Ο ομογενής Γιώργος Μοσχώνης, που στοχεύει στην «καταπολέμηση του διαβήτη»

Ο Γιώργος Μοσχώνης. Φώτο: Supplied
Ο Γιώργος Μοσχώνης, είναι ερευνητής και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο La Trobe στο Τμήμα Food, Nutrition and Dietetics.
Ο κ. Γιώργος Μοσχώνης, ο οποίος είναι ερευνητής και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο La Trobe στο Τμήμα Food, Nutrition and Dietetics , μίλησε στον «Νέο Κόσμο», δίνοντας απαντήσεις σε καίρια ζητήματα σχετικά με αυτή την επικίνδυνα και αυξανόμενα εμφανιζόμενη νόσο, η οποία επηρεάζει πλέον σε μεγάλο βαθμό τόσο μεγάλους όσο και μικρούς.
Ταυτόχρονα, μας μίλησε για την έρευνα του, Defeat Diabetes, η οποία έχει ως στόχο την «καλύτερη ρύθμιση του σακχάρου στο αίμα», μέσω «χαμηλής διαιτητικής πρόσληψης στην κατανάλωση των υδατανθράκων».
Τι είναι, όμως, ο σακχαρώδης διαβήτης Τύπου 2 και πώς δημιουργείται;
«Ο σακχαρώδης διαβήτης Τύπου 2 είναι μια χρόνια κατάσταση, ένα χρόνιο πρόβλημα υγείας, ο οποίος χαρακτηρίζεται από υπεργλυκαιμία, δηλαδή, αυξημένα επίπεδα σακχάρου στο αίμα. Αυτό δημιουργείται λόγω της ανεπάρκειας ή αδυναμίας του οργανισμού να παράγει μια ορμόνη που ονομάζεται ινσουλίνη, η οποία ρυθμίζει τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα», εξηγεί ο κύριος Μοσχώνης.
Πώς επηρεάζει η διατροφή τον διαβήτη;
Ο κ. Μοσχώνης υπογραμμίζει τη σημασία της διατροφής στην εμφάνιση του σακχαρώδη διαβήτη, καθώς «αυτό που τρώμε διαμορφώνει τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα, που ουσιαστικά είναι και το διαγνωστικό κριτήριο για να πούμε αν κάποιος έχει διαβήτη ή όχι».
Συγκεκριμένα, τονίζει, ότι η υψηλή κατανάλωση υδατανθράκων επηρεάζει τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται και η προδιάθεση του ατόμου να αναπτύξει σακχαρώδη διαβήτη, ενώ προσθέτει ότι «η κατανάλωση πυκνά θερμιδικών τρόφιμων, μπορεί να οδηγήσει σε παχυσαρκία άρα σε αύξηση του σωματικού λίπους στο σώμα».
Αυτό με τη σειρά του, «εντείνει την αντίσταση του οργανισμού στη δράση της ινσουλίνης, η οποία ρίχνει με τη δράση της τα επίπεδα σακχάρου».
Κατανικήστε τον διαβήτη
Έχοντας ασχοληθεί με τη διαχείριση του σωματικού βάρους αλλά και συνόδων καταστάσεων όπως είναι ο σακχαρώδης διαβήτης τα τελευταία 20 χρόνια, ο κ. Μοσχώνης ηγείται μίας έρευνας η οποία ονομάζεται “Defeat Diabetes” και στηρίζεται στη χαμηλή διαιτητική πρόσληψη υδατανθράκων με στόχο την αποκατάσταση του σακχάρου στο αίμα σε φυσιολογικά επίπεδα.
«Όταν καταναλώνουμε περισσότερους υδατάνθρακες από τη διατροφή μας, αυτό αυτομάτως και αναπόφευκτα αυξάνει και τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα. Πηγαίνοντας προς την αντίθετη κατεύθυνση, η μείωση της κατανάλωσης υδατανθράκων μέσω της διατροφής, μπορεί να βοηθήσει σημαντικά στην καλύτερη ρύθμιση του σακχάρου στο αίμα», εξηγεί ο κ. Μοσχώνης κάτι που «κρίνεται ιδιαίτερα σημαντικό σε άτομα με διαβήτη, όπου ο μηχανισμός του οργανισμού να παράγει ινσουλίνη λειτουργεί ανεπαρκώς».
