Δύο Αδελφές, Μυρτώ και Γιούλικα, στο Ίδρυμα Μιχάλη Κακογιάννη
Δύο αδελφές, μια αέναη μάχη. Δύο οντότητες που πραγματώνονται η μία μέσα από την άλλη και επιτιθέμενες διεκδικούν διαρκώς και διακαώς την αυτοτέλεια της ύπαρξής τους, αποκλειστικά μέσω της επικράτησης της ισχυρότερης. Η μία είναι εθελόντρια σε ανθρωπιστικές δράσεις και η δεύτερη δημοσιογράφος με σχετική θεματολογία. Δύο ξεχωριστές εκ πρώτης προσωπικότητες που θα έπρεπε να αναπτύσσονται σιαμαία αλληλοσυμπληρούμενες, η πρώτη ως το σώμα-πράξη και η δεύτερη ως το πνεύμα-θεωρία, λειτουργούν εδώ σε πλήρη αντιδιαστολή μεταξύ τους.
Η συγγραφέας μητέρα τους λειτουργεί εμβληματικά ως η μήτρα του πνεύματος, τους διδάσκει το μεγαλείο της γλώσσας ως το βασικό εργαλείο έκφρασής του καθώς και την επικράτηση του τελευταίου πάνω στο σώμα. Με τον θάνατό της όμως αποδεικνύει πως την τελευταία λέξη την έχει τελικά το σώμα μέσω της απόλυτης φθοράς του, η οποία έχει τη δύναμη να στερήσει από τον άνθρωπο την αξιοπρέπεια που έχει εκείνος κατακτήσει μέσω του πνεύματος. Θεωρώ πως δεν είναι τυχαίο που η μητέρα πεθαίνει στα χέρια της πρώτης αδελφής, η οποία είναι μάρτυρας όλης αυτής της διαδικασίας και παραλείπει να ενημερώσει εγκαίρως την δεύτερη. Η παράσταση ξεκινά την στιγμή της συνάντησής τους και σε όλη τη διάρκειά της, οι δύο αδελφές στέκονται η μία απέναντι από την άλλη κατασκευάζοντας δίπολα.
Ζωή – Θάνατος, Θεωρία – Πράξη, Σώμα – Πνεύμα, Πρωτότυπο – Αντίγραφο. Το κέντρο βάρους της ύπαρξής τους μετατοπίζεται εναλλάξ προς τον ένα ή τον άλλο πόλο και η ιδιοσυγκρασία τους καθορίζεται κάθε στιγμή από τη συχνότητα αυτής της παλινδρόμησης. Οι στιγμές που ανακαλούν από τη κοινή μνήμη, είναι καταγεγραμμένες διαφορετικά στο θυμικό της καθεμιάς, αποκαλύπτοντας έτσι τον τρόπο που χαρτογραφήθηκε η μεταξύ τους σχέση.
Η επώδυνη αποτίμηση των δύο διαφορετικών εκδοχών ζωής προσομοιάζει στην αναμέτρηση δύο στρατιωτών που επιστρέφουν από μια μάχη ανούσια και ως αντίτιμο των όσων έχασαν σπαταλώντας τις ουσίες τους για χρόνια ολόκληρα, επιλέγουν να επιδείξουν αλλήλοις τις ήττες τους, αποδίδοντας όμως σε αυτές το ειδικό βάρος του τρόπαιου. Αυτό καθιστά προφανώς αδιανόητη μια ειρηνική συνύπαρξη, η οποία θα αποτελούσε ενδεχομένως και τη μοναδική διαφυγή από το διηνεκές του σχεσιακού τους αδιέξοδου που θυμίζει έντονα τη γνωστή ρήση του Σαρτρ «η κόλαση είναι οι άλλοι».
Το κείμενο θίγει τα βασικά προβλήματα των δυσλειτουργικών ενδοοικογενειακών σχέσεων, την ανταγωνιστικότητα που σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να οδηγήσει σε μίσος και να υποσκάψει το ντε φάκτο της αδελφικής αγάπης, τις βαριές αποσκευές που είναι γεμάτες από τιμωρίες καθώς και τις επιπτώσεις όλων αυτών στην διαμόρφωση των χαρακτήρων. Ψυχολογικοί χειρισμοί, συμμαχίες και έχθρες που μεταφράζονται κατά το δοκούν.
