Γιατί η παρέμβαση Σημίτη τίναξε στον αέρα τα κόμματα και θύμισε τις εθνικές διχόνοιες

Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις έχουν περάσει από διαφορετικές φάσεις, όμως διαφορετικές έχουν υπάρξει και οι στρατηγικές που διαχρονικά ξεδιπλώθηκαν από την ελληνική πλευρά. Το πρόσφατο άρθρο του Κώστα Σημίτη στα Νέα το Σάββατο 14 Δεκεμβρίου ήρθε να υπενθυμίσει αυτές ακριβώς τις διαιρέσεις, οι οποίες, έστω και σε ένα διαφορετικό πλαίσιο, αναπαράγονται ακόμη και σήμερα.

Το στρατηγικό δίλημμα: διάλογος ή αποτροπή και άσκηση πίεσης

Στο άρθρο του ο πρώην πρωθυπουργός υποστηρίζει ότι το 2004 η κυβέρνηση Καραμανλή, με υπουργό Εξωτερικών τον πολύπειρο Πέτρο Μολυβιάτη, έχασε μια ευκαιρία να απαιτήσει από την Τουρκία επίλυση των διμερών διαφορών (συμπεριλαμβανομένων αυτών των που αφορούν την ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα) πριν την έναρξη της ενταξιακής διαδικασίας, υλοποιώντας ουσιαστικά μια πρόβλεψη που υπήρχε ήδη στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου τον Δεκέμβριο του 1999 στο Ελσίνκι. Όμως, το πραγματικό ξεδίπλωμα των διαφορετικών στρατηγικών για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις ήταν πιο περίπλοκο.

Για να μπορέσουμε να το κατανοήσουμε πρέπει να δούμε τις ταλαντεύσεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής από το 1974 και μετά. Σε μία πρώτη φάση, με την Κυπριακή Τραγωδία νωπή και ενεργή, την Τουρκία να ξεδιπλώνει ένα επιθετικό σύνολο διεκδικήσεων που «αναθεωρούσαν ουσιαστικά το διεθνές δίκαιο, οι κυβερνήσεις Καραμανλή δοκίμασαν ένα μείγμα πίεσης προς το διεθνή παράγοντα να πάρει θέση, αντιμετώπισης των νέων τουρκικών προκλήσεων (όπως η έξοδος του ερευνητικού σκάφους Σεισμίκ-1) και από ένα σημείο και μετά επανέναρξης διαλόγου, με πιο χαρακτηριστική στιγμή το «Πρακτικό της Βέρνης» τον Νοέμβριο του 1976, με το οποίο οι δύο κυβερνήσεις συνομολογούσαν την επιθυμία διαλόγου και για το θέμα της υφαλοκρηπίδας, απέχοντας από πρωτοβουλίες που θα υπονόμευαν το καλό κλίμα.

Αντίθετα, η κυβέρνηση Παπανδρέου το 1981 θα ορίσει το περίγραμμα της «επιθετικής γραμμής». Θα σταματήσει τη διαδικασία του διαλόγου, θα ενισχύσει τους εξοπλισμούς (και την αμυντική θωράκιση των νησιών) και γενικά θα επιδείξει μια πιο επιθετική στάση, με αποκορύφωμα τον τρόπο που η ελληνική πλευρά τον Μάρτιο του 1987 αντιμέτωπη με νέα απόπειρα ερευνών στο Αιγαίο από τουρκικό ερευνητικό σκάφος θα απαντήσει με προετοιμασία για πλήρη πολεμική κλιμάκωση (ο ελληνικός στόλος βγήκε στο Αιγαίο, τα αεροσκάφη της Π.Α. μετακινήθηκαν στα αεροδρόμια διασποράς και ο στρατός τέθηκε σε ετοιμότητα), παράλληλα με ανακοίνωση ότι θα έκλεινε η αμερικανική βάση της Νέας Μάκρης και – που έπαιξε και καθοριστικό ρόλο στη στάση του διεθνή παράγοντα – επίσκεψη του ΥΠΕΞ Καρόλου Παπούλια στη Βουλγαρία (χώρα-μέλος του Συμφώνου της Βαρσοβίας).

