Ελληνικής καταγωγής ο νέος Βασιλιάς του Ηνωμένου Βασιλείου Κάρολος Γ’

Φωτογραφία: Επίσκεψη της Βρετανικής Βασιλικής Οικογένειας στον Παρθενώνα / πηγή: DW

Ελληνικής καταγωγής ο νέος Βασιλιάς Κάρολος Γ’, της  Αγγλίας, διατηρεί μια ιδιαίτερη σχέση με την Ελλάδα.

Στιγμιότυπο από την σημερινή ανακήρυξη του Καρόλου νέου βασιλιά της Μεγάλης Βρετανίας. Πίσω αριστερά ο γιός του και νέος Διάδοχος του θρόνου Πρίγκιπας της Ουαλίας, Γουίλιαμ και πίσω δεξιά η βασιλική σύζυγος Καμίλα Πάρκερ.

Ο πατέρας του, πρίγκιπας Φίλιππος όσο και ο παππούς του πρίγκιπας Ανδρέας ήταν μέλη της ελληνικής βασιλικής οικογένειας.

Οι παππούδες του εξορίστηκαν επ’ αόριστον στο Λονδίνο και μετέπειτα στο Παρίσι: Μετά την «Δίκη των έξι», των πρωταιτίων της Μικρασιατικής καταστροφής, ανάμεσα στους «έξι» βρισκόταν και ο πρίγκιπας Ανδρέας. Με παρέμβαση του Ελευθερίου Βενιζέλου ο πρίγκιπας Ανδρέας, αν και είχε καταδικαστεί σε θάνατο, απελάθηκε μαζί με την οικογένειά του από την Ελλάδα.

Το Νοέμβριο του 1938 η πριγκίπισσα Αλίκη επέστρεψε για πρώτη φορά μετά την φυγή της στην Ελλάδα. Την περίοδο της κατοχής συνείσφερε σημαντικό κοινωνικό έργο έχοντας αποποιηθεί την αριστοκρατική της καταγωγή. Μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου ο πατέρας του Καρόλου, Φίλιππος, έφερε πίσω στο παλάτι του Μπάκιγχαμ την μητέρα του.

Ο Βασιλιάς Κάρολος Γ’ από νεαρή ηλικία επισκέπτεται συχνά την Ελλάδα για επίσημους, αλλά και για ανεπίσημους λόγους, ενώ ποτέ δεν έκρυψε την αγάπη του για την χώρα καταγωγής του.

Αναλυτικότερα, για τον πρίγκιπα Ανδρέα η el.wikipedia.org  γράφει τα ακόλουθα:

Νεανικά χρόνια

Ο Πρίγκιπας Ανδρέας γεννήθηκε στα Βασιλικά Ανάκτορα Τατοΐου[1] στις 2 Φεβρουαρίου 1882, τέταρτος υιός του Βασιλιά Γεωργίου Α’ της Ελλάδας. Μέλος του οίκου του Σλέσβιχ-Χόλσταϊν-Σόντερμπουργκ-Γκλύξμπουργκ, ήταν πρίγκιπας της Ελλάδας και της Δανίας, μιας που ο πατέρας του ήταν υιός του Χριστιανού Θ’ της Δανίας. Ήταν στην σειρά διαδοχής στον Ελληνικό θρόνο και πιο απόμακρα στον Δανικό θρόνο.

Ομιλούσε Ελληνικά αλλά επίσης και Δανικά, Γερμανικά, Γαλλικά, Αγγλικά και Ρωσικά.[2] Αναφέρεται ότι σε συζητήσεις με τους γονείς του ήθελε να μιλάει μόνο Ελληνικά.[3] Φοίτησε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, στην Αθήνα και παρακολουθούσε επιπρόσθετα ιδιαίτερα μαθήματα για στρατιωτικά θέματα από τον Παναγιώτη Δάγκλη,[3] ο οποίος είχε δηλώσει ότι ήταν “γρήγορος και έξυπνος”.[1] Αναφέρεται ότι είχε καλές σχέσεις με τον συμφοιτητή του Θεόδωρο Πάγκαλο.[4]

Παρά την μυωπία του,[5] ο Ανδρέας εντάχθηκε στον στρατό τον Μάιο του 1901.[6]

