Νίκος Σίμος: Υπήρξαν εποχές όπου με 6.000 φύλλα μια εφημερίδα μπορούσε να ρίξει μια Κυβέρνηση
Με το θέμα της τρομοκρατίας που παρακολούθησε ως πολιτικός συντάκτης επί χρόνια καταπιάνεται ο έμπειρος δημοσιογράφος, σήμερα διευθυντής του Καναλιού της Βουλής, Νίκος Εμμ. Σίμος στο νέο του βιβλίο «Ενα πιστόλι για υπογραφή» (εκδόσεις Κάκτος).
Επί πολλά χρόνια η Ελλάδα αποτέλεσε εύφορο έδαφος για την τρομοκρατία – εγχώρια και εισαγόμενη. Ένα από τα πρόσωπά της «φωτογραφίζει», λοιπόν, και το εν λόγω αστυνομικό μυθιστόρημα του Νίκου Εμμ. Σίμου, μέσα στο οποίο ο αναγνώστης μπορεί να αναγνωρίσει κάποια στοιχεία από συναφείς βίαιες δράσεις τού παρελθόντος που συνέβησαν στη χώρα μας: «Θα ήθελα ο αναγνώστης να έχει μια ιδέα περίπου του τι μεσολάβησαν όλα αυτά τα χρόνια όταν διάβαζε στις εφημερίδες γι’ αυτό το φαινόμενο», λέει ο ίδιος. Αλήθεια σήμερα είμαστε λιγότερο ευάλωτοι σ′ αυτό; «Στο μέτρο που θα πρέπει να κάνουμε αξιολόγηση σε σχέση με το τι υπήρχε τα προηγούμενα χρόνια, νομίζω ότι μάλλον μπορούμε να πούμε ότι (η τρομοκρατία για την χώρα μας) είναι ένα παρελθόν», αναφέρει επίσης στην συνέντευξη που παραχώρησε στην HuffPost.
Μέσα στις σελίδες του βιβλίου του, οι τρομοκράτες ζουν στη σκιά, αθέατοι και υπεράνω πάσης υποψίας. Έχει αναλάβει να τους αποκαλύψει ο αστυνόμος Νικόδημος Γρέκας, απόφοιτος της Νομικής και με επιμόρφωση στην εγκληματολογική ψυχολογία, ο οποίος έχει όλα τα προσόντα ώστε, μολονότι υπηρετεί στην Ασφάλεια, να τον χρησιμοποιήσει η Αντιτρομοκρατική για τη διαλεύκανση σειράς εγκλημάτων που σχετίζονται με την εγχώρια τρομοκρατία…
– Κύριε Σίμο γιατί αποφασίσατε να ασχοληθείτε με την τρομοκρατία στο μυθιστόρημα «Ένα πιστόλι για υπογραφή» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κάκτος; Τι είναι αυτό που σας κινητοποίησε να στρέψετε το βλέμμα σας προς τα εκεί;΄
Θέλησα να ασχοληθώ με ένα ζήτημα το οποίο και παλαιότερα ως πολιτικός συντάκτης ήμουν υποχρεωμένος να παρακολουθώ. Διότι την δεκαετία του ’80 και του ’90 – κυρίως στην Μεταπολίτευση δηλαδή και την δεκαετία του ’70 – ήταν πολύ έντονο. Και νομίζω ότι με βάση την εμπειρία εκείνη που είχαμε από τα γεγονότα της εποχής, αυτή η εμπειρία αποτελούσε ένα καλό υλικό για να πλάσω μια ιστορία, μια μυθοπλασία δηλαδή, πάνω σ’ αυτό το ζήτημα που ταλάνισε την χώρα πάρα πολλά χρόνια. Δεν υπήρξε κάποιο είδους κίνητρο. Είχα τις προσλαμβάνουσες από αυτή την εποχή που με διευκόλυναν να πλάσω αυτή την ιστορία.
