Γιατί ο Π.Ο.Υ. επιμένει ότι το lockdown δεν αρκεί – Τι συμβαίνει με τα μαζικά test
Οι δηλώσεις του επικεφαλής του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, Τέντρος Αντανόμ Γκεμπρεγιεσούς στις 25 Μαρτίου ήταν σαφείς. Αφού ανέφερε ότι όλο και περισσότερες χώρες εφαρμόζουν μέτρα lockdown, έσπευσε να υπογραμμίσει ότι αυτά δίνουν απλώς ένα παράθυρο ευκαιρίας για να ξεδιπλωθούν τα μέτρα που πραγματικά μπορούν να αντιμετωπίσουν την πανδημία.
Γι’ αυτό και επανέλαβε τις έξι βασικές συστάσεις του ΠΟΥ: Πρώτον, την επέκταση, εκπαίδευση και ενεργοποίηση του αναγκαίου νοσηλευτικού προσωπικού και προσωπικού δημόσιας υγείας σε κάθε χώρα. Δεύτερον, την εφαρμογή ενός συστήματος για τον εντοπισμό κάθε υπόπτου κρούσματος σε επίπεδο κοινότητας. Τρίτον, την αύξηση της παραγωγής και της διαθεσιμότητας των τεστ. Τέταρτον, τον εντοπισμό, την προσαρμογή και τον εξοπλισμό εγκαταστάσεων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη νοσηλεία και απομόνωση ασθενών. Έκτον, την ανάγκη όλη η διακυβέρνηση πρέπει να επικεντρωθεί στον περιορισμό και τον έλεγχο του COVID-19.
Η αναφορά αυτή ήρθε, για άλλη μια φορά, να υπενθυμίσει ότι για τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, όπως και για τους περισσότερους ειδικούς στη Δημόσια Υγεία, η αντιμετώπιση μιας πανδημίας δεν μπορεί να περιοριστεί στα μέτρα περιορισμού και φυσικής αποστασιοποίησης, αλλά θα πρέπει να είναι μια συνολική προσέγγιση.
Η σημασία των μαζικών τεστ
Η σημασία των μαζικών ελέγχων στον πληθυσμό για τον εντοπισμό πιθανών κρουσμάτων είναι ένα σημείο στο οποίο επανέρχεται και ο ΠΟΥ και αρκετοί ειδικοί. Οι λόγοι για αυτό είναι δύο.
Πρώτον, όσο πιο πολλοί έλεγχοι γίνουν, τόσο πιο πολλά κρούσματα θα εντοπιστούν και θα ληφθούν τα αναγκαία μέτρα για να μην υπάρξει παραπέρα διασπορά μέσα στην κοινότητα. Γιατί κάποιος που γνωρίζει ότι είναι θετικός θα μπορεί να εφαρμόσει πολύ πιο αυστηρά του κανόνες «αυτο-απομόνωσης», αλλά και να νοσηλευτεί σε συνθήκες απομόνωσης. Αντίστοιχα, θα μπορούν να ελεγχθούν και οι στενές επαφές του και άρα επίσης να εντοπιστούν ακόμη περισσότερα κρούσματα και επίσης να απομονωθούν.
Διαφορετικά, ακόμη και με τα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας και της κίνησης και τον περιορισμό των συναναστροφών θα συνεχίζει να υπάρχει διασπορά, έστω και σε μικρότερη κλίμακα από ό,τι εάν δεν είχαν ληφθεί καθόλου μέτρα. Χωρίς ριζικό περιορισμό της διασποράς που μπορεί να γίνει ακόμη και εντός των μέτρων περιορισμού, π.χ. εντός των οικογενειακών συναναστροφών ενός νοικοκυριού, θα συνεχίσουμε να έχουμε κρούσματα και μάλιστα με αυξημένη έκθεση σε κίνδυνο των ευάλωτων μελών των νοικοκυριών όπως είναι οι ηλικιωμένοι.
Δεύτερον, γιατί όσο πιο πολλά τεστ γίνουν τόσο καλύτερη εικόνα θα αποκτήσουμε για την πραγματική δυναμική της πανδημίας και ως προς το πόσο μεταδοτική είναι και ως προς το πόσο θανατηφόρα. Και αυτά δεν είναι απλώς στατιστικά μεγέθη. Είναι παράμετροι που ορίζουν και κατευθύνεις για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Όπως είπε χαρακτηριστικά ο Ι. Ιωαννίδης, καθηγητής Παθολογίας και Επιδημιολογίας και Πληθυσμιακής Υγείας του Πανεπιστημίου Stanford, «χωρίς να έχουμε κάποια δεδομένα από την πραγματική συχνότητα της λοίμωξης στον γενικό πληθυσμό, δεν ξέρουμε καν αν η καραντίνα απέδωσε, για πόσο πρέπει να την κρατήσουμε, και αν το πρόβλημα θα επανέλθει αν άρουμε την καραντίνα. Πάμε στα τυφλά.»
Προς το παρόν η σημασία των εκτεταμένων ελέγχων σε συνδυασμό με ιχνηλάτηση και απομόνωση κρουσμάτων δείχνει να αποδίδει σε χώρες όπως π.χ. η Νότια Κορέα.
Η σημασία της συνολικής ενίσχυσης του συστήματος υγείας
Στην Ελλάδα εάν κανείς παρατηρήσει τη συζήτηση για το εάν είμαστε προετοιμασμένοι για την πανδημία, θα διαπιστώσει ότι κυρίως το μετράμε με βάση τον αριθμό των κρεβατιών σε ΜΕΘ. Είναι αλήθεια ότι αυτό είναι ένας λόγος μεγάλης ανησυχίας γιατί η χώρα μας έχει μικρό συγκριτικά αριθμό κλινών σε ΜΕΘ ως προς τον πληθυσμό σε σχέση με άλλες χώρες αλλά και γιατί όπως δείχνει η εμπειρία της Ιταλία στην κορύφωση της τοπικής έξαρσης της πανδημίας υπάρχει ο κίνδυνος να μην υπάρχουν αρκετές θέσεις σε ΜΕΘ για τους ασθενείς σε κρίσιμη κατάσταση.
Όμως, ο Παγκόσμιος Οργανισμός υγείας, όπως και οι περισσότεροι ειδικοί στη Δημόσια Υγεία επιμένουν στη συνολική ενίσχυση του συστήματος υγείας και των δομών δημόσιας υγείας. Η πανδημία δεν χρειάζεται μόνο ΜΕΘ, πιο σωστά χρειάζεται να γίνουν όλα τα βήματα ώστε να μην υπάρξει οριακή ανάγκη για ΜΕΘ. Αυτό αφορά τόσο τα μέτρα φυσικής αποστασιοποίησης και υγιεινής για την αποτροπή της διασποράς, απαιτεί όμως και όλα τα επίπεδα ενός συστήματος υγείας.
Απαιτεί την πρωτοβάθμια υγεία μέσα στην κοινότητα, για να μπορεί ο έλεγχος, εντοπισμός και απομόνωση κρουσμάτων να διευκολύνεται και να μην υπάρχουν κρούσματα που απλώς «αναμένουν στο τηλέφωνο» οδηγίες. Απαιτεί επαρκείς χώρους νοσηλείας, ώστε να νοσηλεύονται απομονωμένα κρούσματα COVID-19. Και προφανώς απαιτεί και ΜΕΘ.
Να κάνουμε ό,τι χρειάζεται για να υπάρξει έγκαιρη έξοδος από την καραντίνα
Ο επικεφαλής του ΠΟΥ υπογράμμισε ότι τα μέτρα που προτείνει ο οργανισμός για την έγκαιρο και μαζικό έλεγχο και την ενίσχυση των συστημάτων υγείας είναι ο τρόπος για τον περιορισμό και τη διακοπή της μετάδοσης, «έτσι ώστε αρθούν οι περιορισμοί, δεν υπάρχει ξανά έξαρση του ιού». Γι’ αυτό και υπογράμμισε ότι «το τελευταίο πράγμα που θέλει μια χώρα είναι να ανοίξει τα σχολεία και τις επιχειρήσεις, αλλά μετά να υποχρεωθεί να τα κλείσει ξανά μετά από μια εκ νέου έξαρση».
Επιπλέον «επιθετικά μέτρα για να εντοπιστούν, απομονωθούν, ελεγχθούν, νοσηλευτούν και ιχνηλατηθούν κρούσματα δεν είναι μόνο ο καλύτερος τρόπος για την έξοδο από ακραίους κοινωνικούς και οικονομικούς περιορισμούς – είναι επίσης ο καλύτερος τρόπος για να τους προλάβουμε». Το σημείο αυτό αφορά μια άλλη πλευρά ανησυχίας και έμφασης του ΠΟΕ: την ανάγκη να προληφθεί η έξαρση της επιδημίας σε χώρες που αυτή τη στιγμήν δεν έχουν μεγάλη μετάδοση και οι οποίες έχουν μια ευκαιρία να αποφύγουν το μεγάλο οικονομικό και κοινωνικό κόστος των μέτρων, αλλά και τον κίνδυνο να καταρρεύσουν πολύ πιο γρήγορα τα ευάλωτα και υποστελεχωμένα συστήματα υγείας.
Η ανάγκη να αντιμετωπιστεί το κοινωνικό κόστος
Αυτή τη στιγμή παγκοσμίως όλη η έμφαση είναι σε μέτρα απαγορεύσεων της κίνησης και της κυκλοφορίας και στον υποχρεωτικό κατ’ οίκον περιορισμό ενός πολύ μεγάλου μέρους του παγκοσμίου πληθυσμού.
Ωστόσο, αυτό δεν είναι πάντα τόσο εύκολο. Εάν στις αναπτυγμένες χώρες συζητάμε τα προβλήματα που υπάρχουν από τη συνέχεια εκτεταμένων οικονομικών δραστηριοτήτων, που πιθανώς να συντηρούν και εστίες μετάδοσης, και εξετάζουμε εάν πρέπει να κλείσουν «μη στρατηγικές δραστηριότητες» σε μεγάλο μέρους του αναπτυσσόμενου κόσμου τα πράγματα είναι πολύ πιο δύσκολα ως προς το τι σημαίνει «μένουμε σπίτι».
Ακόμη πιο δύσκολα είναι τα πράγματα και ως προς το κοινωνικό κόστος των μέτρων περιορισμού, ιδίως εάν παραταθούν. Το γεγονός ότι στις ΗΠΑ είχαμε το υψηλότερο αριθμό αιτήσεων για καταβολή επιδομάτων ανεργίας μέσα σε μία εβδομάδα που καταγράφηκε ποτέ, με 3,28 εκατομμύρια αιτήσεις, είναι από αυτή την άποψη ενδεικτικό. Αντίστοιχα, μπορεί π.χ. στην Ευρώπη να υπάρχουν μέτρα που έχουν χαρακτήρα «κοινωνικού κράτους» αυτό δεν ισχύει για όλο τον κόσμο. Ακόμη και στον αναπτυγμένο κόσμο υπάρχει μεγάλη ανησυχία για τα πιο επισφαλή τμήματα της αγοράς εργασίας. Ούτως ή άλλως μια πολύ μεγάλη συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας σημαίνει μεγάλο κόστος και άμεσο και έμμεσο (από την ανασφάλεια, την επιδείνωση των όρων ζωής, το ψυχολογικό στρες). Η καραντίνα είναι ένα «φάρμακο» με πολύ μεγάλες παρενέργειες.
Οι υποδείξεις του ΠΟΥ και των ειδικών στη δημόσια υγεία δεν παραπέμπουν σε κάποια αμφισβήτηση της ανάγκης για μέτρα περιορισμού. Ούτε έχουν σχέση με τις φωνές που υπάρχουν π.χ. στις ΗΠΑ και που εκπροσωπούν κυρίως επιχειρηματικά συμφέροντα και που πιέζουν για γρήγορη άρση των μέτρων περιορισμού σε βάρος της υγείας του πληθυσμού (άποψη που φαίνεται ότι συμμερίζεται και ο Πρόεδρος Τραμπ).
Κυρίως επισημαίνουν την ανάγκη πολύ πιο αποφασιστικών μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας, με έμφαση στα μέτρα εντοπισμού, απομόνωσης, ελέγχου, νοσηλείας, ιχνηλάτησης και τελικά διακοπής της μετάδοσης, ακριβώς για να μπορέσει να είναι πιο γρήγορη η αντιμετώπιση της τωρινής παγκόσμιας έξαρσης και άρα η έξοδος από τα μέτρα περιορισμού χωρίς κίνδυνο άμεσης νέας έξαρσης.
Πηγή:in.gr
Σχόλια Facebook