Ο ελληνικής καταγωγής πρέσβης της Αυστραλίας στην Ελλάδα
Ο ελληνικής καταγωγής πρέσβης της Αυστραλίας στην Ελλάδα Arthur Spyrou (δεξιά), και ο Αλέκος Ρούπας, δάσκαλός του στο τουμπερλέκι. Φώτο: Γιάννης Ζινδριλής.
«Ένα από τα πολλά δώρα που μου έχει κάνει η Αυστραλία είναι το να σταθώ έξω από την Ελλάδα και να μπορώ να κοιτάξω την ελληνικότητά μου με μάτια ξένου και να την αγαπήσω πάλι» σημειώνει, μεταξύ άλλων, στη συνέντευξή του στη «σχεδία» ο ελληνικής καταγωγής πρέσβης της Αυστραλίας στην Ελλάδα κ. Άρθουρ Σπύρου.
Πώς βιώνεται το να ανήκεις σε δύο πατρίδες και ταυτότητες; Γιατί η μοίρα της μετανάστευσης αποτελεί μια εθνική μοίρα; Με ποιον τρόπο ο ελληνισμός της Αυστραλίας αναζητεί την αυθεντική ουσία της ελληνικότητας; Πώς διαμορφώθηκε, ήδη, από τα νηπιακά του χρόνια, η δική του σχέση με την ελληνική ποίηση; Απαντήσεις (και) σε όλα τούτα τα ερωτήματα δίνει στη συνέντευξή του στη «σχεδία» ο κ. Σπύρου.
ΣΖ: Ποια ήταν η επαφή που διατηρούσατε, ήδη από τα παιδικά σας χρόνια, με την Ελλάδα;
ΑΣ: Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1971, στο Μαιευτήριο «Έλενα». Φύγαμε με τους γονείς μου για την Αυστραλία, όταν ήμουν τεσσάρων χρόνων.
Ο πατέρας μου ήταν ο πρώτος διευθυντής του γραφείου του ΕΟΤ στην Αυστραλία. Περίμενε ότι θα επιστρέψει. Βέβαια, η θητεία αυτή κράτησε 21 χρόνια. Καθώς υπήρχε η σκέψη της επιστροφής, δεν χάνεις την ελληνικότητά σου. Όταν όλη σου η οικογένεια είναι εδώ, ξαδέρφια, παππούδες, γιαγιάδες, δεν «χάνεις» τα ελληνικά σου. Ο πατέρας μου από παιδί ήθελε να καταλάβω την Ελλάδα.
Ερχόμουν κάθε χρόνο να ζήσω αυτά τα ατελείωτα ελληνικά καλοκαίρια, που σε αμολούσαν στην παραλία και σε μάζευαν μετά από… μήνες. Ο «γέρος μου», όταν είχαμε καλοκαίρι στην Αυστραλία, με έστελνε να φοιτήσω δυο τρεις μήνες στο ελληνικό σχολείο. Ήταν μαρτύριο, διότι όταν λείπεις καιρό, κάπου σκοντάφτεις. Ήμουν ο μπουνταλάς της τάξης. Βέβαια, το θεωρούσα εντελώς φυσικό ότι πρέπει να πάω και σε ελληνικό σχολείο, δεν μου φάνηκε παράξενο. Δεν ήθελα να χάσω την αίσθηση του τι είναι η Ελλάδα.
ΔΥΟ ΚΟΥΛΤΟΥΡΕΣ
ΣΖ: Πώς βιώνατε και τι σήμαινε για σας το ανήκειν σε δύο πατρίδες και σε δύο ταυτότητες;
ΑΣ: Αυτό που απαντώ στα δικά μου τα παιδιά, όταν μου λένε: «Πατέρα, από πού είμαστε εμείς τώρα; Είμαι μισός Έλληνας και μισός Αυστραλός;», γιατί έχουν το ένα πόδι στη μια ήπειρο και το άλλο στην άλλη, είναι: «Όχι, είστε 100% Έλληνες και 100% Αυστραλοί, και τις δύο κουλτούρες θα τις αγαπήσετε και θα τις κάνετε 100% δικές σας».
