Η θυελλώδης ζωή του Μικρασιάτη συμπάροικου Τάσου Κολοκοτρώνη
Τελικά κάποια έργα τέχνης που είχα έμπνευση τη Νέα Μαγνησία, δημιουργήθηκαν και εκτέθηκαν επί πολλά χρόνια στην Αυστραλία επέστρεψαν μόνιμα στην Ελλάδα από τον τόπο όπου ξεκίνησε και ο δημιουργός τους Αναστάσιος Κολοκοτρώνης.
Φανερά ικανοποιημένος, ο 94χρονος συμπάροικος ενημέρωσε το «Νέο Κόσμο» πως ο Σύλλογος Μικρασιατών Ιωνίας “Ο Ηρόδοτος” του Δήμου Δέλτα Θεσσαλονίκης παραχώρησε μεγάλο κτίριο για δημιουργία Λαογραφικού Μουσείου και την Κυριακή 29 Ιανουαρίου έγιναν τα επίσημα εγκαίνια της έκθεσης με πολλούς εκλεκτούς καλεσμένους.
Προσφυγικής καταγωγής ο κ. Κολοκοτρώνης μας είπε πως η πορεία των έργων του ήταν τελείως αντίθετη με την δική του.
«Επέστρεψαν στον τόπο τους» μας είπε.
Όπως έχουμε γράψει και άλλες φορές πρόκειται για χειροτεχνίες σε μικρογραφία, του λαϊκού καλλιτέχνη Αναστάσιου Κολοκοτρώνη, που παριστάνουν σκηνές από την αστική και αγροτική ζωή των κατοίκων της Νέας Μαγνησίας, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε και φιλοξενήθηκαν και εκτέθηκαν για δέκα χρόνια, στο Μουσείο του Μεταναστευτικού Κέντρου φιλοξενίας των μεταναστών της Μπονεγκίλα, γνωστότερο ως Migrant Experience.
Η Έκθεση περιλαμβάνει σειρά από σπίτια, πλατείες, αμάξια για μεταφορές, αλώνια για το αλώνισμα των σιτηρών, μαγγανοπήγαδα και μηχανές βιοπορισμού του περασμένου αιώνα, λεπτές κατασκευές, την οποία ο συμπάροικος «δάνεισε για 10 χρόνια» στο μουσείο.
«Οι κατασκευές είναι της κλίμακας 1/10. Με το που πάτησα πόδι στην Αυστραλία, πρώτη διαμονή μου ήταν στο Κέντρο Φιλοξενίας της Greta στο N.S.W. Εξ’ ου και η ευαισθησία μου να δανείσω τις χειροτεχνίες μου στο ιστορικό πλέον Μεταναστευτικό Κέντρο της Μπονεγκίλα. Χαίρομαι που εκτέθηκαν στον πλέον κατάλληλο χώρο και τα απόλαυσαν επισκέπτες όλων των εθνοτήτων», εξηγεί.
Για την ιστορία, να πούμε ότι τα εγκαίνια είχαν γίνει στις 25 Νοεμβρίου 2011, από τον τότε υπουργό Πολιτισμού και Ιθαγένειας κ. Νίκο Κότσιρα.
Όμως τώρα την έκθεση από 30 μικροτεχνήματα την δώρισε στο χωριό του, την Νέα Μαγνησία, «που ανήκουν».
Ο κ. Κολοκοτρώνης δεν παρέλειψε να αναφερθεί στην περίπτωση της κ. Anoma Pieri, καθηγήτριας αρχιτεκτονικής του Πανεπιστημίου Μελβούρνης, η οποία εντυπωσιάστηκε τόσο από την τελειότητα των χειροτεχνιών του, που επεδίωξε συνάντηση, ζητώντας πληροφορίες να επισκεφτεί το χωριό του, και, να δει από κοντά τι έχει απομείνει στο χωριό.
«Η κ. Pieri, με τον αρχιτέκτονα σύζυγό της Αθανάσιο Τσάκωνα, ταξίδεψαν στην Ελλάδα, επισκέφτηκαν τον Δήμο Δέλτα και με δικές μου συστάσεις, φιλοξενήθηκαν και περιηγήθηκαν στην περιοχή. Φυσικά δεν βρήκαν σχεδόν τίποτα εκτός από 3-4 προσφυγικά σπίτια σε κακή κατάσταση από τα 600 τόσα που είχαν κτισθεί τότε στην περιοχή και τον «Λευκό Πύργο» της Θεσσαλονίκης. Η επίσκεψή τους εκεί, συνέπεσε με την εκδήλωση του Δήμου, κατά την οποία μού απονεμήθηκε πλακέτα για την προσφορά μου στην ανάδειξη της ιστορίας και πολιτιστικών στοιχείων του τόπου μας στην Μελβούρνη. Η κ. Pieri την παράλαβε εξ ονόματος μου και μού την παρέδωσε», συμπληρώνει.
