Έλληνες του Μπαλαράτ: μια κοινότητα μια ιστορία
Βικτώρια.- Το Μπαλαράτ είναι μια πόλη της περιφέρειας της Βικτώριας που στην ακμή της ήταν γνωστή σε όλο τον κόσμο για τα μεγάλα αποθέματα χρυσού. Οι πρώτοι Έλληνες έφτασαν στο Μπαλαράτ κατά τη διάρκεια του «πυρετού του χρυσού» (gold rush) της δεκαετίας του 1850.
Πολλές από αυτές τις γενιές έφυγαν και η επόμενη εισροή Ελλήνων μεταναστών στην περιοχή επρόκειτο να συμβεί 100 χρόνια αργότερα με τη διαφορά ότι αυτή τη φορά πολλοί παρέμειναν.
Η απογραφή του 2016 κατέγραψε 518 Έλληνες που ζουν στο Μπαλαράτ, οι οποίοι αποτελούν μία από τις 99 καταχωρημένες κοινότητες και τη 13η μεγαλύτερη κοινότητα στην πόλη.
Είναι μια από τις λίγες εθνοτικές κοινότητες της πόλης που διαθέτει δική της αίθουσα εκδηλώσεων και εκκλησία, η οποία είναι αφιερωμένη στον Άγιο Νικόλαο. Αν και οι εγκαταστάσεις δεν χρησιμοποιούνται πλέον τόσο συχνά όσο θα έπρεπε, εν τούτοις αντιπροσωπεύουν τη συλλογική προσπάθεια της κοινότητας να δημιουργήσει κάτι για τις μελλοντικές γενιές.
Ο ΠΡΩΤΟΣ ΚΑΙΡΟΣ
Από τα παλαιότερα μέλη της κοινότητας που έπαιξαν βασικό ρόλο στην αγορά της εκκλησίας και τη δημιουργία της αίθουσας εκδηλώσεων είναι ο Βασίλης Σουφής και η σύζυγός του, Παρασκευή.
Ο 90χρονος κύριος Σουφής με τα λαμπερά μάτια, ήρθε στο Μπαλαράτ κυριολεκτικά «κατευθείαν από το καράβι» το 1955. Τα ξαδέλφια του από την Κανδήλα Αιτωλοακαρνανίας που είχαν έρθει πριν από τον πόλεμο, διατηρούσαν εστιατόριο στο Μπαλαράτ.
Εργάστηκε για τα ξαδέλφια του και ταυτόχρονα ως ταπετσέρης για ένα εργοστάσιο της Ford μέχρι να μετακομίσει στη Μελβούρνη δύο χρόνια αργότερα, όπου με τις οικονομίες του κατάφερε να αγοράσει το δικό του μαγαζί “Fish and Chips”.
«Είχα πρόβλημα με τη γλώσσα, αλλά οι άνθρωποι ήταν πολύ καλοί μαζί μου. Όταν άνοιξα το μαγαζί έφερα τη γυναίκα μου (το 1959). Έκανα πολλές φιλίες με Αυστραλούς, που ήταν άνθρωποι με πολύ φιλότιμο. Είμαι γνωστός εδώ», λέει ο κ. Σουφής στον «Νέο Κόσμο».
«Μεγάλωσα τα παιδιά μου, δούλεψαν στο μαγαζί, έμαθαν ελληνικά, παντρεύτηκαν και τους βοήθησα να σταθούν στα πόδια τους», λέει.
Ο κ. Σουφής έφερε επίσης στην Αυστραλία τους δύο αδερφούς του με τις οικογένειές τους.
«Έχουμε τις ρίζες μας εδώ. Άνθρωποι από τη Μελβούρνη εκπλήσσονται που είμαστε ακόμα εδώ και τους λέω: «Αν φυτέψετε ένα δέντρο, το παρακολουθείτε να μεγαλώνει, δεν μπορείτε απλά να το ξεριζώσετε».
