Μαίρη Χρονοπούλου: Γοητεία και μαγκιά στο βλέμμα
Αρρηκτα συνδεδεμένη με τη μεγάλη οθόνη, η Ελληνίδα ηθοποιός ερμήνευσε μεγάλη ποικιλία ρόλων, από το δράμα μέχρι την κωμωδία και το μιούζικαλ, διατηρώντας πάντα ξεχωριστό στυλ.
Σαγηνευτική γοητεία. Εκφραστικός πόνος. Γυναικεία μαγκιά. Αυτά είναι τα πρώτα ζεύγη λέξεων που έρχονται στο μυαλό όταν σκέφτεσαι τη Μαίρη Χρονοπούλου. Από τις τελευταίες μεγάλες κυρίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου και του θεάτρου, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 90 ετών, έπειτα από ολιγοήμερη νοσηλεία εξαιτίας ατυχήματος που είχε την περασμένη εβδομάδα στο σπίτι της. Στη συνείδηση του κοινού θα μείνει για μεγάλους –αλλά και για μερικούς μικρότερους– ρόλους, καθώς και για μερικά αξέχαστα τραγούδια που ερμήνευσε στην οθόνη.
Ηδη από τη δεκαετία του 1950, η Χρονοπούλου αρχίζει να ερμηνεύει σύντομους ρόλους στον κινηματογράφο (ο πρώτος της στο «Χαρούμενο ξεκίνημα» του Ντίνου Δημόπουλου), ωστόσο το 1963 είναι η χρονιά-κλειδί για τη μετέπειτα καριέρα της. Τότε παίζει στο «Χωρίς ταυτότητα» του Γιάννη Δαλιανίδη δίπλα στον Αλέκο Αλεξανδράκη, αλλά κυρίως στα περίφημα «Κόκκινα φανάρια» του Βασίλη Γεωργιάδη. Είναι μία από τις κοπέλες της Μαντάμ Παρί και η γοητεία της, που αναφέραμε και παραπάνω, μοιάζει όλο και πιο ακαταμάχητη.
Το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό, αυτό της πραγματικά ωραίας –και συχνά μοιραίας– γυναίκας θα τη συνοδεύσει σε όλη της την καριέρα. Στο «Κοινωνία ώρα μηδέν» του 1966, ο Νίκος Κούρκουλος απαίτησε να παίξουν μαζί και είχε δίκιο, αφού με την ολοφάνερη χημεία τους η ταινία έφτασε να κόψει σχεδόν 600.000 εισιτήρια. Λίγα χρόνια αργότερα, στο «Οταν η πόλις πεθαίνει» των Γιάννη Δαλιανίδη και Νίκου Φώσκολου, βρίσκεται ανάμεσα σε έναν πλούσιο εραστή και σε έναν νεαρό γιατρό, τον οποίο ερωτεύεται. Κορυφαία στιγμή της ταινίας είναι φυσικά η (διπλή) ερμηνεία του «Υπάρχει κάπου ένα παιδί» από την ίδια, σε μουσική του Κώστα Καπνίση.
Στη συνείδηση του κοινού θα μείνει για μεγάλους –αλλά και για μερικούς μικρότερους– ρόλους, καθώς και για μερικά αξέχαστα τραγούδια που ερμήνευσε στην οθόνη.