– Μόνο η πρότερη εμπειρία στο ρεπορτάζ σας παρακίνησε να γράψετε;
Μόνο η πρότερη εμπειρία στο ρεπορτάζ με παρακίνησε και τίποτα άλλο. Εφ’ όσον ήθελα να ασχοληθώ και με το αστυνομικό μυθιστόρημα, ήθελα να είναι διαφορετικό από το έγκλημα. Εχω γράψει κι ένα βιβλίο αστυνομικό το οποίο αφορά το έγκλημα – δεν έχει σχέση με την τρομοκρατία – και έχει πάρει την αφορμή από τον στραγγαλισμό μιας εμβληματικής ιεροδούλου, της Γαβριέλας. (Δεν έχει εκδοθεί ακόμη).
– Γιατί, πιστεύετε, η χώρα μας έχει αποτελέσει πρόσφορο έδαφος για την τρομοκρατία – εγχώρια και εισαγόμενη;
Νομίζω ότι υπήρξε μια εποχή όπου ήταν πάρα πολύ έντονη – σε μια μερίδα του κόσμου, μικρή ευτυχώς – η τάση για κοινωνική αντίδραση σε πολιτικές που εφαρμόζονταν – αυτό ήταν το ένα. Από την άλλη πλευρά, είχε ακολουθηθεί μια περίπου σωστή πολιτική απέναντι στον Αραβικό κόσμο που εκείνη την εποχή παγκοσμίως είχε την μεγαλύτερη δράση σε τέτοιου είδους ενέργειες. Αυτή, λοιπόν, η ανοχή προς τον Αραβικό κόσμο (κυρίως την περίοδο του ΠΑΣΟΚ) κι η προσπάθεια να έχουμε φιλικές σχέσεις, είχε στο βάθος του «μυαλού» της το γεγονός ότι αν είμαστε φιλικοί δεν πρόκειται να υποστούμε συνέπειες που υφίστανται άλλες χώρες. Αυτό το κλίμα νομίζω ότι ευνόησε την ανάδειξη και μίμηση τέτοιων ενεργειών και στην χώρα μας. Βεβαίως κανένας δεν περίμενε μετά την αποκάλυψη αυτών που ήταν πίσω από την ελληνική τρομοκρατία τόσα χρόνια ότι μπορεί να ήταν «οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας» κι όχι κάποιοι «εγκέφαλοι». Μέσα στην τραγικότητα του φαινομένου, αυτό ήταν μια κωμωδία.
– Συστήστε μας τον αστυνόμο, Νικόδημο Γρέκα, απόφοιτο της Νομικής και με επιμόρφωση στην εγκληματική ψυχολογία, «ο οποίος έχει όλα τα προσόντα ώστε, μολονότι υπηρετεί στην Ασφάλεια, να τον χρησιμοποιήσει η Αντιτρομοκρατική για τη διαλεύκανση σειράς εγκλημάτων που σχετίζονται με την εγχώρια τρομοκρατία»
Νομίζω ότι είναι ένας τύπος – κοινότοπο είναι αυτό που θα πω – αντιήρωα. Δηλαδή δεν είναι ο Σβαρτσενέγκερ ή ο Τσακ Νόρις. Είναι περισσότερο εγκεφαλικός, θα έλεγα ότι θα τον συσχέτιζα με τον Μπέρνι Γκούντερ του Φίλιπ Κερ – αυτόν τον αστυνομικό που δρα την περίοδο του Μεσοπολέμου (είμαι φανατικός του Φίλιπ Κερ). Ηταν αντιναζιστής κι η δράση του αναφέρεται σε εγκλήματα που γινόντουσαν τον Μεσοπόλεμο στην Γερμανία.
