Εισερχόμενοι στον μήνα του ελληνικού έπους του 1940

ΑΠΟΨΗ ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΛΑΣΠΙΝΑ

Μετά την 28η Οκτωβρίου 1940, ή Ομογένεια δεν είχε μόνο ριζώσει στην Αμερική σαν ένα κομμάτι του αμερι­κανικού συνόλου, είχε ριζώσει στην Αμερική και σαν μια περήφανη ομάδα, με την δική της πολιτιστική φυσιογνω­μία και υπόσταση.

Οι περισσότεροι μετανάστες είχαν ήδη περάσει πάνω από δύο δεκαετίες στην Αμερική, είχαν δημιουργήσει επιχειρήσεις και οικογένειες, είχαν ριζώσει –και όχι λιγότερο σημαντικό, οι περισσότεροι είχαν περάσει προ πολλού την πρώτη νεότητα με τους ενθουσιασμούς και τις ακρότητες της.  Άρχισε τότε, την δεκαετία 1960  το «πάρτι» της ανόδου του μορφωτικού επιπέδου της ομογένειας καθώς όλο και περισσότερα παιδιά Ελληνοαμερικανών έμπαιναν στα πανεπιστήμια. Παράλληλα, τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα των ΗΠΑ αποκτούσαν Ομογενείς καθηγητές, μεγάλες Εταιρίες προσλάμβαναν σε διευθυντικές θέσεις Ελληνοαμερικανούς και γενικά, η ομογένεια αποκτούσε διαρκώς αύξουσα ισχυρή παρουσία στην πυραμίδα της αμερικανικής πολιτικής, επιχειρηματικής και οικονομικής ζωής.  Ώσπου σύντομα η Ελληνική Παροικία στις ΗΠΑ αναδείχθηκε πρώτη σε μόρφωση και δεύτερη σε πλουτισμό από όλες τις εθνικές μειονότητες της Αμερικής. Καθεστώς που ισχύει και μέχρι σήμερα. (Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, η δεύτερη θέση σε οικονομική δύναμη δεν σημαίνει ούτε ότι όλοι οι Ελληνοαμερικανοί είναι πολύ πλούσιοι ούτε ότι δεν υπάρχουν και πολλοί φτωχοί ομογενείς).

Σ’ όλα αυτά τα χρόνια, ο Ελληνισμός της Αμερικής εξακολουθούσε να ενισχύει έμμεσα την ελληνική οικονομία με τα εμβάσματα που έστελναν οι μετανάστες στους συγγενείς τους στην Ελλάδα. Στην εικοσαετία 1900-1920, οι Ελληνοαμερικανοί έστειλαν στις οικογένειες τους στην Ελλάδα το σεβαστό ποσό των 110.000.000 δολαρίων της εποχής εκείνης. Πάνω από 120.000.000 δολάρια εισέρρευσαν στην Ελλάδα κατά την επόμενη δεκαετία, 1921–1930. Ύστερα από μια σχετική –και αναπόφευκτη– πτώση κατά την περίοδο της οικονομικής δυσπραγίας και του πολέμου 1941–1945, αρχίζει και πάλι να ανέρχεται το ποσό των εμβασμάτων, με αποτέλεσμα να έχομε στην δεκαετία 1951 – 1960 ένα σύνολο 250 περίπου εκατομμυρίων δολαρίων.

Εάν αυτή η τάση των Ελλήνων Μεταναστών να ενισχύουν τις οικογένειες που άφησαν πίσω τους, αλλά και την ελληνική Οικονομία καθώς και την πατρίδα γενικότερα (με επενδύσεις σε ακίνητα, σε επιχειρήσεις, δωρεές μικρές τοπικές, και μεγάλες εθνικές κλπ.) είχε αναγνωρισθεί έμπρακτα από το ελληνικό Κράτος, με τη δημιουργία ενός Φορέα Αποδήμων Ελλήνων  που θα συντόνιζε, θα κατεύθυνε και θα έδινε κίνητρα, η ανάπτυξη της ελληνικής Οικονομίας θα ήταν εντονότερη, συντομότερη και προς την σωστή κατεύθυνση.

Ένας τέτοιος φορέας θα μπορούσε να είναι ένα Υπουργείο Απόδημου Ελληνισμού. Πάγιο αίτημα της ομογένειας από το 1953 και μετά. Ωστόσο οι Έλληνες Πρωθυπουργοί, που έχουν το αποκλειστικό προνόμιο να φτιάχνουν κυβερνήσεις και να διορίζουν υπουργούς, δεν το τόλμησαν. Ή δεν τους απασχόλησε σαν ένα πολιτικό ενδεχόμενο. Με τα χρόνια, με την ανάπτυξη της Ελλάδος, την αύξηση του εθνικού εισοδήματος και την σαφή βελτίωση του οικογενειακού ωσαύτως, το ομογενειακό συνάλλαγαμα (που για χρόνια αποτελούσε τον τρίτο πυλώνα συναλλαγματικού εισοδήματος της χώρας, που ήταν οι “άδηλοι πόροι” (Ναυτιλιακό, Τουριστικό, Ομογενειακό Συνάλλαγμα), το έμβασμα προς τις οικογένειες μειώθηκε, εάν δεν ανακόπηκε εντελώς. Συνεχίστηκαν, ωστόσο, αν και με μικρότερους ρυθμούς,  οι τοπικές προσφορές και οι επενδύσεις.

Ήδη οι νέες διεθνείς οικονομικές συνθήκες ωθούν προς την ανάγκη να ζήσει η Ελλάδα νέα περίοδο εντονότερης δραστηριοποίησης και συμμετοχής της απανταχού ομογένειας σε όλους τους τομείς, τουριστικούς, επιχειρηματικούς κλπ.

Τούτου δοθέντος, αναρωτιώμαστε εάν στο πλαίσιο αυτό, το  πάγιο αίτημα της Ομογένειας για Υπουργείο Απόδημου Ελληνισμού, ενόψη  και των προσεχών εκλογών της απλής αναλογικής,  (με την περιορισμένη έστω συμμετοχή αποδήμων), θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο προβληματισμού και σκέψης για τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη.