Βασίλης Τσαπαλιάρης: Μετά από 40 χρόνια στην Ελλάδα εξακολουθώ να αισθάνομαι Ελληνοαυστραλός!
Μετά την παλιννόστησή του εξακολουθούσε να ασχολείται με την Αυστραλία, με τη συμμετοχή του στην πολιτική δραστηριότητα στην Ελλάδα για τις πολιτικές για την Ομογένεια, και ακολούθως με την εργασιακή του σχέση με την Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού.
Τα τελευταία χρόνια πάλι, δεν παραλείπει να αρθρογραφεί στον «Νέο Κόσμο» ενώ πρόσφατα κυκλοφόρησε στην Ελλάδα και ένα βιβλίο του.
Για όλους αυτούς τους λόγους -αλλά και για άλλους πολλούς- κρίναμε σκόπιμα να κάνουμε μαζί του την ακόλουθη συνέντευξη η οποία καλύπτει μια σειρά θεμάτων.
Βασίλη, κατ’ αρχάς να σε συστήσουμε στο κοινό μας. Για όσους, δηλαδή, δεν σε ξέρουν ή δεν σε θυμούνται. Έζησες λίγα χρόνια στην Αυστραλία αλλά εκείνη η περίοδος φαίνεται ότι σε σημάδεψε ανεξίτηλα. Το λέω γιατί σε παρακολουθώ όλα αυτά τα χρόνια και ξέρω ότι και εσύ παρακολουθούσες και παρακολουθείς από πολύ κοντά τα τεκταινόμενα στην Αυστραλία. Τόσο από τις διάφορες υπεύθυνες θέσεις που είχες στο ελληνικό δημόσιο, όσο και ως πολίτης. Και συχνά, μάλιστα, αναφερόσουν και αναφέρεσαι στην Αυστραλία. Έτσι είναι; Ποια είναι αυτή η περίοδος; Πώς και γιατί σε σημάδεψε;
Ευχαριστώ πολύ για τη συνέντευξη αυτή και, με την ευκαιρία αυτή, για την φιλοξενία όλων των άρθρων μου, που φιλοξένησε ως τώρα ο «Νέος Κόσμος». Με την Αυστραλία και τον Ελληνισμό της Αυστραλίας με συνδέουν βιώματα από τη δεκαετία του `70. Δεκαετία, που μετανάστευσα, εργάστηκα στην Αδελαΐδα, συνεργάστηκα με τον «Νέο Κόσμο» και την «Νέα Ελλάδα», και σπούδασα στο Πανεπιστήμιο Flinders Κοινωνιολογία και Πολιτικές Επιστήμες.
Με συνδέουν όμως και σχέσεις που συνεχίστηκαν και εμπλουτίστηκαν με την παλιννόστησή μου στην Ελλάδα. Με τη συμμετοχή μου στην πολιτική δραστηριότητα στην Ελλάδα για τις πολιτικές για την Ομογένεια, και ακολούθως με την εργασιακή μου σχέση με την Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού (ΓΓΑΕ), με αφετηρία την ίδρυσή της. Με τη συμμετοχή μου σε επιτροπές θεσμικού σχεδιασμού, όπως για το Συμβούλιο Απόδημου Ελληνισμού (ΣΑΕ), και τις προγραμματικές της δράσεις.
H σχέση αυτή, με προοίμιο τα χρόνια που έζησα στην Αυστραλία, εργαζόμενος, φοιτητής, αλλά και δραστηριοποιούμενος στα θέματα της Ομογένειας, σε κινητοποιήσεις όπως για την εισαγωγή της διδαχής των Ελληνικών στα αυστραλιανά σχολεία, την οργάνωση του ελληνικού ραδιοφώνου, την Επιτροπή για Δημοκρατία στην Ελλάδα, υπήρξε, εννοείται, καθοριστική για τη ζωή μου.
Με αυτή τη σχέση, θα έλεγα πως εξακολουθώ να αισθάνομαι ως Ελληνοαυαστραλός, γενικότερα, ως απόδημος παρά ως ένδημος Έλληνας. Αυτή η σχέση, θα έλεγα, υπήρξε ανασχετική στη διαδικασία επανενσωμάτωσής μου. Έχω τη αίσθηση πως αυτή έμεινε μετέωρη, δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Και αυτό εξηγεί και την αρθρογραφική δραστηριότητά μου, που αφορά κατά το μεγαλύτερο μέρος τα θέματα της Ομογένειας, Όπως και οι συγγραφικές συμβολές μου σε συλλογικούς τόμους για τον ελληνισμό της Διασποράς, του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου (ΕΑΠ.) και του Εργαστηρίου Μελέτης της Μετανάστευσης και Διασποράς του Εθνικού Πανεπιστημίου. Με αυτό το βιωματικό και γνωσιακό υπόβαθρο, είναι φυσικό να με έλκουν κατά κύριο λόγο τα θέματα της Ομογένειας και να αισθάνομαι, εξ ορισμού, ικανότερος γι’ αυτά.