Έτσι ο Κολοκοτρώνης, «έφυγρ» από την Μπονεγκίλα και τα 30 μικροτεχνήματα, έργα λαϊκής τέχνης, εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα. Εκεί που ανήκουν και ειδικά στο προσφυγικό χωριό Νέα Μαγνησία, που τώρα είναι μεγαλούπολη με πολυκατοικίες κι ενωμένη με την Θεσσαλονίκη.
Μάλιστα το τελευταίο του έργο, το 30ο το φιλοτέχνησε εν μέσω της πανδημίας και μας έιχε γράψει, τότε, στο «Νέο Κόσμο»:
«Αγαπητέ Σωτήρη,
Λόγω κορονοϊού μένουμε σπίτι και στα 91 μου χρόνια έπιασα πάλι τα μικρά μου εργαλεία να κάνω το 30ό έργο μικροτεχνίας που όλα, εκτός αυτού έχουν αποσταλεί στο Λαογραφικό Μουσείου Δήμου Δέλτα Θεσσαλονίκης. Ένα σπίτι αρχοντικό που κτίσθηκε το 1937 στο προσφυγικό χωριό μου την Νέα Μαγνησία που κοντά στα προσφυγικά σπίτια ήταν ένα παλάτι εκεί. Ανήκε στον συμπατριώτη μου έμπορο κ. Γεώργιο Σαρρή και κατεδαφίστηκε το 1993 για μεγαλύτερο κτίριο. Έβαλα δίπλα το φλιτζάνι του καφέ για σύγκριση του μεγέθους. Το σπίτι είχε δύο δρόμους πρόσοψη, Όσο διαρκεί ο περιορισμός θα προσθέσω και τα συναπτόμενα δύο μαγαζιά του και ένα προσφυγικό σπίτι».
Εκτός των άλλων ο κ. Κολοκοτρώνης συνέγραψε μια σειρά βιβλίων (πάνω από 20) φωτίζοντας με τις αναμνήσεις του την ιστορική πορεία της περιοχής μας σε θολές περιόδους όπως η δεκαετία του 1930, η ταραχώδης δεκαετία του ’40 με τους πολέμους καθώς και το πρώτο μισό της δεκαετίας του 50.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το βιβλίο του για την ιστορία της γενέτειράς του που είναι η Νέα Μαγνησία. Η προσφορά του Τάσου αποκτά μεγαλύτερη διάσταση από το γεγονός ότι από το 1954 ζει μόνιμα στην Αυστραλία.
Ο Τάσος έζησε μια θυελλώδη ζωή σαν παραμύθι. Γεννήθηκε στις 17/9/1929 στη Νέα Μαγνησία. Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες από το Χαμιντιέ (Μουραντιέ) της Μαγνησίας της δυτικής Μικράς Ασίας.
Το όνομα Κολοκοτρώνης προέρχεται από την ιστορική οικογένεια της Πελοποννήσου που κάποιοι απ’ αυτούς μετανάστευσαν στην Μ. Ασία και άλλαξαν για ευνόητους λόγους το όνομά τους σε Καραμπέτσογλου.
Πατέρας του Τάσου ήταν ο Πρόδρομος Κολοκοτρώνης. Το 1910 ο τότε δεκαοκτάχρονος Πρόδρομος Καραμπέτσογλου, για να αποφύγει την επιστράτευση των Τούρκων, φεύγει κρυφά από το Χαμιντιέ και πηγαίνει στον Πειραιά με τελικό προορισμό τις ΗΠΑ.
Στο προξενείο των ΗΠΑ δήλωσε ως επώνυμο το Κολοκοτρώνης και έφυγε στις ΗΠΑ. Έτσι το όνομα Κολοκοτρώνης επανήλθε. Το 1919 γύρισε στη Μ. Ασία και πολέμησε ως εθελοντής στον ελληνικό στρατό αλλά με την Καταστροφή του 1922 και την ανταλλαγή των πληθυσμών ήρθε στην Ελλάδα.
