Στενάζουν οι ελληνικές επιχειρήσεις στην Βικτώρια υπό το βάρος της πανδημίας
Ο Νίκος Γεωργιάδης (αριστερά) και ο συνέταιρός του Steven Watson αγωνίζονται να κρατήσουν ανοιχτό το εστιατόριό τους στο Άλμπερτ Παρκ. Φώτο: Supplied
Η κυβέρνηση της Βικτώριας ανακοίνωσε το έκτο λοκντάουν από την έναρξη της πανδημίας, ανεβάζοντας τα επίπεδα άγχους των πολιτών στο κόκκινο για ακόμη μια φορά.
Η αβεβαιότητα είναι η νέα κανονικότητα για όλους τους επιχειρηματίες που δεν ξέρουν πώς θα τα καταφέρουν να επιβιώσουν στην αγορά κι αναρωτιούνται αν θα προστεθούν και αυτοί στη λίστα με τις επιχειρήσεις που έχουν ήδη βάλει λουκέτο λόγω του κορονοϊού.
Μια βόλτα στους δρόμους επιβεβαιώνει τη θλιβερή πραγματικότητα των ημερών. Άδειοι προς ενοικίαση χώροι εκεί που κάποτε υπήρχαν μαγαζιά, εστιατόρια, καφέ, χρυσοχοεία, ταξιδιωτικά γραφεία και πλήθος άλλες μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Δεκάδες είναι και οι απώλειες που μετρούν οι αγορές σε Oakleigh, Coburg, Reservoir και άλλα προάστια, όπου κάποτε άνθιζε η ελληνική επιχειρηματικότητα.
Ο «Νέος Κόσμος» αφουγκράζεται την αγωνία και την ανησυχία των Ελλήνων επιχειρηματιών που χτυπήθηκαν από αυτή την απρόσμενη λαίλαπα και τους συμπαραστέκεται, δίνοντάς τους βήμα και φωνή για να εκφράσουν τους προβληματισμούς τους, να μοιραστούν τις ιδέες τους και να στείλουν το μήνυμά τους γι’ αυτή τη δύσκολη και αβέβαιη περίοδο που διανύει ο χώρος αλλά και ολόκληρη η κοινωνία μας.
Έτσι επικοινωνήσαμε με εκπροσώπους διαφόρων κλάδων του επιχειρηματικού κόσμου και καταγράψαμε την πραγματικότητά τους.
Ο χώρος της εστίασης και της φιλοξενίας όπως είναι γνωστό έχει δεχτεί το μεγαλύτερο πλήγμα. Οι αριθμοί δίνουν την θλιβερή εικόνα καθώς μόνο τον περασμένο μήνα 92 επιχειρήσεις μπήκαν σε καθεστώς εκκαθάρισης έναντι 115 που ήταν ο αντίστοιχος αριθμός τον προηγούμενο μήνα.
Το εστιατόριο που διατηρεί στο Άλμπερτ Παρκ ο Έλληνας επιχειρηματίας, Νίκος Γεωργιάδης, με τον συνέταιρό του Steve Watson, δεν φαίνεται να απέχει πολύ από το να μπει μέσα στη λίστα.
Η επιχείρηση, που άνοιξε για πρώτη φορά πριν από 3,5 χρόνια, έχει υποστεί έξι λοκντάουν που μεταφράζεται σε 200 μέρες χωρίς πελάτες εντός του καταστήματος.
«Οι παράπλευρες απώλειες ακολουθούν το φαινόμενο ντόμινο και εκτείνονται πέρα από τους άμεσα πληγέντες που είμαστε εγώ και ο συνεργάτης μου, ο Steve, αγγίζοντας τις οικογένειές μας, τα παιδιά, τους πελάτες, τους εργαζόμενους, τους ενοικιαστές, την ευρύτερη κοινότητα στην οποία ζούμε και το πιο σημαντικό, την ψυχική υγεία και ευημερία μας», λέει στον «Νέο Κόσμο» ο Νίκος Γεωργιάδης.