Εκείνη την εποχή υπήρχαν περίπου 60 ελληνικές οικογένειες στο Μπαλαράτ. Δεν υπήρχε εκκλησία ή κοινοτικό κέντρο και οι άντρες βρίσκονταν σε διάφορα σημεία για έναν καφέ και για να παίξουν χαρτιά.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, η κοινότητα συνειδητοποίησε την ανάγκη για μια εκκλησία και ένα κοινοτικό κέντρο και έτσι ξεκίνησε η προσπάθεια συγκέντρωσης χρημάτων μέσω χορών και δωρεών. Ύστερα από λίγο καιρό η κοινότητα κατάφερε να αγοράσει μια μικρή εκκλησία που ανήκε στους Μεθοδιστές στην οδό Humffray.
«Βοήθησα με τα σχέδια και επιτηρούσα τα χρήματα που συγκεντρώθηκαν. Αγοράσαμε την εκκλησία, την επεκτείναμε και χτίσαμε την αίθουσα εκδηλώσεων χωρίς να χρωστάμε σε κανέναν», λέει ο κ. Σουφής με υπερηφάνεια.
Ο Άγγελος Χριστοφής ήρθε στο Μπαλαράτ από την Κύπρο το 1971, και θυμάται ότι, πριν από την αγορά της εκκλησίας, τα ελληνικά μαθήματα πραγματοποιούνταν σε ένα τοπικό σχολείο.
«Περίπου 72 άνδρες συναντήθηκαν και οργάνωσαν την αγορά της εκκλησίας. Η κοινότητα πραγματικά συνεργάστηκε για να αγοράσει την εκκλησία. Εμείς (εκείνος και η σύζυγός του, η Σπυριδούλα, που ήρθε το 1974) ήμαστε το δεύτερο ζευγάρι που παντρευτήκαμε στον Άγιο Νικόλαο», λέει.
Ο Γιώργος Γκρίνος ήρθε στο Μπαλαράτ στα 29 του, το 1975, για να δουλέψει μαζί με τον αδερφό του στην επιχείρηση Fish and Chips που διατηρούσε επί της οδού Sturt. Παρακολούθησε στενά και συμμετείχε ενεργά σε όλες τις προσπάθειες της κοινότητας για την αγορά και το στήσιμο της εκκλησίας και της αίθουσας.
«Η κοινοτική προσπάθεια ήταν τεράστια. Δουλεύαμε ο ένας για τον άλλο τότε. Οι γυναίκες δημιούργησαν το δικό τους σύλλογο και διοργάνωναν λαχειοφόρους, κοινωνικές εκδηλώσεις και συναντήσεις με στόχο τη συγκέντρωση χρημάτων» λέει ο κ. Γκρίνος.
«Πουλούσαμε εισιτήρια στα καταστήματά μας και ήμαστε τόσο απασχολημένοι με την προώθηση του έργου που οι Αυστραλοί έφτασαν να αναρωτιούνται: «Χτίζουμε την εκκλησία σας;»
«Τις πρώτες μέρες, πριν αγοράσουμε το κτίριο της εκκλησίας, πηγαίναμε στις καθολικές εκκλησίες για να εκκλησιαστούμε ή ταξιδεύαμε στο Geelong».
Οι προσπάθειες αγοράς και ανακαίνισης της εκκλησίας και ανέγερσης της αίθουσας εκδηλώσεων αποτέλεσαν για καιρό τη βασική μέριμνα της κοινότητας.
Τα παιδιά που μεγάλωναν στη δεκαετία του ’70 έως και μετά την είσοδο της νέας χιλιετίας είχαν ελληνικό σχολείο και μεγάλωσαν με τον ελληνικό πολιτισμό, που αποτέλεσε κεντρικό στοιχείο της ζωής τους στο Μπαλαράτ.
ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΟΝΤΑΣ ΤΟ ΜΠΑΛΑΡΑΤ
Πολλοί που μεγάλωσαν στο Μπαλαράτ ακολούθησαν τις επαγγελματικές ευκαιρίες που τους πρόσφερε η Μελβούρνη παίρνοντας και τα παιδιά τους μαζί τους. Η βιομηχανική καρδιά του Μπαλαράτ έχει διαβρωθεί στο πέρασμα των χρόνων επηρεάζοντας βαθιά και τη ζωή της ελληνικής κοινότητας στην πόλη.
