Ένα παιδικό βιβλίο με θέμα την μετανάστευση των Ελλήνων κατά την δεκαετία του ’50
H συγγραφέας του η Κωνσταντίνα Τασσοπούλου. Φώτο:Supplied
Ένα παιδικό βιβλίο, είναι ίσως το πρώτο παιδικό βιβλίο που ασχολείται με το θέμα της μετανάστευσης των Ελλήνων κατά την δεκαετία του ’50, κυκλοφόρησε πρόσφατα στην Ελλάδα.
Τίτλος του «Το πιάτο» και συγγραφέας του η Κωνσταντίνα Τασσοπούλου.
Για το βιβλίο που εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο «Υδροπλάνο», ο Πάνος Τουρλής γράφει:
«Γιατί μεταναστεύανε οι άνθρωποι τη δεκαετία του 1950 στην Αμερική; Τι ανάγκασε τον προπάππο του μικρού αφηγητή να φύγει μακριά από την οικογένειά του; Πώς ήταν το ταξίδι με το υπερωκεάνιο και οι συνθήκες διαβίωσης και εργασίας στη Νέα Υόρκη; Η Κωνσταντίνα Τασσοπούλου έγραψε ένα τρυφερό και συγκινητικό μυθιστόρημα για παιδιά από 8 ετών και πάνω γύρω από το θέμα της μετανάστευσης και της ελληνικής παροικίας στην Αμερική.
Ο μικρός Γιώργος με χιούμορ, φινέτσα και κοφτερό μυαλό μας συστήνει την αγαπημένη του γιαγιά και τον ξύλινο μπουφέ με τις πολλές φωτογραφίες της οικογένειάς τους, χάρη στις οποίες άρχισε και αυτή η ιστορία. Το κείμενο χαρίζει άφθονες ξεκαρδιστικές λεπτομέρειες γύρω από την καθημερινότητα του παιδιού και στη συνέχεια γύρω από τη ζωή των μεταναστών στην Αμερική του προηγούμενου αιώνα μέσα από τις αναμνήσεις της γιαγιάς του για τον πατέρα της. Η σχέση τους έχει τα πάνω της και τα κάτω της αλλά είναι μπολιασμένη με αγάπη. Γι’ αυτό κι ο διάλογος: «-Γιαγιά, γιατί… -Γιατί έτσι. -Αφού δεν ξέρεις τι θέλω να ρωτήσω! -Ό,τι και να ρωτήσεις, μπελάς δικός μου θα είναι» (σελ. 13). Για να συμπληρώσει αμέσως ο Γιώργος: «…μην τη φοβηθείς αν την ακούσεις να με μαλώνει. Είναι ακίνδυνη και πολύ αγαπησιάρα κι ας είναι φωνακλού» (σελ. 14). Μπορεί ο πατέρας της γιαγιάς του να του είναι μακρινός για κείνον συγγενής αλλά δεν παύει να είναι κομμάτι από την ιστορία της οικογένειας και θέλει πολύ να μάθει γι’ αυτόν. Η λατρεμένη γιαγιά δεν του αφηγείται απλώς την ιστορία αλλά καταφεύγει σε ευρηματικές μεθόδους που κάνουν το παιδί κοινωνό της ζωής του προπάππου του: του δίνει τα τρύπια παπούτσια του να τα φορέσει, τον βάζει να καθίσει στην κουνιστή του πολυθρόνα και… τσουπ! Το ταξίδι στο παρελθόν μόλις ξεκίνησε!