Ο ίδιος δηλώνει αγανακτισμένος και θεωρεί ότι οι λανθασμένες επιλογές της Κυβέρνησης ευθύνονται για την «ταλαιπωρία» που έχουν υποστεί ως επιχειρηματίες «σε πολλά επίπεδα». «Είμαστε μόνο ένα παράδειγμα από τους χιλιάδες ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων εκεί έξω, οι οποίοι είναι τα θύματα των αποφάσεων που η κυβέρνησή μας επιβάλει εγωιστικά και επιπόλαια στην κοινωνία μας», λέει ο κ. Γεωργιάδης, ο οποίος στη συνέχεια περιγράφει τις πολυάριθμες δυσκολίες και προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει με το συνέταιρό του στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν το εστιατόριό τους ανοιχτό.
«Δεν μπορούμε να κρατήσουμε το προσωπικό μας, λόγω της αστάθειας που προκαλούν τα αλλεπάλληλα λοκντάουν αλλά και των οικονομικών κινήτρων που προσφέρονται από άλλες πολιτείες, όπως το κυβερνητικό πρόγραμμα παροχής μετρητών του Κουίνσλαντ, από το οποίο χάσαμε πολλούς εργαζόμενους.
Δεν υπάρχουν πλέον εργαζόμενοι από άλλες χώρες και οι Αυστραλοί προφανώς δεν έχουν την ανάγκη να εργαστούν, επειδή πληρώνονται από το Centrelink. Τι σήμαινε αυτό για εμάς όταν χρειαστήκαμε απεγνωσμένα προσωπικό τις λίγες φορές που μας επιτράπηκε να ανοίξουμε τους τελευταίους 18 μήνες; Ότι έπρεπε να τα βγάλουμε πέρα μόνοι μας με αποτέλεσμα να είμαστε εξαντλημένοι, καταπονημένοι, αγχωμένοι και απαισιόδοξοι για το μέλλον του εστιατορίου μας» λέει ο κ. Γεωργιάδης.
Ο ΜΥΘΟΣ ΤΩΝ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΟΡΗΓΗΣΕΩΝ
«Η πλειοψηφία της κοινής γνώμης θεωρεί λανθασμένα ότι οι μικρές επιχειρήσεις λαμβάνουν κρατικές επιχορηγήσεις κι έτσι δεν επηρεάζονται από τα λοκντάουν. Σε κάθε κλείσιμο, η απώλεια των εσόδων μας αγγίζει το 70-80% και αυτό δεν καλύπτεται με τις επιχορηγήσεις.
Ένα εστιατόριο του δικού μας διαμετρήματος, δεν βγάζει αρκετά χρήματα για να διατηρηθεί από το take away, πόσο μάλλον για να έχει και κέρδος.
Δυσκολευόμαστε να πληρώσουμε το ενοίκιό μας και ο ιδιοκτήτης που υπολογίζει σε αυτά τα χρήματα, φαντάζομαι ότι υποφέρει, επίσης, όπως και η οικογένειά του.
Επιπλέον, εξακολουθούμε να υποχρεωνόμαστε στην καταβολή του ΦΠΑ (GST) παρόλο που δεν υπάρχουν καθόλου κέρδη. Φαίνεται ότι η κυβέρνηση δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί τη σοβαρότητα των αποφάσεών της», σχολιάζει ο κ. Γεωργιάδης.
ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
Τα οικονομικά προβλήματα, όπως είναι αναμενόμενο, έχουν προκαλέσει υπερβολικό άγχος και ψυχολογική πίεση.
«Το άγχος, η κατάθλιψη, η έλλειψη ύπνου και η μόνιμη ανησυχία που αισθάνομαι προσωπικά λόγω της αβεβαιότητας για το μέλλον μου, είναι φρικτά. Είμαι στα πρόθυρα να χάσω την επιχείρησή μου, το σπίτι μου και τα λογικά μου.
Βλέπω τους ανθρώπους στην κοινότητα όπου βρίσκεται το εστιατόριό μου να περιφέρονται μοναχικοί, σαν χαμένοι στην ερημική πλέον λεωφόρο Βικτώριας, που κάποτε έσφυζε από ζωή» εξομολογείται ο Έλληνας επιχειρηματίας και αναπολεί την προ-COVID εποχή που σε αυτή τη γωνιά της πόλης επικρατούσε η χαρά και όχι η μελαγχολία.
ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ ΣΕ ΑΥΤΟ
«Πόσο θα αντέξουμε», αναρωτιέται ο κ. Γεωργιάδης και δηλώνει απογοητευμένος για την έλλειψη ενότητας και το πνεύμα απάθειας που διακρίνει την κοινωνία μας ακόμα και σε αυτή τη δύσκολη εποχή.
