«Η Ομογένεια, το Κράτος και το μέλλον του Ελληνισμού» – Μέρος  VΙ  (Τελευταίο)

ΑΠΟΨΗ ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΛΑΣΠΙΝΑ

Ολοκληρώνοντας τη σειρά των έξι άρθρων με τον γενικό τίτλο «Η Ομογένεια, το Κράτος και το μέλλον του Ελληνισμού», θα εστιάσουμε σήμερα σ΄ αυτό το «μέλλον» του Ελληνισμού, το οποίο θεωρούμε ότι είναι συνυφασμένο με το «μέλλον» της Ομογένειας και  τανάπαλιν.  Όποιος επιχειρήσει να κάνει τον διαχωρισμό θα ανακαλύψει ότι αυτό είναι αδύνατον να συμβεί.

Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι  η κοινή διαδρομή στο ιστορικό γίγνεσθαι δεν τραυματίζεται κάποτε από αποφάσεις και ενέργειες απερίσκεπτες,  κατά κανόνα προερχόμενες από το Εθνικό Κέντρο, που  (πρόσκαιρα) εξασθενούν  λιγότερο ή περισσότερο  τους δεσμούς που συνδέουν άρρηκτα τις δύο αυτές πληθυσμιακές οντότητες,  που αποτελούν  τον Ελληνισμό.

Είναι  γι αυτόν τον λόγο  που πολλές φορές έχουμε επισημάνει ότι η κατά τα λοιπά ελληνικότατη και ευκολοπρόφερτη λέξη «διασπορά», κατά την άποψή μας,  δεν προσιδιάζει με την περιγραφή του «έξω» ελληνισμού.  Δεν έχουμε  Ελληνισμό μέσα στα φυσικά γεωγραφικά όρια της Χώρας και κάποιους λίγους Έλληνες διάσπαρτους στο εξωτερικό, που θα μπορούσαν να ονομασθούν «διασπορά». Μήτε και ποτέ υπήρξαμε Έθνος χωρίς πατρίδα. Έχουμε Ελληνισμό «στην πατρίδα».  Και Ελληνισμό «έξω από την πατρίδα».  Αριθμητικά όχι  ίσο, αλλά, πάντως, πλησιάζων ο δεύτερος  αργά αλλά σταθερά προς την ισότητα με τον πρώτο. Με αναγνωριζόμενο αυτόχθονα πολιτισμό και «έξω» από τα σύνορα. Με πατρογονικές εστίες. Με υπέρ τρισχιλιετείς καταβολές. Και, εν τέλει, ενιαίο και  αδιαχώριστο Ελληνισμό.

Όταν, επομένως, αναφερόμαστε στο μέλλον του Ελληνισμού, αυτό δεν μπορεί να είναι άμοιρο του μέλλοντος της Ομογένειας. Ένα μέλλον, όμως, που δεν πρέπει να υπονομεύεται από ενέργειες και αποφάσεις του Εθνικού Κέντρου που αντί να ενδυναμώνουν τους δεσμούς, τους εξασθενούν.  Και δεν είναι, δυστυχώς,  λίγες τέτοιες αποφάσεις των πολιτικών μας ηγετών διαχρονικά.

Τα ζύγια, στις περιπτώσεις αυτές, έρχεται να τα κρατήσει η υπερούσια λατρεία που νιώθουν οι απόδημοι για την πρώτη τους πατρίδα. Αυτή υπερισχύει πάντα όταν «ο κόμπος φτάσει στο χτένι».  Έτσι υπήρξε αξιοθαύμαστη  η προσφορά της Ομογένειας σε κάθε κρίσιμη περίσταση που αντιμετώπισε η γενέτειρα εκκινώντας από αυτό που θα πανηγυρίσουμε σε λίγες μέρες με την είσοδο του 2021. Το θαύμα του 1821!

Μπροστά και σ΄ αυτήν την ιστορική συγκυρία, είναι  ώρα  να ξαναδούν οι πολιτικοί μας άνδρες και γυναίκες τη θέση τους απέναντι στον «έξω» Ελληνισμό.  Η πολιτική για τον Απόδημο Ελληνισμό και την Ομογένεια, δεν είναι-δεν πρέπει να είναι- η τοποθέτηση μιας πολιτικής ομάδας ή μιας κοσμοθεωρίας απέναντί τους. Δεν μπορεί να αφορά το κομματικό συμφέρον.  Οι σχέσεις της γενέτειρας με τους Έλληνες του εξωτερικού περνούν σε μία άλλη υψηλότερη, ιδεατή κλίμακα. Είτε οι σχέσεις αφορούν το θέμα της ψήφου, είτε αφορούν την  Κρατική διάρθρωση που στοχεύει τους Απόδημους.  Η Ειδική Μόνιμη Επιτροπή της Βουλής για τον Απόδημο Ελληνισμό, κατά την άποψή μας, προσφέρει ένα θαυμάσιο παράδειγμα  για την σύνθεση των πολιτικών απόψεων επί των αποφάσεων των αφορούντων τον εκτός συνόρων Ελληνισμό.