Στρατιωτική σταδιοδρομία

Όπως συνηθιζόταν για τα άρρενα τέκνα της βασιλικής οικογένειας, ο πρίγκιπας Ανδρέας φοίτησε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του, και συγκεκριμένα το 1899, ο διοικητής της σχολής, Νικόλαος Ζορμπάς αποφάσισε την προαγωγή στον βαθμό του επιλοχία του τότε φοιτητή και συμμαθητή του πρίγκιπα, Θεόδωρου Πάγκαλου, χωρίς, όμως την ταυτόχρονη προαγωγή του πρίγκιπα Ανδρέα, όπως ο νόμος απαιτούσε.[7] Το συγκεκριμένο περιστατικό προκάλεσε την ενόχληση της βασιλικής οικογένειας, η οποία θεωρούσε ότι η ενέργεια του Ζορμπά οφειλόταν σε συντεχνιακά αιτήματα του τελευταίου που δεν είχαν ικανοποιηθεί από αυτούς, ενώ ο Πάγκαλος στα απομνημονεύματά του υποστηρίζει ότι ο Ζορμπάς έπραξε με αυτόν τον τρόπο γιατί πίστευε στην ίση μεταχείριση μεταξύ των Ευέλπιδων.[7] Το 1903 μετέβη στη Γερμανία για να συμπληρώσει τις στρατιωτικές σπουδές του.

Με το κίνημα στο Γουδί, οι κινηματίες ζήτησαν την απομάκρυνση των βασιλοπαίδων μεταξύ των οποίων και του πρίγκιπα Ανδρέα. Ο τελευταίος, με αφορμή αυτό, ζήτησε τριετή εκπαιδευτική άδεια.[8]

Έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους ως αξιωματικός τού Ιππικού και στη συνέχεια στη Μικρασιατική εκστρατεία. Στις 29 Μαΐου/11 Ιουνίου του 1921 έφτασε στη Σμύρνη ως μέλος του λεγόμενου «Βασιλικού Επιτελείου» των Βαλκανικών Πολέμων, το οποίο αναβίωσε (χωρίς ωστόσο τη συμμετοχή του Ιωάννη Μεταξά) για προπαγανδιστικούς λόγους και λίγο αργότερα, έχοντας τον βαθμό του υποστράτηγου, ανέλαβε τη διοίκηση της 12ης μεραρχίας[9].Σύμφωνα με την Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, τον Αύγουστο του 1921 ήταν ακόμη υποστράτηγος[10] Μαζί με τον υποστράτηγο Αλέξανδρο Κοντούλη, διοικητή του Α΄ Σώματος Στρατού, διατύπωσε επιφυλάξεις ως προς την επιτυχία μιας ενδεχόμενης προέλασης προς τα ανατολικά καθώς θεωρούσε ότι χωρίς ενίσχυση και αναδιοργάνωση ήταν αδύνατο να επιτύγχανε η εκστρατεία.[11]

Στις αρχές Ιουλίου με απόφαση του Παπούλα ο αρχηγός του Β΄ Σώματος Στρατού Αριστοτέλης Βλαχόπουλος αντικαταστάθηκε από τον πρίγκιπα Ανδρέα χρεώνοντας στον πρώτο την διαφυγή των τουρκικών δυνάμεων από την Κιουτάχεια.[12] Ως διοικητής του Β΄ Σώματος Στρατού στη Μάχη του Σαγγάριου αποφάσισε, παρά την αντίθετη διαταγή του Παπούλα, να εγκαταλείψει τις θέσεις που κατείχε, να μην επιτεθεί στις τουρκικές δυνάμεις και να υποχωρήσει στο Σίβρι καθώς θεώρησε την διαταγή ανεφάρμοστη.[13] Αντίστοιχη άποψη εξέφρασε και ο επιτελάρχης του Α΄ Σώματος Στρατού, Στυλιανός Γονατάς, ο οποίος παρατήρησε ότι ο συντάκτης της διαταγής ήταν σε νευρικότητα.[11] Μετά από νέα εντολή του Παπούλα ο πρίγκιπας Ανδρέας πειθάρχησε ακυρώνοντας την μερική μετακίνηση των δυνάμεων που είχε ήδη ξεκινήσει χωρίς όμως και να εκτελεστεί η επίθεση.[13][14] Αντίθετα, από την σχετική έκδοση της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, δεν προκύπτει κάποια άρνηση εκτελέσεως διαταγής αλλά ότι η μετακίνηση του Β΄Σώματος Στρατού ήταν προσυμφωνημένη από τα δύο επιτελεία, της Στρατιάς και του Σώματος.[15] Σχετικά με τα γεγονότα αυτά ο πρίγκιπας Ανδρέας εξέδωσε το 1928 το βιβλίο Δορύλαιον – Σαγγάριος, όπου εκθέτει τα γεγονότα της περιόδου από την δική του οπτική γωνία, δίνοντας στη δημοσιότητα και διαταγές του Γενικού Στρατηγείου στη Μικρά Ασία.