Η προοπτική πολέμου που θα απειλούσε όντως τη συνοχή της Συμμαχίας κινητοποίησε και τις άλλες δυτικές δυνάμεις να ασκήσουν πίεση στην Τουρκία αλλά έκανε και την Τουρκία να υποχωρήσει. Ο ίδιος βέβαια ο Ανδρέας Παπανδρέου θα είναι αυτός που θα πάρει τελικά και την πρωτοβουλία για διάλογο με τον Τούρκο ηγέτη, Τουργκούτ Οζάλ, έστω και εάν εν μέρει θα κάνει και γι’ αυτό αυτοκριτική (με τη δήλωση περί mea culpa).

Αντίθετα, η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη θα είναι πιο κοντά σε μια στρατηγική διαλόγου στο νέο αναδυόμενο «μεταψυχροπολεμικό πλαίσιο, επιλέγοντας να δοκιμάσει να ανοίξει ξανά διαύλους επικοινωνίες, έστω και εάν η βασική της προτεραιότητα θα είναι οι εξελίξεις στα βόρεια σύνορα με το άνοιγμα εκ νέου του Μακεδονικού.

Η επιστροφή του Ανδρέα Παπανδρέου στην εξουσία το 1993 θα συνδυαστεί με μια επιστροφή σε μια πιο επιθετική αντιμετώπιση, που πιο χαρακτηριστική μορφή θα πάρει το Ενιαίο Αμυντικό Δόγμα Ελλάδας και Κύπρου, σύμφωνα με το οποίο τυχόν αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας θα αντιμετωπίζονταν ως συνολική απειλή και στην Ελλάδα.

 

Από τα Ίμια στο Ελσίνκι

Ο αποχώρηση του Ανδρέα Παπανδρέου από την πρωθυπουργία και κυρίως η Κρίση των Ιμίων τον Ιανουάριο του 1996 θα αποτελέσει τον καταλύτη για την ανάδυση μιας διαφορετικής γραμμής. Παρότι υπήρξαν φωνές που θα επιθυμούσαν την περαιτέρω κλιμάκωση με ένοπλους όρους της αντιπαράθεσης (κάτι που θα είχε απρόβλεπτες συνέπειες και κόστος, καθώς την όποια ελληνική απόπειρα ένοπλης ανακατάληψης της βραχονησίδας που είχαν καταλάβει τούρκοι καταδρομείς πιθανώς θα ακολουθούσε θερμή εμπλοκή των δύο στόλων, που είχαν συγκεντρώσει μεγάλο αριθμό σκαφών εκεί), η κυβέρνηση Σημίτη επέλεξε αποδέχτηκε την αμερικανική παρέμβαση και τη λύση που προτάθηκε (το περίφημο “No ships, no troups, no flags” που πρότεινε ο τότε υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ).

«Κληρονομιά» των Ιμίων, η έννοια των «γκρίζων ζωνών» και η επιμονή της Τουρκίας ότι δεν είναι μόνο η υφαλοκρηπίδα που είναι προς διαπραγμάτευση αλλά και το εδαφικό καθεστώς νησιών και βραχονησίδων.

Κυρίως τότε ήταν που για πρώτη φορά κυριαρχεί ξανά η γραμμή του διαλόγου και του συμβιβασμού. Έχει ενδιαφέρον ότι παρότι τέτοιες κατευθύνσεις υπήρχαν παραδοσιακά και στον χώρο της Νέας Δημοκρατίας, είναι τελικά το «εκσυγχρονιστικό» ΠΑΣΟΚ που κατεξοχήν την υλοποιεί.

Η νέα στρατηγική έλεγε ότι έπρεπε να διασφαλιστεί η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ χωρίς προηγούμενη επίλυση του Κυπριακού και εφόσον η Τουρκία φαινόταν να επιθυμεί διακαώς την ένταξη στην ΕΕ, έπρεπε οι ενταξιακές διαδικασίες να συνδεθούν με την πρόοδο στα ελληνοτουρκικά.

Ως προς την ένταξη της Κύπρου, η Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ στο Ελσίνκι το 1999  θεωρήθηκε μεγάλη επιτυχία της ελληνικής και κυπριακής διπλωματία εφόσον άνοιξε ο δρόμος για την ένταξη χωρίς προηγούμενη επίλυση του Κυπριακού.

