Χαιρετισμός με σοβαρές επισημάνσεις του Πρέσβη ε.τ. Κυριακού Ροδουσάκη στα βραβεία “Ευπρέπεια 2021”

 Ο Ακαδημαϊκός, Καθηγητής κ. Α. Καραμάνος, επιδίδων στον πρέσβη ε.τ. Κυριακού Ροδουσάκη το βραβείο ¨Ευπρέπεια 2021″ υπό το βλέμα του Προέδρου του  Συνδέσμου Ανταποκριτών Διεθνών ΜΜΕ Ελλάδος Ευθυμίου Τσικνή.

Αθήνα.- Σειρά σημαντικών παραλείψεων από τους εορτασμούς για τα 200 χρόνια από την έναρξη του Απελευθερωτικού Αγώνα των Ελλήνων   καταλόγισε ο Πρέσβης ε.τ. Κυριακού Ροδουσάκης. Μιλώντας από το βήμα  της εκδήλωσης Απονομής Ειδικού Βραβείου Ανταποκριτών  «ΕΥΠΡΕΠΕΙΑ 2021», (7 Δεκεμβρίου 2022) το οποίο του απενεμήθη από το Σύνδεσμο Ανταποκριτών Διεθνών ΜΜΕ Ελλάδος, ο κ. Ροδουσάκης, είπε, μεταξύ άλλων:

<<Η διπλωματική παράμετρος του επαναστατικού ιστορικού γεγονότος και της μετέπειτα ελληνικής επέκτασης, αποσιωπήθηκε ή παραλείφθηκε κατά τη διάρκεια των εορτασμών και από τα δεκάδες ιστορικά βιβλία που κυκλοφόρησαν, τις τηλεοπτικές αναπαραστάσεις που προβλήθηκαν, τις σχετικές εκθέσεις που οργανώθηκαν>>.

Το ίδιο λησμονήθηκε, πρόσθεσε, <<…και το γεγονός που εσείς, (εννοεί το Σύνδεσμο Ανταποκριτών Διεθνών ΜΜΕ Ελλάδος) με την βράβευσή σας προς τη Δημοκρατία της μικρής και ταπεινής Αϊτής, που πρώτη αναγνώρισε την Ελλάδα, πολύ δίκαια και σωστά αναδεικνύετε πανηγυρικά σήμερα.

Άλλη παράλειψη, η επιστημονική ιστορική έρευνα στα Διπλωματικά Αρχεία, κυρίως των ξένων Μεγάλων Δυνάμεων, που περιέχουν πολύτιμα στοιχεία για την Ελλάδα, όπως θα επέβαλε η Μεγάλη Επέτειος>>.

Ο χαιρετισμός του πρέσβη ε.τ. κ. Ροδουσάκη έχει ως ακολούθως:

<<…

Αγαπητέ μου Πρόεδρε και Μέλη

του Συνδέσμου Ανταποκριτών Διεθνών ΜΜΕ Ελλάδος

 

Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον πάντα αγαπητό, ακούραστο και ενθου-σιώδη Πρόεδρο του Συνδέσμου Ανταποκριτών Διεθνών ΜΜΕ Ελλάδος, Θύμιο Τσικνή, και τα μέλη του Δ.Σ., για την εξαιρετική τιμή της σημερινής βρβαβεύ-σεώς μου, με το Ειδικό Βραβείο Ανταποκριτών «ΕΥΠΡΕΠΕΙΑ 2021», για τη διαδρομή μου στην Διπλωματική Υπηρεσία της χώρας.

Σε μια παρόμοια περίπου περίπτωση, στις ΗΠΑ, στα μέσα της δεκαετί-ας του 1970, μια ομάδα θαυμαστών του «μάγου» της Αμερικανικής Διπλωμα-τίας Henry Kissinger, θέλησε να τον τιμήσει για όσα έπραξε για τις ΗΠΑ και τα επιτεύγματα της διπλωματικής του δεξιοτεχνίας και εκείνος, ο αθεόφοβος, αιώνιος νάρκισσος, απάντησε: «Δεν έπραξα τίποτε περισσότερο, απ’ ό,τι θα έπραττε οποιαδήποτε άλλη μεγαλοφυΐα!»

Από πλευράς της δικής μου ταπεινότητας, δεν έπραξα τίποτε παραπά-νω, από ό,τι έπραξαν ή προσπάθησαν να πράξουν, όλοι οι Έλληνες διπλωμα-τικοί, κατά τη διαδρομή των 200 χρόνων από τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους.