Πριν τη λήξη της Μικρασιατικής εκστρατείας έφυγε από την Μικρά Ασία και επέστρεψε στην Ελλάδα. Έλληνες στρατιώτες απέδωσαν καταστροφές Τούρκικων χωριών στις διαταγές του, ενώ ο ίδιος διέψευσε αυτές τις αναφορές στα απομνημονεύματά του.[16] Τον Δεκέμβριο του 1921, σε επιστολή του προς τον Ιωάννη Μεταξά, αναφέρεται – ενοχλημένος από τη συντριπτική υπεροχή του βενιζελισμού στη Σμύρνη – μειωτικά προς τους ντόπιους Έλληνες ενώ εκφράζει και τις γενικότερες απόψεις του για την εκστρατεία.[17] Σύμφωνα με τον ιστορικό Γιώργο Μαυρογορδάτο, το συγκεκριμένο γράμμα του πρίγκιπα Ανδρέα αποτελεί ένα από τα πολλά στοιχεία που οδηγούν στο συμπέρασμα πως ο αντιβενιζελικός κόσμος έβλεπε τη Μικρασιατική εκστρατεία κυρίως ως μια κρατική στρατιωτική επιχείρηση, παρά ως αλυτρωτική προσπάθεια του έθνους, ενώ ο Σωτήρης Ριζάς θεωρεί ότι το συγκεκριμένο γράμμα αποκαλύπτει γενικότερα το χάσμα που χώριζε τη δυναστεία με τους Μικρασιάτες.[17][11]

Σύλληψη και εξορία

Μετά την επανάσταση του Πλαστήρα, με διαταγή του Πάγκαλου ο Πρίγκιπας Ανδρέας συνελήφθη στην Κέρκυρα τον Οκτώβριο του 1922 από τον συνταγματάρχη Χρήστο Λούφα και μεταφέρθηκε στην Αθήνα για να δικαστεί από έκτακτο στρατοδικείο. Είχε προηγηθεί η δίκη και η εκτέλεση των έξι, το πρωΐ της 15 Νοεμβρίου 1922. Στη δίκη που ακολούθησε, ο πρίγκιπας Ανδρέας καταδικάσθηκε σε θάνατο με την κατηγορία της αρνήσεως εκτελέσεως διαταγής του αρχηγού της στρατιάς κατά τις μάχες του Σαγγαρίου τον Αύγουστο του 1921[18] Η απόφαση όμως δεν εκτελέστηκε από την Επαναστατική Στρατιωτική Κυβέρνηση, λόγω μεσολάβησης της βρετανικής κυβέρνησης, μέσω του Άγγλου πλοιάρχου Τάλμποτ.[19][20] Με παρέμβαση του Πάγκαλου το στρατοδικείο του αναγνώρισε το ελαφρυντικό “της τελείας απειρίας περί την διοίκησιν ανωτέρων μονάδων” και τον καταδίκασε στις 20 Νοεμβρίου 1922 στην ποινή της ισόβιας υπερορίας και της διαγραφής από το μητρώο των αξιωματικών[20][21].