– «Μια σκοτεινή υπόθεση με δολοφόνους, τρομοκράτες, απρόσμενη εξέλιξη και άρωμα πολιτικής», αναφέρεται στο εξώφυλλο του βιβλίου. Σε τι ποσοστό είναι μυθοπλασία και σε τι ποσοστό βασίζεται σε αληθινά γεγονότα;
Νομίζω ότι είναι κυρίως μυθοπλασία παρά το γεγονός ότι ορισμένες από τις εκτιμήσεις που υπάρχουν στις εκθέσεις που διαβάζει ο πρωταγωνιστής τις έχουν διαμορφώσει πραγματικές υπηρεσίες. Αυτές οι εκτιμήσεις, δηλαδή, προέρχονται από επίσημες πηγές. Εχω κάνει την διαμόρφωση του υλικού κατά τέτοιο τρόπο ώστε να είναι αληθοφανές. Εκείνη την εποχή και οι πρεσβείες οι ξένες – επειδή είχαν εδώ θύματα δικούς τους ανθρώπους – έδιναν δελτία τύπου, ή non papers που περιλάμβαναν τις δικές τους εκτιμήσεις για το τι συμβαίνει, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στον κόσμο ολόκληρο για την διεθνή τρομοκρατία. Κατά συνέπεια μαζί με τις ελληνικές ιδέες, μαζί με τα δελτία τύπου και τα non papers είχα την δυνατότητα να φτιάξω – όχι ακριβώς ένα αληθοφανές, αλλά – αληθές στοιχείο εκτιμήσεων πάνω στην τρομοκρατία και να το αναφέρω στο βιβλίο ασχέτως αν επιβεβαιώνεται ή όχι, διότι αν όλες αυτές οι εκτιμήσεις είχαν επιβεβαιωθεί, η τρομοκρατία θα είχε εξιχνιαστεί πολύ νωρίτερα.
– Τι θα θέλατε να «αποκομίσει» ο αναγνώστης φτάνοντας στην 238, τελευταία σελίδα του βιβλίου;
Θα ήθελα ο αναγνώστης να έχει μια ιδέα περίπου του τι μεσολάβησαν όλα αυτά τα χρόνια όταν διάβαζε στις εφημερίδες γι’ αυτό το φαινόμενο, ένα μικρό ντοκιμαντέρ – βέβαια το ντοκιμαντέρ έχει αδιάψευστα στοιχεία, ενώ αυτό είναι μυθοπλασία – μέχρι που φτάσαμε στην εξιχνίαση της ελληνικής τρομοκρατίας, και φυσικά μιλάμε για την17η Νοέμβρη.
– Είμαστε λιγότερο ευάλωτοι σήμερα σ’ αυτού του είδους τα φαινόμενα;
Κοιτάξτε, το μεγάλο ατού της τρομοκρατίας είναι ότι δρα αναπάντεχα. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει υπηρεσία σε όλο τον κόσμο που να μπορεί να προβλέψει που και πότε θα γίνει κάποιο χτύπημα. Αυτό είναι το μεγάλο της προσόν. Τώρα είμαστε ευάλωτοι στο μέτρο που ισχύει αυτό που είπα προηγουμένως. Μπορεί κανείς να σχετίσει με την τρομοκρατία φαινόμενα όπως ανθρώπων της νύχτας που βάζουν μια βόμβα σε μια πολυκατοικία. Ολες οι κοινωνίες είναι ευάλωτες σε τέτοια φαινόμενα – ιδιαίτερα όταν περιβάλλονται από ιδεολογικό μανδύα όπως οι Ερυθρές ταξιαρχίες . Νομίζω ότι αυτό – αν μπορούμε σήμερα να αισθανόμαστε περισσότερο «ασφαλείς» – εξαρτάται από την αντίληψη που έχουν αυτοί οι περιθωριακοί κύκλοι που μπαίνουν στην αντίληψη της τρομοκρατικής δράσης και νομίζω ότι σήμερα δεν έχουν τόσο πολύ έντονο τον χαρακτήρα του να προχωρήσουν σε τέτοια δράση. Αυτοί που οργανώνονται νομίζω ότι δεν υπάρχουν σήμερα. Στο μέτρο που θα πρέπει να κάνουμε αξιολόγηση σε σχέση με το τι υπήρχε τα προηγούμενα χρόνια νομίζω ότι μάλλον μπορούμε να πούμε ότι (η τρομοκρατία) είναι ένα παρελθόν. Τώρα, βέβαια, αν ξυπνήσει κάποιος παλαβός… Ποιος μπορεί να μας πει ότι δεν μπορεί να φυτρώσουν οργανώσεις πίσω από τις οποίες θα είναι ξένος δάκτυλος; Δεν μπορούμε να είμαστε κατηγορηματικοί.