Δύο αυτοσχέδια δικαστήρια που στήνονται από μονολόγους που μοιάζουν αυτοτελείς αλλά στην πραγματικότητα ψάχνουν απεγνωσμένα το άλλο τους μισό προκειμένου να συνθέσουν έναν βίαιο αλλά διόλου εξελικτικό διάλογο, μιας και το επιδιωκόμενο δεν είναι η κάθαρση αλλά η επικράτηση του ισχυρότερου. Δύο τελείως διαφορετικές εκ πρώτης βιωματικές αναγνώσεις, οι οποίες όμως σταδιακά αποδεικνύονται πανομοιότυπες.
Οι δύο αδελφές βρίσκονται κάθε στιγμή αντιμέτωπες με τα προσωπικά τους αδιέξοδα, επαιτούν τη σημαντικότητα του δικού τους δράματος και διεκδικούν τη σκηνοθεσία του, παραμένοντας όμως φυλακισμένες στα σκηνικά τόσο τα δικά τους όσο και της άλλης. Ρωγμές, επιλογές, ηθική, αυτοπραγμάτωση, ματαιότητα και ματαίωση. Μια μεγάλη γκάμα ουσιών, καλά ενσωματωμένων στα κύτταρα των δύο γυναικών, διαταράσσει την οριακή ισορροπία ανάμεσα στην επιτακτική ανάγκη τού να υπάρξεις και τον φόβο της ανυπαρξίας.
Η περιφρούρηση των τρωτών σημείων επιτυγχάνεται με τη βίαιη στροφή των προβολέων στα τρωτά σημεία του αντιπάλου. Επίθεση, αποστασιοποίηση και προβολή αυτών στον προσωπικό αλλά και το συλλογικό αξιακό κώδικα. Το έργο δεν επικεντρώνεται στα κοινωνικά θέματα αλλά τα εργαλειοποιεί προκειμένου να δείξει τον τρόπο που η μονάδα κατοπτρίζει το συλλογικό αλλά και κατοπτρίζεται από αυτό.
Μια παράσταση για όσα έχουμε ακούσει, όσα έχουμε βιώσει, όσα έχουμε ενδεχομένως αναπαράξει. Παρόλο όμως που στο τραπέζι πέφτουν θέματα γνωστά και κοινότοπα, φεύγοντας τα κουβαλάς μέσα σου εκ νέου. Η δυνατή χειραψία του κειμένου του Pascal Rambert με τον θεατή δεν είναι η επαρκής αναπαράσταση της ανάγνωσής του αλλά η καλοδουλεμένη χρήση του σωματικού λόγου που υποκινείται από τη δύναμη και το ειδικό βάρος που φέρουν εντός τους οι λέξεις.
Η παράσταση αφορά στη σωματοποίηση των λέξεων και παραμένει συνεπής σε αυτό από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό. Η Μυρτώ Αλικάκη και τη Γιούλικα Σκαφιδά δίνουν δύο ηλεκτρικές ερμηνείες και καταφέρνουν να ανοίξουν έναν εσωτερικό διάλογο με τον θεατή, ισορροπώντας πάνω στο τεντωμένο σκοινί των αγώνων λόγων τους που απαιτεί, αν μη τι άλλο, καλή διαχείριση των εντάσεων.
***
Συντελεστές της παράστασης:
Κείμενο, Σκηνοθεσία, και Σκηνική / Ηχητική / Φωτιστική εγκατάσταση: Pascal Rambert
Μετάφραση στα Ελληνικά: Έφη Γιαννοπούλου
Βοηθός σκηνοθέτη: Μαργκώ Καραγιάννη
Ερμηνεύουν οι ηθοποιοί: Μυρτώ Αλικάκη και Γιούλικα Σκαφιδά
Ανάθεση /Αποκλειστικότητα: Αττική Πολιτιστική Εταιρεία
Πηγή: huffingtonpost.gr
Σχόλια Facebook