Ολιμπίκ Μαρσέιγ: Η πιο ελληνική ομάδα της Γαλλίας

Φωτογραφία αρχείου: AAP via AP/Lionel Cironneau

Πριν λίγες ημέρες ένας Γάλλος χρήστης του Τουίτερ ανακοίνωσε μέσω του κοινωνικού δικτύου ότι θα έβαζε τέλος στη ζωή του. Ο νεαρός Λουί ανακοίνωσε αυτή του την απόφαση διαλέγοντας έναν περίεργο τρόπο, ενημερώνοντας… την αγαπημένη του ομάδα και τον επίσημο λογαριασμό της με τουίτ που έγραφε:

«Γεια σου Μαρσέιγ. Απόψε θα τελειώσω τη ζωή μου. Ελπίζω ότι η ΟΜ θα γίνει θρύλος και θα κερδίσει την Παρί. Σε ευχαριστώ ΟΜ γιατί ήσουν η μοναδική πηγή χαράς στη ζωή μου. Δώστε ένα μάθημα σε αυτούς τους εγωκεντρικούς. Allez l’OM».

Καμία αναφορά σε δικούς του ανθρώπους, καμία αναφορά στα προβλήματά του, στους λόγους της αυτοκτονίας. Μοναδική του ευχή να κερδίσει η Μαρσέιγ τους αντιπαθητικούς Παριζιάνους και να πάνε όλα καλά, μετά θάνατον άγχος για την ομάδα του. Ευτυχώς η ιντερνετική κοινότητα το πήρε γρήγορα χαμπάρι, η αστυνομία ενεργοποιήθηκε και ο φοιτητής δημοσιογραφίας δεν αυτοκτόνησε.

Η Μασσαλία είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση, μια πόλη με έντονο ελληνικό στοιχείο στην ίδρυσή της και την ιστορία της. Πολλοί από τους κατοίκους της θεωρούν τον εαυτό τους Μαρσεγιέζο, περισσότερο από Γάλλο. Μια πόλη που δεν ταιριάζει και με αυτό που έχουμε στο μυαλό μας για τη Γαλλία, ίσως πιο κοντά στον ιταλικό Νότο. Διαφθορά, εγκληματικότητα, μεταναστευτικό, ναρκωτικά, φτώχεια σε αρκετά μέρη.

Στα βόρεια υπάρχει μια πολύ μεγάλη περιοχή γκετοποιημένη, λευκοί, μαύροι, Άραβες όλοι μαζί με ένα μεγάλο ποσοστό να ζει κάτω από συνθήκες φτώχειας. Η Μασσαλία έχει αναλογικά τον ίδιο μέσο όρο δολοφονιών για ναρκωτικά με τη Νέα Υόρκη.

Κάπου εκεί μεγάλωσε και ο Ζιντάν, σε ένα από τα πιο διάσημα τέτοια μέρη τη Λα Καστελάν, μέρος στο οποίο πήγαν πολλοί Αλγερινοί πρόσφυγες τη δεκαετία του 1960. Η μοίρα όμως δεν τον έφερε ποτέ να παίζει στον τοπικό σύλλόγο. Κάτι που έκανε ένα άλλο τρομερό παιδί της πόλης, ο Ερίκ Καντονά. Σύμπτωση οι εκρηκτικοί χαρακτήρες τους ή απλά γνήσιοι Μαρσεγιέζοι;

Όπως κι η πόλη της, έτσι κι η ομάδα της η Ολιμπίκ Μαρσέιγ δεν είναι μια τυχαία ομάδα, την αγαπάς ή τη μισείς, είναι ένας σύλλογος με ιδιαιτερότητες, παραξενιές, σύλλογος που περνάει από την επιτυχία στην αυτοκαστροφή, ομάδα που μπορεί ανά πάσα στιγμή να γίνει είδηση για οτιδήποτε μπορείς να φανταστείς.

Σύλλογος που θυμίζει πολύ ελληνικό, με σκάνδαλα, δωροδοκίες, οπαδούς που η γνώμη τους καθορίζει την πολιτική, διοικητικές καλτ μορφές. Δεν πέρασε άλλωστε πολύς καιρός από τότε που ο Πατρίς Εβρά ήρθε στα χέρια με οπαδούς του συλλόγου πριν καν αρχίσει ένα παιχνίδι.

