Οι Έλληνοαυστραλοί ζούν πιο πολλά χρόνια

Ανοδικά συνεχίζει το προσδόκιμο ζωής στην Αυστραλία, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία του Australian Institute of Health and Welfare (AIHW).

Οι ομογενείς μας φαίνεται να συμβάλλουν σε αυτήν την αυξητική τάση, καθώς θεωρούνται ο δεύτερος μακροβιότερος πληθυσμός στον πλανήτη.

Η Ελληνική παροικία θρήνησε, ωστόσο, ουκ ολίγα μέλη της εν μέσω της πανδημίας COVID-19.

Το προσδόκιμο ζωής, σημειώνεται από το AIHW, αναφέρεται στα χρόνια που -κατά μέσο όρο- αναμένεται να ζήσει κάποιος, δεδομένων των τρεχουσών συνθηκών ως προς τη θνησιμότητα, και δεν αποτελεί πρόβλεψη, αλλά ένα χρήσιμο μέτρο αξιολόγησης της κατάστασης υγείας του πληθυσμού μίας χώρας.

Για την Αυστραλία η βελτίωση είναι ραγδαία ανά τις δεκαετίες για τους άντρες και τις γυναίκες, είτε όσον αφορά από τη γέννηση τους και έπειτα, είτε στα χρόνια που έχουν ακόμη εμπρός τους.

Ειδικότερα, κατά το AIHW, τα παιδιά που γεννήθηκαν τη διετία 2018 – 2020 αναμένεται σήμερα, να ζήσουν έως τα 83 τους χρόνια (81,2 τα αγόρια και 85,3 τα κορίτσια), πάνω από 25 χρόνια περισσότερα από το προσδόκιμο ζωής στις αρχές του προηγούμενου αιώνα.

Επίσης, οι άντρες που ήταν στα 65 τους χρόνια το 2018-2020 μπορούν να αναμένουν να ζήσουν άλλα 20,3 χρόνια και οι γυναίκες, που ήταν στα 65 τους, άλλα 23 χρόνια.

Τη διετία 1960-1962 τα «επιπλέον χρόνια» για τις ηλικίες αυτές ήταν 12,5 για τους άντρες και 15,7 για τις γυναίκες.

Όσοι ήταν στα 85 τους χρόνια το 2018-2020, ενδεικτικά αναμένεται πως έχουν 6,6 χρόνια οι άντρες και 7,7 οι γυναίκες.

Όπως προαναφέρθηκε, αυτά τα νούμερα δεν είναι πρόβλεψη, αφορούν το μέσο όρο και οι ομογενείς μας, όπως έχει επισημάνει ο δημοφιλής γιατρός, ειδικός σε θέματα υγιεινής διατροφής και επί τέσσερις δεκαετίες ιατρικός συντάκτης στην Αυστραλία, Norman Swan, έχουν το δεύτερο υψηλότερο προσδόκιμο ζωής στον Κόσμο, μετά τους Ιάπωνες που ζουν στη Χαβάη.

Σύμφωνα με τον ίδιο, η μεσογειακή διατροφή διαδραματίζει κομβικό ρόλο για τους Ελληνοαυστραλούς, χωρίς όμως να συνιστά από μόνη της το κλειδί της μακροζωίας. «Έχουν τον δικό τους βοτανόκηπο και λαχανόκηπο, μαγειρεύουν με φρέσκα υλικά, κι αυτό είναι πολύ σημαντικό για τη διατήρηση της υγείας τους» εξήγησε. «Έτσι, ασκούνται στον καθαρό αέρα, διαχειρίζονται το καθημερινό άγχος και αποκτούν μια δημιουργική ενασχόληση που αποτελεί πηγή καθημερινών στόχων και ικανοποίησης».

Ακόμη, όπως είχε αναφέρει σε μελέτη της η καθηγήτρια Διαιτολογίας, Antigone Kouris–Blazos, παρά τις δυσμενείς αλλαγές που έχουν επέλθει στη διατροφή των ανθρώπων τις τελευταίες δεκαετίες, οι Έλληνες μετανάστες συνέχισαν να τρώνε μεγάλες μερίδες τροφίμων που θεωρούνται προστατευτικά για την υγεία.

Ίσως έτσι εξηγούνται και τα συμπεράσματα μελέτης του 2010, σύμφωνα με την οποία στο αίμα των Ελληνοαυστραλών ηλικίας 50-70 ετών είχαν εντοπιστεί διπλάσιες ποσότητες αντιοξειδωτικών καροτενοειδών –και ειδικά λουτεΐνης– σε σχέση με τους Αυστραλούς αγγλοκελτικής καταγωγής.

