Ο Ερντογάν στρέφεται στον Κόλπο για να σώσει την τουρκική οικονομία

Το τελευταίο διάστημα η οικονομία από «ισχυρό χαρτί» του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγιπ Ερντογάν εξελίσσεται ολοένα και περισσότερο στη μεγάλη του πολιτική επισφάλεια.

Η ανορθόδοξη πολιτική του για χαμηλά επιτόκια δεν έχει μπορέσει μέχρι τώρα να αντιστρέψει την κατρακύλα της ισοτιμίας της λίρας ούτε έχει αποτρέψει την εκτίναξη του πληθωρισμού που αυτή τη στιγμή επιδεινώνει διαρκώς την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών.

Αυτό εξηγεί και το γιατί για την τουρκική κυβέρνηση είναι ζήτημα πρώτης προτεραιότητας να βρει τρόπους να στηρίξει την οικονομία, ξεκινώντας από την αναζήτηση ξένων επενδύσεων.

Η προσπάθεια επαναπροσέγγισης με Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και Σαουδική Αραβία

Σε αυτό το πλαίσιο έχει ιδιαίτερη σημασία ότι η Τουρκία προσπαθεί να βελτιώσει τις σχέσεις της με τα κράτη του Κόλπου.

Η επαναπροσέγγιση αυτή προφανώς έχει και γεωπολιτικό ενδιαφέρον, καθώς η Τουρκία εξαιτίας της στήριξης που είχε δώσει στη Μουσουλμανική Αδελφότητα και την κυβέρνηση Μόρσι στην Αίγυπτο αλλά και εξαιτίας της εμπλοκής της στη Συρία και τη Λιβύη, είχε έρθει σε αντιπαράθεση με τη Σαουδική Αραβία και τα ΗΑΕ.

Αυτό φάνηκε και στο γεγονός ότι υποστήριξαν αντίπαλες πτέρυγες στον εμφύλιο πόλεμο στη Λιβύη, ενώ ειδικά για τις σχέσεις ανάμεσα στην Τουρκία και τη Σαουδική Αραβία έπαιξε και η υπόθεση της δολοφονίας του Σαουδάραβα δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι στην Κωνσταντινούπολη από στελέχη των σαουδαραβικών υπηρεσιών ασφαλείας, έκανε τα πράγματα ακόμη πιο δύσκολα.

Γι’ αυτόν τον λόγο και για σημαντικό διάστημα η Τουρκία αναβαθμισμένες σχέσεις είχε μόνο με το Κατάρ, τη μόνη χώρα του Κόλπου που επίσης διατήρησε σχέσεις με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα και τη χώρα που έκανε σημαντικές επενδύσεις στην Τουρκία, ενώ εξυπηρέτησε και την τουρκική κεντρική τράπεζα σε κρίσιμες στιγμές με swap συναλλάγματος.

Όμως, στο νέο τοπίο που άρχισε να διαμορφώνεται μετά την εκλογή Μπάιντεν, η Τουρκία ξεκίνησε μια προσπάθεια να αποκαταστήσει τη σχέση της με τις χώρες του Κόλπου. Αυτό είχε να κάνει και με μια συνολικότερη επαναπροσέγγιση με τη Δύση και χώρες που εντάσσονται στις βασικές συμμαχίες της Δύσης.

Μόνο που για την περίπτωση της Σαουδικής Αραβίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, το ενδιαφέρον είναι και οικονομικό.

Η συμφωνία με το fund AQD του Άμπου Ντάμπι

Σε αυτό το φόντο έχει ιδιαίτερη σημασία της συμφωνίας με το επενδυτικό όχημα του Άμπου Ντάμπι, το ADQ, μια εταιρεία συμμετοχών που είναι στρατηγικός εταίρος της κυβέρνησης του Άμπου Ντάμπι και σκοπό έχει να μετασχηματίσει το εμιράτο σε έναν σε πόλο ανταγωνιστικότητας με έμφαση στην οικονομία της γνώσης.

