Ο δεσμός του φιλέλληνα καλλιτέχνη Michael Winters με την Ελλάδα που μετράει μια ζωή
Την εποχή που χιλιάδες Έλληνες έφταναν στη Μελβούρνη με το «Πατρίς», αναζητώντας μια καλύτερη ζωή, ο Michael Winters, ένας νεαρός Αυστραλός, απόφοιτος της Σχολής Καλών Τεχνών, διέσχιζε τον ωκεανό προς την αντίθετη κατεύθυνση, πάνω στο ίδιο πλοίο, την άνοιξη του 1965.
Η επιθυμία του να επισκεφθεί την Ελλάδα ήταν τόσο έντονη, που έκανε και τις πιο δύσκολες δουλειές για να μαζέψει τα χρήματα για ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή. Αναγκάστηκε ακόμα να επιστρέψει τη κυβερνητική χρηματοδότηση των σπουδών του, εφόσον, φεύγοντας για την Ελλάδα, δεν θα τηρούσε την υποχρέωσή του να εργαστεί ως καθηγητής μετά την αποφοίτησή του.
«Ήξερα ότι δεν ήθελα να ακολουθήσω αυτόν τον δρόμο. Ένας καλλιτέχνης γεννιέται με το ένστικτο [της δημιουργίας], το οποίο αναζητά διέξοδο να εκφραστεί», είπε στον «Νέο Κόσμο» ο Michael Winters, τονίζοντας ότι αυτό που τον οδηγούσε πάντα στο ταξίδι της ζωής του, ήταν η αλήθεια και η ειλικρίνεια απέναντι σε αυτό που ποθούσε να κάνει πραγματικά. «Είναι αυτό που κάνει τη διαφορά ανάμεσα στο να ζεις ή στο να υπάρχεις».
«Είχα έναν καθηγητή που μας δίδασκε Ιστορία της Τέχνης, τον Warrick Armstrong. Ήταν εξαιρετικός άνθρωπος. Ήταν λάτρης της τέχνης και ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για την Αρχαία Ελλάδα, τους φιλοσόφους, τα γλυπτά. Μου είπε: ‘Μάικλ, διακρίνω σε σένα τους αρχαίους. Πήγαινε στην Ελλάδα, παιδί μου’».
Έτσι ο Winters, όπως τους μυθικούς ήρωες, έριξε την τύχη του στον άνεμο, και σάλπαρε για την Ελλάδα, η οποία έμελλε να γίνει δεύτερη πατρίδα του. Η σχέση του δε με την ελληνική παροικία εδώ στην Αυστραλία, μέσω της δυνατής φιλίας του με τον αείμνηστο ομογενή ποιητή Δημήτρη Τσαλουμά, είχε ως αποτέλεσμα το έργο του να διακοσμήσει το πρώτο εξώφυλλο του λογοτεχνικού περιοδικού ‘Αντίποδες’ που κυκλοφόρησε ο Ελληνο-Αυστραλιανός Πολιτιστικός Σύνδεσμος πριν από 50 χρόνια, γεγονός που ο ίδιος είχε ξεχάσει μέχρι το τηλεφώνημα που δέχθηκε από την εκδότρια Ελένη Νίκα (εκδόσεις Owl) πριν από μερικούς μήνες.
Ο Michael Winters, ο οποίος τώρα ζει στην Καμπέρα, εκτός από εξαιρετικός καλλιτέχνης, τα έργα του οποίου θαυμάσαμε πρόσφατα στην έκθεση Antipodean Palette, είναι και συναρπαστικός αφηγητής, καθώς εξιστορεί στον «Νέο Κόσμο» τις περιπέτειές του κατά τη διάρκεια εκείνης της πρώτης επίσκεψης στην Ελλάδα και την τυχαία συνάντησή του με τον Αντώνη Τσαλουμά στο πλοίο, που θα άλλαζε τη ζωή του.