Την επομένη της Μεγάλης Επετείου της Μεγάλης Επανάστασης και των δύο αιώνων ελληνικού κρατικού βίου, θεωρώ ότι η σημερινή τιμή αντανακλάται και διατρέχει την ιστορία του Ελληνικού Διπλωματικού Σώμα-τος, βασικού πυλώνα και συντελεστή, όχι μόνο της κρατικής οργάνωσης και της σταδιακής συνοριακής επέκτασης, αλλά και της ίδιας της Μεγάλης Επανάστασης.

Ο Αγώνας του 1821, δεν υπήρξε μόνο πολεμικό γεγονός και βωμός ανθρώπινης θυσίας, αλλά και ταυτόχρονο θαυμαστό διπλωματικό σωρευτικό επίτευγμα. Με διαδοχικές δημιουργικές διπλωματικές πράξεις (Πρωτόκολλο Αγίας Πετρουπόλεως-1826, Συνθήκη Λονδίνου-1827, συνθήκη ορόσημο που επέτρεψε τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου, το 1827 και την έλευση του Γαλλικού Στρατού στην Πελοπόνησσο το 1828, Πρωτόκολλα Λονδίνου 1828 και 1829), ολοκληρώθηκαν οι πράξεις της Ανεξαρτησίας, με το Πρωτόκολλο του Λονδί-νου, το 1830. Οι πράξεις αυτές, δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα της επιμονής του Αγώνα, παρά τις δυσκολίες, αλλά και των διπλωματικών πρωτοβουλιών των ίδιων των επαναστατών, όπως οι σχετικές επιστολές του Μαυροκορδάτου προς τον Κάννινγκ ή η πρότασή τους, το 1825, να υπαχθεί η Ελλάδα υπό την κηδεμονία της Αγγλίας, πρόταση που πυροδότησε τα ανταγωνιστικά αντανακλαστικά των άλλων Δυνάμεων.

Και όταν ήρθε ο Καποδίστριας, εκτός από την εσωτερική, διοικητική, στρατιωτική οργάνωση, αγωνίστηκε μέχρι τέλους για την καλύτερη δυνατή ρύθμιση των συνόρων του νέου κράτους. Ο Καποδίστριας μάλιστα, στην πρώτη συνεδρίαση των Πρέσβεων των Μεγάλων Δυνάμεων, στον Πόρο (1828), ουσιαστικά υπαγόρευσε το περιεχόμενο του πρώτου πορίσματος των Πρέσβεων, για τα προτεινόμενα σύνορα, τόσο ευνοϊκό για την ελληνική πλευρά, που δεν έγινε αποδεκτό από τις Κυβερνήσεις τους, επειδή οι Πρέσβεις είχαν υπερβεί τα όρια της εντολής τους. Είχαν προτείνει μέχρι και την Κρήτη και τη Σάμο εντός συνόρων.

Η διπλωματική παράμετρος του επαναστατικού ιστορικού γεγονότος και της μετέπειτα ελληνικής επέκτασης, αποσιωπήθηκε ή παραλείφθηκε κατά τη διάρκεια των εορτασμών και από τα δεκάδες ιστορικά βιβλία που κυκλο-φόρησαν, τις τηλεοπτικές αναπαραστάσεις που προβλήθηκαν, τις σχετικές εκθέσεις που οργανώθηκαν. Το ίδιο λησμονήθηκε και το γεγονός που εσείς, με την βράβευσή σας προς τη Δημοκρατία της μικρής και ταπεινής Αϊτής, που πρώτη αναγνώρισε την Ελλάδα, πολύ δίκαια και σωστά αναδεικνύετε πανηγυρικά σήμερα.

Άλλη παράλειψη, η επιστημονική ιστορική έρευνα στα Διπλωματικά Αρχεία, κυρίως των ξένων Μεγάλων Δυνάμεων, που περιέχουν πολύτιμα στοιχεία για την Ελλάδα, όπως θα επέβαλε η Μεγάλη Επέτειος. Από πλευράς μας, με δύο μεγάλα συνέδρια, την τριετία 1989-1993, στο Μόναχο, σχετικά με τον Βαυαρικό Φιλελληνισμό, καθώς και σχετικές εκδώσεις για τον Ρωσικό Φιλελληνισμό, στη Μόσχα, την τριετία 1994-1997, είχαμε την ευκαιρία να ανακαλύψουμε πραγματικούς ελληνικούς ιστορικούς θησαυρούς από τα αντίστοιχα Βαυαρικά και Ρωσικά Διπλωματικά Αρχεία.