Ο Εβρά που μετακόμισε μόλις το περασμένο καλοκαίρι στη Μασσαλία είχε μπει στο στόχαστρο οπαδών στο ζέσταμα, αυτός ανταπάντησε και η κατάσταση ξέφυγε με τον παίκτη να έχει επεισόδιο με ορισμένους εξ αυτών πριν τον αγώνα του Γιουρόπα Λιγκ απέναντι στη Βιτόρια Γκιμαράες.

Ο Εβρά που τα τελευταία χρόνια έγινε γνωστός για τα χαζοχαρούμενα βίντεό του, μετατράπηκε σε βέρος Μαρσεγέζος και ως νέος Καντονά κλώτσησε έναν οπαδό από αυτούς που μπούκαραν την ώρα της προθέρμανσης και έκοβαν βόλτες στον περιβάλλοντα χώρο για να του ζητήσουν το λόγο.

Ο ίδιος προσπάθησε να δείξει ότι μόνο “κάποιοι λίγοι” είχαν πρόβλημα μαζί του, νομίζοντας ότι η διοίκηση θα πάρει το μέρος ενός αθλητή της. Στη Μαρσέιγ όμως οι οπαδοί είναι κάτι πολύ παραπάνω από πελάτες. Στο επόμενο ματς ένα τεράστιο πανό σηκώθηκε εναντίον του και με συνοπτικές διαδικασίες ο Πατρίς Εβρά έλυσε το συμβόλαιό του, με τη διοίκηση να δικαιολογεί την απόφασή της ρίχνοντας το φταίξιμο εξ ολοκλήρου στον παίκτη.

Η Μαρσέιγ είναι το καμάρι των κατοίκων της πόλης, η χαρά και η δυστυχία (ακόμα και όταν απειλούν να αφήσουν τον μάταιο τούτο κόσμο) και μπορεί να είναι μια “επιχείρηση” με ιδιοκτήτες, αλλά χωρίς τη στήριξη και την άδεια του του κόσμου δεν μπορεί να λειτουργήσει τίποτα. Και όχι μόνο στην ποδοσφαιρική ομάδα. Οι κακές γλώσσες λένε ότι δεν βγαίνεις δήμαρχος στην πόλη αν δεν έχεις μαζί σου την τοπική ομάδα. Οι οπαδοί είναι πραγματικά κάτι σαν παίκτες όπως έχει δείξει και το παρελθόν.

Το 1989 στο Μαρσέιγ-ΑΕΚ ο νεαρός οπαδός Πατρίς ντε Περετί βλέπει τους Έλληνες οπαδούς να καταφτάνουν στο Βελοντρόμ και εντυπωσιάζεται. Ο πρώτος τύπος που κατεβαίνει από το ελληνικό πούλμαν είναι ψηλός με μούσια και ημίγυμνος, ενώ όπως λέει ο αστικός μύθος στη Γαλλία έχει περασμένο ένα τσεκούρι στη ζώνη του (εξαγωγή πολιτισμού ή κλασσική γαλλική φαντασία;).

Ο Πατρίς βλέπει την υποστήριξη των Ελλήνων οπαδών που τραγουδούν συνέχεια στο γήπεδο όλοι ημίγυμνοι και αποφασίζει ότι πρέπει κι οι οπαδοί της ΟΜ να ακολουθήσουν την ίδια συμπεριφορά. Γυρίζει σε όλα τα γήπεδα με ένα φθαρμένο τζιν, το κασκόλ στο λαιμό και συχνά μια ντουντούκα για να οργανώνει. Πάντα ημίγυμνος, όπως οι ΑΕΚτζήδες.

Μερικά χρόνια αργότερα, το 1993, η Μαρσέιγ παίζει στους ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ με τη Σπαρτάκ Μόσχας στο Βερολίνο (μια που στη Μόσχα δεν είχε στάδιο να καλύπτει τις προδιαγραφές της ΟΥΕΦΑ), με τη θερμοκρασία στο Ολυμπιακό Στάδιο να φτάνει τους -12.