«Στο πλοίο έκανα παρέα με έναν νεαρό ζωγράφο και έναν επίδοξο συγγραφέα. Σχηματίσαμε ένα τρίο νέων δυσαρεστημένων Αυστραλών που θέλαμε να εγκαταλείψουμε αυτή τη χώρα λόγω του ήθους, ώστε να ανακαλύψουμε ποιοι είμαστε πολιτισμικά. Είχαμε άραγε αυτό που χρειάζεται για να γίνουμε συγγραφείς, ζωγράφοι, καλλιτέχνες… αφήνοντας πίσω μας ό,τι μας ήταν οικείο, ρίχνοντας την τύχη μας στους ανέμους;».
Ανάμεσα στους λίγους Έλληνες, σ’ εκείνο το ταξίδι, ο Αντώνης Τσαλουμάς -αδελφός του ομογενή ποιητή Δημήτρη Τσαλουμά- επέστρεφε στο νησί του, τη Λέρο, για να φροντίσει την ηλικιωμένη μητέρα του.
«Ήθελα να πάω στην Αθήνα για να επισκεφθώ τα αρχαιολογικά μουσεία, τα αξιοθέατα, να ζήσω την ατμόσφαιρα, αλλά μετά δεν είχα πλάνο. Ο Αντώνης, χωρίς δεύτερη σκέψη, μου είπε να πάω στο νησί του».
Στον Πειραιά, έμειναν στο πλοίο για τρεις ημέρες, απ’ όπου ξεκινούσαν ξεναγήσεις στους αρχαιολογικούς χώρους στην Αθήνα από αρχαιολόγους που είχαν πάθος με την ιστορία και μιλούσαν άπταιστα αγγλικά.
Η Αθήνα ήταν μια πόλη ολοζώντανη, περιγράφει ο Winters τις πρώτες του εντυπώσεις. «Καθώς πλησιάζαμε την ακτή, έβλεπες το Σούνιο με το ναό του Ποσειδώνα. Μπαίνοντας στον Πειραιά, φαινόταν η Ακρόπολη. Όλα αυτά τα αρχαία μνημεία, παρέμεναν εκεί μετά από τόσο καιρό, και γύρω τους, ανέπνεε η σύγχρονη Ελλάδα».
Όταν έφτασε στη Λέρο, ο Αντώνης του είχε βρει ένα όμορφο σπίτι για να μείνει. Ήταν η εποχή της Χούντας και η Λέρος ήταν τόπος εξορίας εκατοντάδων πολιτικών κρατουμένων. «Υπήρχε μια ατμόσφαιρα δυσοίωνη στο νησί. Ο στρατός ήταν παντού… Θυμάμαι το σπιρτόκουτο που είχε το σύμβολο της Χούντας, τον Φοίνικα με έναν στρατιώτη στη μέση. Αν στο καφενείο, τύχαινε κάποιος να το γυρίσει ανάποδα στο τραπέζει, ερχόταν ο στρατιώτης και το γύρναγε πάλι όρθιο».
Ο Μάικλ, ή Μιχάλης πια για τους Λεριώτες, περνούσε το χρόνο του με τους ντόπιους και άλλους καλλιτέχνες που συναντούσε στο νησί. Η Σουηδή συγγραφέας και ποιήτρια Sun Axelsson, και ο τότε σύζυγός της, ο Βρετανός γλύπτης Michael Piper, έγιναν καλοί του φίλοι. Μάλιστα, η θέα που ζωγράφισε από το παράθυρο του δωματίου όπου έγραφε η Axelsson, θα γινόταν αργότερα το εξώφυλλο της δίγλωσσης ποιητικής συλλογής «Το Παρατηρητήριο», του Δημήτρη Τσαλουμά, που κέρδισε ένα από τα πιο αναγνωρισμένα βραβεία για την Αυστραλιανή λογοτεχνία, το National Book Council Award.
Ποντάροντας και πάλι στην τύχη του, ο Winters, τότε 22 ετών, πήγε βόρεια, στη Σουηδία, για να σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών της Στοκχόλμης.
«Από τη Σουηδία, πήγα στην Αγγλία που έγινε η βάση μου, αλλά από εκεί ταξίδευα συνεχώς πίσω στην Ελλάδα, στη Λέρο».