Ως προς τα ελληνοτουρκικά, το κείμενο Συμπερασμάτων (που αφορούσε όλες τις προς ένταξη χώρες) υποστήριζε ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο «παροτρύνει τα υποψήφια μέλη να καταβάλουν κάθε προσπάθεια για την επίλυση κάθε εκκρεμούς συνοριακής διαφοράς και άλλων συναφών θεμάτων». Άλλως, θα πρέπει να φέρουν τη διαφορά ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος».

Το σημείο αυτό σήμαινε ότι η Τουρκία έπρεπε να προσπαθήσει να λύσει τις διαφορές της με την Ελλάδα ή να προσφύγουν στο Διεθνές Δικαστήριο.

 

Οι αντιρρήσεις ΝΔ και Καραμανλή για το Ελσίνκι

Στη στρατηγική του Ελσίνκι, την οποία επεξεργάστηκαν συνεργάτες του Κώστα Σημίτη όπως ο Χρήστος Ροζάκης αλλά και ο πρόωρα χαμένος Γιάννος Κρανιδιώτης και την υλοποίησε ως ΥΠΕΞ και ο Γ. Παπανδρέου, η Νέα Δημοκρατία θα έχει αντιρρήσεις.

Παρότι η ΝΔ θα συμφωνεί στην ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας και την ενταξιακή διαδικασία της Κύπρου, θα έχει αντίρρηση στον τρόπο που έμπαιναν μαζί θέματα όπως η υφαλοκρηπίδα αλλά και θέματα εδαφικά όπως αυτά των χωρικών υδάτων. Εκτιμήθηκε από τη Νέα Δημοκρατία ότι υπήρχε ο κίνδυνος μια προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο για όλα, με τον τρόπο που το Ελσίνκι το έθετε, να οδηγούσε σε ακόμη μεγαλύτερο γκριζάρισμα.

Σε αυτό συνετέλεσε και ότι η κυβέρνηση Σημίτη θα προσπαθήσει όντως να δοκιμάσει να βρει το σημείο ισορροπίας που θα επέτρεπε την έναρξη των διαπραγματεύσεων για την υφαλοκρηπίδα. Σε αυτό το πλαίσιο το 2003 η τότε ελληνική κυβέρνηση είχε φανεί έτοιμη να αποδεχτεί «επιλεκτικές διαφοροποιήσεις» ως προς τα όρια των χωρικών υδάτων (αλλού 12 νμ, αλλού μικρότερα) ώστε να υπάρξει η διαπραγμάτευση για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Το σχέδιο δεν θα ευοδωθεί, καθώς η Ελλάδα είχε μπει σε προεκλογική περίοδο και θεωρήθηκε ότι θα υπήρχε και πολιτικό κόστος.

Μετά τις εκλογές του 2004, η νέα κυβέρνηση Καραμανλή και ο τότε ΥΠΕΞ Πέτρος Μολυβιάτης θα κινηθούν με μια άλλη αφετηρία που κατά βάση παρέπεμπε στο ότι δεν υπήρχαν όροι για διαπραγμάτευση και ότι η διαπραγμάτευση για την υφαλοκρηπίδα δεν μπορούσε να έχει ως αντάλλαγμα μεγάλες υποχωρήσεις σε άλλες πλευρές των ελληνοτουρκικών διαφορών. Αντανακλούσε αυτό και μια άλλη αντίληψη για τη διπλωματία, που θεωρούσε ότι ορισμένες φορές η μη-λύση είναι προτιμότερη από την επιτάχυνση μιας διαδικασίας λύσης που θα μπορούσε να αποβεί μεσοπρόθεσμα εθνικά επιζήμια. Επιπλέον, η απόρριψη του Σχεδίου Ανάν από τους ελληνοκυπρίους στο δημοψήφισμα του 2004 και η μη επίλυση του Κυπριακού σήμαινε ότι υπήρχαν αρκετά ζητήματα.

