο μέγαρο της “Εταιρείας των Φίλων της Μουσικής” (1870), ο Σίμων Σίνας, ο οποίος χρηματοδότησε την κατασκευή μιας από τις γέφυρες που ενώνουν τη Βούδα με την Πέστη κ.α. Ο τελευταίος, όπως και πολλοί άλλοι Εθνικοί Ευεργέτες (Ζωσιμάδες, Αρσάκης, Βαρβάκης, Ριζάρης, Βαλλιάνος, Καπλάνης κ.α.), διέθεσαν μετά την Απελευθέρωση, μεγάλα χρηματικά ποσά για έργα ευποιίας και στην πατρίδα τους (Σιναία Ακαδημία, Ζωσιμαία Σχολή, Αρσάκεια Σχολεία, Βαρβάκειο, Ριζάρειος, Βαλλιάνειος Βιβλιοθήκη κ.α.).

Μοναδικότητα διεκδικούν οι έξι αδελφοί Ζωσιμάδες (Θεοδόσιος, Νικόλαος, Μιχαήλ, Ιωάννης, Αναστάσιος και Ζώης), οι οποίοι ξενιτεύτηκαν για να υπηρετήσουν τον Κερδώο Ερμή, οι τρείς πρώτοι στο Λιβόρνο της Ιταλίας και οι άλλοι στη Νίζνα της Ρωσίας, μία πόλη που υπερείχε το ελληνικό στοιχείο. Διέθεσαν τον πλούτο τους σε έργα ευποιΐας και εθνικής ωφέλειας, αρχίζοντας από τη Ζωσιμαία Σχολή και το φερώνυμο Γηροκομείο στα Γιάννενα και τελειώνοντας στις πάμπολλες αγαθοεργίες τους, όσο ζούσαν και με τη διαθήκη τους.

Βέβαια, για τους Έλληνες της Διασποράς, η απελευθέρωση της πατρίδας τους δεν ήταν το τέλος και η δικαίωση ενός εθνικού οράματος, αλλά και η απαρχή ενός άλλου: Να στολίσουν την πατρίδα τους με δημόσια κτίρια και φιλανθρωπικά καταστήματα, αντάξια του λαμπρού παρελθόντος της και να συμβάλουν στην πνευματική και οικονομική συγκρότηση του αρτισύστατου κράτους.

Κατά τη φάση συγκρότησης του νεοελληνικού κράτους, ένας σημαντικός αριθμός Ελλήνων, που τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας εγκατέλειψαν την πατρίδα τους, για να αποφύγουν την εκδικητική μανία των Τούρκων και πολλοί Έλληνες που κατοικούσαν σε περιοχές οι οποίες δεν περιελήφθησαν στο νεοσύστατο κράτος, επέστρεψαν στους γενέθλιους τόπους τους.

“Το γεγονός αυτό προκάλεσε ρήγμα, διότι οι προεστοί εχθρεύονταν τους ‘ετερόχθονες’ και τους έβλεπαν ως ανταγωνιστάς στη δημόσια εξουσία, που μονοπωλιακά εκμεταλλεύονταν οι ίδιοι μέχρι τότε” σημειώνει ο κ. Μούσιας και προσθέτει: “Με το Β΄ Ψήφισμα της Εθνοσυνέλευσης του 1843, οι ‘ετερόχθονες’ αποκλείσθηκαν από τις δημόσιες θέσεις και περιορίστηκαν τα πολιτικά τους δικαιώματα και αυτό ήταν μία σημαντική νίκη του ‘κοτζαμπασισμού’, με αρνητικές επιπτώσεις στην πορεία του τόπου. Το Ψήφισμα αυτό, που ήταν εντελώς αντίθετο με την έννοια της ιστορικής ενότητος του Έθνους, έπληξε την κυρίαρχη ιδεολογία της ‘Μεγάλης Ιδέας’ και παρότι συνέβαλε στην εκτόνωση της κρίσης, άφησε ανεξίτηλα ίχνη στη νεοελληνική κοινωνικοπολιτική και πνευματική πραγματικότητα. Λειτούργησε, δε, ανασχετικά στη διαλεκτική διαδρομή των δύο βασικών πόλων του νεοελληνικού ιστορικού γίγνεσθαι, την κρατική πολιτική και την κοινωνική δυναμική”.