Ο Γιώργος επιστρέφει μ’ έναν μαγικό τρόπο στο 1955 όπου ξεκίνησε το ταξίδι του ο προπάππος του κι όχι μόνο έχει να αντιμετωπίσει μια καθημερινότητα χωρίς τις ηλεκτρονικές συσκευές και τις ανέσεις του σήμερα αλλά και τις δυσκολίες ενός υπερατλαντικού ταξιδιού, της εγκατάστασης σε ξένη χώρα κ. ά. Η συγγραφέας δε βιάζεται να τελειώσει την ιστορία της, αντίθετα, καταγράφει με συναρπαστικές λεπτομέρειες και το ταξίδι και την εγκατάσταση στην Αμερική. Έτσι ο μικρός πρωταγωνιστής μελετάει από κοντά όλες τις λεπτομέρειες του πλοίου από τα φουγάρα ως τ’ αμπάρια, γνωρίζει τους ναύτες, περιγράφει μέσα από τα δικά του μάτια και βασισμένος σε όσα έχει ήδη μάθει από τη δασκάλα του κάθε τι που του φαντάζει συναρπαστικό σε θάλασσα και πλοίο: φάλαινες, δελφίνια και καρχαρίες, φουρτούνες και μπουνάτσες, θερμαστές, ασυρματιστές, μηχανικοί, πλοίαρχοι. Η αφήγηση όμως δεν ωραιοποιεί τίποτα, αφού μπορεί για ένα παιδί η καθημερινότητα σε υπερωκεάνειο να είναι διασκεδαστική αλλά δεν παύει να είναι απάνθρωπη και σκληρή για όσους ταξιδεύουν τρίτη θέση και στοιβάζονται δέκα δέκα στις καμπίνες. Και πόση αγωνία όταν φτάσουν στην Αμερική όπου οι γιατροί και οι υπάλληλοι ελέγχουν βίζες, ταυτότητες, την υγεία των επιβατών. Κι αν δεν τους βρουν εντάξει; Τζάμπα το ταξίδι; Εν τω μεταξύ το τι γέλιο έριξα με την απορία του παιδιού που του συντόμευσαν το επίθετο Παναγιωτακόπουλος σε Παν γιατί είναι δυσκολοπρόφερτο πώς θα αποκαλούν τον Βουδικλάρη ή τον Σπανακολοκύθογλου δε λέγεται! Κι αμέσως η συγγραφέας κόβει το γέλιο με το μαχαίρι: «Αυτό, βέβαια, σπάει και στη μέση αυτό που ήμασταν. Μας σπάει τη συνέχεια. Ήμασταν κάποιοι πριν έρθουμε στην Αμερική. Κάποιοι με κάποιο όνομα. Τώρα γινόμαστε κάποιοι άλλοι, με κάποιο άλλο όνομα. Ίδιοι, αλλά άλλοι» (σελ. 61).
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση είναι ρεαλιστική και αποπνέει με ακρίβεια και ρεαλισμό τη νοοτροπία, τις αντιλήψεις και τις απορίες που στοιβάζονται στο παιδικό μυαλουδάκι. Έξυπνο χιούμορ, μελετημένοι διάλογοι, ευρηματική ιστορία μα πάνω απ’ όλα ένα ευαίσθητο θέμα όπως αυτό της μετανάστευσης, δοσμένο υποδειγματικά για παιδιά από 8 ετών και πάνω, θα συγκινήσουν και θα παρακινήσουν τα παιδιά να μάθουν περισσότερα για τις συνθήκες μετανάστευσης του παρελθόντος. Εξίσου ωραίες βρήκα τις παρομοιώσεις και τις μεταφορές που είναι παρμένες από το οικείο και καθημερινό περιβάλλον ενός παιδιού, κάτι που θα βοηθήσει και τους μικρούς αναγνώστες να εγκλιματιστούν καλύτερα στο βιβλίο. Η απλή μα όχι απλοϊκή γραφή, που είναι πλούσια σε λέξεις, εξηγεί με εύληπτο τρόπο τις μικρές διαφορές των εννοιών, τις δυσκολίες του κόσμου που αναγκαζόταν να μεταναστεύει, τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που υπήρχαν τη δεκαετία του 1950: «Τα χωριά ήταν μικρά, τα χρόνια ήταν φτωχά και όλες τις ευκαιρίες για κάτι καλύτερο και κάτι περισσότερο τις είχαν καταπιεί οι πόλεμοι» (σελ. 36). Εξίσου παραστατικά δίνονται και οι συνθήκες εργασίας στο εστιατόριο του μίστερ Ναγκ όπου τελικά καταλήγει ο αφηγητής μας μετά από μερικές περιπέτειες που βιώνει στη ώρα των ευκαιριών: μάγειροι, σερβιτόροι, άτομα επί της υποδοχής, καθαριστές, λαντζέρηδες όπως ο Γιώργος («θέλει να έχεις υπομονή, γερή μέση που να μην κουράζεται από την ορθοστασία και μεγάλη αντοχή», σελ. 77) και τόσοι άλλοι, από τους οποίους ξεχωρίζει και κάνει παρέα μαζί του το τουρκάκι Νεντίμ, με το οποίο διαπιστώνει πως ως άνθρωποι και ως λαοί δεν έχουν και πολλές διαφορές ούτε στη γλώσσα ούτε στη νοοτροπία ούτε πουθενά. Ακόμη κι όταν μια διαφωνία παραλίγο να τους χωρίσει, ως παιδιά που είναι διαπιστώνουν πως αυτό αφορά τους μεγάλους, οπότε ας το λύσουν αυτοί, οι δυο τους θα παραμείνουν φίλοι!
