Έξι νύχτες στην Ακρόπολη

George Pachantouris via Getty Images

«Δοκίμασε να γράψεις ένα μυθιστόρημα για ν′ αναμετρήσεις τις δυνάμεις σου» γράφει ο Γιώργος Σεφέρης (Σεφεριάδης πλέον όταν προσελήφθη στο Υπουργείο Εξωτερικών στις 10 Σεπτέμβρη του 1925.). Θα το επιχειρήσει με το «Έξι Νύχτες στην Ακρόπολη» που διασκεύασα*.

Θέμα του μυθιστορήματος είναι η επίσκεψη στην Ακρόπολη με πανσέληνο, μιας παρέας νεαρών αγοριών και κοριτσιών. «Μια σπαραχτική ανάγκη για φιλία – γράφει -για έρωτα και συνενοχή, για έρωτα και εξομολόγηση. Για έρωτα έρωτα. Ει δυνατόν, λουσμένο στην Πανσέληνο. Όταν μια τρυφερή δέσμη κιτρινωπή γλείφει τις περήφανες κολόνες του Παρθενώνα. Με ολόγυρα μια Ελλάδα αφανισμένη, με ανοιχτές ακόμα κατάσαρκα τις πληγές της Μικρασιατικής Καταστροφής και του Εθνικού Διχασμού».

Αυτό είναι με δυο λόγια το κλίμα που διατρέχει τις Έξι νύχτες στην Ακρόπολη του Σεφέρη, που διασκεύασα. Άρχισε να τις γράφει σε ηλικία 25 ετών. Το βιβλίο απηχεί καταστάσεις πολύ κοντά στη διαδρομή και στις ανησυχίες του ίδιου του συγγραφέα.

Κυριαρχούν τα προβλήματα της προσαρμογής −προσαρμογής στην Ελλάδα, αλλά και στην ερωτική ζωτικότητα− μιας παρέας αγοριών και κοριτσιών που σπούδασαν στο εξωτερικό (όπως ο Σεφέρης), που έζησαν έξω (στην Δυτική Ευρώπη) την «ξέφρενη δεκαετία του ’20» και που επέστρεψαν (όπως ο Σεφέρης) σε μια πατρίδα γκρίζα, «οπισθοδρομική», σε μόνιμη κοινωνική και πολιτική κρίση. Τίποτα δεν έχει προστεθεί στην κινηματογραφική διασκευή του κειμένου το οποίο εξεδόθη πριν από μερικά χρόνια.

Ο Σεφέρης περιγράφει μια Αθήνα που δεν θα βρούμε σήμερα. Ούτε τα 1.258 εξωτικά ταξί της ούτε τα 758 φορτηγάκια Φορντ στα οποία πρόσθεσαν σκεπή και πάγκους και τα έκαναν λεωφορεία για να ανεβοκατεβαίνουν Αθήνα – Κηφισιά χοροπηδώντας απάνω στις αναρίθμητες λακκούβες.

Όποιος διαβάσει τις Έξι νύχτες στην Ακρόπολη – ή την διασκευή του – θα παρατηρήσει πως είναι σαν ένας εσωτερικός μονόλογος του κεντρικού ήρωα. Στον οποίο δεν κρύβεται ο συγγραφέας. «Η ψυχολογία μένει στα χρόνια ’25-’28» γράφει στις σημειώσεις του ο Σεφέρης.

Η δραματική συνοχή είναι εύθραυστη, όπως στις Ακυβέρνητες πολιτείες του Τσίρκα τις οποίες επίσης διασκεύασα για τον κινηματογράφο. Η διασκευή του βιβλίου του Σεφέρη έχει εκδοθεί και… συναγωνίζεται τον συγγραφέα!

Είναι πράγματι αυτοβιογραφικό το βιβλίο του Σεφέρη; Ο Γιώργος Σαββίδης − έξοχος επιμελητής της έκδοσης – αποφεύγει ν’ απαντήσει ευθέως στο ερώτημα. Ότι ένα μυθιστόρημα είναι συχνά βιωματικό είναι σίγουρο. Αυτοβιογραφικό, δεν είναι σπάνια εξακριβωμένο.