Τον Ιανουάριο 1844, εν όψει των συζητήσεων στην Εθνοσυνέλευση, για το δημόσιο δίκαιο των Ελλήνων, περίπου 2600 άτομα υπέγραψαν και υπέβαλαν στον πρόεδρο της Εθνοσυνέλευσης αναφορά, με την οποία ζητούσαν την απομάκρυνση από τις δημόσιες θέσεις, όσων ήλθαν στην ελεύθερη Ελλάδα μετά την Επανάσταση.

“Η κινητοποίηση αυτή αδικούσε συλλήβδην τους ‘ετερόχθονες’ και η απόρριψή τους παρέβλεπε τη συμβολή του απόδημου Ελληνισμού στην Επανάσταση και πιστοποιούσε την αδυναμία τους να συνυπάρξουν με τους ‘αυτόχθονες στο κοινωνικό και ψυχολογικό κλίμα που κυριαρχούσε τότε στην Ελλάδα” τονίζει ο κ. Μούλιας.

Το 1871 είναι έτος-σταθμός στην αμφίδρομη σχέση παροικιακού Ελληνισμού και νεοελληνικού κράτους και έχει ιδιαίτερη ιστορική σημασία, διότι σχετίζεται με τα ομογενειακά κεφάλαια, που επενδύθηκαν στη χώρα.

“Η διασπορά και η μετανάστευση είναι σύμφυτα φαινόμενα με τον Ελληνισμό και τους Έλληνες, και τα κίνητρα κάθε φορά είναι ανάλογα με τις ιστορικές συγκυρίες κάθε εποχής. Όλοι, όσο κι αν έζησαν μακριά από την πατρίδα τους και ανεξάρτητα από την προκοπή που έκαναν, ποτέ δεν απέστρεψαν το πρόσωπό τους από αυτή. Η διαπίστωση αυτή δεν αποτελεί συνηγορία υπέρ του παροικιακού Ελληνισμού, αλλά αναγνώριση μιας πραγματικότητας, που θα επαναλαμβάνεται, όσο θα υπάρχουν Έλληνες. Μπορεί να μεμψιμοιρούμε για την πορεία της χώρας μας, ίσως μέχρις ενός σημείου δικαιολογημένα, πρέπει όμως να αναγνωρίσουμε ότι σημαντικό μερίδιο σε ό,τι έχει συντελεσθεί, οφείλεται και στον απόδημο Ελληνισμό” καταλήγει ο κ. Μούλιας.

“Η αφύπνιση αυτή εκφράστηκε με τα πάμπολλα επαναστατικά κινήματα που εκδηλώθηκαν και καταπνίγηκαν στο αίμα, με την ύψωση πάνω από τριάντα επαναστατικών λαβάρων το 1821 και με τις προσπάθειες πνευματικής Αναγέννησης του Ελληνισμού, στις οποίες σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι Ελληνικές Κοινότητες της Διασποράς” επισημαίνει ο κ. Μούλιας.

“Οι Έλληνες, εντός και εκτός Ελλάδος, με τον έμφυτο ‘κοσμοπολιτισμό’ τους, άρχισαν να διανοούνται και να προετοιμάζουν μία νέα, ανεξάρτητη πολιτειακή τάξη. Η εθνεγερτική αυτή διαδικασία στηρίχτηκε στην αρχαιογνωσία, το ‘φωτισμό’, ως ‘το μόνον τούτο φάρμακον της θεραπείας του πάθους των’, (Ελλήνων) και την Ορθόδοξη παράδοση. Είχε συντεταγμένες, μεταξύ άλλων, το Κρυφό Σχολειό και μέσα από πολλές και ποικίλες στοχαστικές διαδρομές, την πνευματική Αναγέννηση του Ελληνισμού, της οποίας οι πρόδρομες εκφάνσεις ανάγονται περίπου στο 1760, με φυσική απόληξη την Ελληνική Επανάσταση” σημειώνει.

