Ο Φαν’τ Σχιπ έβαλε φρένο στην κατηφόρα, αλλά είναι αμφίβολο αν μπορεί να πατήσει το γκάζι για προκρίσεις
Ανέλαβε μια εθνική σμπαραλιασμένη σε όλα τα επίπεδα μετά την εποχή Αναστασιάδη, στην οποία δυστυχώς γκρεμίστηκε ό,τι καλό είχε χτιστεί επί Σκίμπε. Αποτυχημένη και με τρομερά προβλήματα που προκάλεσε όχι η απόφαση για την απόλυσή του, αλλά ότι αυτή «χρεώθηκε» σε κάποιους παίκτες. Η δημόσια τοποθέτηση του Σωκράτη Παπασταθόπουλου άνοιξε τον ασκό του Αιόλου για να κάνουν πολιτική για την Εθνική Ελλάδας άνθρωποι οι οποίοι ουδόλως ενδιαφέρονται για εκείνη και την αντιμετωπίζουν μόνο ως «όχημα/επιχείρημα» για την ΕΠΟ (θετικό ή αρνητικό, ανάλογα με τα συμφέροντά τους και την εκάστοτε διοίκηση).
Την ΕΠΟ, άλλωστε, στην Ελλάδα δεν έχουμε μάθει να την αξιολογούμε βάσει των πραγματικών «καθηκόντων» της απέναντι στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Αλλά μόνο για τη διαιτησία και τις δικαστικές αποφάσεις! Εφόσον η διαιτησία διαφεντεύεται πλέον από «ανεξάρτητο/ουδέτερο» αλλοδαπό (Περέιρα/Κλάτενμπεργκ) και οι δικαστές είναι τακτικοί και θεωρούνται επίσης ανεξάρτητοι (δεν ορίζονται από την ομοσπονδία), η εθνική Ελλάδας… αναβαθμίστηκε περισσότερο στη μάχη των στρατοπέδων. Εγινε ακόμα περισσότερο «πεδίο βολής φτηνό»! Κι’ αυτό ήταν μέσες άκρες το κάθε άλλο παρά φιλικό περιβάλλον στο οποίο ήρθε για να εργαστεί ο Τζον Φαν’τ Σχιπ.
Ενας προπονητής του οποίου οι περγαμηνές ως ποδοσφαιριστής ουδεμία σχέση έχουν με την πορεία του ως coach. Ως παίκτης διέπρεψε και με τον Αγιαξ και με τη σπουδαία εθνική Ολλανδίας στη δεκαετία 1984 – 1994. Ως προπονητής εργάστηκε στην Ακαδημία του Αγιαξ, στην πρώτη ομάδα ως βοηθός του Μάρκο φαν Μπάστεν, στην εθνική Ολλανδίας πάλι ως βοηθός του φαν Μπάστεν και ως «πρώτος» στην Τβέντε, την Τσβόλε, τη μεξικάνινη Chivas και τη Mέλμπουρν Σίτι στην Αυστραλία. That’s all.
Ο Φαν’ τ Σχιπ ανέλαβε την Eθνική Ελλάδας σε δύσκολο και μεταβατικό στάδιο. Δυσκολεύτηκε ακόμα περισσότερο με τον αποκλεισμό Παπασταθόπουλου – Μανωλά που επιβλήθηκε από την ΕΠΟ, απέτυχε στο Nations League και παρουσίασε στα προκριματικά του World Cup ένα σύνολο το οποίο μας έδειξε για πρώτη φορά ποδοσφαιρική ταυτότητα, χημεία και τρομερή συσπείρωση, αφήνοντας αίσθηση αισιοδοξίας για το μέλλον. Το συμβόλαιό του λήγει σε δυο μήνες, η εθνική έχει ουσιαστικά αποκλειστεί μετ’ επαίνων.
Η απόφαση της ΕΠΟ δεν θα είναι τόσο εύκολη, αλλά πρέπει να βασιστεί αποκλειστικά στην εισήγηση των αρμοδίων: του Κώστα Κωνσταντινίδη και του Τάκη Φύσσα. Ουδείς άλλος εντός της ομοσπονδίας έχει τη γνώση και την κατάρτιση για να αξιολογήσει τον Φαν’ τ Σχιπ και να κρίνει αν μπορεί να πατήσει και γκάζι για καλύτερα, ανώτερα, επιτυχίες και προκρίσεις. Διότι το φρένο στην κατηφόρα μπήκε με τον ίδιο στον πάγκο, αλλά είναι πολύ – πολύ αμφίβολο αν μπορεί να βάλει και… δευτέρα και τρίτη μετά την πρώτη στην ανηφόρα. Αλλωστε εκεί… έξω – για να είμαστε ειλικρινείς – σίγουρα υπάρχουν πάμπολλοι ικανότεροι προπονητές από τον Φαν’τ Σχιπ, ο οποίος όμως πλέον ξέρει πολύ καλά αυτή την ομάδα και τον «χάρτη» του Ελληνα παίκτη στην Ευρώπη.