Οι βιογράφοι του Σεφέρη πάντως θα ταυτίσουν πρόσωπα του βιβλίου με νεανικούς δεσμούς του ποιητή, π.χ. τη Φρανσουάζ του Παρισιού, με τη Ζακλίν Πουγιουλόν και, κυρίως, την Σαλώμη (ή Μπίλιω) με τη Λουκία (ή Λου) Φωτοπούλου. Και δεν θα έχουν άδικο (οι δυο αυτές ερωμένες έχουν πολλά κοινά γνωρίσματα, όπως την ημιυπόγεια γκαρσονιέρα και τις ομοφυλοφιλικές τάσεις και δραστηριότητες).

Δεν είναι σαφές αν ο Σεφέρης διάλεξε να μην δημοσιεύσει το βιβλίο του γιατί το υποτιμούσε ή γιατί θύμιζε ορισμένα πρόσωπα του περιβάλλοντός του. Ίσως και για τα δύο. Θα πρόσθετα κι ένα τρίτο. Ο Σεφέρης σχολιάζει με τα μελανότερα χρώματα και την Ελλάδα και τους Έλληνες της εποχής του, πράγμα που δεν συμβιβαζόταν φυσικά με την επίσημη θέση του διπλωμάτη.

Γράφει ο Στράτης του βιβλίου:

Κάθε τόσο έχω το συναίσθημα πως με κατέχει μια άλλη ψυχή.

Γράφει ο Σεφέρης στις σημειώσεις του:

Είμαι βαθιά άρρωστος, δεν είναι μήτε το κορμί μήτε το πνεύμα, είναι αυτή η φριχτή ζωή μου.

Όσο για την εποχή είναι πολιτικά άστατη και φορτισμένη. Πρόσφατα έγινε η Μικρασιατική Καταστροφή, πρόσφατα γέμισε η Ελλάδα με ενάμισι εκατομμύριο πρόσφυγες. Πρόσφατα έγινε η περίφημη Δίκη –και η εκτέλεση− των Έξι, πρόσφατα κηρύχτηκε η αβασίλευτη Δημοκρατία. Πριν λίγο είχε γίνει η δικτατορία του Πάγκαλου, την οποία ανέτρεψε ο Κονδύλης. Ο δε Βενιζέλος έχει επιστρέψει από την εξορία του στη Γαλλία και ετοιμάζεται για εκλογές. (Και θα τις κερδίσει με παμψηφία σχεδόν).

Ο Σεφέρης είχε σπουδάσει νομικά στο Παρίσι και στο Λονδίνο. Το 1925, σε ηλικία 25 χρονών, επιστρέφει στην Ελλάδα. Η παρέα του θα είναι αγόρια και κορίτσια που έχουν επιστρέψει από το εξωτερικό. Και θα ερωτευθούν στην Ακρόπολη με Πανσέληνο.

Η σχέση Στράτη – Σαλώμης είναι εμπνευσμένη από τη σχέση Σεφέρη – Λουκίας Φωτοπούλου, που είναι βίωμα της περιόδου 1927-1931, και σε πλήρη έξαρση το 1928.

Τριάντα χρόνια αργότερα −32 για την ακρίβεια − αρχίζω να ανεβοκατεβαίνω κι’εγώ στην Ακρόπολη παρέα με τον Ηρακλή Παπαδάκη και τον Φώτη Μεσθεναίο για να γυρίσουμε μια ταινία για τον Ιερό Βράχο. Με καλλιτεχνικό και επιστημονικό συνένοχο τον έφορο της Ακρόπολης και διευθυντή του Μουσείου της Γιάννη Μηλιάδη.

Πρέπει να ανέβηκα πάνω από 50 φορές. Όταν έμαθε ο Γιώργος Σαββίδης ότι ετοιμαζόμουν να πάω στο Λονδίνο για την εκτύπωση της πρώτης κόπιας, μου λέει: «Ευκαιρία να δείξεις την ταινία στον Σεφέρη. Είναι ακόμα πρέσβης εκεί, αλλά η Ακρόπολη είναι πάντα η ποιητική του σκέπη». Ο πρώτος μας λοιπόν θεατής ήταν ο Σεφέρης – και η Μαρώ, η σύζυγός του. Ήταν το 1961.