Η Επανάσταση του 1821, προσθέτει, δεν ήταν ένα ιστορικό γεγονός που αιφνιδίασε, αλλά το αποτέλεσμα μακράς “κυοφορίας” και συνειδητοποίησης των υπόδουλων, ότι είχαν το δικαίωμα να ζήσουν ελεύθεροι και να απολαύσουν τα αγαθά που προσέφερε η “φωτισμένη” Ευρώπη. Η συνειδητοποίηση αυτή έγινε πιο συγκεκριμένη τα τελευταία προεπαναστατικά χρόνια.

Σύμφωνα με τον ίδιο, η πνευματική σύζευξη των ιδεών του Διαφωτισμού με την Ορθόδοξη παράδοση επιτεύχθηκε χάρη στη φιλογένεια των Ελλήνων πραματευτάδων της Διασποράς, οι οποίοι διέσωσαν ένα μεγάλο μέρος της πνευματικής μας παράδοσης της περιόδου της Τουρκοκρατίας, με το να στηρίζουν κάθε εκδοτική πρωτοβουλία, που ήταν ωφέλιμη για το Γένος.

Πνευματικά Κέντρα των Ελλήνων της Διασποράς

Τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα, η Βιέννη ήταν το οικονομικό και πνευματικό κέντρο ενός ελληνικού παροικιακού δικτύου, που είχε επεκταθεί σε όλη την κεντρική και την ανατολική Ευρώπη, μέχρι την Οδησσό. Ήταν πεδίο επαναστατικών ζυμώσεων, με κεντρικό πρόσωπο τον εκδότη, διαφωτιστή, συγγραφέα, επαναστάτη και μάρτυρα Ρήγα Φερραίο και τους συντρόφους του. Σταδιακά, έγινε το επίκεντρο των εκδόσεων, ιδίως των πλέον σύγχρονων και “νεωτερικών”, υποκαθιστώντας τη Βενετία. Με την πάροδο του χρόνου, αυξάνεται και ο αριθμός των Ελλήνων φοιτητών, που πήγαιναν εκεί για να σπουδάσουν. Σύμφωνα με το πρώτο υπόμνημα του Καποδίστρια προς τον Τσάρο της Ρωσίας (1811), στην Αυστρουγγαρία ζούσαν 90.000 Έλληνες.

Ένα άλλο σημαντικό κέντρο του παροικιακού Ελληνισμού ήταν το Βουκουρέστι, πρωτεύουσα της Βλαχίας και σπουδαίο κέντρο ελληνικής παιδείας, όπου λειτουργούσε, από την τελευταία δεκαετία του 17ου αιώνα, η “Ακαδημία”, μία από τις σπουδαιότερες πνευματικές εστίες του Ελληνισμού της Διασποράς.

“Η Μολδαβία και η Βλαχία, λόγω αύξησης της ρωσικής ισχύος, παρουσίαζαν αυξημένο ενδιαφέρον για την Υψηλή Πύλη, η οποία, προκειμένου να μπορεί να τις ελέγχει αποτελεσματικά, άρχισε, από τη δεύτερη δεκαετία του 18ου αιώνα, να τοποθετεί στους ηγεμονικούς θρόνους Έλληνες από ισχυρές οικογένειες της Κωνσταντινούπολης. Αυτό επέφερε διαφοροποιήσεις στην κοινωνική δομή των τόπων αυτών και μεγάλη άνθηση του ελληνικού στοιχείου” εξηγεί ο κ. Μούλιας.