Η συμφωνία συζητήθηκε τον Νοέμβριο κατά τη διάρκεια της επίσκεψης στη Τουρκία του πρίγκιπα-διαδόχου του Άμπου Ντάμπι, του Σεΐχη Μοχάμεντ μπιν Ζαγέντ αλ-Ναχιάν (τον οποίο παλαιότερα η τουρκική κυβέρνηση είχε κατηγορήσει για χρηματοδότηση του αποτυχημένου πραξικοπήματος του 2016). Η συνάντηση του MBZ, όπως συχνά αποκαλείται ο ισχυρός άντρας των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, με τον Ερντογάν αποτέλεσε μια σημαντική εξέλιξη και είχε και οικονομικό περιεχόμενο.

Τότε ήταν που υπήρξε και η δέσμευση ότι το ADQ θα επενδύσει 10 δισεκατομμύρια δολάρια στην Τουρκία, κάτι που για την τουρκική οικονομία ήταν μια ιδιαίτερα σημαντική δέσμευση, εάν αναλογιστούμε τη συνολική πίεση που δέχεται.

Οι εκπρόσωποι του ADQ δηλώνουν ότι η Τουρκία είναι πλέον για αυτούς ένας ελκυστικός επενδυτικός προορισμός. Για τους εκπροσώπους του ταμείου του εμιράτου, που κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Νοεμβρίου υπέγραψαν μνημόνιο κατανόησης με το Τουρκικό Ταμείο Πλούτου, το οποίο έχει συμμετοχές σε 28 εταιρείες, σε τομείς όπως οι κρατιές τράπεζες, η  εξόρυξη, οι μεταφορές και η ενέργεια, η Τουρκία έχει διάφορα πλεονεκτήματα. Είναι μια μεγάλη χώρα με 84 εκατομμύρια κατοίκους, διευκολύνει τις επιχειρήσεις, έχει σημαντικές δυνατότητες ως προς τα logistics, μεγάλες επιχειρήσεις τροφίμων και είναι πολύ καλή σύνδεση με αγορές όπως της Γερμανίας.

Το  συγκεκριμένο ταμείο πλούτου του εμιράτου (που δεν είναι το μόνο), που τα τελευταία χρόνια έχει κάνει επενδύσεις ύψους 16 δισεκατομμυρίων δολαρίων και διαχειρίζεται ένα στοιχεία ενεργητικού ύψους 110-120 δισεκατομμυρίων δολαρίων, συμπεριλαμβανομένης της αεροπορικής εταιρείας Etihad, ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για επενδύσεις που διαμορφώνουν «περιφερειακούς πρωταθλητές» και εστιάζει την προσοχή του σε επενδύσεις στη Μέση Ανατολή, την Ευρώπη και την Αφρική.

Η σημασία της επικείμενης επίσκεψης Ερντογάν στη Σαουδική Αραβία

«Με περιμένει τον Φεβρουάριο», ήταν η απάντηση που έδωσε στις 3 Ιανουαρίου ο Ερντογάν όταν ρωτήθηκε από έναν επιχειρηματία εάν θα επιλύσει τα προβλήματα στις εμπορικές σχέσεις με τη Σαουδική Αραβία, αφήνοντας ασαφές εάν αυτός που τον περιμένει είναι ο βασιλιάς Σαλμάν ή ο πρίγκιπας-διάδοψχος Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν.

Επισήμως, ο βασιλιάς παραμένει ο επίσημος συνομιλητής της τουρκικής κυβέρνησης – ο Ερντογάν ακόμη επικοινωνεί μαζί του για να του ευχηθεί στις μεγάλες γιορτές, καθώς ο πρίγκιπας – και ντε φάκτο ηγέτης – έχει βρεθεί στο στόχαστρο της Τουρκίας σε σχέση με την υπόσχεση Κασόγκι. Μάλιστα, υπάρχει η εκτίμηση ότι η τουρκική πλευρά στοχοποίησε τον Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν σε μια προσπάθεια να ανακόψει μέσα από τη διεθνή κατακραυγή την πορεία του προς τον θρόνο.