Αυτό, όμως, δεν τον πτοεί από το να εκφράζει την άποψή του και να αγωνίζεται για την επιχείρησή του την οποία έστησε με πολύ και σκληρή δουλειά, όπως λέει.
«Δυστυχώς, μόνο όταν κάποιος βιώσει προσωπικά τα αποτελέσματα αυτών των λοκντάουν, είναι σε θέση να δείξει κάποια ψήγματα ενσυναίσθησης ή υποστήριξης για τους ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων. Οι οικονομικές επιπτώσεις ποικίλλουν για κάθε άτομο, ωστόσο πρέπει να υποστηρίζουμε τον συνάνθρωπό μας και να αντιδρούμε στις αποφάσεις που τον πλήττουν ανεξάρτητα από το εάν εμάς μας αφήνουν ανεπηρέαστους» καταλήγει ο κ. Νίκος Γεωργιάδης.
ΝΑ ΒΡΟΥΜΕ ΜΙΑ ΔΙΕΞΟΔΟ
Την ίδια κατάσταση μας περιέγραψε και η νεαρή επιχειρηματίας Μάρθα Κουρτίδου η οποία διατηρεί αλυσίδα κομμωτηρίων στη Βικτώρια.
Για την κα Κουρτίδου είχαμε γράψει πρόσφατα με αφορμή την υποδειγματική της απόφαση να καταφύγει στη δανειοδότηση προκειμένου να μπορέσει να παρέχει ένα οικονομικό βοήθημα στο καθένα από τα 50 μέλη του προσωπικού που απασχολούνται στα κομμωτήριά της.
Η επιχειρηματίας εκφράζει την ανησυχία της για τις τραγικές επιπτώσεις της πανδημίας στη ζωή μας και εύχεται να επικρατήσει το πνεύμα ενότητας και αγάπης προς τον συνάνθρωπό μας μέχρι να καταφέρουμε να βγούμε από αυτή την κατάσταση.
«Οι 50 υπάλληλοί μου έχουν εξαντληθεί και πραγματικά δεν έχω άλλες απαντήσεις. Αυτό που επιζητώ είναι να βρω μια διέξοδο, ας δοκιμάσουμε κάτι που δεν μας κρατά κλειδωμένους και δεν θα καταστρέφει την ανθρωπότητα. Ας κάνουμε ό, τι χρειάζεται.
Προσεύχομαι για λιγότερο διχασμό, λιγότερη κριτική και κάνω έκκληση προς όλη την κοινότητα να συνεργαστούμε για να απαλλαγούμε από αυτόν τον ιό που μας έχει πάρει ήδη τόσα πολλά. Είμαι αισιόδοξος άνθρωπος και ξέρω ότι αυτό θα τελειώσει. Ωστόσο, προς το παρόν αυτή είναι η μάχη που πρέπει όλοι μας να δώσουμε και έχουμε λίγο ακόμα πριν τελειώσει», γράφει χαρακτηριστικά σε ανάρτησή της στον λογαριασμό της στο Facebook η κα Κουρτίδου.
Η ίδια δίνει τον αγώνα της ως επιχειρηματίας από πέρσι προσπαθώντας όχι μόνο να σώσει τις επιχειρήσεις της αλλά κυρίως να προστατεύσει τους εργαζόμενους σε αυτές.
«Έπρεπε να προσαρμοστούμε για να επιβιώσουμε. Έτσι, ξεκίνησα ένα σύστημα πωλήσεων προϊόντων και πακέτων βαφών στο σπίτι που πήγε πολύ καλά, ακόμα και ανάμεσα στις περιόδους που δεν υπήρχε λοκντάουν. Αυτό μας έδωσε τη δυνατότητα να παραμείνουμε βιώσιμοι παρέχοντας απασχόληση και ασφάλεια στους εργαζομένους μας», λέει στον «Νέο Κόσμο» η κα Κουρτίδου.
Το μήνυμα που στέλνουν οι επιχειρηματίες που μίλησαν μαζί μας είναι ότι είμαστε όλοι μαζί σε αυτή την δύσκολη κατάσταση και πρέπει να παραμείνουμε ενωμένοι και υποστηρικτικοί μεταξύ μας.
Το μέλλον είναι αβέβαιο, αλλά η αίσθηση της συντροφιάς και της ομαδικότητας λιγοστεύει το φόβο και αυξάνει την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο.
Σχόλια Facebook