Το Παρίσι ήταν από τα πλέον δυναμικά φιλελληνικά κέντρα, με κυρίαρχη μορφή τον Αδαμάντιο Κοραή, εκπρόσωπο της “μέσης οδού” της ελληνικής Παιδείας. Ο Κοραής είχε σπουδάσει ιατρική στο Μομπελιέ, αλλά είναι γνωστός για τις εκδόσεις αρχαίων ελλήνων συγγραφέων, που επιμελήθηκε και σχολίασε, και για πολλά άλλα βιβλία που συνέγραψε ή εξέδωσε. Σταθμός και κορύφωμα της προσπάθειάς του να συνδέσει την αρχαία Ελλάδα με την εποχή του ήταν η “Ελληνική Βιβλιοθήκη”, η οποία στηρίχθηκε οικονομικά από τους Ζωσιμάδες και συνέβαλε αποφασιστικά στην “άνθηση” των κλασσικών σπουδών στην Ευρώπη.

Εξίσου σημαντικό κέντρο, όμως, ήταν και η Οδησσός, όπου το Σεπτέμβριο του 1814 ιδρύθηκε η “Φιλική Εταιρεία”. Μερικά χρόνια αργότερα (1818), η έδρα της “Φιλικής Εταιρείας” μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, πολιτικό και εκκλησιαστικό κέντρο του Ελληνισμού.

“Σύμφωνα με το υπόμνημα του Καποδίστρια, που προαναφέραμε, το 1811 ζούσαν στη Ρωσία 45.000 Έλληνες, οι οποίοι προσέβλεπαν στην ομόδοξη αυτή χώρα και πίστευαν ότι θα ενίσχυε τον Ελληνισμό στη διεκδίκηση των εθνικών δικαίων του. Κάποιοι άλλοι πίστευαν ότι απελευθερώτρια θα ήταν η Γαλλία του Ναπολέοντα” σημειώνει ο κ. Μούλιας.

“Οι ιδεολογικές αυτές διαφοροποιήσεις προκάλεσαν διχασμό και σε κάποιες περιπτώσεις οδήγησαν στα άκρα. Όμως, η εμπειρία των Ορλωφικών και οι απογοητεύσεις που προκάλεσε η στάση του Ναπολέοντα και της Γαλλίας, έπεισαν τους Έλληνες ότι πρέπει να στηριχθούν στις δικές τους δυνάμεις και αφού ωρίμασαν οι εσωτερικές επαναστατικές συνθήκες και η επαναστατική βούληση των υπόδουλων, κηρύχθηκε η Επανάσταση” συμπληρώνει

Την περίοδο 1801-1821 τυπώθηκαν περίπου 2000 βιβλία που αφύπνισαν συνειδήσεις

Από πολύ νωρίς, οι Έλληνες της Διασποράς συναισθάνθηκαν ότι η απελευθέρωση της πατρίδας τους δεν ήταν υπόθεση μόνο των ομοεθνών τους, που ζούσαν υπό τον τουρκικό ζυγό, αλλά και δική τους. Καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, η συμβολή τους υπήρξε σημαντική και πολύπλευρη, με ιδιαίτερη περίπτωση τις χορηγίες για εκδόσεις βιβλίων.

Από τα μέσα του 18ου αιώνα, η στροφή προς την αρχαία Ελλάδα και τους αρχαίους Έλληνες, έγινε πιο αποφασιστική και εξισορρόπησε την έως τότε κυρίαρχη παράδοση, που είχε θρησκευτικό και βυζαντινό προσανατολισμό. Οι θρησκευτικές εκδόσεις μειώθηκαν και αυξήθηκαν τα βιβλία που σχετίζονταν με την αρχαία Ελλάδα και την αρχαία ελληνική γλώσσα. Προς αυτή την κατεύθυνση έτεινε και η νέα συνήθεια, που είχε αρχίσει να επικρατεί μεταξύ των Ελλήνων, να δίνουν στα παιδιά τους αρχαιοελληνικά ονόματα.