Κι όλη αυτή η συναρπαστική ιστορία της μετανάστευσης συνοδεύεται από πλήθος πληροφοριών και φωτογραφιών, κάτι σαν μικρό χρονικό, που δείχνει στα παιδιά τις συνθήκες από τις οποίες εμπνεύστηκε η συγγραφέας το καλογραμμένο και τρυφερό αυτό μυθιστόρημα. Επίσης υπάρχουν αναφορές για το πλοίο «Βασίλισσα Φρειδερίκη» που μετέφερε τόσο κόσμο στην Αμερική τη δεκαετία του 1950 και πώς χρησιμοποιήθηκε ως το 1978 που τελικά διαλύθηκε, πώς ήταν το ταξίδι της μετανάστευσης, πότε και γιατί φτιάχτηκε το Άγαλμα της Ελευθερίας, ποια ήταν η σημασία του νησιού Έλις όπου γινόταν ο υγειονομικός έλεγχος των επιβατών, ακόμη και το πότε και πώς καθιερώθηκε το εργασιακό 8ωρο, ποιος ήταν ο Ηλίας Σπαντιδάκης και γιατί θεωρείται ήρωες για τους εργάτες της Αμερικής και διάφορα άλλα κομμάτια ενός παζλ που ακόμη και σήμερα σημαδεύει τον κόσμο που έχει οικονομική ανάγκη.
Η εικονογράφηση της Εμμανουέλας Κακαβιά αποτυπώνει τον ίδιο σεβασμό και τη φροντίδα της συγγραφέως με υπέροχες ασπρόμαυρες εικόνες που ποικίλουν σε οπτικές γωνίες και εκφράσεις, σε σκιάσεις και αποτυπώσεις. Δεν έχουμε μόνο ολοσέλιδες απεικονίσεις αλλά και μικρότερες βινιέτες που δημιουργούν ιστορίες μέσα στην ιστορία με τέτοιο τρόπο που ξεκουράζουν το μάτι από την ανάγνωση αλλά δεν το μπουκώνουν με πληθώρα λεπτομερειών. Το εισιτήριο του καραβιού και η διατομή του πλοίου, σε κάποιες σελίδες η αποτύπωση σημαντικών λεπτομερειών του κειμένου σε καρέ ενός φιλμ, η ανάμιξη σουρεαλισμού και ρεαλισμού, η προοπτική του μικρού Γιώργου όταν βρίσκεται σε διάφορα σημεία της μεγαλούπολης, το αφαιρετικό σε αρκετές εικόνες φόντο που τονίζει τη δράση στην κυρίως εικόνα και το υπέροχο εξώφυλλο με το πιάτο και τον συμβολισμό της αλευρόκολλας δείχνουν μια αξιέπαινη δουλειά που δε χόρταινα να κοιτάζω ξανά και ξανά για να ταξιδεύω κι εγώ πίσω στη δεκαετία του 1950 και τη μακρινή Νέα Υόρκη.
«Το πιάτο» της Κωνσταντίνας Τασσοπούλου είναι ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα για παιδιά από 8 ετών και πάνω που περιγράφει με γλαφυρότητα, χιούμορ αλλά και συγκίνηση τις περιπέτειες των μεταναστών στην αμερικανική ήπειρο τη δεκαετία του 1950. Μέσα από κωμικοτραγικά περιστατικά βιώνουμε από κοντά τις συνθήκες εργασίας, τα όνειρα και τις ελπίδες, τη νοσταλγία των ανθρώπων που έπλυναν χιλιάδες πιάτα κι έκαναν κι άλλες δουλειές του ποδαριού για να βελτιώσουν τη ζωή τη δική τους και των οικογενειών τους. Απρόσμενες ανατροπές, διαχρονικά μηνύματα και εγκυκλοπαιδικές πληροφορίες μου χάρισαν ποικίλα συναισθήματα κι ένα γλυκόπικρο χαμόγελο στο τέλος. Το καλογραμμένο αυτό και ευρηματικό κείμενο μου έμαθε πολλά για ένα θέμα που δύσκολα αγγίζουν τα παιδικά βιβλία της εποχής μας, με ταξίδεψε πίσω στο 1950 και σε μια μακρινή ήπειρο όπου ο καθένας περίμενε να ζήσει το δικό του θαύμα για ένα καλύτερο αύριο. Πραγματικά, το νέο έργο της Κωνσταντίνας Τασσοπούλου δεν πρέπει να λείψει από κανένα ελληνικό τραπέζι, όπως αναγράφεται στο οπισθόφυλλο!
Περισσότερες πληροφορίες στο https://ydroplanobooks.gr.
Σχόλια Facebook