Ακύρωση Διαθήκης Λόγω Πνευματικής Ανικανότητας

Του Χρήστου Ηλιόπουλου*

 

Αθήνα, 3 Ιανουαρίου 2022.

Για να είναι έγκυρη μία διαθήκη πρέπει ο διαθέτης που την έχει γράψει να είχε πνευματική διαύγεια και ικανότητα αντίληψης της πραγματικότητας όταν την συνέτασσε. Ο νόμος ορίζει ότι ανίκανοι να συντάσσουν διαθήκη είναι α) οι ανήλικοι, β) όσοι βρίσκονται σε δικαστική συμπαράσταση με πλήρη στέρηση της δικαιοπρακτικής τους ικανότητας ή με ρητή στέρηση της ικανότητας να συντάσσουν διαθήκη και γ) όσοι κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης δεν έχουν συνείδηση των πράξεών τους ή βρίσκονται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης τους.

Συχνά, το αν ο διαθέτης, δηλαδή εκείνος που συνέταξε την διαθήκη, έχει ή όχι συνείδηση των πράξεών του ή βρίσκεται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά την βούλησή του, δεν είναι εύκολο να διαπιστωθεί. Μπορεί ο ένας κληρονόμος να υποστηρίζει ότι ο κληρονομούμενος ήταν σε ψυχική και διανοητική κατάσταση ώστε να συντάξει εγκύρως διαθήκη, αλλά ένας άλλος κληρονόμος να ισχυρίζεται ότι ο θανών δεν ήταν σε πνευματική κατάσταση που να του επιτρέπει την σύνταξη διαθήκης και ότι δεν αντιλαμβανόταν την πραγματικότητα γύρω του ή ότι είχε μειωμένη ικανότητα ελέγχου της αντικειμενικής πραγματικότητας.

Το αν μία διαθήκη ισχύσει ως έγκυρη ή όχι, έχει συνέπειες στην κληρονομική διαδοχή, διότι με την διαθήκη μπορεί να κληρονομεί ένας ή περισσότεροι κληρονόμοι ένα ή περισσότερα περιουσιακά στοιχεία του θανόντος, ενώ χωρίς την διαθήκη, μπορεί να κληρονομούν άλλοι κληρονόμοι, ή οι ίδιοι κληρονόμοι αλλά σε διαφορετικά ποσοστά. Μπορεί χωρίς την συγκεκριμένη διαθήκη να ισχύει μία προηγούμενη διαθήκη, που όριζε λίγο ή πολύ διαφορετικά πράγματα για το ποιος κληρονομεί και σε τι ποσοστό. Εάν το περιεχόμενο δύο ή περισσοτέρων διαθηκών έρχεται σε σύγκρουση μεταξύ τους, ισχύει η πιο πρόσφατη έναντι της πιο παλαιάς. Εάν όμως οι διαθήκες δεν έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους, τότε μπορούν να ισχύουν όλες μαζί ταυτοχρόνως.

Στην υπ’ αριθ. 1333/2021 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το δικαστήριο έκρινε αγωγή που κατέθεσαν τα παιδιά του θανόντος για την ακύρωση της διαθήκης του, με την οποία άφηνε κάποια περιουσιακά στοιχεία στην σύντροφό του και στην κόρη αυτής, με τον ισχυρισμό ότι ο πατέρας τους κατά τον χρόνο σύνταξης της διαθήκης, λίγες ημέρες πριν πεθάνει, βρισκόταν σε διανοητική και ψυχική διαταραχή και ότι δεν είχε πνευματική διαύγεια και ικανότητα να συντάξει διαθήκη. Η διαθήκη είχε συνταχθεί από συμβολαιογράφο, ήταν δηλαδή μία δημόσια διαθήκη. Ο συμβολαιογράφος είχε μεταβεί στην οικία του διαθέτη όπου ενώπιον τριών μαρτύρων ο διαθέτης είχε προφορικά διατυπώσει ποια ήταν η επιθυμία του και ο συμβολαιογράφος είχε συντάξει την δημόσια διαθήκη. Μετά τον θάνατο του διαθέτη η διαθήκη δημοσιεύθηκε και σύμφωνα με το περιεχόμενό της, άφηνε συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία στις δύο εναγόμενες, ήτοι την επί πολλά έτη σύντροφό του (καθώς η σύζυγός του είχε πεθάνει) και στην κόρη της.

Το δικαστήριο μελέτησε τα επιχειρήματα και των δύο πλευρών, διάβασε ένορκες βεβαιώσεις και έγγραφα που οι δύο αντίθετες πλευρές προσκόμισαν, αλλά και την ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη που είχε διενεργηθεί και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι κατ’ αρχάς, ο συμβολαιογράφος δεν είναι ο πλέον αρμόδιος να διαπιστώσει την ψυχική και διανοητική υγεία του διαθέτη. Ακολούθως, το δικαστήριο έκρινε ότι ο διαθέτης κατά τον χρόνο που είχε συνταχθεί η διαθήκη δεν είχε την ικανότητα να συντάξει διαθήκη και ότι, κατά συνέπεια, η διαθήκη ήταν άκυρη. Αυτό βασίσθηκε σε σειρά ιατρικών βεβαιώσεων, γνωματεύσεων, σε ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη, σε μάρτυρες και σε άλλα αποδεικτικά στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία ο θανών έπασχε για αρκετά έτη από ανίατη ασθένεια και ελάμβανε φαρμακευτική αγωγή, που τον επηρέαζε σωματικά και ψυχικά. Ειδικώς, το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο κληρονομούμενος «κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης στις 7-3-2016, δεν είχε την ικανότητα να εκφράσει προφορικά διάταξη τελευταίας βούλησης και δη με το ανωτέρω συγκεκριμένο περιεχόμενο, με λόγο δομημένο και άρτιο, προβαίνοντας μάλιστα σε χρήση και τοπογραφικού διαγράμματος, καθώς δεν είχε την απαιτούμενη προς τούτο γλωσσική και εκφραστική ικανότητα, κρίση και αντίληψη, ευρισκόμενος σε ψυχική και διανοητική διαταραχή τέτοια, που δεν μπορούσε να θυμηθεί ούτε την ακριβή διεύθυνση της κατοικίας του, ούτε τον αριθμό του δελτίου της αστυνομικής του ταυτότητας». Διαπίστωσε δηλαδή το δικαστήριο σημαντική έκπτωση των νοητικών λειτουργιών του κληρονομουμένου και ψυχική διαταραχή αυτού, ως αποτέλεσμα της μακροχρόνιας ασθένειάς του και της φαρμακευτικής αγωγής που ελάμβανε που αφορούσε όχι μόνο αυτή καθ’ εαυτή την ασθένεια, αλλά και την ψυχική του ισορροπία.

Η αγωγή συνεπώς των παιδιών του θανόντος έγινε δεκτή από το δικαστήριο και η διαθήκη ακυρώθηκε.

*Ο Χρήστος Ηλιόπουλος

είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Master of Laws.www.greekadvocate.eubm-bioxoi@otenet.gr