ΣΑΤΙΡΙΖΟΝΤΑΣ: Φοβάμαι τις απαντήσεις στα ερωτήματά μου…
Γράφει ο Χρήστος Μαλασπίνας
Συχνά πυκνά στο νου μου έρχεται το ερώτημα: Το θα έκανε ένα καλά οργανωμένο Κράτος, ως ανταπόδοση ή ως μελλοντική επένδυση, για τους απόδημους πολίτες του; Γι αυτούς που, εδώ και πολλές δεκάδες χρόνια τώρα, εξαναγκάστηκαν -λόγω φτώχειας και ανεργίας- να εγκαταλείψουν νέοι πατρίδα και οικογένεια, φίλους και συγγενείς και να επιχειρήσουν να στήσουν τη ζωή τους χιλιάδες μίλια μακριά, μόνοι μεταξύ αγνώστων, χωρίς γνώση της γλώσσας ή στην καλύτερη (;) περίπτωση σε μικρές ελληνικές ομάδες, αλλά και πάλι αποκομμένοι από τον ιστό των τοπικών κοινωνιών; Και, εάν, μολαταύτα, παρέμεναν μέσα τους ένθερμοι Έλληνες, πρόθυμοι αυτοί να συμβάλουν σε κάθε δύσκολη περίσταση της πατρίδας, ακόμη και να κάνουν το ταξίδι της επιστροφής για να πολεμήσουν για την ελευθερία της;
Κι έπειτα, καθώς ανέβαιναν και οι ίδιοι με ιδρώτα, αίμα και μόχθο τα σκαλοπάτια των σημερινών κατακτήσεών τους κάποιοι σχετικά λίγοι, οι περισσότεροι τα πολύ μικρότερα βήματα της καθημερινής επιβίωσης, όλοι μαζί, όμως, να διαδηλώνουν στην ξενιτιά για τα δίκαιά της πρώτης πατρίδας, να αποτελούν άτυπους πρέσβεις και θερμούς διαφημιστές των ελληνικών προϊόντων σε φίλους και γείτονες , σε πελάτες των μαγαζιών που στο μεταξύ απέκτησαν με την προκοπή τους στο διάβα του χρόνου;
Αλήθεια, τι θα έκανε γι αυτούς τους διασκορπισμένους στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, αλλά πάντα με την Ελλάδα στο στόμα και όλες τις γλώσσες του κόσμου, πολίτες του, ένα σωστά, αξιοκρατικά και δημοκρατικά οργανωμένο Κράτος; Που θα έλεγαν την αγορά «μαρκέτα» τη γέφυρα «αλαβέτα» αλλά θα έφθαναν να «τρέχουν» αμερικανογέννημενοι –Άγκνιου, Δουκάκης- για υποψήφιοι Πρόεδροι της Αμερικής, άλλος, για υποψήφιος Κυβερνήτης Πολιτείας (το υψηλότερο πολιτικό αξίωμα στο οποίο μπορεί να εκλεγεί μη γεννημένος στην Αμερική πολίτης-Κρις Σπύρου);
Τι θα έκανε για τις ισχυρούς εκείνους παράγοντες, που αναδείχθηκαν και τιμήθηκαν στο εμπόριο, σε κείνους που διευθύνουν επιχειρηματικούς κολοσσούς, που βρίσκονται σε Ακαδημίες Πνεύματος; Στους άλλους, τους πολύ περισσότερους, που με τον διαρκή αγώνα (τίποτε δεν χαρίζεται στην ξενιτιά ούτε, όπως νομίζουν στην πατρίδα, βρίσκεται το χρήμα σκορπισμένο στους δρόμους) θα καλυτέρευαν σταθερά το οικονομικό και πνευματικό τους επίπεδο; Θα σπούδαζαν τα παιδιά τους στα Πανεπιστήμια, θα έκτιζαν περίλαμπρους ελληνο-ορθόδοξους ναούς, θα καθιέρωναν την πνευματική παρουσία της Εκκλησίας στις τοπικές κοινωνίες; Που θα άνοιγαν τις πύλες των πανεπιστημιακών εδρών σ΄ όλο τον κόσμο; Που θα καθιέρωναν Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας με εορταστικές μαθητικές και πνευματικές-καλλιτεχνικές εκδηλώσεις στις χώρες του εξωτερικού;