Σύμφωνα, με τη Δρα Kouris–Blazos, στα τέλη της δεκαετίας του ’90 το 81% των ηλικιωμένων Ελλήνων μεταναστών στην Αυστραλία υιοθετούσε τη μεσογειακή διατροφή, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην Ελλάδα έφτανε μόλις το 57%.

Ένας επιπλέον λόγος στον οποίο οφείλεται η μακροβιότητα των Ελλήνων μεταναστών είναι, σύμφωνα με τον Norman Swan, η θρησκευτική πίστη και η ευλαβική τήρηση των κανόνων της Εκκλησίας από την κοινότητά τους. «Οι ηλικιωμένοι Ελληνοαυστραλοί νηστεύουν για περίπου 100 ημέρες τον χρόνο», σημείωσε.

Το γήρας, ωστόσο, ως γνωστόν, ου γαρ έρχεται μόνο. Κατά το AIHW, σχεδόν οι μισοί κάτοικοι της Αυστραλίας ζουν με κάποια χρόνια πάθηση υγείας.

Η έρευνα εξέτασε επίσης τον αντίκτυπο της COVID-19. Τα ευρήματα έδειξαν ότι η Αυστραλία τα πήγε σχετικά καλά τα δύο πρώτα χρόνια, αλλά το ποσοστό το ποσοστό «υπερβάλλουσας θνησιμότητας» -οι θάνατοι πάνω από τον ιστορικό μέσο όρο- αυξήθηκε σημαντικά το 2022.

«Υπήρξε μία σημαντική αλλαγή τον Ιανουάριο και το Φεβρουάριο του 2022 με 3.105 (περισσότερους) θανάτους από ό,τι αναμενόταν αυτούς τους δύο μήνες», δήλωσε ο αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος του AIHW, Matthew James.

Συγκριτικά, το 2020 οι θάνατοι ήταν κατά 205 λιγότεροι από το «αναμενόμενο», ενώ το 2021 ήταν κατά 94 περισσότεροι, καθώς τα κρούσματα αυξάνονταν και οι περιορισμοί χαλάρωναν. Πριν από την πανδημία ο εν λόγω μέσος όρος μειωνόταν.

Από τους 10.000+ θανάτους COVID-19 πλέον στην Αυστραλία από την αρχή της πανδημίας, το 30% καταγράφηκαν σε οίκους ευγηρίας, ένα ποσοστό που κυμάνθηκε από 75% το 2020 έως 26% τους πρώτους μήνες του 2022.

Αν και πλέον αυτοί που μολύνονται με COVID-19 είναι λιγότερο πιθανό να νοσήσουν σοβαρά, από ό,τι στην αρχή της πανδημίας, το ρεκόρ κρουσμάτων το 2022, οδήγησε και σε σημαντική αύξηση των νοσηλειών και των θανάτων, αναφέρουν οι ειδικοί.

«Εκατομμύρια Αυστραλοί που κόλλησαν COVID-19 έχουν βιώσει τις άμεσες επιπτώσεις μέσω οξείας νόσησης, ενώ κάποιοι αντιμετωπίζουν μακροπρόθεσμες επιπτώσεις όπως η long-COVID», πρόσθεσε ο κ. James.

«Το 2022, κανένα άλλο θέμα υγείας δεν είναι πιο σοβαρό ή είχε μεγαλύτερες επιπτώσεις στον πληθυσμό μας και το σύστημα υγείας, ενώ αυτές οι συνέπειες θα επηρεάζουν για πολλά χρόνια ακόμη».

Την ίδια ώρα, σύμφωνα με τα στοιχεία, το 47% στην Αυστραλία, ή 11,6 εκατ. άνθρωποι, ζουν με τουλάχιστον μία χρόνια πάθηση, όπως αρθρίτιδα, διαβήτη ή πρόβλημα στην καρδιά.

Οι χρόνιες παθήσεις, αναφέρεται, είναι η κύρια αιτία νόσων, αναπηρίας και θανάτων στη χώρα.

Αν και χαρακτηρίζεται «περίπλοκο» το πως προκαλούνται, η έρευνα επεσήμανε ότι πάνω από το 1/3 του «βάρους των ασθενειών» οφείλεται σε παράγοντες κινδύνου που μπορούν να προληφθούν, όπως το κάπνισμα, η μη σωματική άσκηση και η κακή διατροφή.

– Δύο στους 3 ενήλικες είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι

– Τρεις στους 10 ενήλικες δεν ασκούνται επαρκώς

– Λιγότερο από 1 στους 10 ενήλικες καταναλώνουν τη συστηνόμενη ποσότητα λαχανικών.

Το κάπνισμα παραμένει η πρώτη αιτία ασθενειών και θανάτων που μπορούν να προληφθούν, αν και το ποσοστό αυτών που καπνίζουν έχει μειωθεί σε χαμηλό επίπεδο-ρεκόρ, μόλις στο 11%.