Η Μαίρη Χρονοπούλου, ωστόσο, δεν ήταν από αυτές που έπαιζαν μόνο την «όμορφη». Μία από τις πιο συγκλονιστικές ερμηνείες της ήταν στον αριστουργηματικό «Φόβο» του Κώστα Μανουσάκη, όπου εκείνη υποδύεται τη σύζυγο του μεγαλοκτηματία Δημήτρη Κανάλλη (Αλέξης Δαμιανός). Γνωρίζοντας όλα τα κρυμμένα μυστικά της οικογένειας, από τις ραδιουργίες του άνδρα της εις βάρος των χωρικών μέχρι τον βιαστή θετό γιο της (Ανέστης Βλάχος) και την κρυφή σχέση της κόρης της (Ελενα Ναθαναήλ), είναι εκείνη που παίρνει πάνω της το περισσότερο δραματικό βάρος. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στο «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο», το πιο διάσημο ίσως ελληνικό «γουέστερν», όπου η Χρονοπούλου αρχικά τρέχει με αγωνία να προειδοποιήσει τον Μαρίνο Αντύπα, ενώ αργότερα, μαυροντυμένη, εκφράζει όλο τον βουβό πόνο πάνω από τον τάφο του.
Ο περισσότερος κόσμος, βέβαια, έχει συνδέσει την Ελληνίδα ηθοποιό με την τριλογία μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη και της Φίνος Φιλμς, τη διετία 1967-68. Στο «Οι θαλασσιές οι χάντρες» είναι το «βαρύ πυροβολικό του λαϊκού τραγουδιού», όπως τη συστήνουν στο νυχτερινό κέντρο, όπου τραγουδάει μεταξύ άλλων το αξέχαστο «Εκλαψα χθες». Στο «Μια κυρία στα μπουζούκια» υποδύεται την αριστοκράτισσα που ωστόσο κρατάει «στο ‘να χέρι το τσιγάρο, στ’ άλλο χέρι το μπεγλέρι», και κολλάει χαρτονόμισμα στο κούτελο του μπουζουξή παραγγέλνοντας «μαέστρο, ζεμπεκιά», πριν αφιερώσει το «Του αγοριού απέναντι» στον Φαίδωνα Γεωργίτση. «Η απήχηση που είχε αυτό το κομμάτι δεν έχει ξαναγίνει, εμβληματικό άσμα. Είχα αυτοσχεδιάσει εκείνη την ώρα, δεν ήταν τίποτα χορογραφημένο. Ο τύπος αυτής της γυναίκας με σημάδεψε, ενώ δεν είμαι έτσι σαν γυναίκα. Απλώς είχα τους γενετικούς αδένες και την προσωπικότητα να επιβάλω αυτόν τον τύπο», θα δηλώσει δεκαετίες αργότερα σε συνέντευξή της το 2021. Προσωπικότητα και μαγκιά. Οπως αυτή που αποπνέει και στο «Γοργόνες και μάγκες», με το «Καμαρούλα μια σταλιά», άλλη μία αξέχαστη ερμηνεία σε μουσική του Μίμη Πλέσσα.
Αλλο αξιοσημείωτο στην καριέρα της Μαίρης Χρονοπούλου είναι το επιτυχημένο πέρασμά της από τις παραπάνω ταινίες της λεγόμενης «χρυσής εποχής» στον νέο ελληνικό κινηματογράφο. Ο ρόλος της στους «Κυνηγούς» του Θόδωρου Αγγελόπουλου και πολύ περισσότερο εκείνος στο «Ταξίδι στα Κύθηρα» επιβεβαίωσαν την ικανότητά της να μεταμορφώνεται και να στηρίζει με τη δωρική παρουσία της σχεδόν οποιονδήποτε χαρακτήρα, ανεξαρτήτως είδους. Εξαιρετική ήταν και στα «Παιδιά της Χελιδόνας» (1987) του Κώστα Βρεττάκου, κερδίζοντας και το σχετικό βραβείο Α΄ γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Ταυτόχρονα με τον κινηματογράφο, όπως είπαμε, η Χρονοπούλου είχε και θεατρική καριέρα, συγκροτώντας μάλιστα και τον δικό της θίασο το 1972 και ανεβάζοντας έργα όπως η «Πηνελόπη» του Σόμερσετ Μομ και το «Ενα κουτό κορίτσι» του Ιάκωβου Καμπανέλλη.
πηγή: kathimerini.gr
Σχόλια Facebook