“Ένα ασφαλές τεκμήριο για την πνευματικότητα της περιόδου της Τουρκοκρατίας, αποτελεί ο αριθμός των βιβλίων που κυκλοφόρησαν. Από το 1466, που φέρεται να εκδόθηκε το πρώτο χρονολογημένο ελληνικό βιβλίο, μέχρι το 1800, τυπώθηκαν πάνω από 7000 ελληνικά βιβλία, ενώ από το 1801 μέχρι το 1821, τυπώθηκαν περίπου 2000, σύμφωνα με πρόσφατες βιβλιογραφικές καταγραφές. Ο αριθμός τους και η ποικιλία της θεματολογίας τους, αναιρούν πλήρως την άποψη ότι η περίοδος της Τουρκοκρατίας ήταν περίοδος πνευματικού σκότους” αναφέρει ο κ. Μούλιας.

Η εκδοτική αυτή παραγωγή, μαζί με τους αγώνες των υπόδουλων, για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού, που αποτελούσαν προσφιλές θέμα του ευρωπαϊκού Τύπου, αφύπνισαν πολλές ευαίσθητες ευρωπαϊκές συνειδήσεις, ενώ προξενεί εντύπωση ο αριθμός των φιλελληνικών εντύπων που κυκλοφόρησαν, αρκετά από τα οποία λανθάνουν ακόμα, όπως και ο αριθμός των φιλελληνικών σωματείων που ιδρύθηκαν, τα οποία στήριξαν την ιδέα της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, υπογραμμίζει ο ερευνητής.

Η συμβολή του παροικιακού κλήρου

Εξίσου σημαντική ήταν και η συμβολή του παροικιακού κλήρου, ο οποίος συσπείρωσε γύρω του τους Απόδημους Έλληνες. Χάρη στο σεβασμό και το κύρος που τού εξασφάλιζε η θρησκευτική του αποστολή, τη δύναμη που του παρείχαν οι δεσμοί του με ευκατάστατους πραματευτάδες και τα εκκλησιαστικά δίκτυα, αλλά και την πνευματική ακτινοβολία που εξέπεμπε, ιδίως οι λόγιοι κληρικοί, κατέστη ισχυρός παράγοντας στον αγώνα για εθνική εγρήγορση.

Ευγένιος Βούλγαρης, Νικηφόρος Θεοτόκης, Άνθιμος Γαζής, Ιώσηπος Μοισιόδακας, Νεόφυτος Βάμβας, Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων, είναι μερικοί από τους λόγιους κληρικούς που συνδυάζοντας την αρχαιοελληνική παράδοση, τη δυτική διαφωτιστική παιδεία, τη ρομαντική φιλολογία και την πίστη στην Ορθοδοξία, στήριξαν τα οράματα των υπόδουλων ομοεθνών τους. Κοντά σ’ αυτούς αγωνίστηκαν για την πίστη και το Γένος και πολλοί κληρικοί που ζούσαν στην υπόδουλη χώρα, με κορυφαία μορφή τον εθναπόστολο Κοσμά τον Αιτωλό.

Μεγάλοι Εθνικοί Ευεργέτες

Εκτός από την έκδοση ελληνικών διδακτικών εγχειριδίων και εμπορικών πρακτικών και συνηθειών, τα οποία ήταν απαραίτητα επαγγελματικά εργαλεία, με τη φιλογένεια που τους διέκρινε, συνεισέφεραν στην έκδοση βιβλίων, αλλά και σε ό,τι άλλο υπηρετούσε την εθνική υπόθεση.