Ένας επίσης άνθρωπος μόνος του, ο καθηγητής Πολυχρόνης Ενεπεκίδης, αφιέρωσε όλο τον επιστημονικό του βίο, μελετώντας τα πλουσιώτατα για την Ελλάδα κρατικά Αυστριακά Αρχεία, στη Βιέννη.

Αλλά και η μετέπειτα ελληνική ιστορική εξέλιξη, στηρίχθηκε σε μια υψηλού ανθρώπινου δυναμικού Διπλωματική Υπηρεσία, που πλαισιώθηκε από τους αριστείς του είδους, διακεκριμένες προσωπικότητες, τόσο του νέου κράτους, όσο και του Έξω Ελληνισμού (κυρίως από Κωνσταντινούπολη, Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, Ρωσία και ευρωπαϊκά κέντρα). Συνέβαλαν ουσιαστικά στη διαδοχική συνέχεια (ενσωμάτωση Επτανήσων το 1862, Ανατροπή στο Συνέδριο του Βερολίνου, το 1881, των αποφάσεων της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου του ίδιου έτους, που έφερνε τη Βουλγαρία στο Αιγαίο. Βαλκανική εξόρμηση, Συνθήκη Βουκουρεστίου 1913, Σεβρών 1920, Λωζάνης 1923, Πρόβλεψη Αλβανικής Εισβολής 1941, Διπλωματική Υπηρεσία μαζί με την εξόριστη κυβέρνηση 1941-1944, Μεταπολεμική Ανόρθωση, Συνθήκη Παρισίων 1947, συμμετοχή σε Οργανισμούς ΝΑΤΟ – Ε.Ε., κ.ο.κ.).

Θα ήθελα, στη συνέχεια, να εκφράσω τη χαρά μου, γιατί η βράβευση προέρχεται από τον εγκυρότατο Σύνδεσμο Ανταποκριτών Διεθνών ΜΜΕ Ελλάδος (με ορισμένα μέλη του οποίου συνδέθηκα και φιλικά κατά τη διαδρομή). Γνωρίζω πολύ καλά, ότι παρόλο που ορισμένα μέλη έχουν συντα-ξιοδοτηθεί, συνεχίζουν να στέλνουν τις ανταποκρίσεις τους στα έντυπα και στα πρακτορεία τους, συνεισφέροντας έτσι στη μετάδοση και γνωστοποίηση των απόψεων και θέσεων της Ελλάδος στο εξωτερικό, κατά τη σημερινή μάλιστα κρίσιμη συγκυρία. Αυτή η προσφορά των ανταποκριτών είναι ανεκτίμητη και ασύγκριτη, σε σχέση με τις επίσημες κρατικε΄ς ανακοινώσεις, που θεωρούνται γενικά ως υποκειμενικές, διατυπωμένες «εκ καθήκοντος», ή ορισμένες φορές συγκαλυπτικές και μονομερείς. Μόνο οι ανταποκριτές, με το κύρος της υπογραφής τους και την ιστορία του Μέσου που εκπροσωπούν, με την κρυστάλλινη είδηση και το επαγγελματικό σχόλιό τους, δίνουν την αντικειμενική και αυθεντική εικόνα της περιόδου και του χώρου, πειστική στο ευρύ κοινό του εξωτερικού και στις ξένες ηγεσίες.

Είναι μια προσφορά πολύτιμη για την Ελλάδα, η οποία είναι γεγονός ότι έχει μείνει πίσω επικοινωνιακά στο εξωτερικό, σε θέματα υψίστης και υπαρξιακής σημασίας, όπως η εξ Ανατολών απειλή. Από ωμά απειλούμενη, έχει φτάσει να κινδυνεύει μάλιστα να εκληφθεί ως απειλούσα, ύστερα από τον τουρκικό παροξυσμό του τελευταίου καιρού. Δεν έχει περάσει επίσης, το ότι η χώρα ουσιαστικά είναι συμμαχικά ακάλυπτη, εφόσον το περίφημο Άρθρο 5 της Συμμαχίας, αφορά απειλή, προερχόμενη μόνο έξω από τη Συμμαχία. Δεν έχει περάσει επίσης την μαζική και ασφυκτική μέσω Τουρκίας οργανωμένη λαθρομεταναστευτική ώθηση προς τα ελληνικά, δηλαδή τα ευρωπαϊκά σύνορα. Το θέμα δεν είναι πρόσφατο, αλλά παλαιό και διαχρονικό.