Στη ζυγαριά λοιπόν…
Τον κρατάς διότι…
1. Κατάφερε μετά από πολλές (περισσότερες του λογικού) δοκιμές, να καταλήξει σ’ έναν κορμό. Να στήσει μια ομάδα με ρόστερ 18-20 παικτών από τους οποίους απουσιάζουν δυστυχώς εδώ και πολλούς μήνες οι Φορτούνης – Κουρμπέλης και εσχάτως οι Ζέκα – Γαλανόπουλος (τρεις από τους έξι όλους κιόλους κεντρικούς χαφ).
2. Με Φύσσα – Κωνσταντινίδη επικεφαλής και τον ίδιο στο τιμόνι είναι ολοφάνερο εδώ και καιρό (και στα καλά και στα «στραβά») πως αυτή η εθνική ομάδα δεν έχει στον οργανισμό της γκρίνια, έριδες και πολιτική μεταξύ των ποδοσφαιριστών της. Οι περισσότεροι αγωνίζονται στο εξωτερικό πια και δεν έχουν εμποτιστεί με την όποια εντός των τειχών τοξικότητα από τις ομάδες στις οποίες ανήκουν. Κι όποιοι αγωνίζονται σε ελληνικές ομάδες (Ανδρούτσος, Μπουχαλάκης, Μασούρας, Μάνταλος, Τζαβέλλας – Τζόλης, Γιαννούλης, Κουρμπέλης και Φορτούνης μέχρι πριν από λίγους μήνες) δεν είναι παιδιά που δημιουργούν ή μεταφέρουν προβλήματα στην ομάδα.
3. Μετά από επίσης πολλά «πειράματα» κατέληξε σ΄ έναν σχηματισμό που φαίνεται να ταιριάζει στην ομάδα, με μικρές παραλλαγές. Σε διάταξη η οποία βασίζεται σε τρεις κεντρικούς αμυντικούς και συνήθως δύο επιθετικούς με τον Μπακασέτα (πάνω στον οποίο έχει «κουμπώσει» πια τη διάταξη) σε ελεύθερο ρόλο. Ενα σχέδιο που φαίνεται να ταιριάζει στις ικανότητες των παικτών.
4. Η Εθνική ομάδα σταδιακά ανέπτυξε μηχανισμούς οι οποίοι της επιτρέπουν να παίζει κανονικό – γρήγορο και με ένταση – ποδόσφαιρο. Οχι «ταμπούρι» με αντεπιθέσεις. Φάνηκε περισσότερο εναντίον στα δύο ματς εναντίον της σαφώς ανώτερης ποιοτικά Σουηδίας, όχι τόσο πολύ εναντίον της Ισπανίας: ας περιμένουμε και το επόμενο ματς εναντίον των φορμαρισμένων πιτσιρικάδων του Λουίς Ενρίκε. Το κατάφερε αυτό χάρη στην ένταση που έχουν οι προπονήσεις του Φαν’τ Σχιπ, αλλά και στην «υποδομή» και τα χαρακτηριστικά των παικτών που επιλέγει, λόγω της δουλειάς τους στην καθημερινότητα με τους συλλόγους στους οποίους ανήκουν.
5. Τον γουστάρουν οι παίκτες. Και ως προπονητή και ως χαρακτήρα. Επαιξαν και για πάρτη του μετά την ισοπαλία εναντίον του Κοσόβου, στο τρομερό 2-1 επί της Σουηδίας στο ΟΑΚΑ. Ασφαλώς δεν θεωρούν ότι είναι ο καλύτερος προπονητής του κόσμου ή κορυφαίος με τον οποίο έχουν συνεργαστεί στην καριέρα τους, αλλά εκτιμούν ότι είναι «επιπέδου Εθνικής Ελλάδας» και συνεργάζονται πρόθυμα και ευχάριστα μαζί του.
6. Τόλμησε από την αρχή να χρησιμοποιήσει πιτσιρικάδες οι οποίοι παρουσίαζαν τρομερή εξέλιξη. Δεν είχε το «κόλλημμα» με τους έμπειρους, αφήνοντας στην εθνική Ελπίδων παίκτες οι οποίοι άξιζαν να συμπεριλαμβάνονται αν όχι στην ενδεκάδα, τουλάχιστον στην 20άδα της Εθνικής Ανδρών. Mαυροπάνος, Χατζηδιάκος, Ανδρούτσος, Τζόλης, Δουβίκας, Αλεξανδρόπουλος, Βρουσάι, Γαλανόπουλος, Λημνιός, Παυλίδης είναι U24! Kάποιοι ίσως πήραν μεγαλύτερο χρόνο συμμετοχής απ΄αυτό που άξιζαν, κάποιοι λιγότερο. Ομως σε κάθε περίπτωση αυτές οι επιλογές του Φαν’τ Σχιπ βοήθησαν την Εθνική Ελλάδας να περάσει στην επόμενη πίστα από το μεταβατικό στάδιο αυτής της διετίας με τον ίδιο στον πάγκο.