Στην Αυστραλία επέστρεψε τελικά επτά χρόνια αργότερα, το 1972. «Αν και είχα επιτυχία σε εκθέσεις στο Λονδίνο, ήμουν εξαντλημένος. Ήταν ένας αγώνας επιβίωσης, οικονομικά».
Τα χρόνια που ακολούθησαν, ο Winters επέστρεψε πολλές φορές στη Λέρο, ακόμα και την Κρήτη, όπου έμεινε για κάποια χρόνια, όταν την ανακάλυψε μετά την πρόσκληση της Πρεσβείας της Αυστραλίας στην Ελλάδα, να εκθέσει έργα του για την 43η επέτειο της Μάχης της Κρήτης.
«Έστειλα τα έργα μου από τη Λέρο στο Ρέθυμνο, όπου έκανα μια έκθεση σε μια όμορφη φραγκισκανική εκκλησία. Έζησα εκεί απίστευτες στιγμές. Στη δεξίωση για την ομάδα των Αυστραλών στη Γεωργική Σχολή που βρίσκεται πάνω από το Ρέθυμνο, καθόμουν και κοίταζα την πόλη να απλώνεται μπροστά μου. Και σκέφτηκα, αυτό το νησί είναι ο λαβύρινθος, ο Μινώταυρος, ο Ελ Γκρέκο, οι Αυστραλοί που πολέμησαν για τη ζωή τους κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο».
«Αυτό που πέρασε η Κρήτη στον πόλεμο, αυτό που πέρασε όλη η Ελλάδα στον πόλεμο με επηρέασε. Ως καλλιτέχνης, έχεις επίγνωση των γεγονότων που συμβαίνουν γύρω σου. Έχουν αντίκτυπο και στη συνείδησή σου και στην κοινωνική σου αντίληψη. Η ζωή είναι γενικά ακατάστατη, με σκαμπανεβάσματα, με χαρές και λύπες. Και τραγωδίες».
«Αποφάσισα να επιστρέψω στην Κρήτη πριν από την 50ή επέτειο [της Μάχης της Κρήτης]. Ήμουν παντρεμένος τότε. Και με την τότε σύζυγό μου και τα τρία παιδιά μας ζήσαμε στην Αργυρούπολη, ένα χωριό ψηλά στα βουνά της Κρήτης. Πέρασα δύο χρόνια ζωγραφίζοντας εκεί [1990-92]. Τα παιδιά μου παρακολουθούσαν το σχολείο μέσω αλληλογραφίας, και τα βράδια έπαιζαν με τα ελληνόπουλα, τα οποία στην αρχή τα αποκαλούσαν ‘ξένοι’».
«Για την 50ή επέτειο συνδύασα τη στρατιωτική ιστορία με τη μυθολογία. Έκανα μια έκθεση στο πολεμικό μνημείο στην Αυστραλία. Έμειναν κατάπληκτοι με αυτό που παρουσίασα. Μια τόσο τραγική ιστορία… Νεαροί Αυστραλοί που δεν είχαν βγει ποτέ από την Αυστραλία, που δεν είχαν διαβάσει ποτέ ένα βιβλίο ιστορίας… να διωχθούν από την ηπειρωτική χώρα, και να διαφύγουν μέχρι την Κρήτη για να γλιτώσουν από τους Γερμανούς.
Η μόνη φορά που οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν αλεξιπτωτιστές ήταν στην Κρήτη και στη Λέρο. Παράξενη ειρωνεία είναι ότι εκείνη την εποχή ο Ντίμη [Τσαλουμάς] είχε πάει στην Πάτμο για να βρει τρόφιμα για την οικογένεια. Παγιδεύτηκε στην Πάτμο και από εκεί έγραψε ένα από τα πιο επικά ποιήματά του για έναν άρρωστο κουρέα της Πάτμου.
«Ο Ντίμη έγραφε ό,τι κι αν γινόταν γύρω του. Δεν κυνηγούσε την επιτυχία, αλλά αυτή ήρθε, και τελικά αναγνωρίστηκε ως ο λαμπρός ποιητής που ήταν εδώ στην Αυστραλία, αλλά και στην Ελλάδα».
