Η Αθήνα του ’60 σε 1.400 τετραγωνικά μέτρα

Η νέα έκθεση της Εθνικής Πινακοθήκης με 202 εικαστικά έργα και 22 ταινίες, με την υπογραφή 78 δημιουργών

 

Χωράει ολόκληρη η Αθήνα σε ένα υπόγειο; Γιαπιά κι εργάτες, γλέντια και εργατικά ατυχήματα, μετανάστες και μεγαλοαστοί, πίσω όψεις πολυκατοικιών και ξεφλουδισμένοι τοίχοι, πλύστρες και παιδιά που παίζουν στα χαμόσπιτα, καφενεία, βιτρίνες και κινηματογραφικές αφίσες, καθρέφτες λουτρών και λεπτομέρειες φοιτητικών δωματίων της μεταπολεμικής Ελλάδας μπορούν να «βολευτούν» σε 1.400 τ.μ.;

Μια «κάθοδος» στην αγνώριστη – πιο φωτεινή και οργανωμένη ώστε να δείχνει πιο ευρύχωρη – αίθουσα περιοδικών εκθέσεων της Εθνικής Πινακοθήκης αρκεί για να δώσει την απάντηση. Εκεί όπου 202 εικαστικά έργα και 22 ταινίες με την υπογραφή 78 δημιουργών συνθέτουν την έκθεση «Αστυγραφία – Η ζωή της πόλης τις δεκαετίες 1950-1970», την οποία επιμελείται η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης Συραγώ Τσιάρα, δίνοντας για πρώτη φορά το στίγμα της από τη θέση αυτή, ενώ σε λίγες ημέρες συμπληρώνεται ένας χρόνος από την ανάληψη των καθηκόντων της.

«Πρόκειται για μια έκθεση που γεννήθηκε από την ανάγκη μου να κατανοήσω το περιβάλλον όπου βρίσκομαι», εξήγησε η κυρία Τσιάρα, επισημαίνοντας πως επέλεξε να παρουσιάσει τον τρόπο που καταγράφονται οι αλλαγές στο αστικό τοπίο της Αθήνας μετά τον πόλεμο μέσα από έργα που σε μεγάλο ποσοστό δεν έχουν παρουσιαστεί στο κοινό και σε διάλογο με τον κινηματογραφικό φακό που έχει καταγράψει τις αλλαγές αυτές.

Επτά ενότητες

Οπως ακριβώς και οι σκηνοθέτες ξεκινούν από ένα πανοραμικό πλάνο της πόλης για να εστιάσουν εν συνεχεία σε μια γειτονιά, σε μια πολυκατοικία κι έπειτα σε ένα διαμέρισμα, έτσι και στη συγκεκριμένη έκθεση ο «φακός» θέασης αλλάζει διαρκώς. Οι επτά ενότητες παρούσες, αλλά όχι απαραίτητα ευδιάκριτες πάντα, και όχι απαραίτητες για να πιάσει ο επισκέπτης το νήμα, καθώς το πλήθος και η ποικιλομορφία των εικόνων επιτρέπουν στον καθένα να δημιουργήσει το δικό του σενάριο και να δει τη δική του «ταινία».

Να αισθανθεί πως βρίσκεται στους δρόμους της Αθήνας της δεκαετίας του ’60, όπου οι προσόψεις των κινηματογράφων κοσμούνταν με τις αφίσες – παραγνωρισμένα έργα τέχνης – του Γιώργου Βακιρτζή. Κι όπου μετανάστες «με τα συμπράγκαλά τους» έφταναν από τα χωριά τους στην Αθήνα και άλλοι έφευγαν για το εξωτερικό, όπως εκείνοι που μας υποδέχονται στην εγκατάσταση του Βλάση Κανιάρη, στην είσοδο του χώρου. Να παρατηρήσει τις μεγαλοαστές κυρίες να απολαμβάνουν τη θέα από τα ακριβά διαμερίσματά τους – όπως στο καρέ της Μαρίας Χρουσάκη -, να χαζέψει τις βιτρίνες στα έργα του Γιώργου Παραλή, να κοντοσταθεί στο καφέ όπως το απέδωσε ο Γιάννης Τσαρούχης, να συναντήσει τους απρόσωπους μοτοσικλετιστές του Γιάννη Γαΐτη.

Να γνωρίσει τους με στιβαρή σωματοδομή εργάτες του Διαμαντή Διαμαντόπουλου κι εκείνους που ενώ γλεντούν καταλήγουν στην κηδεία ενός συναδέλφου τους σε εργατικό ατύχημα διά χειρός Χρόνη Μπότσογλου. Να βρεθεί ανάμεσα στους ποδοσφαιριστές του Παναγιώτη Τέτση και τους γλεντζέδες που χορεύουν στα μπουζούκια όπως καταγράφηκαν από τον φωτογραφικό φακό του Δημήτρη Χαρισιάδη, ενώ πλάι τους μια πλύστρα απλώνει τα ρούχα στο γλυπτό του Χρήστου Καπράλου, απέναντι από ένα ποπ αισθητικής έργο του Γιώργου Ιωάννου στο οποίο έχει μπει πωλητήριο σε έναν αρχαίο ναό.

Κι ενώ μπορεί να ξαφνιαστεί από τα ασπρόμαυρα, άγνωστα, έργα του Παναγιώτη Τέτση και τα εσωτερικά δωματίων του Δημήτρη Μυταρά, η φωνή της Γεωργίας Βασιλειάδου ως θείας από το Σικάγο, το κοφτερό βλέμμα της Μελίνας – «Στέλλας» και η φωνή του Δημήτρη Παπαμιχαήλ να τραγουδά Σταύρο Ξαρχάκο στις «Διπλοπενιές» από τις τρεις οθόνες της έκθεσης δημιουργούν ένα ακόμη επίπεδο παρατήρησης των αλλαγών του αστικού τοπίου και τη σκέψη ότι μπορεί τελικά να μην απέχει πολύ από την πραγματικότητα ο στίχος του λαϊκού τραγουδιού «στα υπόγεια είναι η θέα».

Πηγή:in.gr