Από πλευράς μου, το έζησα ως Διευθυντής της Διευθύνσεως Ελληνο-Τουρκικών Υποθέσεων στο Υπουργείο Εξωτερικών, το 2001, όταν υπογράψα-με με τους Τούρκους συμφωνία επαναπροώθησης λαθρομεταναστών, την οποία οι Τούρκοι ασφαλώς ουδόλως ετήρησαν. Από τότε παραδέχονταν οι ίδιοι οι Τούρκοι συνομιλητές, ότι χιλιάδες (κυρίως Αφγανοί και Ιρακινοί), περίμεναν στα τουρκικά παράλια για να διαπεραιωθούν στην Ελλάδα.

Κατά την κρίση, επίσης, των Μνημονίων, των ελλειμμάτων και της εκτόξευσης του χρέους, ο ατυχής και ολιγότερο υπεύθυνος ελληνικός λαός (κυρίως το ένιωσαν περισσότερο οι Έλληνες της Γερμανίας), δοκίμασε καθη-μερινές ταπεινώσεις, δεχόμενος δηλητηριώδη σχόλια και συνεχείς απαξιωτι-κούς συλλογικούς εθνικούς χαρακτηρισμούς. Είναι ευτύχημα που το εξαίρετο τουριστικό προϊόν της Ελλάδας και οι υψηλού επιπέδου ελληνικές τουριστικές υπηρεσίες, εξισορροπούν και αντισταθμίζουν τα επικοινωνιακά αυτά ελλείμματα στο εξωτερικό. Γιατί ο κάθε ικανοποιημένος και ευχαριστη-μένος τουρίστας, γίνεται ο καλύτερος πρέσβης της Ελλάδας, όταν επιστρέψει στη χώρα του. Και αυτή, η εθνική, είναι άλλη μια μεγάλη υπηρεσία του Τουρισμού προς τη χώρα, πέραν από την οικονομική και αναπτυξιακή.

Κατά τη σημερινή εκδήλωση, χαίρομαι ακόμη, γιατί συμβραβευόμενοί μου είναι εκλεκτοί και διακεκριμένοι εκπρόσωποι του κάθε τομέα. Γνωρίζω π.χ. από καιρό τον Κωστή Σταμπολή, ο οποίος αγωνίζεται για τα ενεργειακά, ως Πρόεδρος στο Ινστιτούτο Ενέργειας ΝΑ Ευρώπης, και ο οποίος, με την αρθρογραφία και τις επισημάνσεις του (απότομη και μη ισορροπημένη μετάβαση στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας), προέβλεψε ακριβώς, λίγους μήνες πριν από τον Ουκρανικό Πόλεμο, τις ενεργειακές επιπτώσεις, μέχρι και την επιστροφή στον άνθρακα.

Και από πλευράς μου, είχα ασχοληθεί πολύ με τα ενεργειακά, ήδη από τον Ιούνιο του 1994, στη Μόσχα, όταν ξεκινήσαμε το σχέδιο του έργου Αγωγού Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη, με υπουργό Βιομηχανίας και Ενέργειας τον Κώστα Σημίτη. Στην Κύπρο αργότερα (1998), είχαμε διάφορες συζητήσεις με τον Κύπριο υπουργό Ενέργειας Νίκο Ρολάνδη, ο οποίος από τότε ετοίμαζε τις κυπριακές έρευνες. Μου είχε πει μάλιστα, ότι αμερικανική εταιρεία, στην οποία συμμετείχε και ο τρίτος υιός Bush, σχεδίαζε αγωγό για μεταφορά ιρακινού και συριακού πετρελαίου στη Μεσόγειο. Θα πρέπει, με την ευκαιρία, να χαιρετίσουμε την θεαματική ενεργειακή πρόοδο της Κύπρου, εν μέσω των «συμπληγάδων» Ανατολικής Μεσογείου και τουρκικής απειλής.