«Το αστείο είναι ότι αν ρωτήσετε τα ξαδέρφια και τους θείους που μεγάλωσαν εδώ και που ζουν τώρα στη Μελβούρνη – όλοι λένε ότι θέλουν να επιστρέψουν στο Μπαλαράτ επειδή προσφέρει καλύτερη ποιότητα ζωής», λέει ο Ανδρέας Γκρίνος, πρόεδρος της ελληνικής κοινότητας Μπαλαράτ και ανιψιός του Γιώργου.
«Ήμαστε πιο δεμένοι εκείνη την εποχή, περισσότερο σαν οικογένεια. Προσπαθούσαμε να διατηρήσουμε τον πολιτισμό και τη γλώσσα μας. Η ιταλική κοινότητα (που είναι μεγαλύτερη) δεν ήταν τόσο δεμένη γιατί μπορούσαν να παρευρεθούν στις καθολικές εκκλησίες που υπήρχαν ήδη. Εμείς οι Έλληνες έπρεπε να εργαστούμε σκληρά για να κάνουμε τα πάντα. Δυστυχώς αυτό χάνεται σιγά – σιγά στις μέρες μας καθώς αφομοιωνόμαστε από την ευρύτερη κοινότητα». Ωστόσο, Έλληνες έρχονται από τη Μελβούρνη για να εγκατασταθούν στο Μπαλαράτ λόγω της καλής φήμης των σχολείων της πόλης, των ιατρικών εγκαταστάσεων και των ανέσεων που το καθιστούν κατάλληλο για τις νέες οικογένειες.
Ο Τζίμι Πασάκος, λέκτορας στο Federation University, ήρθε από τη Μελβούρνη πριν από 15 χρόνια.
«Μεγάλωσα στη Νότια Μελβούρνη. Έφτασα σε ένα σημείο όπου ήθελα να κάνω μια στροφή στη ζωή μου, έτσι έκανα ένα μεταπτυχιακό στην εκπαίδευση. Πήρα μια θέση αρχικά στο Keilor και ύστερα στο Footscray και μετά ζήτησα να διδάξω σε ένα περιφερειακό σχολείο.
«Βρήκα μια προσωρινή θέση στο Μπαλαράτ για τρεις εβδομάδες και μου άρεσε. Ήταν καλό να βρίσκομαι μακριά από την πόλη. Η σύντροφός μου ήταν έγκυος και τότε υπέγραψα σύμβαση πλήρους απασχόλησης με το Ballarat High κι έτσι φύγαμε από τη Μελβούρνη», λέει ο κ. Πασάκος, ο οποίος στην αρχή δεν γνώριζε κανέναν στην περιοχή, αλλά με την πάροδο του χρόνου δημιούργησε ισχυρές φιλίες.
«Δεν είχα συναντήσει πολλούς Έλληνες μέχρι που μπήκα στην τοπική ομάδα ποδοσφαίρου Red Devils και έτσι ανέπτυξα κάποιες σχέσεις με την κοινότητα», λέει.
Με τα χρόνια γνώρισε κι άλλους Έλληνες. Κάθε χρόνο, κατά τη διάρκεια του πολυπολιτισμικού Φεστιβάλ Αρμονίας της πόλης (Harmony Festival) θα παρακολουθούσε τις λειτουργίες στον Άγιο Νικόλαο ενώ συμμετείχε στην Πρωτοχρονιάτικη γιορτή της κοινότητας στην αίθουσα εκδηλώσεων.
«Το ελληνικό σχολείο έκλεισε πριν από περίπου τέσσερα χρόνια επειδή οι αριθμοί ήταν μειωμένοι και τα αγόρια μου, που είναι 14 και 11 ετών, δεν μιλούν πραγματικά ελληνικά. Η Μελβούρνη πρέπει να πάρει την πρωτοβουλία διοργανώνοντας κάποιες ελληνικές εκδηλώσεις στην πόλη. Θα ήταν επίσης καλό αν είχαμε έναν ιερέα που να μπορεί να έρχεται πιο συχνά στο Μπαλαράτ.