«Μια από τις πιο όμορφες στιγμές για μένα ήταν όταν κυκλοφόρησε ‘Το Παρατηρητήριο’ και οι εκδόσεις Queensland University Press μου έστειλαν ένα αντίτυπο στη Λέρο. Ο Αντώνης δεν το είχε δει ακόμα. Ήξερα τι ώρα θα τον έβρισκα στη βεράντα του να πίνει το καφεδάκι του μ’ ένα τσιγάρο. Μόλις έστριψα τη γωνία του λέω ‘Κόιτα! Να!’. Και σήκωσα το βιβλίο με τη ζωγραφιά μου στο εξώφυλλο, το βιβλίο του Ντίμη που κέρδισε το βραβείο. Αυτή ήταν μια τρομερή στιγμή. Για μένα να του πάω αυτό το βιβλίο, μετά από εκείνη τη συνάντησή μας στο πλοίο πριν από τόσα χρόνια, τη γενναιοδωρία που μου έδειξε, για να μπορέσω να ζωγραφίζω στο νησί, και για να μπει αυτό το έργο μου στο εξώφυλλο του βιβλίου του αδελφού του, του Ντίμη στην Αυστραλία, τον οποίο επίσης βοήθησε να σπουδάσει, και τελικά να κερδίσει το σημαντικό αυτό βραβείο!».
Μια άλλη απίστευτη στιγμή για τον Winters, ήταν η συνάντηση με τον Patrick Leigh Fermor στο σπίτι του στην Πελοπόννησο, τον οποίο έφερε σε επαφή με αγαπημένους φίλους του στη Λέρο, τα ανήψια του Απόστολου Ευαγγέλου που μαζί με τον Fermor διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη Μάχη της Κρήτης. Ο Ευαγγέλου βασανίστηκε και εκτελέστηκε από τους Γερμανούς.
Ο Winters συνέχισε να ζει κατά διαστήματα στη Λέρο, διατηρώντας μάλιστα για μερικά χρόνια ένα εργαστήριο λινοκοπτικής στην πόλη, όπου τα Σάββατα δίδασκε στους ντόπιους αυτή τη δύσκολη καλλιτεχνική τεχνική. Ο δήμος τον είχε μάλιστα ανακηρύξει επίτιμο δημότη της Λέρου ήδη από το 1995.
«Αυτές ήταν οι ωραίες εποχές στη Λέρο… και ειδικά όταν επέστρεψε στο νησί ο Ντίμη. Πάντα χτυπούσα την πόρτα του», λέει ο Winters και θυμάται με λύπη όταν πρόσφατα επέστρεψε στη Λέρο και περπάτησε μπροστά από το άδειο πλέον σπίτι του φίλου του.
Εκτός από τις υπέροχες λινογραφίες του, κυρίως με θέμα την Ελλάδα και τη Λέρο, ο Michael Winters πειραματίζεται με γλυπτά τοπία εμπνευσμένα επίσης από την αρχαία Ελλάδα. Στην τρισδιάστατη σειρά έργων του με τίτλο ‘Sailing into the Depth of Time’, απεικονίζει το Κάστρο στη Λέρο και ένα πλοίο, συχνά το αρχαίο πολεμικό πλοίο, την τριήρης, με το μάτι ζωγραφισμένο στην πλώρη της. «Πλέει προς το βάθος του χρόνου, με άλλα λόγια προς το τέλος του ταξιδιού της ζωής. Όλοι μας προς τα εκεί πλέουμε, όσο θλιβερό και αν είναι».
Ο φιλέλληνας καλλιτέχνης, Michael Winters, θα επιστρέψει στη Μελβούρνη τον Οκτώβριο για να συμμετάσχει στους εορτασμούς που διοργανώνει ο Πολιτιστικός Σύνδεσμος Ελλάδας-Αυστραλίας για την επέτειο των 50 χρόνων από την έκδοση του λογοτεχνικού περιοδικού «Αντίποδες».
Σχόλια Facebook