Παντρεύτηκε την Αγγελική Δελσίζη και το 1925 στη Ν. Μαγνησία άνοιξε το πρώτο προσφυγικό καφενείο του χωριού κοντά στις σιδηροδρομικές γραμμές. Με την Αγγελική απέκτησαν τέσσερα παιδιά, τον Βασίλη το 1925 (πέθανε το 1931 από ελονοσία σε ηλικία έξι ετών), τον Τάσο το 1929, την Γεωργία το 1931 (πέθανε από ελονοσία το 1936 σε ηλικία πέντε χρονών) και την Βασιλική το 1937.
Ο Τάσος φοίτησε στο προπολεμικό Δημοτικό Σχολείο του χωριού του αλλά ο πόλεμος του 1940 και η Κατοχή διέκοψαν βίαια την πρωτοβάθμια εκπαίδευσή του. Μετά τη λήξη του πολέμου το 1945 εισάγεται στην Αμερικανική Γεωργική Σχολή της Θεσσαλονίκης για τετραετή εκπαίδευση στη γεωπονία και την γεωργοτεχνική.
Όταν τελείωσε το τρίτο έτος, το 1948 δεν συνεχίζει στο τελευταίο έτος αλλά εισάγεται ως εθελοντής στη Στρατιωτική Σχολή Τεχνιτών στην Αθήνα για μία πενταετία, εκπαιδεύεται ως μηχανικός οχημάτων και αρμάτων μάχης και αποστρατεύεται το 1953 με το πτυχίο του μηχανικού Α΄ Κατηγορίας. Την ίδια χρονιά πεθαίνει ο πατέρας του.
Το 1954 μεταναστεύει στην Αυστραλία και δυο μέρες μετά την αναχώρησή του, πεθαίνει η μητέρα του Αγγελική. Προορισμός του Τάσου το κέντρο μετανάστευσης της Greta στη Νέα Νότια Ουαλία. Λόγω όμως των κακών συνθηκών φεύγει κρυφά με άλλους και έρχεται στη Μελβούρνη όπου βρίσκει δουλειά στο εργοστάσιο παραγωγής γύψου.
Λίγες μέρες αργότερα βρίσκει δουλειά στη μεγάλη αντιπροσωπεία αυτοκινήτων General Motors Holden ως μηχανικός. Μετά από ένα εξάμηνο διάλειμμα στο Κουίνσλαντ, με άλλους 4 συμπατριώτες του για να εργαστούν στο κόψιμο του ζαχαροκάλαμου, επιστρέφει στη Μελβούρνη και βρίσκει δουλειά στα εργοστάσια κατασκευής πολεμικών αεροπλάνων Commonwealth Aircraft Corporation όπου ειδικεύεται ως μηχανικός αεροπλάνων.
Το 1955 παντρεύεται την νεοαφιχθείσα από τη Θεσσαλονίκη νεαρή δασκάλα Χριστίνα Τζέγκα.
Με τη Χριστίνα απέκτησαν δύο κόρες, την Αγγελική (Κική) και την Άννα.
Το 1963 κάνει δική του δουλειά που είναι συνεργείο αυτοκινήτων με πρατήριο βενζίνης. Το 1965 εργάζεται στο Υπουργείο Πολιτικής Αεροπορίας Department of Civil Aviation ως τεχνικός και το 1965 στις Αεροπορικές Γραμμές Αnset Airlines of Australia ως ειδικός μηχανικός κινητήρων και εφαρμοστής.
Το 1983 μετά από 30 χρόνια σε εργασίας υψηλής τεχνολογίας αποφασίζει να ιδιωτεύσει και να εκπληρώσει ορισμένες του επιθυμίες. Τελειώνει το Ελληνικό και το Αυστραλιανό Γυμνάσιο. Στη συνέχεια εισάγεται στο ΤAFE of Broadmeadows και παίρνει μαθήματα Ηλεκτρονικής. Τις ελεύθερες ώρες του ασχολείται με την ζωγραφική, τη χειροτεχνία, την κηπουρική, τους υπολογιστές, το διάβασμα και τα ταξίδια. Παράλληλα γράφει τις αναμνήσεις του σε βιβλία.
Στο βιβλίο του «ΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ»
περιγράφει διεξοδικά την διαδρομή του από τη Ν. Μαγνησία στη μακρινή Αυστραλία και όλα όσα έζησε στη εδώ.