Τον Πρόεδρο, εξάλλου, του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος, κ. Αλέξανδρο Βασιλικό, συγχαίρω για την τιμητική εκλογή του ως Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Ξενοδοχίας, με την προσθήκη, ότι και από πλευράς μου είχα ασχοληθεί με την τουριστική προώθηση. Ως Γενικός Πρόξενος στο Μόναχο (1989-1993), είχαμε προωθήσει πολλές ναυλωμένες πτήσεις προς την Ελλάδα, όπως και από τη Μόσχα αργότερα (1994-1997), όπου κάθε χρόνο, στην μεγάλη Τουριστική Έκθεση της Μόσχας, μηνός Μαρτίου, δίναμε δεξίωση στην Πρεσβεία για όλους τους συμμετέχοντες επισήμους, Υπουρ-γούς, Γενικούς Γραμματείς ΕΟΤ και ιδιωτικούς τουριστικούς παράγοντες.

Κατά την κυπριακή πρεσβευτική μου θητεία (1997-2000), επίσης, ήρθαν μεγάλες κυπριακές τουριστικές ξενοδοχειακές επενδύσεις στην Ελλάδα (εταιρείες Louis, Atlantic, Λεπτός, Σπακόλας, κ.ά.). Από την Ιαπωνία υπήρχε μεγάλος αριθμός τουριστών (200.000 τον χρόνο), αλλά το ρεύμα είχε ανακοπεί, λόγω της διακοπής των πτήσεων της «Ολυμπιακής», ήδη από το 1996. Μόλις είχαμε ολοκληρώσει και ετοιμάσει ένα πακέτο ειδικών πτήσεων προς Ελλάδα και Κύπρο, άρχισε ο πόλεμος στο Ιράκ, το 2003, και η προσπάθεια αυτή δεν ευοδώθηκε.

Στον εκλεκτό, βραβευόμενο επίσης, Γ. Σακελλαρόπουλο, για την μακρόχρονη παραγωγή και προώθηση διεθνώς βιολογικού ελληνικού ελαιο-λάδου, θερμά συγχαρητήρια. Από την εποχή της Ιταλικής και Γερμανικής θητείας μου, παρατηρούσα με λύπη την έλλειψη τυποποιημένου ελληνικού ελαιολάδου στις εκεί Διεθνείς Εκθέσεις Τροφίμων και στα ράφια των super markets. Από τις παιδικές μου μνήμες και πολλά χρόνια αργότερα, υπήρξα μάρτυρας συστηματικών εξαγωγών χύμα κρητικού ελαιολάδου προς την Ιταλία και χύμα κρητικού κρασιού προς τη Γαλλία. Ευτυχώς, σήμερα τα πράγματα είναι σαφώς βελτιωμένα στις εξαγωγές, τόσο ελαιολάδου, όσο και κρασιού, χάρη στις πρωτοποριακές προσπάθειες εμπνευσμένων παραγωγών, όπως ο κ. Σακελλα-ρόπουλος.

Τα συγχαρητήριά μου και στον βετεράνο δημοσιογράφο και εκδότη κ. Γιώργο Λογοθέτη, κυρίως για τις εκπομπές και τα δημοσιεύματά του στα Σουηδικά ΜΜΕ, κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας. Μου θυμίζουν τον αγαπητό Κώστα Πετρογιάννη, στην ελληνική εκπομπή του Μονάχου και τον αξέχαστο επίσης φίλο Βάσο Μαθιόπουλο στην Deutsche Welle, την ίδια περίοδο.

Όσο για την διπλωματική εμπειρία αυτή καθεαυτή, ο δρόμος ήταν μακρύς, «γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις, με λιμένες πρωτοϊδωμένους και εμπορεία φοινικικά», όπως γράφει και ο Καβάφης. Είχα την ευκαιρία να συμβιώσω με εξαιρετικά ιστορικά γεγονότα και διαρκείς ελληνικές προσπά-θειες, για πολιτικές και οικονομικές γέφυρες με διάφορες χώρες, καθώς και διαρκούς αναφοράς στο κλασσικό ελληνικό πολιτιστικό πρότυπο. Έζησα την κυοφορία της Ιρανικής Ισλαμικής Επανάστασης στην Τεχεράνη. Την περιπέτεια των Ερυθρών Ταξιαρχιών και της δολοφονίας Μόρο στη Ρώμη. Το προοίμιο του ξηλώματος του Απαρτχάιντ στη Νότιο Αφρική, ως Γενικός Πρόξενος στο Γιοχάνεσμπουργκ, με μια δυναμική, ανθούσα Ελληνική Παροικία και προσωπικότητες όπως ο δικηγόρος Γεώργιος Μπίζος, έμπιστος δικηγόρος και φίλος του Νοτιοαφρικανού ηγέτη Νέλσον Μαντέλα. Το ιστορικό γεγονός της επανένωσης της Γερμανίας και της πτώσης του Τείχους, εβίωσα από το Παρατηρητήριο του Μονάχου.