Δεν τον κρατάς διότι…
1. Εχει ολοφάνερο πρόβλημα διαχείρισης κατά τη διάρκεια των αγώνων. Είτε το ματς κυλήσει θετικά, είτε αρνητικά για την Ελλάδα στο πρώτο ημίχρονο, σπανίως παίρνει τις σωστές αποφάσεις στο δεύτερο 45λεπτο! Συνήθως, δε, το αρχικό πλάνο του είναι σωστό! Θυμηθείτε τα δυο παιχνίδια με τη Σουηδία. Το ματς με το Κόσοβο, στο οποίο ο αντίπαλος έπαιζε μονότερμα την Ελλάδα για 20 λεπτά προτού ισοφαρίσει τελικά στο φινάλε. Ακόμα και το ματς με τη Γεωργία ή το 1-1 στην Ισπανία με το απίθανο πέναλτι – δώρο και το ελληνικό «κρυφτό» στο τελευταίο 15λεπτο. Δείχνει προβληματικός στο «Plan B» και στην προσαρμογή στις συνθήκες του αγώνα. Σχεδόν σε κάθε ματς! Κι αυτή η ομάδα, η οποία έχει πολλούς νεαρούς και δεν έχει ωριμάσει ακόμα, χρειάζεται κατά τη διάρκεια των αγώνων ακόμα μεγαλύτερη βοήθεια από τον πάγκο συγκριτικά με ένα σύνολο που θα είχε ως πυρήνα του «30άρηδες».
2. Του πήρε… πάρα πολύ καιρό για να καταλήξει σε κάποιες «σταθερές» επιλογές. Αν εξαιρέσει κάποιος τους Μπουχαλάκη – Ζέκα (δεν είχε κι άλλους διαθέσιμους για τη μεσαία γραμμή εδώ και έναν χρόνο…) και τον Μπακασέτα, έχει κάνει άπειρες δοκιμές σε όλες τις υπόλοιπες θέσεις! Απειρες και πολλές λανθασμένες. Στη θέση του τερματοφύλακα, του δεξιού μπακ (Μαυρίας!), του αριστερού μπακ (Γιαννούλης και όχι Τσιμίκας), στους στόπερ, στους εξτρέμ (δεν ήταν βασικός ο κορυφαίος Ελληνας παίκτης εδώ και δύο χρόνια, Γιώργος Μασούρας!). Δεν τον κακίζει κάποιος για τις δοκιμές στην επίθεση: δεν έχει κλασικό γκολτζή φορ και έπαιξαν… όλοι. Αλλά σε κάποιες από τις υπόλοιπες θέσεις ορισμένες αποφάσεις ήταν παράλογες.
3. Εκανε ορισμένες πραγματικά απίθανες κλήσεις, οι οποίες δεν εξηγούνται ποδοσφαιρικά. Του Ρότα, επί παραδείγματι. Η’ του νεαρού Γιάννη Παπανικολάου της πολωνικής Ρακόφ. Παράλογες όχι τόσο γιατί τους κάλεσε, αλλά γιατί δεν τους ξανακάλεσε μετά από φιλικά ματς για να τους δοκιμάσει περισσότερο! Και παρότι είναι σαφές πως έχει ανοιχτά τα ραντάρ του σε όλα τα μήκη και πλάτη της Ευρώπης, υπάρχουν κάποιοι παίκτες οι οποίοι είχαν καλή σεζόν πέρυσι, αλλά δεν τους «έβλεπε». Λίγοι, αλλά υπάρχουν!
4. Προσπαθεί να μην επηρεάζεται από τα media, αλλά… επηρεάζεται. Στη συνέντευξη Τύπου μετά την ήττα από τη Σουηδία είπε δύο φορές τη φράση «δεν με ενδιαφέρει τι λέγεται!». Αν όντως δεν σε ενδιαφέρει, δεν το αναφέρεις σε επίσημη συνέντευξη Τύπου. Το λες, ακριβώς επειδή σε ενδιαφέρει και ασχολείσαι μ’ αυτό! Ηταν μια λεκτική άμυνα του Φαν’τ Σχιπ, ο οποίος πολλές φορές έχει κάνει άστοχες δηλώσεις για διάφορα θέματα, χωρίς καν να «πιέζεται» από τις ερωτήσεις που του γίνονται συνήθως από Ελληνες δημοσιογράφους. Και στην πραγματικότητα «πολεμική» (και μάλιστα στρατευμένη) έχει συναντήσει μόνο από μικρή μερίδα των media. Όπως, από την άλλη πλευρά, έχει συναντήσει τρομερή και παράλογη στήριξη από άλλη μικρή μερίδα μέσων ενημέρωσης. Επί προσωπικού δεν έχει «εχθρούς». «Πληρώνει» την ακραία απόφαση της ΕΠΟ για Μανωλά – Παπασταθόπουλο στην οποία πειθάρχησε (διαφορετικά θα έπρεπε να παραιτηθεί και δεν μοιάζει για επαγγελματία που ήρθε για να φύγει…) και τη δική του (ολόσωστη) απόφαση για τον Σιόβα.
ΥΓ: Μακριά από εμάς η όποια «αποθέωση» ή «αφορισμοί» για κάθε προπονητή ασφαλώς.
Πηγή: gazzetta.gr
Σχόλια Facebook