Με άλλα λόγια, μία εθνική στρατηγική όφειλε να έχει από ετών χαραχθεί  για τις σχέσεις μας με τα ξενιτεμένα αδέλφια μας.   Που τα τελευταία χρόνια έχουν ενσωματώσει και χιλιάδες συμπατριώτες  εξαιτίας της νέας μετανάστευσης,  που προκάλεσε η οικονομική κρίση.  Μια εθνική στρατηγική χαραγμένη με αποκλειστικό γνώμονα το μέλλον του Ελληνισμού.  Και αυτή η  στρατηγική απουσιάζει. Γι αυτό και τα κόμματα διασταυρώνουν τα ξίφη τους, αντί να συναινούν,  κάθε φορά που φθάνει στη Βουλή θέμα που αφορά τον Απόδημο Ελληνισμό. Όπως έγινε με την ψήφο όπου, εν τέλει, η επίτευξη της πλειοψηφίας  οδήγησε σε μονομερή επικράτηση της μιας πλευράς, η οποία, όμως,  βρίσκεται σε αντίθεση με το γενικό συμφέρον του Ελληνισμού, αλλά και αντίθετη με  τις θέσεις της πλειοψηφίας της Ομογένειας. Όπως έγινε και με τον νέο Κανονισμό του ΥΠΕΞ. Όπως θα γίνεται και κάθε φορά που θα λαμβάνονται πολιτικές αποφάσεις  για τους απόδημους,  έξω από το ασφαλές περίγραμμα μιας Εθνικής Στρατηγικής.

Εθνική Στρατηγική που θα αντικαθιστούσε την διαχρονική άγνοια της πολιτικής και πνευματικής ηγεσίας για την ιστορία, την προσπάθεια και το μόχθο των Ελλήνων του εξωτερικού. Που θα έφερνε στις σχολικές αίθουσες και στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα το δάσκαλο και τον καθηγητή εφοδιασμένους  με  γνώσεις για την Ομογένεια. Που θα ενέπνεε τους διανοούμενους και τους λογοτέχνες για το έπος των Αποδήμων, και όχι για “τα χρυσά δαχτυλίδια”! Που θα παρακινούσε  τον Τύπο και τους δημοσιογράφους να ασχοληθούν σοβαρά και όχι περιστασιακά με το θέμα των εκατομμυρίων Ομογενών μας. Και όχι να το θεωρούν «μη κερδοφόρο» είδος ειδήσεων…

Που, εν κατακλείδι, θα υποχρέωνε το Κράτος να συντάξει, μία στατιστική, οι αριθμοί της οποίας θα καταδείκνυαν το μέγεθος της συμβολής  αυτού του κομματιού της Φυλής στην Εθνική Οικονομία της Ελλάδος, προ και  κατά τη διάρκεια των πολέμων, κατά την περίοδο της κατοχής και μετέπειτα, μέχρι τα σήμερα.

Όλα αυτά,  ούτε καινούργια ούτε εφευρήματα είναι. Αντίθετα, είναι χιλιοειπωμένα από ανθρώπους της ξενιτιάς. Δεν βρήκαν, όμως, ευήκοα ώτα στην Ελλάδα. Έτσι ποτέ δεν μετουσιώθηκαν σε πράξεις. Ποτέ δεν είναι αργά. Η πανδημία του Covid19, από το ένα μέρος, και η επικίνδυνη προκλητικότητα της Τουρκίας, από το άλλο, μπορούν και πρέπει να αποτελέσουν το εφαλτήριο να κάνουμε τώρα αυτό που δεν κάναμε όλα τα 200 (και πολλά περισσότερα) χρόνια της ιστορίας του Απόδημου Ελληνισμού. Μόνον έτσι θα σφυρηλατήσουμε το ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ.

Αυτή θα είναι και η αρμόζουσα απόδοση τιμής στην Επανάσταση του 1821. Χωρίς φανφάρες, γιορτές και πανηγύρια.