Η εν λόγω έρευνα στηρίζεται σε δύο βασικούς πυλώνες.
«Η πρώτη παράμετρος» της έρευνας, «στηρίζεται στις αρχές της διατροφής χαμηλής σε υδατάνθρακες» με στόχο «τη σημαντική μείωση κατανάλωσης των γραμμαρίων υδατανθράκων από τη διατροφή σε ημερήσια βάση».
«Αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε είναι να χορηγήσουμε μια διατροφή η οποία παρέχει κάτω από 100 γραμμάρια υδατανθράκων την ημέρα στους ασθενείς του σακχαρώδη διαβήτη», διευκρινίζει ο κ. Μοσχώνης, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις ορίζονται πιο αυστηρά μέτρα, με αποτέλεσμα να χορηγείται διατροφή η οποία «παρέχει κάτω από 50 γραμμάρια υδατανθράκων την ημέρα».
Η μείωση πρόσληψης υδατανθράκων οδηγεί ως αποτέλεσμα, σε μία αύξηση κατανάλωσης τροφών «που είναι πλούσια σε πρωτεΐνη, αλλά χαμηλά σε υδατάνθρακες», όπως είναι το κρέας, τα πουλερικά, τα ψάρια, τα όσπρια κ.α..
Ταυτόχρονα, περιορίζεται η κατανάλωση τροφίμων τα οποία είναι υψηλά σε υδατάνθρακές, όπως είναι τα αρτοσκευάσματα και τα γλυκά τα οποία περιέχουν υψηλές ποσότητες αλευριού και ζάχαρης.
«Τα φρούτα και τα λαχανικά είναι κάπου στη μέση», μας λέει ο κύριος Μοσχώνης, συμπληρώνοντας ότι μέσω της δίαιτας προωθούνται «κυρίως λαχανικά», αλλά «και κάποια φρούτα τα οποία έχουν χαμηλότερα σάκχαρα», περιορίζοντας ταυτόχρονα «την κατανάλωση φρούτων που είναι υψηλά σε ζάχαρη όπως για παράδειγμα η μπανάνα».
Η δεύτερη παράμετρος αφορά τη χρήση μίας ηλεκτρονικής online πλατφόρμας, μέσω της οποίας οι χρήστες της συγκεκριμένης υπηρεσίας «εκπαιδεύονται» προκειμένου να μειώσουν την ποσότητα υδατανθράκων που καταναλώνουν μέσα από τη διατροφή τους.
Το “Defeat Diabetes Program”, είναι ένα πρόγραμμα, το οποίο περιλαμβάνει διάφορες πηγές όπως επιμορφωτικά βίντεο, συνταγές χαμηλές σε υδατάνθρακα, μέσω του οποίου οι χρήστες μπορούν να διαβάσουν, ή να παρακολουθήσουν οπτικό υλικό, εκπαιδεύοντας έτσι τους εαυτούς τους σε μία «φόρμουλα» διατροφής χαμηλής σε υδατάνθρακες, με στόχο την αποτελεσματική ρύθμιση του σακχάρου στο αίμα.
Το πρόγραμμα αυτό, παρέχει επίσης στους χρήστες τη δυνατότητα συμμετοχής σε ομάδες του Facebook, όπου είναι εφικτές οι συζητήσεις και η ανταλλαγή απόψεων με ανθρώπους που ακολουθούν ήδη τη συγκεκριμένη προσέγγιση.
Επιπλέον, το γεγονός ότι η εκπαίδευση δίαιτας χαμηλής σε υδατάνθρακες πραγματοποιείται «αυστηρά» διαδικτυακά δεν απαιτεί την εμπλοκή επαγγελματιών υγείας στην εκπαίδευση των ασθενών, όπως είναι οι διαιτολόγοι, ενώ παράλληλα παρέχει προσβασιμότητα ακόμα και σε χρήστες «που βρίσκονται σε απομακρυσμένες περιοχές της Αυστραλίας».