– Μπορεί να πει κανείς ότι κάνετε μια αλλαγή πλεύσης; Μετά την σατιρική εκδοχή της λειτουργίας μιας κυβέρνησης με τίτλο «Κύριε Πρόεδρε στην διάθεσή σας…», «Το λάθος παλτό», το οποίο συνθέτουν 10 διηγήματα και μια μελέτη για το «Μακεδονικό», τώρα κυκλοφορεί ένα εντελώς διαφορετικό βιβλίο σας. Ποιο από τα παραπάνω είδη νομίζετε ότι σας ταιριάζει καλύτερα και γιατί;
Το «Λάθος παλτό» είναι το αγαπημένο μου. Δέκα ιστορίες που λέω ότι είναι πράξεις ζωής. Ναι, και με το άλλο αστυνομικό στρίβω το τιμόνι. Δεν έχω κάποια μανιέρα στο ζήτημα αυτής της, αν θέλετε, λογοτεχνικής γραφής. Είναι η φυγή μου – να ασχολείται κανείς με τα πολιτικά πράγματα από κάθε θέση που έχω βρεθεί είναι και λίγο κουραστικό. Το «Μακεδονικό» – που έχει σχέση με τα πολιτικά πράγματα – ήταν επειδή είχα κάποια στοιχεία εμπιστευτικά κι απόρρητα. Όταν κάποιοι πρεσβευτές άλλαζαν θέση από την διεύθυνση στην οποία βρίσκονταν μου έδιναν κάποια αρχεία όντας βέβαιοι ότι αν δεν περνούσαν 20 χρόνια δεν επρόκειτο να τα βγάλω στη φόρα. Γι’ αυτό και το βιβλίο αυτό έχει απόρρητες συνομιλίες του Καραμανλή με τον Μπρέσνιεφ, του μακαρίτη του Αβέρωφ με τον υπουργό Εξωτερικών του Τίτο – αυτό ήταν ένα υλικό το οποίο από μόνο του έδινε το έναυσμα για να γράψει κανείς κάτι.
– Μιλήστε μας και για την επανέκδοση από τον Περίπλου της μελέτης του πρώην υπουργού Αθανάσιου Κανελλόπουλου «Δημοσιονομικές παθογένειες στην αρχαία Αθήνα». Πόσο απαιτητική ήταν η επιμέλειά της και σε τι σας έκανε πλουσιότερο;
Α, αυτό έχει μεγάλη πλάκα για τον απλούστατο λόγο ότι οι παθογένειες που διατύπωνε και κατέγραφε ο Κανελλόπουλος ότι υπήρχαν στην αρχαία Ελλάδα του δημοσιονομικού και πολιτικού συστήματος ήταν μια πρόκληση ούτως ώστε να κάνει κανείς αξιολόγηση κι αντιπαράθεση μ’ αυτά που συμβαίνουν σήμερα. Πέρα από το DNA και τα λοιπά, η μεγαλύτερη απόδειξη της συνέχειας της αρχαίας Ελλάδας με την σημερινή είναι τα λάθη, οι γκάφες, οι εμμονές, τα σφάλματα, τα οποία γινόντουσαν και τότε, επαναλαμβάνονται και σήμερα.
– Λένε ότι ή θα είναι κανείς καλός δημοσιογράφος ή καλός συγγραφέας. Το συμμερίζεστε;
Εχω γράψει κι ένα άλλο βιβλίο που δεν έχει εκδοθεί για λόγους συγκυριακούς, με τίτλο «Μέσα μαζικής εξημέρωσης» κι αφορά τον Τύπο. Εκεί επιμένω, με κάθε σεβασμό στους συναδέλφους, ότι ένας δημοσιογράφος είναι συγγραφέας. Σκέφτομαι την προηγούμενη εποχή πριν την δική μου όπου οι δημοσιογράφοι έγραφαν καθημερινά την ιστορία της καθημερινότητας. Καθημερινά, σελίδες ολόκληρες – αυτοί δεν ήταν συγγραφείς; Αυτοί είναι περίπου ιστορικοί της κάθε εποχής. Χαρακτηρίζουμε κάποιον συγγραφέα μόνο από το ύφος ή κι από τον όγκο της δουλειάς; Εχω γράψει 5.000 σχόλια στην Εστία. Και χωρίς αυτά τα βιβλία θα θεωρούσα τον εαυτό μου συγγραφέα.