Δεν μπορείς να είσαι ενδιάμεσος. Μπορείς να ταυτιστείς και με τις δύο κουλτούρες, η ανθρώπινη καρδιά και η ανθρώπινη ψυχή χωρούν δύο κουλτούρες και δύο πολιτισμούς πολύ εύκολα. Όταν ήμασταν στην Αυστραλία, ήμασταν Αυστραλοί. Όταν βρισκόμασταν, όμως, στην Ελλάδα ή σε ελληνικό πανηγύρι στην Αυστραλία, ήμασταν Έλληνες.
Εξάλλου, στην Αυστραλία, μονάχα το 1,5% του πληθυσμού είναι ιθαγενείς, όλοι οι άλλοι είναι μετανάστες κάποιου βαθμού.
ΣΖ: Σε ηλικία τεσσάρων χρόνων ξεριζώθηκε η γιαγιά σας από την Προύσα, ερχόμενη στην Ελλάδα, οι γονείς σας κι εσείς ο ίδιος μεταναστεύσατε στην Αυστραλία. Πιστεύετε ότι ακολουθούσατε μια οικογενειακή μοίρα μετανάστευσης;
ΑΣ: Η γιαγιά μου έφυγε από τη Μικρά Ασία με την Καταστροφή σε ηλικία τεσσάρων χρόνων. Στην ίδια ηλικία έφυγα και εγώ από την Ελλάδα. Θα έλεγα ότι είναι μια εθνική μοίρα.
Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι, πριν πάει να δουλέψει στον ΕΟΤ και έρθει στην Αυστραλία, ο πατέρας μου ήταν ασυρματιστής σε καράβια, όπως στα καράβια «Πατρίς» και «Αρκαδία» που μετέφεραν τους έλληνες μετανάστες στην Αυστραλία, αλλά και σε καράβια που πήγαιναν τους μετανάστες στον Καναδά και τις ΗΠΑ.
Η οικογενειακή ιστορία της μετανάστευσης προέρχεται και από αυτήν την πλευρά. Μια και φέτος η ελληνική παροικία της Αυστραλίας γιορτάζει κι αυτή τα 200 χρόνια από την ελληνική επανάσταση, αξίζει να σημειωθεί ότι οι πρώτοι καταγεγραμμένοι Έλληνες έφτασαν στην Αυστραλία το 1829, κατά τη διάρκεια της Επανάστασης.
Ήταν επτά και τους είχαν πιάσει οι Άγγλοι για πειρατεία, διότι είχαν κουρσέψει ένα αγγλικό πλοίο. Το κούρσεψαν, μάλιστα, έχοντας ανεβασμένη στο δικό τους πλοίο, το «Ηρακλής», την ελληνική σημαία, τότε που δεν υπήρχε ακόμη ελληνικό κράτος.
Όταν τους είπαν οι Άγγλοι ότι είστε κουρσάροι και θα σας στείλουμε στην Αυστραλία για καταναγκαστικά έργα, εκείνοι απάντησαν ότι δεν είναι κουρσάροι, αλλά επαναστάτες και ότι το αγγλικό πλοίο το κούρσεψαν διότι όσα έφερνε προορίζονταν για πώληση στους Τούρκους, άρα αποτελούσε νόμιμο στόχο. Βέβαια, οι Άγγλοι τους είπαν «ξεχάστε το αυτό» και τους έστειλαν στην Αυστραλία.
Οι πέντε, όταν τέλειωσαν τα καταναγκαστικά έργα, γύρισαν στο ελεύθερο ελληνικό κράτος, οι άλλοι δύο έμειναν εκεί και ήταν εκείνοι που ξεκίνησαν την παροικία. Ήταν τουλάχιστον οι πρώτοι που ξέρουμε.
ΣΖ: Σας διακατείχε το αίσθημα του νόστου και η επιθυμία της επιστροφής;
ΑΣ: Θα έλεγα ότι ο κάθε μετανάστης μέσα στη μοίρα της μετανάστευσης έχει και τη μοίρα της επιστροφής, για αυτό και οι Έλληνες της παροικίας επιστρέφουν κάθε χρόνο και ακουμπάνε τα πατρώα εδάφη, τα ακουμπάνε έχοντας μέσα στην καρδιά τους μία Αυστραλία που τους έδωσε όλες τις ευκαιρίες να αρχίσουν μια νέα ζωή.