Ας μην ξεχνάμε πως όταν λαμβάνεται η απόφαση για την έναρξη των ενταξιακών διαδικασιών τον Δεκέμβριο του 2004, ήδη έχει διαφανεί ότι ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες δεν ήταν δεδομένο ότι στο τέλος θα ενέκριναν την ένταξη της Τουρκίας. Για παράδειγμα ο Ζακ Σιράκ είχε ήδη πει ότι θα θέσει το θέμα σε δημοψήφισμα, καθώς στο κόμμα δεν ήταν λίγοι εκείνοι που είχαν αντίρρηση στη διεύρυνση της ΕΕ με μια τόσο μεγάλη μουσουλμανική χώρα.

Σε αυτό το φόντο η ελληνική κυβέρνηση συμφώνησε στην έναρξη της διαπραγμάτευσης, όμως οι διατυπώσεις στα συμπεράσματα έκαναν σαφές ότι το αποτέλεσμα της ενταξιακής διαπραγμάτευσης δεν ήταν δεδομένο εκ των προτέρων. Γι’ αυτό το λόγο και επέλεξε να μη θέσει θέμα προηγούμενης επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών μέσα ως όρο για την έναρξη της ενταξιακής διαδικασίας, εκτιμώντας ότι αυτό μπορεί να οδηγούσε σε μεγαλύτερες υποχωρήσεις μέσα από μια βιαστική προσφυγή ενώπιον δικαστηρίου για το σύνολο των ελληνοτουρκικών διαφορών.

 

Τα πρόσωπα αλλάζουν, όμως τα διλήμματα μένουν

Παρότι η διχογνωμία που συζητάμε είναι ανάμεσα σε πολιτικούς και διπλωμάτες που αποδέχονταν μια στρατηγική διαπραγμάτευσης. Η σκληρή «πατριωτική γραμμή» που έβλεπε και τη στρατιωτική κλιμάκωση είχε μάλλον ηττηθεί στα Ίμια και έκτοτε θα επανέλθει ως ρητορική, όχι όμως και ως εφικτή πολιτική, ενώ οι προτάσεις για άλλου τύπου «ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική», είχαν υποχωρήσει μέσα σε έναν κόσμο που δεν ήταν πια διπολικός και δεν είχε ακόμη γίνει δυνάμει πολυπολικός όπως σήμερα. Όμως, εντός των πολιτικών και των διπλωματών που αποδέχονταν τον «ευρωατλαντικό» προσανατολισμό και τη διαπραγμάτευση, είναι προφανές ότι η ταλάντευση ήταν πραγματική.

Από τη μία, είναι η μία άποψη που διαχρονικά υποστηρίζει ότι είναι προτιμότερη μια επιτάχυνση του διαλόγου, με ετοιμότητα για «τολμηρές» παραχωρήσεις από υποτίθεται απαράγραπτα εθνικά δίκαια, εάν αυτό πρόκειται να διευκολύνει την επίτευξη μειζόνων στόχων και τη διασφάλιση μεσομακροπρόθεσμα της ειρήνης και της σταθερότητας στην περιοχή.

Από την άλλη, η άποψη που λέει ότι βιαστικές κινήσεις και εύκολες παραχωρήσεις έναντι της Τουρκίας, χωρίς απτά δείγματα εγκατάλειψης της «αναθεωρητικής» γραμμής της, απλώς μπορεί να οδηγήσουν σε εθνικές υποχωρήσεις και μεγαλύτερους κινδύνους, επομένως είναι προτιμότερη η αποφυγή πρωτοβουλιών και η επιμονή στην προβολή πάγιων θέσεων.

Στις μέρες προφανώς και η ταλάντευση επανέρχεται έστω και στο πλαίσιο που δημιουργεί η πολύ πιο επιθετική κίνηση της τουρκικής πλευράς σε σχέση με τις ΑΟΖ. Και πάλι το δίλημμα είναι εάν θα πρέπει κατά βάση να εξασφαλιστεί εκείνη η συσσώρευση διπλωματικών κινήσεων που θα εξασφαλίζουν ότι προς το παρόν η τουρκική κίνηση με τη συμφωνία με τη Λιβύη θα καταστεί στην πράξη ανενεργή, ή εάν θα πρέπει να υπάρξει και επίσημο διάβημα διαλόγου που να προσκαλεί την Τουρκία σε διαπραγμάτευση όλων των ζητημάτων ώστε να πιεστεί να εγκαταλείψει τις μονομερείς ενέργειες.