– Εχετε εργαστεί στον χώρο της δημοσιογραφίας σε μια εποχή που τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Σε τι πιστεύετε ότι έχει αλλάξει η δημοσιογραφία στις μέρες μας από τότε που ξεκινήσατε;
Η πιο δραματική αλλαγή δεν είναι άλλη από το Διαδίκτυο που έχει διευκολύνει πάρα πολύ την δουλειά μας και το οποίο, όμως, έχει ευνουχίσει την πραγματική έρευνα διότι βρίσκεις τα πάντα εύκολα στο Διαδίκτυο χωρίς να κάνεις διασταύρωση… Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά που έχει αλλοιώσει και την πρωτοτυπία της δημοσιογραφικής γραφής.
– Εχετε εργαστεί επίσης στον χώρο των εφημερίδων πριν δοκιμαστείτε στον χώρο της τηλεόρασης – σε επιτελικές θέσεις. Που βρίσκεται η δημοσιογραφική καρδιά σας και γιατί;
Στην εφημερίδα.
– Το λέει αυτό ο διευθυντής του Καναλιού της Βουλής…
Όχι μόνο του Καναλιού της Βουλής. Εχω διατελέσει και διευθύνων σύμβουλος στην ΕΡΤ. Θα σας πω το εξής διαπιστωμένο διεθνώς: καμία κυβέρνηση δεν έπεσε από ηλεκτρονικό μέσο αλλά μόνο από έντυπα. Μπορεί να κλονίζει ένα ρεπορτάζ τηλεοπτικό – ραδιοφωνικό ή ο,τιδήποτε και να δημιουργεί προβλήματα, αλλά ο κόσμος αντιλαμβάνεται ότι αξιοπιστία υπάρχει σ′ αυτό που γράφεται. Απλά στις σημερινές εφημερίδες δίπλα θα έβαζα και τα ηλεκτρονικά τους μέσα. Χωρίς να λέω ότι δεν υπάρχουν αξιόπιστες ιστοσελίδες από μόνες τους οι οποίες χρησιμοποιούν κανονικούς δημοσιογράφους, στην δική μου αντίληψη, το έντυπο, όσο κι αν έχει συρρικνωθεί κυκλοφοριακά στην Ελλάδα, παραμένει ένα πολύ αξιόπιστο και ισχυρό, στην επίδρασή του, μέσο. Θα σας πω ένα παράδειγμα. Υπήρξαν εποχές – πριν από την κρίση – που εφημερίδες πουλούσαν 150 και 200 χιλιάδες φύλλα. Το ξέρετε ότι στην Καθημερινή επί Βλάχου με 6.000 φύλλα μπορούσαμε να ρίξουμε Κυβέρνηση; Ενώ με τις 150 χιλιάδες δεν κουνιόταν φύλο. Το βλέπω μάλλον αισιόδοξο το μέλλον των εφημερίδων αν λάβω υπόψη μου τι συμβαίνει στο εξωτερικό: ο Ροκφέλερ παίρνει την Λιμπερασιόν κι ο Μπέζος μπαίνει στην Ουάσινγκτον Ποστ, αν δεν κάνω λάθος. Αυτό κάτι σημαίνει… Ένα καλό μέλλον για τις εφημερίδες, λοιπόν, είναι ορατό αρκεί να είναι αξιόπιστες.
– Τι είναι αυτό που έχει αλλάξει στο Κανάλι της Βουλής από το 2019 που αναλάβατε την διεύθυνσή του μέχρι σήμερα
Αυτό το λένε άλλοι, δεν μπορώ να το πω εγώ…
– Το μεγάλο στοίχημά σας πιο είναι;
Να παραμείνει ένα πολύ ποιοτικό Κανάλι. Στις διευθυντικές θέσεις όποιος και να πάει δεν είναι ενός ανδρός αρχή, είναι συλλογική δουλειά, κι όποιος στον τομέα της δημοσιογραφίας λέει ότι δεν είναι συλλογική δουλειά είναι ή απατεώνας, ή άσχετος. Κι εγώ εκείνο που έκανα το 2019, κάτι που είχα κάνει και στην προηγούμενή μου θητεία, είναι να εμπιστευθώ τους ανθρώπους, να τους παράσχω κάθε ελευθερία κίνησης ώστε σε συνεργασία μαζί τους να μπορέσουν να αναδείξουν το αντικείμενο που αγαπούν. Κι οι επιλογές τους είναι εξαιρετικές και το Κανάλι της Βουλής παίρνει να εύσημα για την ποιοτική του δομή. Εύσημα που ανήκουν στους συντελεστές όχι σε εμένα. Εγώ, όπως λέω, είμαι ο «αυτοφωράκιας», δηλαδή, ό,τι λάθος συμβαίνει θα το επωμίζομαι εγώ – θα έχω την ευθύνη απέναντι στην πολιτική ηγεσία. Εργο των εργαζομένων εδώ είναι αυτό που βλέπετε.
