Πώς ο ΦΠΑ και οι έμμεσοι φόροι «ροκανίζουν» τους μισθούς
Η τελευταία φορά που αυξήθηκαν οι ήδη υψηλοί συντελεστές του ΦΠΑ και έγιναν μαζικές μετατάξεις από το μειωμένο στο βασικό συντελεστή, ήταν επί 3ου Μνημονίου.
Τότε, είχε επισημανθεί ότι η αύξηση του ΦΠΑ σε συνδυασμό με τις αυξήσεις και των υπόλοιπων φόρων κατανάλωσης, δεν «χτυπάνε» τους έχοντες αλλά τιμωρούν τα χαμηλά εισοδήματα. Τα στοιχεία του ΟΟΣΑ για τη φορολόγηση των μισθωτών, όπως τα επεξεργάστηκε το Tax Foundation, δικαιώνουν απολύτως εκείνες τις επισημάνσεις, καθώς οι επιβαρύνσεις του ΦΠΑ ανεβάζουν τη συνολική φορολογική επιβάρυνση στις αποδοχές, δηλαδή με απλά λόγια «ροκανίζουν» την πραγματική αγοραστική δύναμη των μισθών.
Η Ελλάδα μαζί με τη Φινλανδία έχουν τους υψηλότερους συντελεστές (24%) στην Ευρωζώνη, ενώ σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης τα πρωτεία κρατά η Ουγγαρία με 27% κι ακολουθούν Σουηδία και Δανία με 25%. Πέρα από το προφανές, που είναι η σημαντική επιβάρυνση με υψηλή φορολογία βασικών ειδών και υπηρεσιών- χωρίς μάλιστα το ανάλογο δημοσιονομικό αποτέλεσμα αφού χάνονται κάθε χρόνο πάνω από το 30% των δυνητικών εσόδων ΦΠΑ- η ανάλυση του Tax Foundation αναδεικνύει μια ακόμα πτυχή: το πώς «εξαϋλώνεται» ο μισθός σε συνδυασμό με το φόρο εισοδήματος και τις ασφαλιστικές εισφορές.
Ένας μισθωτός στην Ελλάδα, ο οποίος υφίσταται επιβάρυνση 40,1% στις αποδοχές του- που είναι η 14η υψηλότερη μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ- προκύπτει ότι τελικά αν συνυπολογιστεί και η δαπάνη για ΦΠΑ, η επιβάρυνση φτάνει στο 44,8%, όταν ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ είναι 40,1%. Το σχετικό διάγραμμα αποτυπώνει με τον καλύτερο τρόπο πώς μειώνεται η αγοραστική δύναμη του μισθωτού, όταν προστεθούν και οι φόροι κατανάλωσης.
Μια ακόμα ιδιαιτερότητα του ελληνικού φορολογικού συστήματος, είναι ότι ενώ οι υπόλοιπες χώρες χρησιμοποιούν τη φορολογία εισοδήματος για να ενισχύσουν τις οικογένειες με φοροεκπτώσεις και φοροαπαλλαγές, στην Ελλάδα η διαφορά μεταξύ εργαζομένων χωρίς παιδιά και εργαζομένων με παιδιά, είναι μικρή. Δεν πρέπει να λησμονεί κανείς ότι πέρα από τις αλλαγές στο αφορολόγητο, που επιβλήθηκαν επί Μνημονίων, έχουν καταργηθεί και οι απαλλαγές που σχετίζονται με τα παιδιά, όπως τα δίδακτρα για φροντιστήρια ή για ενοίκια φοιτητικής κατοικίας.
Τα κυριότερα ευρήματα της ανάλυσης του Tax Foundation, όπως τα επεξεργάστηκε το ΚΕΦIΜ, είναι τα εξής:
Σε σύγκριση με τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ που αντιστοιχεί στο 36,1% η φορολογική επιβάρυνση της εργασίας στην Ελλάδα είναι σχετικά υψηλή, στο 40,1% έναντι 40,8% πέρσι.
Σε αντίθεση με τις περισσότερες χώρες με υψηλή φορολογική επιβάρυνση στην εργασία, η χώρα μας δεν παρέχει σημαντικές φορολογικές ελαφρύνσεις σε οικογένειες με παιδιά. Μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα έχει μια από τις μικρότερες διαφορές μεταξύ των δύο φορολογικών επιβαρύνσεων, με 40,1% για εργαζόμενους (έναντι 40,8 πέρσι) και 37,1% (έναντι 37,8% πέρσι) για εργαζομένους με οικογένειες με δύο παιδιά.
Η Ελλάδα έχει την τέταρτη υψηλότερη οικογενειακή φορολογική επιβάρυνση στην εργασία, στο 31,7% (έναντι της δεύτερης χειρότερης θέσης με 37,8% πέρσι), με πρώτη την Τουρκία στο 38,2%.
Σύμφωνα με την ανάλυση του Tax Foundation, πολλές κυβερνήσεις χρησιμοποίησαν τη φορολογία εισοδήματος ως ανάχωμα στην πανδημία π.χ. στη Λιθουανία αυξήθηκε το αφορολόγητο όριο. Σημειώνει, ωστόσο, ότι αυτά τα μέτρα σχεδιάστηκαν με στόχο να ελαφρύνουν κυρίως τις οικογένειες με παιδιά, ενώ συνολικά η επίπτωση αυτών των φορολογικών μέτρων ήταν μικρότερη από άλλα μέτρα στήριξης. Υπενθυμίζεται ότι στην Ελλάδα, εν μέσω πανδημίας, μειώθηκαν οι ασφαλιστικές εισφορές κατά 3,9 ποσοστιαίες μονάδες ενώ «πάγωσε» και η εισφορά αλληλεγγύης, μέτρα που θα διατηρηθούν και την επόμενη χρονιά.
Πηγή: iefimerida.gr
Σχόλια Facebook