Μεταξύ αυτών, το χτίσιμο και η επισκευή κατεστραμμένων εκκλησιών, η κατάρτιση δασκάλων, η ίδρυση νέων σχολείων και η ενίσχυση παλαιών, η συγκρότηση βιβλιοθηκών, η σύσταση τυπογραφείων, η δωρεάν διανομή βιβλίων στην πατρίδα τους. Έστελναν, ακόμη, πολεμοφόδια και χρήματα για τον Αγώνα. Διέθεταν, επίσης, μεγάλα χρηματικά ποσά για την απελευθέρωση Ελλήνων αιχμαλώτων, για πτωχοκομεία και νοσοκομεία και για τη στήριξη της “Φιλικής Εταιρείας”, η οποία ήταν αποκλειστικό δημιούργημα των Ελλήνων εμπόρων της Διασποράς.

“Αρκετοί ευκατάστατοι Έλληνες της Διασποράς διέσωσαν το όνομά τους από την αιώνια λήθη, με τις γενναιόφρονες δωρεές τους στην πατρίδα τους και στους τόπους εγκατάστασής τους” μας θυμίζει ο κ. Μούλιας.

Ενδεικτικές περιπτώσεις ο Νικόλαος Δούμπας, ο οποίος προσέφερε στη Βιέννη, όπου έζησε, το ωραιότατο μέγαρο της “Εταιρείας των Φίλων της Μουσικής” (1870), ο Σίμων Σίνας, ο οποίος χρηματοδότησε την κατασκευή μιας από τις γέφυρες που ενώνουν τη Βούδα με την Πέστη κ.α. Ο τελευταίος, όπως και πολλοί άλλοι Εθνικοί Ευεργέτες (Ζωσιμάδες, Αρσάκης, Βαρβάκης, Ριζάρης, Βαλλιάνος, Καπλάνης κ.α.), διέθεσαν μετά την Απελευθέρωση, μεγάλα χρηματικά ποσά για έργα ευποιίας και στην πατρίδα τους (Σιναία Ακαδημία, Ζωσιμαία Σχολή, Αρσάκεια Σχολεία, Βαρβάκειο, Ριζάρειος, Βαλλιάνειος Βιβλιοθήκη κ.α.).

Μοναδικότητα διεκδικούν οι έξι αδελφοί Ζωσιμάδες (Θεοδόσιος, Νικόλαος, Μιχαήλ, Ιωάννης, Αναστάσιος και Ζώης), οι οποίοι ξενιτεύτηκαν για να υπηρετήσουν τον Κερδώο Ερμή, οι τρείς πρώτοι στο Λιβόρνο της Ιταλίας και οι άλλοι στη Νίζνα της Ρωσίας, μία πόλη που υπερείχε το ελληνικό στοιχείο. Διέθεσαν τον πλούτο τους σε έργα ευποιΐας και εθνικής ωφέλειας, αρχίζοντας από τη Ζωσιμαία Σχολή και το φερώνυμο Γηροκομείο στα Γιάννενα και τελειώνοντας στις πάμπολλες αγαθοεργίες τους, όσο ζούσαν και με τη διαθήκη τους.

Βέβαια, για τους Έλληνες της Διασποράς, η απελευθέρωση της πατρίδας τους δεν ήταν το τέλος και η δικαίωση ενός εθνικού οράματος, αλλά και η απαρχή ενός άλλου: Να στολίσουν την πατρίδα τους με δημόσια κτίρια και φιλανθρωπικά καταστήματα, αντάξια του λαμπρού παρελθόντος της και να συμβάλουν στην πνευματική και οικονομική συγκρότηση του αρτισύστατου κράτους.

Κατά τη φάση συγκρότησης του νεοελληνικού κράτους, ένας σημαντικός αριθμός Ελλήνων, που τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας εγκατέλειψαν την πατρίδα τους, για να αποφύγουν την εκδικητική μανία των Τούρκων και πολλοί Έλληνες που κατοικούσαν σε περιοχές οι οποίες δεν περιελήφθησαν στο νεοσύστατο κράτος, επέστρεψαν στους γενέθλιους τόπους τους.