Στη Μόσχα, επίσης, υπήρχε ο απόηχος της Περεστρόικα κατά την περίοδο του Προέδρου Γιέλτσιν, οπότε είχαν δημιουργηθεί απατηλές προσδοκίες για μια ενιαία ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλεια και του Κοινού Ευρωπαϊκού Σπιτιού. Αυτή η περίοδος, πριν να φανούν ακόμη τα νέφη του νέου Ψυχρού Πολέμου (ο οποίος σε λίγα χρόνια, αλίμονο, θα έπαιρνε τη μορφή αμείλικτου θερμού πολέμου στο ουκρανικό έδαφος), μας έδωσε την ευκαιρία, ως Ελλάδα, να αναπτύξουμε εντυπωσιακές πολιτικές, διπλωματικές, οικονομικές και πολιτιστικές ελληνο-ρωσικές σχέσεις, καθώς «ευρωπαϊκές» πρωτοβουλίες, όπως η πρώτη συμφωνία Πολιτικής και Οικονομικής Συνεργασίας Ευρωπαϊκής Κοινότητας και Ρωσικής Ομοσπονδίας, που υπογράφηκε στην Κέρκυρα, τον Ιούνιο του 1994.

Στην Κύπρο, στη συνέχεια, υπήρξε η περίοδος της συστηματικής και διόλου εύκολης προετοιμασίας για την είσοδο της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Στην Ιαπωνία, εξάλλου, είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω την εποχή εκείνη (2002-2006), μια σχετική πολιτική ισορροπία και ομαλότητα μεταξύ πρώην ασιατικών αντιπάλων (Ιαπωνίας-Ρωσίας-Κίνας-Ν.Κορέας), μέσω τεχνο-λογικών και οικονομικών συνεργειών, οι οποίες ισορροπίες διαταράχθηκαν και πάλι τελευταία, ύστερα από την έξαρση του Ουκρανικού και τα ρωσικά γυμνάσια στον Ειρηνικό και την κρίση στα στενά της Ταϊβάν, ύστερα από τις κινεζικές αντιδράσεις στις αμερικανικές κινήσεις και την επίσκεψη Πελόζι. Στο Τόκιο σημειώσαμε πάντως τότε έντονη ελληνική παρουσία, με επιτυχημένη Ελληνική Προεδρία του 2003 και ανταλλαγή επισκέψεων Πρωθυπουργών στις δύο πρωτεύουσες (Σημίτη και Κοϊζούμι, αντίστοιχα), λαμπρές ολυμπια-κές εκδηλώσεις (2004) στο Τόκιο και Πολιτιστική Ολυμπιάδα, με το Εθνικό Ιαπωνικό Θέατρο στο Ηρώδειο, με «Οιδίποδα Τύραννο» του διάσημου Ιάπωνα σκηνοθέτη Νιναγκάβα. Όπως επίσης και ελληνική συμμετοχή στην EXPO της Οσάκα (2005), με επίσκεψη του Πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή και ομάδος επιχειρηματιών. Η παραδοσιακή, επίσης, προτίμηση των Ελλήνων εφοπλιστών στα ιαπωνικά ναυπηγεία, είχε συνεχιστεί και τότε, με διαδοχικές καθελκύσεις νεότευκτων ελληνικών πλοίων σε όλα τα ιαπωνικά ναυπηγεία.

Στην Αθήνα, τέλος, ως Διευθυντής της Διπλωματικής Ακαδημίας (2006-2007), είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω τα προσόντα και τα εφόδια μιας νέας δυναμικής γενιάς φερέλπιδων διπλωματικών, τους οποίους προσπάθη-σα, όσο γίνεται, να μυήσω στις ευγενείς πατριωτικές παραδόσεις του ελληνι-κού Διπλωματικού Σώματος, άρρηκτα συνδεδεμένου με αυτή καθεαυτή την ίδρυση  του Ελληνικού Κράτους και την μετέπειτα ιστορική του διαδρομή.

