Ερτνογάν: «Η Τουρκία είμαι εγώ»!
Το βίντεο είναι από αυτά στα επιδίδεται εσχάτως το κυβερνών στην Τουρκία AKP. Είναι της νεολαίας του και έχει τίτλο «Ποιος είσαι;». Στα λιγότερο από τρία λεπτά που διαρκεί την απάντηση «είμαι ο…» δίνουν μια σειρά από φιγούρες με ισχυρή συμβολική αξία, από Οθωμανούς σουλτάνους μέχρι θύματα από επιθέσεις του εκτός νόμου PKK κι φυσικά τον ίδιο τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Το ίδιο μοτίβο το συναντάμε σε διάφορες παραλλαγές στην προπαγάνδα του AKP. Ουσιαστικά, δεν διεκδικεί πια την κληρονομιά της νεότερης Τουρκίας, αλλά μια πολύ ευρύτερη ιστορική συνέχεια, ως εάν να είναι κληρονόμος όχι απλώς της ιστορίας των Οθωμανών αλλά και όλης σχεδόν της ιστορίας του Ισλάμ, σε μια πλήρη ρήξη με την κεμαλική ιδεολογία που μπορεί να επικέντρωνε στη διαχρονική παρουσία των Τούρκων, αλλά απέφευγε την ταύτιση και με την οθωμανική ιστορία και με το Ισλάμ.
Σε αυτό το όραμα η «τουρκικότητα» όχι μόνο ταυτίζεται με το Ισλάμ αλλά και είναι ουσιαστικά ο μόνος τρόπος για να οριστεί εκ νέου το Ισλάμ. Η ιστορική αποστολή των Τούρκων διακόπηκε βίαια με την προσπάθεια εκδυτικισμού που ξεκίνησε στον 19ο αιώνα και την παρέμβαση των δυτικών δυνάμεων για τη διάλυση τα Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Αυτό τροφοδοτεί το όραμα μιας Τουρκίας που καλείται να κυριαρχήσει έναντι όλων των αντιπάλων της, αμφισβητώντας τις ισχυρές δυνάμεις του πλανήτη και διευρύνοντας διαρκώς τα πεδία στα οποία παρεμβαίνει.
Η συσσώρευση ανοιχτών μετώπων ως στρατηγική
Σε αυτό το πλαίσιο, η επιλογή της Τουρκίας να ανοίγει διαρκώς αλλεπάλληλα μέτωπα αποκτά μια συνολικότερη διάσταση. Δεν αφορά μόνο αυτό που θα περιγράφαμε ως «προβολή ισχύος», πολύ περισσότερο είναι η διαρκής επιβεβαίωση μιας στρατηγικής που υπερβαίνει τα όρια του απλού εθνικισμού. Το γεγονός ότι αυτές οι εμπλοκές σε ανοιχτά μέτωπα συχνά συνεπάγονται και αντιπαραθέσεις με τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και την ΕΕ, δεν λειτουργεί αποτρεπτικά για την τουρκική ηγεσία, αλλά αντίθετα αξιοποιείται ως διαρκής επιβεβαίωση της ρητορικής ότι η Τουρκία μπορεί να σταθεί μόνη έναντι όλων.
Σε αυτή την προσπάθεια δεν είναι τυχαίο ότι ο Ερντογάν προσπαθεί να οικειοποιηθεί διάφορα ιστορικά αιτήματα για να δείξει ότι πλέον μόνο η Τουρκία μπορεί να τα εκπροσωπήσει. Αυτό δείχνει ο τρόπος που προσπαθεί να αναδειχθεί σε βασική δύναμη υπεράσπισης των Παλαιστινίων, παρότι για μεγάλο διάστημα η Τουρκία ήταν χώρα με καλές σχέσεις με το Ισραήλ και παρά το γεγονός ότι ο αραβικός εθνικισμός σε μεγάλο βαθμό διαμορφώθηκε και μέσα από την αντίθεση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Αντίστοιχα, δεν είναι τυχαίο ότι ο Ερντογάν κατηγορεί π.χ. τη Γαλλία για την κληρονομιά της αποικιοκρατίας, διεκδικώντας να παρουσιαστεί ως δύναμη αλληλέγγυα στις χώρες της Αφρικής, παραβλέποντας βέβαια ότι η Τουρκία δεν είχε διεκδικήσει ποτέ ρόλο αντι-αποικοκρατικής δύναμης.
Η αλαζονεία και η ηγεμονία
Ωστόσο, την ίδια στιγμή, η αλαζονεία αυτή δεν επιτρέπει πάντα να διαμορφωθεί ένα συνεκτικό ηγεμονικό πρόταγμα. Η Τουρκία θέλει αυτή τη στιγμή να αναδειχτεί σε μια ηγετική δύναμη μέσα σε ένα ευρύτερο φάσμα χωρών με αναφορά στο Ισλάμ, όμως στην πραγματικότητα πέραν της υιοθέτησης συνθημάτων δεν έχει να προτείνει ένα συνεκτικό όραμα. Δεν μπορεί να επαναλάβει κάτι ανάλογο με το όραμα του Αραβικού Εθνικισμού (που σημειωτέον δεν είχε θρησκευτικό χαρακτήρα) και δεν μπορεί να προσφέρει ένα πρόταγμα ριζοσπαστικής ισλαμικής δημοκρατίας ούτε καν έναν «άξονα αντίστασης» με τον τρόπο που έχει κάνει συστηματικά εδώ και πολλά χρόνια το Ισραήλ, ούτε έχει κάποια παράδοση αλληλεγγύης σε κινήματα.