Ο Μοσχώνης, αναφέρεται επίσης και σε μία ακόμη «καινοτομία αυτής της μελέτης», η οποία στηρίζεται στη συνεργασία των ερευνητών με το διαθέσιμο δίκτυο των GPs(γενικών ιατρών), γεγονός που δεν επιφέρει κάποια οικονομική επιβάρυνση στο σύστημα υγείας της Αυστραλίας, και συμβάλει σημαντικά στην εύρεση εθελοντών που απαιτούνται για την έρευνα.
«Όταν οι GPs δουν έναν ασθενή ο οποίος ενδεχομένως πληροί κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά για τη συμμετοχή στην έρευνα μας τον παραπέμπουν σε εμάς και τα επόμενα βήματα γίνονται ηλεκτρονικά», εξηγεί ο κ. Μοσχώνης.
Σύμφωνα με τον ομογενή ερευνητή, η συγκεκριμένη συνεργασία έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα ωφέλιμη και για τους γενικούς ιατρούς οι οποίοι «εκπαιδεύονται στη χρήση δίαιτας χαμηλής σε υδατάνθρακες», «χτίζοντας» έτσι τις δεξιότητές τους, καθώς «αποκτούν ακόμη ένα εργαλείο στην εργαλειοθήκη τους για να διαχειριστούν τέτοιους ασθενείς».
Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι η αποτελεσματικότητα του προγράμματος αξιολογείται βάση πληροφοριών που αποτελούν μέρος μίας καθιερωμένης διαδικασίας εξετάσεων που καλούνται να κάνουν ασθενείς οι οποίοι διαγιγνώσκονται με διαβήτη και καλύπτονται ούτως ή άλλως, από την υπηρεσία Medicare, με αποτέλεσμα οι χρήστες να μην επιβαρύνονται επιπρόσθετα οικονομικά.
Είναι εφικτό μέσω της διαιτητικής οδού να αποκατασταθεί η ισορροπία στα φυσιολογικά επίπεδα σακχάρου στο αίμα;
«Πριν από μερικά χρόνια θεωρούσαμε ότι ο διαβήτης είναι μια μη αναστρέψιμη κατάσταση», μας λέει ο κύριος Μοσχώνης, εξηγώντας ότι στην επιστημονική κοινότητα επικρατούσε η πεποίθηση ότι «το πάγκρεας θα συνεχίζει να φθίνει», παράγοντας όλο και λιγότερη ινσουλίνη.
Με την προϋπόθεση ότι η διατροφή και η άσκηση δεν επέφεραν κάποια επιθυμητά αποτελέσματα, αυτό με τη σειρά του, θα οδηγούσε στην επιλογή χορήγησης φαρμάκων σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 2, ενώ εάν στην πορεία αποδεικνύονταν και τα φάρμακα αναποτελεσματικά, τότε θα κρινόταν απαραίτητη η χορήγηση ινσουλίνης, ώστε να ρυθμιστεί κατάλληλα το σάκχαρο στο αίμα του εκάστοτε ασθενούς.
Σύμφωνα όμως με τον κύριο Μοσχώνη τα τελευταία χρόνια η έρευνα έχει δείξει ότι η αρνητική αυτή πορεία, δεν είναι απαραίτητα μη αναστρέψιμη, καθώς έγινε πρόσφατα γνωστός στην επιστημονική κοινότητα ο όρος “diabetes remission” ή «ύφεση του διαβήτη», ο οποίος υποδηλώνει ότι ένας άνθρωπος με διαβήτη είναι εφικτό «να αναστρέψει ή να επιτύχει ύφεση της κλινικής εικόνας του διαβήτη του».
Τι σημαίνει όμως ύφεση του διαβήτη και πώς συνδέεται με το πρόγραμμα Defeat Diabetes;
«Τα επίπεδα γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης είναι ένας αιματολογικός δείκτης για τη διάγνωση του διαβήτη», σημειώνει ο ομογενής ερευνητής.