Ο “Ντεπέ” όπως τον φώναζαν βγάζει τη φανέλα, φοράει το κασκόλ στο λαιμό και οργανώνει την εξέδρα. Η ΟΜ παίρνει το 1-1 με γκολ του Αμπεντί Πελέ και προχωράει μέχρι τον τελικό όπου και κατακτάει το τρόπαιο. Ο διαβόητος Ταπί δίνει μετάλλιο στον Ντεπέ για εκείνη τη βραδιά, ο οπαδός αποθεώνεται κανονικά μαζί με τους παίκτες και περνάει στην ιστορία του συλλόγου.

Αλλά δεν είναι περίεργο. Ο Πατρίς αντιπροσωπεύει το πνεύμα της Μασσαλίας. Φτωχός, γιος Ιταλών μεταναστών σε μια πόλη γεμάτη εθνικότητες, ο πιτσιρικάς ζούσε για την ομάδα. Κάποιοι τον θυμούνται να είναι από τις 8 το πρωί στο Βελοντρόμ για να ετοιμάσει το πέταλο και μετά να κοιμάται στο προστατευτικό δίχτυ σαν να ήταν αιώρα.

Ο Ντεπέ έφυγε από τη ζωή μόλις στα 28 του από ανεύρυσμα ή από υπερβολική δόση σύμφωνα με άλλους. Το όνομά του έχει δοθεί στο βόρειο πέταλο του Βελοντρόμ, το όνομα ενός οπαδού σε μια εξέδρα. Η τρέλα της Μασσαλίας που είπαμε, η ιδιαίτερη σχέση κόσμου-ομάδας.

Η Μαρσέιγ όμως έμεινε πίσω με τα χρόνια. Η εποχή Ταπί με όλες τις επιτυχίες (και τις βρομιές όμως για τις οποίες αξίζει ειδικό αφιέρωμα) έμεινε πίσω, ίσως επειδή το ποδόσφαιρο άλλαξε κι η ΟΜ συνεχίζει να συμπεριφέρεται όπως παλιά.

Ένα πρωτάθλημα το 2010 είναι ο μοναδικός σοβαρός τίτλος που έχει κατακτήσει από τα χρόνια που στην ομάδα έπαιζαν παικταράδες. Εκατοντάδες παίκτες, πολλοί προπονητές (ανάμεσά τους κι ο Μαρσέλο Μπιέλσα), αλλά το αποτέλεσμα το ίδιο. Στο τέλος απογοήτευση, λαϊκά δικαστήρια, πανό με τράγους (που αντιπροσώπευαν τους παίκτες).

Τη στιγμή που τα λεφτά της ΠΣΖ την κάνουν άτρωτη, ενώ κι η Μονακό παίζει σε άλλο επίπεδο, είναι δύσκολο για τους νότιους να τα καταφέρουν. Πέρσι έγινε τελικά η αλλαγή ιδιοκτησίας, η ομάδα πέρασε στα χέρια του Αμερικάνου Φρανκ Μακ Κορτ. Δεν άλλαξαν πολλά, ο κόσμος ήταν σχετικά απογοητευμένος.

Κι όμως, σιγά σιγά η Μαρσέιγ ανένηψε φέτος. Με έναν προπονητή χαμηλών τόνων που ξέρει να δουλεύει, που μπορεί να μην είναι ο κόουτς-νικητής, αλλά μπορεί να βάλει κάποια τάξη στο χάος.

Ο Ρούντι Γκαρσία (ή Ρουντί Γκαρσιά στα γαλλικά) μετά την αρκετά καλή πορεία του στη Ρόμα επέστρεψε στην πατρίδα του και φέτος δείχνει να ξεπερνά τα προβλήματα. Η ΟΜ τα κατάφερε και δεν αυτοκαταστράφηκε, πέρασε την κρίση, ξεπέρασε τον Εβρά και προσπαθεί να μπει σφήνα στους μεγάλους και να δώσει χαρά στον Λουί που τελικά βρίσκεται εν ζωή και θα παρακολουθήσει ξανά την ομάδα “που είναι η μοναδική χαρά στη ζωή του”.