«Πριν από μερικά χρόνια, η Πινακοθήκη του Μπαλαράτ φιλοξένησε μια μεγάλη έκθεση εικονογραφίας φέρνοντας αρκετά στοιχεία της ελληνικής κουλτούρας. Θα ήταν καλό να γίνονται περισσότερες τέτοιες εκδηλώσεις στην περιοχή, ώστε οι Έλληνες που ζουν εδώ να μπορέσουν να συνδεθούν με τον πολιτισμό τους, αλλά και οι κάτοικοι του Μπαλαράτ να μάθουν περισσότερα για τον πολιτισμό μας», λέει ο κ. Πασάκος.
Ο Γιώργος Τριανταφυλλόπουλος, ο οποίος κατάγεται από τη Μελβούρνη και ζει στο Μπαλαράτ από το 2009, αναφέρει ότι υπάρχει μεγάλη ανάγκη να διατηρηθεί η ελληνική κοινότητα της πόλης, προκειμένου να διαδοθεί ο ελληνικός πολιτισμός στις νεότερες γενιές.
«Το κοντινότερο ελληνικό σχολείο είναι στο Footscray που είναι πολύ μακριά. Είναι λυπηρό που συμβαίνει αυτό. Το Μπαλαράτ είναι μια όμορφη πόλη, οι άνθρωποι είναι καλοί και όταν ξεναγώ τους φίλους που με επισκέπτονται, πάντα εντυπωσιάζονται από το πλήθος των πάρκων και των κήπων», λέει.
Μια ακόμη Ελληνίδα δεύτερης γενιάς, η δασκάλα Χριστίνα Σοφή, έφτασε στο Μπαλαράτ από το Ρίβερλαντ της Νότιας Αυστραλίας το 1995.
«Το Μπαλαράτ είναι μια υπέροχη περιφερειακή πόλη με πολλές επιλογές για μια νέα οικογένεια. Όταν ήρθα, ήταν καλή στιγμή για κάποιον καινούργιο να συνδεθεί κι έτσι μπόρεσα να διατηρήσω τις παραδόσεις μου παρά το γεγονός ότι δεν παντρεύτηκα Έλληνα. Τα παιδιά μου μπορούσαν να βιώσουν μέρος της ιστορίας τους εδώ.
Οι κόρες μου, τώρα 17 και 19, φοίτησαν στο ελληνικό σχολείο για δέκα χρόνια», λέει η κ. Σοφή.
Η μικρότερη αδερφή του κ. Χριστοφή, Λίτσα Τσανγκ, ήρθε στο Μπαλαράτ μετά από τους τρεις αδελφούς της. Για πολλά χρόνια η κ. Τσανγκ υπήρξε ηγετική προσωπικότητα για την προώθηση της πολυπολιτισμικότητας στο Μπαλαράτ και τον πρώτο καιρό εργαζόταν για το Περιφερειακό Πολυπολιτισμικό Συμβούλιο του Μπαλαράτ που αποτελεί έναν από τους βασικότερους πολυπολιτισμικούς οργανισμούς.
«Είμαι παθιασμένη με την πολυπολιτισμικότητα και έκανα πολλά για να μεταφέρω την ιδέα στα σχολεία της περιοχής. Το Μπαλαράτ έχει αλλάξει προς το καλύτερο και οι άνθρωποι δέχονται περισσότερο την πολιτιστική διαφορά, ειδικά οι νέοι.
«Οι πρώτοι Έλληνες που ήρθαν στην περιοχή δεν ήταν πολύ μορφωμένοι, αλλά δούλεψαν τόσο σκληρά που οι περισσότεροι τα πήγαν πολύ καλά και δημιούργησαν τις δικές τους επιχειρήσεις.
«Είναι από τις πιο σεβαστές πολυπολιτισμικές ομάδες στο Μπαλαράτ», καταλήγει η κ. Τσανγκ.
Πηγή: neoskosmos.com
φωτογραφία πρώτης σελίδας, Παλιά και νέα γενιά. Ο Βασίλης Σούφης, η εγγονή του Στέφανι και η σύζυγός του Παρασκευή. Φώτο: Άλεξ Οικονόμου
Σχόλια Facebook