«Όταν λοιπόν η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη ενός διαβητικού πέσει κάτω από 6,5% και αυτό το επίπεδο διατηρηθεί για τους επόμενους τρεις μήνες, χωρίς να χρειαστεί αυτό το άτομο να πάρει φαρμακευτική αγωγή για τουλάχιστον 3 μήνες, τότε μιλάμε για ύφεση του διαβήτη», συμπληρώνει.
Επιπλέον επισημαίνει, σε αυτό αποσκοπεί και το πρόγραμμα Defeat Diabetes μέσω δίαιτας, κάτι που πριν μερικά χρόνια φάνταζε ακατόρθωτο για την επιστημονική κοινότητα, ενώ σύμφωνα με τα «πρώτα ευρήματα» της μελέτης τους, στην οποία συμμετείχαν 30 άτομα, παρατηρήθηκε μείωση των επιπέδων γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης «κατά 1,5%».
Παρά το γεγονός ότι τα αποτελέσματα αυτά αποτελούν και τις «πρώτες ενδείξεις», και ότι προκειμένου να εδραιωθεί η εν λόγω μελέτη ως ένα ασφαλές πρόγραμμα το οποίο πληροί τα απαραίτητα κριτήρια εγκυρότητας και αξιοπιστίας στον επιστημονικό κλάδο, ο κύριος Μοσχώνης μιλά για ένα φαινόμενο κατά το οποίο οι γιατροί αποσυνταγογραφούν υπογλυκαιμικά/ αντιδιαβητικά φάρμακα σε διαβητικούς ασθενείς οι οποίοι φαίνεται ότι διαχειρίζονται το σάκχαρό τους μέσω δίαιτας χαμηλής σε υδατάνθρακες.
Ποια είναι τα αίτια που συμβάλουν στην εμφάνιση του διαβήτη τύπου 2;
« Ένας βασικός λόγος είναι η παχυσαρκία, δηλαδή όταν αυξάνεται το σωματικό μας βάρος, αυτό οδηγεί σε μια κατάσταση που ονομάζεται αντίσταση στην ινσουλίνη», προσθέτει, με αποτέλεσμα το πάγκρεας να υπερλειτουργεί ώστε να μπορέσει να παράξει περισσότερη ινσουλίνη.
«Σκεφτείτε μια μηχανή, ενός αυτοκίνητο το οποίο το βάζουμε στη διαδικασία να το δουλεύουμε συνεχώς σε υψηλές ταχύτητες. Κάποια στιγμή, όπως αντιλαμβάνεστε, επειδή υπερλειτουργεί η μηχανή του αυτοκινήτου αυτού, η λειτουργία του θα αρχίσει σιγά σιγά να φθίνει».
Ως αποτέλεσμα αυτής της φθίνουσας λειτουργίας, δεν «επιτρέπεται η είσοδος της γλυκόζης στο αίμα μέσα στα κύτταρα άρα τα επίπεδα σακχάρου στην κυκλοφορία του αίματος παραμένουν υψηλά».
Το κάπνισμα, η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, η καθιστική ζωή, η έλλειψη σωματικής δραστηριότητας, αποτελούν επίσης «σημαντικούς περιβαλλοντικούς ή συμπεριφοριστικούς παράγοντες κινδύνου οι οποίοι αυξάνουν το πρόβλημα του σακχαρώδη διαβήτη και κυρίως του διαβήτη τύπου 2», συμπληρώνει
Επιπλέον επισημαίνει ότι «σύμφωνα με πρόσφατα δεδομένα για την Αυστραλία υπολογίζεται ότι περίπου 1,3 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν διαγνωστεί με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2», γεγονός που συμβάλει σε ένα «αυξημένο κόστος περίθαλψης ή διαχείρισης του προβλήματος».