Εγώ ήμουν τυχερός διότι είχα την ευκαιρία να επιστρέφω κάθε χρόνο και να ζω σε μια εποχή που δεν διαρκεί τρεις μήνες το ταξίδι με το καράβι. Η επιστροφή ήταν κάτι που συμπλήρωνε τον κύκλο, έναν κύκλο που κάθε μετανάστης τον νιώθει.
Αυτό δεν σημαίνει ότι αγαπάς λιγότερο τη χώρα που σε φιλοξενεί, όπου μεγαλώνουν τα παιδιά σου, που σε εμπιστεύεται και σε αγαπάει.
Ένα από τα πολλά δώρα που μου έχει κάνει η Αυστραλία, είναι το να σταθώ έξω από την Ελλάδα και να μπορώ να κοιτάξω την ελληνικότητά μου με μάτια ξένου και να την αγαπήσω πάλι, όχι μόνο να είναι δική μου, αλλά να την ξανακοιτάξω και να ταυτιστώ για δεύτερη φορά. Αυτή είναι η επιστροφή, η όμορφη επιστροφή που κάνεις, κοιτάζοντας την Ελλάδα με άλλα μάτια.
ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΤΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ
ΣΖ: Έχετε σταθεί στο πόσο έχουν χαραχθεί στη μνήμη σας οι εικόνες από τα πανηγύρια της ελληνικής επαρχίας. Ποιες είναι αυτές οι εικόνες;
ΑΣ: Πιο πολύ πηγαίναμε στη Βοιωτία, στην Ξηρονομή, στο αρβανιτοχώρι μας, και στην Αετόπετρα στην Ήπειρο, που είχα έναν θείο, ο οποίος αγαπούσε πολύ τη μουσική. Είχε μάθει τους χορούς σε όλα του τα παιδιά, ακόμη και να μην ξέραμε σηκωνόμασταν και κάναμε ό,τι και οι άλλοι.
Σηκώκονται οι άλλοι να χορέψουν, σηκώνεσαι και εσύ. Βλέπεις όλους τριγύρω σου να χαίρονται αυτήν την αδελφοσύνη και μπαίνεις και εσύ μέσα, θες και εσύ να είσαι κομμάτι αυτού του πράγματος.
Μου έκανε πάντα εντύπωση, όταν ερχόμουν από την Αυστραλία, πόσο γρήγορα σηκωνόταν ο Έλληνας να χορέψει, έπινε ένα ποτό, έτρωγε ένα μεζεδάκι, και με το που άρχιζαν οι μουσικοί να παίζουν έβλεπες τους πρώτους να σηκώνονται, μαζί και τα παιδιά.
Σε μία γιορτή όπου θεωρητικά τιμάς έναν άγιο, γιορτάζεις, στην ουσία, το συνάνθρωπό σου, την παράδοση του χωριού, το γεγονός ότι στο ίδιο μέρος χόρευε κι ο γέρος σου και ο παππούς σου, ότι σε αυτά τα βουνά ακουγόταν η ίδια μουσική πριν από εκατοντάδες χρόνια.
Θυμάμαι, βέβαια, ότι το πανηγύρι στην Αετόπετρα γινόταν κάτω από τα πλατάνια, δίπλα σε τρεχούμενο νερό, με το αρνί στη σούβλα. Ήταν, δηλαδή, κάτι που το μύριζες, το έτρωγες, το άκουγες, το ένιωθες.
ΣΖ: Από τη νηπιακή σας ηλικία, δεθήκατε με το ρυθμό της ελληνικής γλώσσας και την ελληνική λογοτεχνία. Πώς προέκυψε τούτο το δέσιμο, εξ απαλών ονύχων;
ΑΣ: Το σπίτι μας ήταν γεμάτο ελληνική παραδοσιακή μουσική και τραγούδι. Ο πατέρας μου μού μάθαινε από μωρό τους ελληνικούς ρυθμούς, γιαννιώτικα, σμυρνέικα, πολίτικα τραγούδια, αλλά και ελληνική ποίηση.
Όταν έφυγα για την Αυστραλία σε ηλικία τεσσάρων χρόνων, μπορούσα να απαγγείλω ελληνική ποίηση. Έχω ηχογραφήσεις από σαράντα ελληνικά ποιήματα, Ουράνη, Καββαδία, Σολωμό, Καρυωτάκη, Ρίτσο και, βέβαια, τους δύο Έλληνες νομπελίστες, Σεφέρη και Ελύτη.