– Κύριε Σίμο, είπατε ότι η συγγραφή είναι για εσάς μια διέξοδος. Είναι και κάτι άλλο;
Ξεκούραση. Εχω μάθει να γράφω. Πολλοί συνάδελφοι με κοροϊδεύουν και μου λένε «εσύ πρέπει να τους πληρώνεις για να γράφεις…» Και μάλιστα έχω την εντύπωση ότι εκφράζομαι πολύ καλύτερα στον γραπτό από τον προφορικό λόγο ενδεχομένως επηρεαζόμενος από τον Πλάτωνα, τον Σωκράτη κι άλλους που πίστευαν για τους σοφιστές ότι δια της ρητορικής εξασκούσαν μια τέχνη που μπορείς να κάνεις το άσπρο μαύρο. Εμένα αυτό δεν μ′ αρέσει. Δεν θέλω να πείσω με πάρα πολύ ωραία επιχειρήματα ότι τώρα βρέχει ενώ έξω είναι ήλιος λαμπρός.
Λίγα λόγια για τον Νίκο Εμμ. Σίμο
Ο Νίκος Εμμ. Σίμος γεννήθηκε στην Αθήνα. Απόφοιτος του Πειραματικού Σχολείου του Πανεπιστημίου Αθηνών (ΠΣΠΑ) και πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, αφοσιώθηκε από πολύ νωρίς στη δημοσιογραφία. Έχει συνεργαστεί ως πολιτικός και οικονομικός συντάκτης με τη Ναυτεμπορική, την Καθημερινή –όπου διετέλεσε γενικός διευθυντής μέχρι το 1993–, τον Οικονομικό Ταχυδρόμο, το περιοδικό Ένα ως διευθυντής, την Εστία, την Απογευματινή, τον Ελεύθερο Τύπο –του οποίου διετέλεσε και εκδότης μέχρι το 2007– και την εβδομαδιαία εφημερίδα Παραπολιτικά ως σύμβουλος έκδοσης. Το 2007 ανέλαβε τη διεύθυνση του τηλεοπτικού σταθμού της ελληνικής Βουλής έως και το 2009. Στη συνέχεια και μέχρι το 2012 διετέλεσε σύμβουλος του Προέδρου της Βουλής επί πολιτιστικών θεμάτων. Διετέλεσε Διευθύνων Σύμβουλος στην ΕΡΤ και τον Σεπτέμβριο του 2019 ανέλαβε και πάλι τη διεύθυνση του τηλεοπτικού σταθμού της Βουλής.
Ομιλεί την Αγγλική και τη Γαλλική. Είναι έγγαμος και πατέρας δύο αρρένων τέκνων. Έχει συγγράψει τρία βιβλία: μία σατιρική εκδοχή της λειτουργίας μιας κυβέρνησης με τίτλο «Κύριε Πρόεδρε, στη διάθεσή σας…», «Το λάθος παλτό», το οποίο συνθέτουν δέκα διηγήματα που φιλοδοξούν να παρουσιάσουν «τη ζωή σε δέκα πράξεις», και μία μελέτη για το «Μακεδονικό», όπου παρουσιάζεται η διαχρονική εξέλιξη του ζητήματος, όχι μόνον ιστορικώς αλλά, κυρίως, επί τη βάσει απόρρητων εγγράφων και εμπιστευτικών πρακτικών του Υπουργείου Εξωτερικών. Επίσης, έχει επιμεληθεί την επανέκδοση από τις Εκδόσεις Περίπλους της μελέτης του πρώην υπουργού Αθανάσιου Κανελλόπουλου «Δημοσιονομικές παθογένειες στην αρχαία Αθήνα».
Σχόλια Facebook