‘Έκλεισα ραντεβού μαζί τους ’ένα Σάββατο βράδυ στο λονδρέζικο στούντιο. Και μου συνέβη το ανεπανάληπτο! Μη γνωρίζοντας καλά την κυκλοφορία του Λονδίνου πήρα ένα ταξί μια ώρα νωρίτερα. Το ταξί έκανε μιάμιση ώρα! Ο Σεφέρης με συγχώρεσε και ευτυχώς η ταινία του άρεσε.

Ότι ο Σεφέρης έδειχνε ενδιαφέρον και για τον κινηματογράφο –που ξεκίνησε μάλλον από τα φοιτητικά του χρόνια στη Γαλλία− το διαπιστώνουμε διαβάζοντας το μυθιστόρημά του. Η αναφορά στην αφίσα για το φιλμ Μια πόρνη Αυτοκράτειρα, η κάθοδος στο σινεμά ΣΠΛΕΝΤΙΤ («κάθοδος στον Άδη»). Αλλά έχουμε και δείγματα σινεφίλ. Θα προτείνει στη φίλη του να δουν τον Μακαρίτη Μαθιό Πασκάλη του Μαρσέλ Λερμπιέ. Ταινία του 1926, που ο Σεφέρης την τοποθετεί στην Αθήνα δύο χρόνια αργότερα.

Τέλος, θα ήθελα να μιλήσω για μία ακόμα εικόνα της γραφής του Σεφέρη, που με αφορά προσωπικά. Δανείζεται από την «Κόλαση» του Δάντη ένα επεισόδιο που θα γίνει ένα από τα ποιητικότερα δάνεια του σεφερικού λόγου. Όταν κατέλαβε την Πίζα ο Γκουίντο του Μοντεφέλτρο, έκλεισε στη φυλακή τους εχθρούς του και πέταξε το κλειδί στο ποτάμι! Και τους άφησε να πεθάνουν από την πείνα. Στην Πρώτη Νύχτα με Πανσέληνο ο Σεφέρης θα βάλει τη Σαλώμη να δίνει το κλειδί της στον Στράτη, το alter ego του συγγραφέα. Στην Τρίτη Πανσέληνο ο Στράτης, θυμωμένος, θα της το επιστρέψει. Είχε βάλει τον Στράτη να λέει: «Μπήκαμε όλοι μέσα στην Ελλάδα, κλειδώσαμε τις πόρτες και πετάξαμε τα κλειδιά στο Αιγαίο».

Την είχα κάνει κ’ εγώ τελικά αυτήν την χειρονομία. Στην ταινία μου Lilly’s Story. Από το αεροπλάνο. Περνώντας απάνω από την Ελλάδα και θυμωμένος με τη φίλη του, ο ήρωας πετάει το κλειδί της στο Αιγαίο! Το βλέπουμε να κατρακυλάει ανάμεσα από τα σύννεφα και να πέφτει με ορμή πάνω στα κύματα, έξω από τη Μάνη…

Το περίεργο είναι ότι ο Σεφέρης είχε κρύψει το βιβλίο του. Δεν είχε εκδοθεί όταν γύρισα το Lilly’s Story. Ευτυχώς τις διάβασα, με κινηματογραφικό Πανσέληνο, τις Έξι νύχτες στην Ακρόπολη όταν εξεδόθη μετά θάνατον.

Ο Σεφέρης σινεφίλ; Διαβάστε την προμετωπίδα που είχε βάλει ο Σεφέρης στο μυθιστόρημά του. Τον στίχο του Δάντη από το Πουργατόριο: «Μεταχειρίζομαι τους ίσκιους σαν πράγμα στέρεο»[**].

Το ίδιο δεν κάνει και ο κινηματογράφος;


*Ροβήρου Μανθούλη «Εξι Νύχτες στην Ακρόπολη» Έντυπη διασκευή του μυθιστορήματος του Γιώργου Σεφέρη – Έκδότης ο Εξάντας.

.
.

** trattando l’ombre come cosa salda (Dante, Purg. xxi, 136).