ΣΖ: Έχετε μεταφράσει Ρίτσο και Σικελιανό. Πώς αυτή η σχέση σας με την ελληνική λογοτεχνία διατηρήθηκε μέσα από τη μετάφραση;
ΑΣ: Αν δεν είσαι Ρίτσος, Ελύτης ή Σεφέρης, ένας τέτοιος ποιητής δηλαδή, και αγαπάς τη λογοτεχνία, ένας τρόπος να βγαίνει από την πένα σου λογοτεχνία τόσο υψηλής ποιότητας είναι η μετάφραση.
Δεν είναι μία διαδικασία όπου απλά μεταφράζεις λέξεις, πρέπει να σπάσεις το ρυθμό, να σπάσεις την έννοια, να βρεις την αντίστοιχη. Η μετάφραση θα έλεγα ότι είναι μια τέχνη βίαιη. Για να αναδημιουργήσεις, πρέπει πρώτα να σπάσεις και να ξανασυναρμολογήσεις με έναν τρόπο που θα είναι κατανοητός στον άλλον.
Κάθε γλώσσα έχει το ρυθμό της. Για παράδειγμα, το ηρωικό εξάμετρο του Ομήρου ή ο αλεξανδρινός στίχος είναι αυθεντικοί ελληνικοί ρυθμοί. Μπορούμε να γράψουμε σε ιαμβικό πεντάμετρο ή σε ιαμβικό εξάμετρο σε άλλη γλώσσα, αλλά δεν είναι το ίδιο πράγμα. Αντίστοιχα, οι μπαλάντες, ο μπαλαντικός ρυθμός είναι αυθεντικός ρυθμός της αγγλικής γλώσσας.
Όταν μετέφραζα τη συλλογή «Μονόχορδα» του Ρίτσου, τα περισσότερα από τα ποιήματα ήταν σε δεκαπεντασύλλαβο, που είναι ελληνικότατος. Δεν μπορούσα να τα μεταφράσω σε δεκαπεντασύλλαβο στα αγγλικά, έπρεπε να μεταφραστούν σε μπαλαντικό ρυθμό, δηλαδή εναλλαγή οκτώ και έξι συλλαβών, αυτή είναι η αγγλική μπαλάντα.
Η ΑΥΘΕΝΤΙΚΗ ΟΥΣΙΑ
ΣΖ: Έχετε ισχυριστεί, ωστόσο, πως ο ελληνισμός της Αυστραλίας διατηρεί έναν μεγαλύτερο βαθμό ελληνικότητας ακόμη και από τον γηγενή πληθυσμό. Γιατί το λέτε αυτό;
nt
ΑΣ: Όντως, θα έλεγα ότι ο Έλληνας της Αυστραλίας ίσως έχει αγκαλιάσει τον ελληνισμό πιο πολύ και από τον Έλληνα της Ελλάδας. Όταν είσαι τόσο μακριά από την πατρίδα των πατεράδων και των παππούδων σου, ψάχνεις συνέχεια να βρεις ποια είναι αυτή η αυθεντική ουσία, τι είναι αυτό που έζησαν, τι είναι αυτό που τους έδινε χαρά.
Αυτό ακριβώς είναι που ψάχνει ο Έλληνας της Αυστραλίας και, βέβαια, έψαχνα και εγώ. Δεν έχει χάσει την ελληνικότητά του, ίσως τη διατηρεί με μεγαλύτερη δίψα. Μαθαίνει τους χορούς, διατηρεί τις παραδόσεις, τη γλώσσα.
Δεν θα βρεις Ελληνόπουλα που δεν γνωρίζουν τους παραδοσιακούς χορούς της περιοχής τους, αλλά και ευρύτερα της Ελλάδας, τον μπάλο, τον καλαματιανό, το τσάμικο, το συρτάκι. Όταν προέρχεσαι από κάπου, αυτά τα στοιχεία της παλιάς πατρίδας γίνονται πολύ πιο πολύτιμα. Πρέπει να τα διατηρήσεις, ξέρεις ότι ίσως είσαι η τελευταία γραμμή. Αν τα χάσεις εσύ, χάθηκαν.
*Πηγή: Περιοδικό «σχεδία»/neoskosmos.com
Σχόλια Facebook