“Το γεγονός αυτό προκάλεσε ρήγμα, διότι οι προεστοί εχθρεύονταν τους ‘ετερόχθονες’ και τους έβλεπαν ως ανταγωνιστάς στη δημόσια εξουσία, που μονοπωλιακά εκμεταλλεύονταν οι ίδιοι μέχρι τότε” σημειώνει ο κ. Μούσιας και προσθέτει: “Με το Β΄ Ψήφισμα της Εθνοσυνέλευσης του 1843, οι ‘ετερόχθονες’ αποκλείσθηκαν από τις δημόσιες θέσεις και περιορίστηκαν τα πολιτικά τους δικαιώματα και αυτό ήταν μία σημαντική νίκη του ‘κοτζαμπασισμού’, με αρνητικές επιπτώσεις στην πορεία του τόπου. Το Ψήφισμα αυτό, που ήταν εντελώς αντίθετο με την έννοια της ιστορικής ενότητος του Έθνους, έπληξε την κυρίαρχη ιδεολογία της ‘Μεγάλης Ιδέας’ και παρότι συνέβαλε στην εκτόνωση της κρίσης, άφησε ανεξίτηλα ίχνη στη νεοελληνική κοινωνικοπολιτική και πνευματική πραγματικότητα. Λειτούργησε, δε, ανασχετικά στη διαλεκτική διαδρομή των δύο βασικών πόλων του νεοελληνικού ιστορικού γίγνεσθαι, την κρατική πολιτική και την κοινωνική δυναμική”.

Τον Ιανουάριο 1844, εν όψει των συζητήσεων στην Εθνοσυνέλευση, για το δημόσιο δίκαιο των Ελλήνων, περίπου 2600 άτομα υπέγραψαν και υπέβαλαν στον πρόεδρο της Εθνοσυνέλευσης αναφορά, με την οποία ζητούσαν την απομάκρυνση από τις δημόσιες θέσεις, όσων ήλθαν στην ελεύθερη Ελλάδα μετά την Επανάσταση.

“Η κινητοποίηση αυτή αδικούσε συλλήβδην τους ‘ετερόχθονες’ και η απόρριψή τους παρέβλεπε τη συμβολή του απόδημου Ελληνισμού στην Επανάσταση και πιστοποιούσε την αδυναμία τους να συνυπάρξουν με τους ‘αυτόχθονες στο κοινωνικό και ψυχολογικό κλίμα που κυριαρχούσε τότε στην Ελλάδα” τονίζει ο κ. Μούλιας.

Το 1871 είναι έτος-σταθμός στην αμφίδρομη σχέση παροικιακού Ελληνισμού και νεοελληνικού κράτους και έχει ιδιαίτερη ιστορική σημασία, διότι σχετίζεται με τα ομογενειακά κεφάλαια, που επενδύθηκαν στη χώρα.

“Η διασπορά και η μετανάστευση είναι σύμφυτα φαινόμενα με τον Ελληνισμό και τους Έλληνες, και τα κίνητρα κάθε φορά είναι ανάλογα με τις ιστορικές συγκυρίες κάθε εποχής. Όλοι, όσο κι αν έζησαν μακριά από την πατρίδα τους και ανεξάρτητα από την προκοπή που έκαναν, ποτέ δεν απέστρεψαν το πρόσωπό τους από αυτή. Η διαπίστωση αυτή δεν αποτελεί συνηγορία υπέρ του παροικιακού Ελληνισμού, αλλά αναγνώριση μιας πραγματικότητας, που θα επαναλαμβάνεται, όσο θα υπάρχουν Έλληνες. Μπορεί να μεμψιμοιρούμε για την πορεία της χώρας μας, ίσως μέχρις ενός σημείου δικαιολογημένα, πρέπει όμως να αναγνωρίσουμε ότι σημαντικό μερίδιο σε ό,τι έχει συντελεσθεί, οφείλεται και στον απόδημο Ελληνισμό” καταλήγει ο κ. Μούλιας.