Ακόμη, τα επιβλαβή επίπεδα κατανάλωσης αλκοόλ ταυτοποιήθηκαν ως «σημαντικό ζήτημα υγείας». Αλλά και σε αυτήν την περίπτωση καταγράφηκε μείωση στο ποσοστό «μίας επικίνδυνης περιστασιακά κατανάλωσης», ενώ αυξήθηκε το ποσοστό αυτών που δεν πίνουν.

Βελτίωση καταγράφεται σχετικά με τη στεφανιαία καρδιακή νόσο. Παραμένει μία από τις κύριες αιτίες θανάτων, αλλά οι απώλειες ζωής μειώθηκαν κατά 89% από το 1968 και έπειτα (από 428 θανάτους στους 100.000 ανθρώπους, σε 49 ανά 100.000 το 2020).

Ειδικά για τις γυναίκες πάντως, η άνοια και το Alzheimer αποτελούν τις πιο θανατηφόρες παθήσεις.

Τα ποσοστά επιβίωσης με καρκίνο (για 5 χρόνια μετά τη διάγνωση) αυξήθηκαν σημαντικά από 52% το 1993 σε 70% το 2018.

Υπογραμμίζεται, ωστόσο, ότι οι καθυστερήσεις σε εξετάσεις και η έγκαιρη διάγνωση εν μέσω της πανδημίας μπορεί να έχεις ως συνέπεια πιο προχωρημένοι καρκίνοι να διαγνωσθούν αργότερα, αλλά επί του παρόντος δεν μπορεί να γίνει πρόβλεψη.

Οι χρόνιες παθήσεις αφορούν κυρίως ανθρώπους 45 ετών και άνω, αλλά για τους νεότερους στην Αυστραλία δυστυχήματα και αυτοκτονίες βρίσκονται στην κορυφή των αιτιών θανάτων.

Το 2020, κατά μέσο όρο, καταγράφονταν 9 αυτοκτονίες κάθε μέρα στη χώρα, σύμφωνα με την έρευνα.

Οι περισσότεροι από τους μισούς θανάτους αυτούς αφορούσαν άτομα 30-59 ετών, με τους άντρες να είναι 3 φορές πιθανότερο να αυτοκτονήσουν από ό,τι οι γυναίκες.

Προηγούμενη έρευνα κατέδειξε ότι περίπου 1 στους 2 Αυστραλούς ενήλικες έχουν βιώσει κάποια διαταραχή ψυχικής υγείας στη διάρκεια της ζωής τους.

Η πανδημία επηρέασε σημαντικά, με τα επίπεδα ψυχολογικής πίεσης να είναι υψηλότερα από το μέσο όρο το 2020, το 2021 και το 2022, ειδικά στους νεότερους.

Καταγράφηκε επίσης μία αύξηση των περιστατικών που αντιμετώπισαν οι υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης και αφορούσαν αυτοτραυματισμούς και αυτοκτονικό ιδεασμό, σύμφωνα με τα στοιχεία σε κάποιες Πολιτείες.

Ο κ. James επεσήμανε, πάντως, ότι «παρά την αύξηση … η COVID-19 δε σχετίζεται με μία άνοδο θανάτων που φέρεται να ήταν από αυτοκτονία».

Η έρευνα επιβεβαίωσε πάντως, εκ νέου, ότι πολλά θέματα υγείας η οικονομική και η κοινωνική κατάσταση, παίζει ρόλο.

Οι θάνατοι COVID-19 (έως τις 30 Απριλίου 2022) ήταν σχεδόν 3 φορές περισσότεροι μεταξύ όσων ζουν σε περιοχές λιγότερο προνομιούχες και έως 2,5 φορές περισσότεροι μεταξύ όσων έχουν γεννηθεί στο εξωτερικό, ειδικά σε χώρες της βόρειας Αφρικής και τη Μέση Ανατολή (36,7 θάνατοι ανά 100.000 ανθρώπους).

Επιπρόσθετα, το ποσοστό σοβαρής νόσησης με COVID-19 ήταν 7 φορές υψηλότερο για τους Αβορίγινες και τους Νησιώτες του Torres Strait σε σύγκριση με το γενικό πληθυσμό.

Σε γενικές γραμμές, όσο καλύτερη κοινωνικοοικονομική θέση έχει κάποιος, τόσο καλύτερη είναι η κατάσταση της υγείας του.

Κατά την έρευνα, αν όλοι οι Αυστραλοί αντιμετώπιζαν το ίδιο επίπεδο ασθενειών με αυτούς που ζουν σε πιο προνομιούχες περιοχές (στοιχεία 2018), το συνολικό υγειονομικό βάρος θα μπορούσε να μειωθεί κατά 20%.

Πηγή: neoskosmos.com