Πώς διαφοροποιείται ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1 από το διαβήτη τύπου 2;
Ο διαβήτης τύπου 1, αφορά μία κατάσταση κατά την οποία ο οργανισμός αναγνωρίζει τα κύτταρα του παγκρέατος τα οποία παράγουν ινσουλίνη, ως εχθρό με αποτέλεσμα να ενεργοποιείται το ανοσοποιητικό σύστημα, παράγοντας αντισώματα με σκοπό να καταστρέψουν αυτά τα κύτταρα.
Η αυτοάνοση αυτή αντίδραση του οργανισμού, διακόπτει την παραγωγή της ινσουλίνης, με αποτέλεσμα να μην ρυθμίζονται επαρκώς τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα, κάτι που ξεκινά συνήθως σε πολύ πρώιμα στάδια της ζωής, όπως για παράδειγμα σε παιδιά ηλικίας 2,3,4 ή 5 ετών. Συνεπώς απαιτείται η εξωγενής χρήση ινσουλίνης, προκειμένου να αποκατασταθούν τα επίπεδα σακχάρου σε διαβητικούς τύπου 1.
Η διαφορά του διαβήτη τύπου 1 με τον διαβήτη τύπου 2, έγκειται στην αιτιολογία, διευκρινίζει ο κ. Μοσχώνης.
Ειδικότερα, αυτό που δυσχεραίνει την ικανότητα του παγκρέατος να ρυθμίσει τα επίπεδα σακχάρου, είναι η αντίσταση των κυττάρων στη δράση της ινσουλίνης, η οποία οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αύξηση σωματικού βάρους.
Άρα «η πολύ μικρή έως και μηδαμινή παραγωγή της ορμόνης», οδηγεί τελικά σε εξάρτηση εξωγενούς χρήσης ινσουλίνης.
«Ο διαβήτης τύπου 2, ονομαζόταν πριν από κάποιες δεκαετίες ο διαβήτης των ενηλίκων, ενώ ο διαβήτης τύπου 1, έφερε το όνομα του νεανικού διαβήτη», καθώς έπληττε κυρίως νεαρές ηλικίες, σημειώνει.
Ωστόσο οι κακές διατροφικές και καθιστικές συνήθειες τα τελευταία χρόνια έχουν συμβάλει σε αυξημένα ποσοστά της παιδικής παχυσαρκίας, άρα το όριο ηλικίας το οποίο πλήττει ο διαβήτης τύπου 2 έχει πλέον μειωθεί σημαντικά, με αποτέλεσμα να διαγιγνώσκονται και παιδιά με διαβήτη τύπου 2.
Πώς έχει επηρεάσει η μετάβαση από τον μεσογειακό τρόπο ζωής, στην κουλτούρα του fast food, την εκδήλωση του διαβήτη τύπου 2;
Ερωτώμενος από τον «Νέο Κόσμο», εάν έχει παρατηρηθεί μία αύξηση στον αριθμό των ατόμων με διαβήτη τύπου 2, ο κύριος Μοσχώνης ήταν σαφής.
«Η απάντηση είναι κατηγορηματικά ναι. Όταν μιλάμε για μεσογειακή διατροφή δεν μιλάμε μόνο για δίαιτα, αλλά για έναν μεσογειακό τρόπο ζωής, ο οποίος στο κομμάτι της διατροφής τουλάχιστον είχε ως βάση τα δημητριακά ολικής άλεσης, τα φρούτα, τα λαχανικά, τα γαλακτοκομικά προϊόντα κ.λπ.., με αποτέλεσμα να μειώνεται ως ένα βαθμό η κατανάλωση κόκκινου κρέατος».
Επιπρόσθετα, αναγνωρίζει ότι ο «μεσογειακός τρόπος ζωής» συμπεριλαμβάνει επίσης την πρακτική τακτικής σωματικής άσκησης σε καθημερινή βάση, κάτι το οποίο φαίνεται να έχει αντικατασταθεί «με δυτικού τύπου πρότυπα ζωής».