Σας φαίνονται πολλά τα επιτεύγματα αυτά; Σ΄ μένα, έτσι όπως τα αναπολώ, μου μοιάζουν σταγόνες μπροστά στον ποταμό του πραγματικού θαύματος που έχουν επιτύχει οι ξενιτεμένοι μας: Να παραμένουν βαθιά μέσα τους περήφανοι Έλληνες! Ελληνες στην ψυχή, ακόμη και όταν ούτε μία ελληνική λέξη δεν έχουν πια στα χείλη τους οι της τρίτης ή και τέταρτης γενιάς. Ακόμα και όσοι κάνουν μικτούς γάμους. Ακόμη και όσοι ζουν απομονωμένοι σε τριτοκοσμικές χώρες, σε ζούγκλες και σε ερήμους.
Τι θα έκανε, λοιπόν, ένα Κράτος με «Κ» κεφαλαίο, τι θα έκανε ο πνευματικός κόσμος του Κράτους αυτού, τι θα έκαναν οι κυβερνήσεις, τα κόμματα, οι ταγοί του Κράτους αυτού; Τι θα έγραφαν οι ελληνικές εγκυκλοπαίδειες, τα ελληνικά λεξικά, τα ιστορικά δοκίμια, τα πανεπιστημιακά συγγράμματα, ο ελληνικός Τύπος; Τι θα έκανε η Εκκλησία; Τι θα έκανε το Υπουργείο Οικονομικών; Τι θα έκανε η στρατιωτική ηγεσία; Τι θα κάναμε όλοι μας, όχι για να τους τιμήσουμε (οι απόδημοι έχουν αποβάλει προ πολλού την ιδέα τιμητικών διακρίσεων από την ελληνική πολιτεία), αλλά για να κρατήσουμε άσβηστη μέσα τους αυτή την ελληνική φλόγα; Θα τους βάζαμε “φρένα”, θα τους προσγειώναμε απότομα, ή θα τους απογειώναμε θεωρώντας τους υπεύθυνους πολίτες με δικαίωμα άποψης για την μόνη πρώτη πατρίδα της έγνοιας, της αγάπης και της ζωή τους;
Και πάλι, τι θέλω εγώ και σκέφτομαι, και «παραμυθιάζομαι» και «συγκινούμαι» και απασχολώ το μυαλό μου με τέτοιες απορίες; Η απάντηση θα ήταν πολύ απλή, εάν είχα, από χρόνια τώρα, σκεφθεί να ρωτήσω έναν επιτυχημένο επιχειρηματία. Θα μου απαντούσε: Εάν εγώ είχα «ντίλερς» της εταιρίας μου σε διάφορα μέρη του κόσμου, με επιδόσεις λαμπρές, με ήθος και με πίστη στα οράματά μου, με σεβασμό για την εταιρεία μου, ασφαλώς και θα τους είχα καλοπληρωμένους. Και εάν έβρισκα και κάποιον με ξεχωριστές ικανότητες, θα τον κρατούσα πολλά χρόνια στην εταιρία να να δουλέψει απερίσπαστος και να δημιουργήσει προγράμματα, να σχεδιάσει δράσεις. Θα παρείχα σε όλους πλήρη ασφάλεια ζωής, θα τους θεωρούσα δικούς μου ανθρώπους, θα τους έδινα λόγο στις Γενικές Συνελεύσεις για την πρόοδο της Επιχείρησης και την περαιτέρω ανάπτυξή της, εκεί όπου ζουν και προωθούν το εμπόρευμά μου …