Άλλωστε, οι τουρκοσαουδαραβικές σχέσεις δεν ήταν στην καλύτερη φάση τους τα τελευταία χρόνια, ιδίως από τη στιγμή που η Άγκυρα είχε επιμείνει στις καλές σχέσεις με τη Ντόχα, παρά τη ρήξη ανάμεσα στο Κατάρ και τις άλλες μοναρχίες του Κόλπου. Βεβαίως τώρα υπάρχει επαναπροσέγγιση ανάμεσα στο Κατάρ και τα άλλα κράτη του Κόλπου, κάτι που επιδρά και στη στάση της Τουρκίας.

Τώρα, όμως, φαίνεται ότι υπάρχει μια δυναμική επανασυμφιλίωσης σε ολόκληρη την περιοχή, ενίοτε και με «τεθλασμένους τρόπους». Η επαναπροσέγγιση ανάμεσα στα ΗΑΕ και την Τουρκία μάλλον έδωσε μια ώθηση και στο Ριάντ να αναζητήσει δίαυλο επικοινωνίας με την Άγκυρα για να μη μείνει έξω από την ευρύτερη συνεννόηση, κατ’ αναλογία με τον τρόπο που η απευθείας επικοινωνία της Σαουδικής Αραβίας με το Ιράν ώθησε και τα ΗΑΕ σε επαναπροσέγγιση με το Ιράν. Επιπλέον, το γεγονός ότι η Τουρκία έχει δείξει διάθες εμπλοκής σε ανοιχτές συγκρούσεις (όπως φάνηκε από την εμπλοκή της στη Λιβύη) αλλά και το γεγονός ότι προσφέρει drones που έχουν δοκιμαστεί σχετικά πετυχημένα σε πραγματικές συγκρούσεις, αυξάνει το ενδιαφέρον για συνεννόηση μαζί της.

Βεβαίως, στον  ορίζοντα αυτής της συνεννόησης βρίσκεται και η προσπάθεια η Τουρκία να αποκτήσει μια λιγότερο «παρεμβατική» πολιτική σε ανοιχτές κρίσεις και μέτωπα, κοινώς να αποφευχθούν καταστάσεις τύπου Λιβύης (όπου η Τουρκία ενίσχυε με εξοπλισμό και μισθοφόρους τη μία πλευρά και τα ΗΑΕ και η Σαουδική Αραβία στήριζαν την άλλη).

Το αντάλλαγμα είναι μεγαλύτερη οικονομική συνεργασία σε μια συγκυρία όπου η οικονομία κινδυνεύει να γίνει η «αχίλλειος πτέρνα» του Ερντογάν. Το άτυπο μποϊκοτάζ των σαουδαράβων στα τουρκικά προϊόντα σήμαινε ότι οι τουρκικές εξαγωγές στους πρώτους έντεκα μήνες του 2021 υποχώρησαν στα 189 εκατομμύρια δολάρια, ενώ το 2020 ήταν  2,5 δισεκατομμύρια και το 2019 ήταν 3,2 δισεκατομμύρια. Αυτό σημαίνει ότι μια αναθέρμανση των οικονομικών σχέσεων θα ήταν μια σημαντική οικονομική ανάσα για την Τουρκία.

Η δύσκολη πολιτική διαπραγμάτευση

Παρά την εμφανή δυναμική επαναπροσέγγισης που υπάρχει και με τη Σαουδική Αραβία και με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η διαπραγμάτευση δεν θα είναι εύκολη. Και οι δύο χώρες θα θέλουν να δουν μια συγκράτηση της επέκτασης της τουρκικής επιρροής στην περιοχή.

Κινήσεις όπως η προσπάθεια της Τουρκίας να αποκτήσει στρατιωτικές βάσεις στη Λιβύη, να επεκτείνει την επιρροή της στο Κέρας της Αφρικής και να ενισχύσει την παρουσία της στην Ερυθρά Θάλασσα, εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται με επιφύλαξη.

Ούτε είναι δεδομένο ότι θα συναντήσει η Τουρκία υποστήριξη σε σχέση με τις αξιώσεις της στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.

Ωστόσο, με τη πίεση από την οικονομία να είναι μεγάλη και τον Ερντογάν να θέλει να είναι τμήμα μιας ευρύτερης συνεννόησης στην περιοχή, είναι σαφές ότι η Τουρκία δεν έχει άλλη επιλογή από το να συνεχίσει σε αυτή την κατεύθυνση.

Πηγή:in.gr