Αμέσως μετά την καταδίκη του, με τη συνοδεία του συμμαθητή του από τη σχολή Ευελπίδων Θεόδωρου Πάγκαλου και του Τάλμποτ, μεταφέρθηκε στο Φάληρο και αναχώρησε με το βρετανικό αντιτορπιλλικό “Καλυψώ”. Το πλοίο σταμάτησε στην Κέρκυρα για να παραλάβει την οικογένειά του και μετά κατευθύνθηκε προς την Ιταλία. Στη συνέχεια μαζί με την οικογένειά του έφυγαν για τη Γαλλία και εγκαταστάθηκαν στο προάστιο του Παρισίου, Σαιν Κλου, φιλοξενούμενοι της εύπορης συζύγου του αδελφού του Γεωργίου, της Πριγκίπισσας Μαρία Βοναπάρτη.

Τελευταία χρόνια

Μετά την αναχώρησή του από την Ελλάδα εγκαταστάθηκε στο προάστιο του Παρισιού, Σαιν Κλου, όπου μαζί με την οικογένεια φιλοξενείτο από την εύπορη σύζυγο του αδελφού του Γεωργίου, Πριγκίπισσα Μαρία Βοναπάρτη.

Από το 1929 η σύζυγός του άρχισε να εμφανίζει κάποια σημάδια ψυχολογικής κατάπτωσης που είχαν σαν αποτέλεσμα τον εγκλεισμό της για κάποια διαστήματα σε θεραπευτικές κλινικές. Έτσι από το 1930 και μέχρι τον θάνατό του έζησαν χωριστά, με τον πρίγκιπα Ανδρέα να ζεί μεταξύ νότιας Γαλλίας και Παρισιού.

Το 1934, ύστερα από αρκετές δίκες, του αναγνωρίστηκε η κυριότητα του Μον Ρεπό, το οποίο, μερικά χρόνια αργότερα, το πούλησε στον ανηψιό του Γεώργιο Β΄.[22] Κατά καιρούς ο πρίγκιπας Ανδρέας προχωρούσε σε δημόσιες τοποθετήσεις για την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα εξαπολύοντας συνήθως επιθέσεις κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου.[22] Στα τέλη Ιανουαρίου 1936, μετά την παλινόρθωση της μοναρχίας στην Ελλάδα, η ποινή του ακυρώθηκε και ο ίδιος αποκαταστάθηκε στον βαθμό του. Σύντομα επισκέφθηκε την Ελλάδα, η επίσκεψή του, όμως, προκάλεσε την αντίδραση του ημερήσιου τύπου.[23] Στα τέλη του 1936 διορίστηκε στρατιωτικός ακόλουθος του Βασιλιά Γεωργίου Β΄.

Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου παρέμεινε στη Νότια Γαλλία κινούμενος μεταξύ Καννών και Μόντε Κάρλο.[24] Τα τελευταία χρόνια προσβλήθηκε από πρώιμη αρτηριοσκλήρωση λόγω του εθισμού του με το αλκοόλ.[24]

Απεβίωσε στις 3 Δεκεμβρίου 1944, στο ξενοδοχείο “Μετροπόλ” του Μόντε Κάρλο, από ανακοπή καρδιάς. Η σορός του αρχικά μεταφέρθηκε στο ρωσικό παρεκκλήσιο στη Νίκαια και εν συνεχεία στην Ελλάδα, όπου και ετάφη στο βασιλικό κοιμητήριο του Τατοΐου.[24]

Οικογένεια

Νυμφεύθηκε την Αλίκη πριγκίπισσα της Έσσης-Μπάττενμπερκ στις 6 Οκτωβρίου 1903, αδελφή του λόρδου Λουδοβίκου του Μαουντμπάτεν και απέκτησε τέσσερις κόρες και έναν γιό. Τον Φίλιππο, πρίγκιπα της Ελλάδας, ο οποίος νυμφεύτηκε την Ελισάβετ Β΄ των Ουίνδσορ (21 Απριλίου 1926 – 8 Σεπτεμβρίου 2022) του Ηνωμένου Βασιλείου στις 20 Νοεμβρίου 1947 στο Λονδίνο.

Απέκτησαν τρεις γιους και μια κόρη:

  • Κάρολος γενν. 1948, Βασιλιάς του Ηνωμένου Βασιλείου.
  • Άννα γενν. 1950, βασιλική πριγκίπισσα του Ηνωμένου Βασιλείου.
  • Ανδρέας γενν. 1960, δούκας της Υόρκης.
  • Εδουάρδος γενν. 1964, κόμης του Ουέσσεξ.