Ασφαλώς, στην εθνική αυτή και ατομική διαδρομή, οι σχετικές ικανοποιήσεις σκιάζονται και από ακυρωτικές απογοητεύσεις. Όπως στην περίπτωση της σχετικής ηρεμίας που επικράτησε στα ελληνο-τουρκικά, ύστερα από την συνάντηση Παπανδρέου-Οζάλ στο Νταβός (1988), οπότε είχα τοποθετηθεί Διευθυντής στο Διπλωματικό Γραφείο του Πρωθυπουργού και με τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης της Βουλιαγμένης, μεταξύ των Υπουργών Εξωτερικών Παπούλια και Γιλμάζ. Το κλίμα αυτό, όμως, ανέτρεψε η κρίση των Ιμίων κατά την πρωθυπουργία της Τσιλέρ (1996). Τις ελπίδες που δημιουργήθηκαν επίσης ξανά αργότερα, με τη λεγόμενη «Διπλωματία των Σεισμών» και συμφωνίες «χαμηλής διπλωματίας» μεταξύ των Υπουργών Εξωτερικών Παπανδρέου και Τζεμ (1999-2002), οπότε υπηρετούσα ως Διευθυντής της Διευθύνσεως Ελληνο-Τουρκικών Υποθέσεων στο Υπουργείο Εξωτερικών, ήρθε να ανατρέψει αργότερα η τουρκική στροφή και η διαρκώς εντεινόμενη αναθεωρητική πολιτική και επιθετική ρητορική του Τούρκου Προέδρου Ερντογάν.

Στην Κύπρο, επίσης, την αναμφισβήτητη επιτυχία ένταξης στην Ευρω-παϊκή Ένωση, επισκιάζουν οι διαδοχικές άκαρπες προσπάθειες του ΟΗΕ και οι πρωτοβουλίες του Γενικού Γραμματέα για μια μόνιμη λύση.

Μεγάλη απογοήτευση, βέβαια, ιδιαίτερα για όσους έχουν εργαστεί για τις Ελληνο-Ρωσικές σχέσεις, έχει επιφέρει ο σημερινός πόλεμος στην Ουκρα-νία, που έχει απονεκρώσει κάθε ελληνο-ρωσική επαφή.

Η Ελλάδα θα πρέπει να καταβάλει κάθε προσπάθεια και να συμπαρα-ταχθεί με κάθε πρωτοβουλία, όσο κι αν φαίνεται αδύνατη (όπως εκείνη του Γάλλου Προέδρου Μακρόν) για ειρήνευση και διπλωματική λύση, με κατάπαυση του πυρός και εκεχειρία.

Αν και η χώρα μας βιώνει πολλαπλές κρίσεις, όπως και οι άλλες ευρωπαϊκές, καθώς και το επιπλέον παροξυνόμενο πρόβλημα των τουρκικών προκλήσεων, δεν θα πρέπει, παρά ταύτα, να απαισιοδοξεί, αλλά να ατενίζει το μέλλον με αυτοπεποίθηση και αξιοποίηση των αναμφισβήτητων συγκριτι-κών πλεονεκτημάτων της:

Την διαρκώς ενισχυόμενη αμυντική της θωράκιση και δύναμη αποτρο-πής, την διεύρυνση των συμμαχιών της, καθώς και την προστιθέμενη αξία της εταιρικής της σχέσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Όπως επίσης, με την πλήρη αξιοποίηση του ενεργειακού της πλούτου (υποθαλάσσιου και πλούσιων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας), τους παραδοσιακούς της οικονομικούς βραχίονες (ναυτιλία και τουρισμό), το αναγνωρισμένο, εσωτερικά και διεθνώς, επιστημονικό της προσωπικό, το παγκόσμιο πολύτιμο ομογενειακό κεφάλαιο και την μοναδική ελληνική πολιτιστική κληρονομιά, που παρά την υποχώρηση των ανθρωπιστικών σπουδών, δεν παύει να χαίρει θαυμασμού και τιμής παγκοσμίως.

Όλα τα προαναφερόμενα συγκριτικά πλεονεκτήματα, δεν αποτελούν εθνικά όπλα για μία στοιχειώδη και μόνο επιβίωση, αλλά για ένα μελλοντικό ευδόκιμο ελληνικό βίο και μία ευημερούσα ελληνική χώρα.

 

Με θερμές ευχαριστίες και πάλι για την σημερινή τιμητική βράβευση.

…>>