Και βέβαια με την ολοένα και μεγαλύτερη έμφαση σε μια ορισμένη εκδοχή «τουρκικότητας», με οθωμανικούς και έντονα ισλαμιστικούς επιτονισμούς, η Τουρκία απλώς επιδεινώνει το εσωτερικό της «υπαρξιακό» ζήτημα, δηλαδή το κουρδικό. Γιατί παρά την καταστολή και τον «βρώμικο πόλεμο» του τουρκικού στρατού εντός και εκτός συνόρων, η Τουρκία δεν μπορεί να αποφύγει την αναμέτρηση με το γεγονός ότι ένα σημαντικό μέρος των ανθρώπων που ζουν εντός της τουρκικής επικράτειας δεν μοιράζεται αυτή την αντίληψη «τουρκικότητας».
Που μπορεί να σκοντάψει η αλαζονεία;
Η Τουρκία του Ερντογάν μέχρι τώρα έχει εκμεταλλευτεί τις αντιφάσεις στο διεθνές τοπίο. Με τις ΗΠΑ να επιλέγουν μια μερική απόσυρση από τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, αφήνοντας χώρο στη Ρωσία, την αντίθεση ανάμεσα στο Ιράν και τις συντηρητικές μοναρχίες του Κόλπου να οξύνεται, την Ευρωπαϊκή Ένωση να αναζητά τρόπους για να ανακόψει τις ροές μεταναστών και προσφύγων και την Κίνα να προωθεί τη στρατηγική «μία ζώνη ένας δρόμος», η Τουρκία θεώρησε ότι είχε περισσότερα περιθώρια να προωθήσει τη δική της αυτοτελή στρατηγική.
Χωρίς ποτέ να προχωρήσει σε συνολική ρήξη με τις ΗΠΑ, επέλεξε την τακτική συμμαχία με τη Ρωσία για να μπορέσει να διατηρήσει κάποιο λόγο στη συζήτηση για την επόμενη μέρα στη Συρία αλλά και για να δείξει ότι μπορεί να έχει «αυτόνομη πολιτική». Την ίδια στιγμή θεώρησε ότι μπορούσε να παρέμβει στον λιβυκό Εμφύλιο – έστω και απέναντι στη Ρωσία – αλλά και να δοκιμάσει να παρέμβει στη σύγκρουση στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, αμφισβητώντας τη ρωσική πρωτοκαθεδρία στη διατήρηση της ειρήνης στην περιοχή και μη διστάζοντας να προκαλέσει τη Μόσχα – που είχε αντιμετωπίσει το πρόβλημα με τους Τσετσένους μαχητές – με την αποστολή μισθοφόρων από ισλαμικές ένοπλες ομάδες στην περιοχή του Καυκάσου. Παράλληλα, επιμένει στη συμμαχία με το Κατάρ (απέναντι στη Σαουδική Αραβία), εκμεταλλευόμενη εμμέσως και ότι αυτό διατηρεί καλές σχέσεις με τις ΗΠΑ.
Όμως, αυτό σηματοδοτεί ταυτόχρονα και τα όρια των τουρκικών προβολών ισχύος. Μέχρι τώρα η Τουρκία δεν έχει βρεθεί αντιμέτωπη με κόστος από τις επιλογές της, κάτι που μάλλον έχει ενισχύσει την επιλογή της να ανοίγει διαρκώς μέτωπα. Βέβαια, σε περιπτώσεις που βρέθηκε αντιμέτωπη με πραγματική προοπτική κόστους, π.χ. σε σχέση με την υπόθεση του πάστορα Μπράνσον, η Τουρκία μάλλον αναδιπλώθηκε παρά επέδειξε αλαζονεία.
Επομένως, δεν είναι καθόλου δεδομένη ποια θα ήταν η στάση της Τουρκίας εάν είχε να αντιμετωπίσει ενδεχόμενη πραγματικής σύγκρουσης με τις ΗΠΑ ή τη Ρωσία. Και εάν σε σχέση με τις ΗΠΑ η τρέχουσα αμερικανική πολιτική και τακτική δεν διαμορφώνει το άμεσο ενδεχόμενο μιας τέτοιας σύγκρουσης – παρότι το θέμα των S-400 παραμένει ενεργό μετά και την πρόσφατη δοκιμή τους –, με τη Ρωσία τα πράγματα είναι διαφορετικά, με δεδομένο ότι η Ρωσία παραμένει προς το παρόν η δύναμη που εγγυάται την παρουσία της Τουρκίας και των ομάδων που αυτή υποστηρίζει στη Συρία, σε μια συγκυρία όπου ο πραγματικός συσχετισμός έχει οδηγήσει την Τουρκία να έχει εγκαταλείψει μερικές από τις βάσεις – παρατηρητήρια είχε στην περιοχή τα Ιντλίμπ. Αντίστοιχα, η απροθυμία της ΕΕ να προχωρήσει σε κυρώσεις, αποτέλεσμα του ευρωπαϊκού εγκλωβισμού στην συμφωνία για τους πρόσφυγες, δεν αναιρεί το γεγονός ότι εάν η ΕΕ ήταν έτοιμη να υποδεχτεί πρόσφυγες, θα ακύρωνε την όποια τουρκική πίεση, ενώ την ίδια ώρα έχει τη δυνατότητα όντως να ασκήσει μεγάλη πίεση εάν σκεφτούμε ότι είναι ο μεγαλύτερος εταίρος της Τουρκίας.
Η τουρκική κυβέρνηση προσπαθεί να απαντήσει σε αυτά τα όρια με μια διαρκή επίδειξη ότι η Τουρκία μπορεί να σταθεί μόνη της. Όμως, στην πραγματικότητα είναι εγκλωβισμένη στην ίδια τη φυγή της προς τα εμπρός. Το πότε βέβαια θα προσκρούσει σε αυτά τα όρια, είναι ένα ζήτημα που θα φανεί το επόμενο διάστημα.
Σχόλια Facebook