Ξέρω που πάει το μυαλό σας. Σκέφτεσθε: Αν αυτό έκανε ένας επιχειρηματίας όχι από καλοσύνη, αλλά από συμφέρον και από έγνοια για να συνεχίσει ο ίδιος και η επιχείρησή του να απολαμβάνουν τα αγαθά που προσφέρουν άνθρωποι που εργάζονται για την επιχείρησή του, αλλά την ίδια ώρα και που την αγαπούν, την προσέχουν, την φροντίζουν και της παραστέκονται σε κάθε δύσκολή της ώρα, τι θα έπρεπε να κάνει ένα συντεταγμένο Κράτος, για να τους συντηρεί ένθερμους υποστηρικτές των συμφερόντων του;
Να τους λέει παχιά λόγια, αλλά να τα ξεχνάει την άλλη ώρα; Να τους επιδαψιλεύει με αόρατες περγαμηνές, αλλά να τους αποκόβει από το εθνικό κέντρο με την απρόσεκτη συμπεριφορά του; Να τους λογαριάζει, να τους προσμετρά και να φθάνει στις θύρες τους μόνον «όταν χρεία τες κουρταλή» και όταν ξεπερνιέται η χρεία να τους απομακρύνει φοβούμενη να τους έχει στα πόδια της;
Αντί να στήνει ανδριάντες, ιδρύματα και κυβερνητικά γραφεία, για τους ομογενείς, τις ανάγκες τους και τα αιτήματά τους, να τους ενθαρρύνει στο να αγαπούν την πρώτη πατρίδα, αυτοί και τα παιδιά των παιδιών τους, αντί να προωθεί σχέδια για απόκτηση εξοχικής κατοικίας από τους αποδήμους σε επιλεγμένες στρατηγικά περιοχές, να προσπαθεί να κλείσει και όσα από παλιά ιδρύματα ή κυβερνητικά γραφεία υπάρχουν; Να τορπιλίζει κάθε προσπάθεια συνεννόησης, να τροφοδοτεί με ακαταπόνητη γραφειοκρατία κάθε επενδυτική τους διάθεση, να τους αποπαίρνει και να τους κρατά σε απόσταση, εκτός των περιπτώσεων που βρίσκονται ανάμεσά τους στο εξωτερικό;
Με το σκέψου-σκέψου- σκέψου, κάπου φαίνεται πως χάθηκα «στας αγκάλας του Μορφέος»! Διαφορετικά, πώς να εξηγήσω το γεγονός ότι παρά τα δικά μου παράπονα, ερωτήματα και απορίες, σύμπασα η πολιτική ηγεσία της Ελλάδος, από τη μια μεριά του υπερμεγέθους τραπεζιού (και λόγω Κοροναϊού, να μην ξεχνιώμαστε) και από την άλλη πλευρά οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι του Απόδημου Ελληνισμού μιλούσαν, ενημερωνόντουσαν, κατέθεταν ιδέες που τοποθετούνταν μέσα σε μπλε φακέλους “προς ενέργειαν” και όχι στα άχρωμα καλάθια των απορριμμάτων; Σχεδίαζαν επενδύσεις, οραματίζονταν την προώθηση της ελληνικής Παιδείας στο εξωτερικό, κατέστρωναν σχέδια για το κοινό μέλλον του Οικουμενικού Ελληνισμού και την απόκρουση κάθε έξωθεν επιβουλής κατά της πρώτης πατρίδος;
Εκείνο που γεμίζει με φόβο την καρδιά μου, μέσα στο όνειρο, είναι πώς θα ξυπνήσω με την αγωνία εκείνου του διασωληνωμένου στη ΜΕΘ, που δίνει ολομόναχος την απέλπιδα μάχη. Φοβάμαι τις απαντήσεις στα ερωτήματά μου…
Σχόλια Facebook