Αναφερόμενος στην «καθιστική ζωή», η οποία οδηγεί σε «λιγότερη άσκηση» , αλλά και σε «διατροφή πλούσια σε υδατάνθρακες», και «χαμηλής σε φρούτα και λαχανικά», ο κύριος Μοσχώνης, συμπεραίνει ότι όλα αυτά αποτελούν παράγοντες οι οποίοι έχουν συμβάλει ενεργά στην αύξηση παχυσαρκίας, κάτι που είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τον σακχαρώδη διαβήτη αλλά και άλλα χρόνια νοσήματα όπως καρδιαγγειακές παθήσεις κ.λπ..
Παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα ανήκε στις χώρες οι οποίες ανέδειξαν την αξία της μεσογειακής δίαιτας για την υγεία, ως «η κοιτίδα της μεσογειακής διατροφής», ο ομογενής ερευνητής μοιράζεται ότι «η μεσογειακή διατροφή στον ελληνικό πληθυσμό έχει εγκαταλειφθεί σε μεγάλο βαθμό», γεγονός που ενδεχομένως εξηγεί και τα υψηλά επίπεδα παχυσαρκίας σε παιδιά και ενήλικες, όπως και στην εκδήλωση διαβήτη αλλά και άλλων χρόνιων νοσημάτων στην Ελλάδα.
Ωστόσο, σύμφωνα με τον ίδιο τα ποσοστά παχυσαρκίας κυμαίνονται γύρω στο 56% τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Αυστραλία, καθώς εκτιμά ότι «δεν υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ των δύο χωρών».
«Η παιδική παχυσαρκία στην Αυστραλία, αγγίζει το 20% ενώ στην Ελλάδα αγγίζει το 35 με 40%», προσθέτει.
Ο κύριος Μοσχώνης, εξηγεί ότι ένας μεγάλος παράγοντας είναι το φυσικό περιβάλλον, δηλαδή το γεγονός ότι η Αυστραλία παρέχει ανοιχτούς χώρους οι οποίοι ευνοούν την «ενεργειακή δαπάνη», και κατά συνέπεια τη διατήρηση ενός πιο «φιλικού σωματικού βάρους προς τα παιδιά», εν αντιθέσει με την Ελλάδα, όπου παρατηρείται μία ανυπαρξία ή περιορισμένη διαθεσιμότητα τέτοιου είδους χώρων, το οποίο οδηγεί σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα δραστηριότητας για τα παιδιά στην Ελλάδα.
Επιπλέον τα παιδιά στην Αυστραλία διαθέτουν παραπάνω χρόνο και συμμετέχουν σε περισσότερες οργανωμένες δραστηριότητες σε σύγκριση με τα παιδιά στην Ελλάδα, γεγονός που δικαιολογεί και τις διαφορές που παρατηρούνται στα επίπεδα σωματικού βάρους των παιδιών ανάμεσα σε αυτές τις δύο χώρες.
Ωστόσο κατά την ενηλικίωση, διαπιστώνεται μία αδρανοποίηση σε σχέση με την ενασχόληση δραστηριοτήτων, με αποτέλεσμα να παρατηρείται μία αύξηση σωματικού βάρους σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του κύριου Μοσχώνη.
«Για να καταπολεμήσουμε μία κατάσταση, πρέπει να ξεκινήσουμε από τα πιο απλά», δηλώνει ο κύριος Μοσχώνης, κάτι που στην περίπτωση ατόμων με διαβήτη τύπου 2, «ξεκινά από τις αλλαγές στον τρόπο ζωής», όπως είναι η διατροφή και η σωματική άσκηση, υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα τη σημασία της στήριξης του οικογενειακού περιβάλλοντος σε τέτοιου είδους προσπάθειες.
«Μόνο όταν αυτό δεν φαίνεται να επιτυγχάνεται, και με τη συμβουλή και βοήθεια ειδικών, αναζητούμε εναλλακτικούς τρόπους προσέγγισης», όπως είναι η φαρμακευτική αγωγή και σε ακραίες περιπτώσεις η χειρουργική παρέμβαση, όταν ελλοχεύει κίνδυνος θνησιμότητας.
«Η πρώτη γραμμή άμυνας, πρέπει να είναι η αλλαγή στη συμπεριφορά».
Πηγή:neoskosmos.com
Σχόλια Facebook