Επιδράσεις στην πνευματική μου πορεία, είχαν κατά πρώτο και κύριο λόγο Ελληνοαυστραλοί. Ελληνοαυστραλοί που δεν ζουν πια. Όπως ο πανεπιστημιακός Μιχάλης Τσούνης από τον κύκλο των συμπατριωτών μου. Ο Δημήτρης Γκόγκος, ο ιδρυτής του «Νέου Κόσμου». Κατά την περίοδο που συνεργάστηκα ως ένας από τους διανομείς και ανταποκριτές του «Νέου Κόσμου» στην Αδελαΐδα. Άνθρωπος που αλληλογραφώντας μαζί μου με ενθάρρυνε και μου δημιούργησε αυτοπεποίθηση να δημοσιογραφώ ως ανταποκριτής του «Νέου Κόσμου». Άνθρωποι που συνεχίζω να θυμάμαι με πολύ αγάπη, και διατηρώ αντικείμενα από τις σχέσεις τους μαζί μου, γράμματα τους, κ.α.
Η ΙΚΑΡΙΑ
Ο λόγος, βέβαια, αυτής της κουβέντας μας δεν είναι (μόνο) αυτός της ζωής σου στην Αυστραλία. Το χρησιμοποίησα ως εισαγωγή για να σημειώσω ότι ασχολείσαι και με την ιστορία της ιδιαίτερης πατρίδας σου εκεί στην Ικαρία, κάνεις έρευνες και δημοσιεύσεις που μερικές φορές έχουν να κάνουν και με τους Ικαριώτες της Αυστραλία. Και έχουμε πολλούς εδώ. Αυτή η ενασχόλησή σου πώς έχει προκύψει, σε τι στοχεύει και τι απήχηση έχει;
Η ενασχόλησή μου με θέματα της ιδιαίτερης πατρίδας μου έχει να κάνει με τον λαϊκό πολιτισμό. Με την λαϊκή προφορική παράδοση και την τοπική ιστορία, με την έκδοση ενός ψηφιακού ένθετου «Η Αρέθουσα» στην προσωπική μου ιστοσελίδα. Ένθετο με κείμενα από την τοπική ιστορία και τη λαογραφική παράδοση της Αρέθουσας, και συνδυαστικά μ’ αυτά άλλα κείμενα. Κείμενα από τη λαογραφική παράδοση άλλων περιοχών της Ικαρίας ή άλλων περιοχών, όπως για το Ψηφιακό Μουσείο Βλαχοκερασιάς Αρκαδίας. Ή κείμενα σχετιζόμενα με την σχέση της λαϊκής με την λόγια λογοτεχνία και τις επιδράσεις της πρώτης στη δεύτερη, τα ήθη και έθιμα, τη Γενεαλογία και τις μεθόδους της κ.ά. Ακόμα θέματα, όπως της παρουσίας και του έργου του ποιητή και ιστορικού Αναστάσιου-Μιλάνου Στρατηγόπουλου και της αποκατάστασης ως κενοταφίου του τάφου του στην Αρέθουσα, όπου έτυχε να πεθάνει και πέραν τούτου, της θεσμοθέτησης εκδηλώσεων στη μνήμη του. Πράγμα που έχουμε εισηγηθεί από τις στήλες του Δελτίου μας, και πιστεύουμε, του οφείλει όχι μόνον η τοπική κοινωνία, αλλά κατά κύριο λόγο η πνευματική μας κοινότητα.
Πνευματικού ανθρώπου, ας σημειωθεί, ειρήσθω εν παρόδω, με σημαντική παρουσία στα ελληνικά Γράμματα, βραβευμένου για το έργο του στο πρώιμο στάδιο της συγγραφικής του παρουσίας. Με σημαντικό και πολύμορφο έργο. Πνευματικού ανθρώπου που γεννήθηκε στην Αθήνα, μεγάλωσε στην Καλαμάτα, όπου και άρχισε να δημοσιεύει από το 1904, συνεργαζόμενος με διάφορα έντυπα και έκδωσε το πρώτο του βιβλίο «Εις Λέσβον…», το 1914. Έργο με αποσπάσματα από το προσωπικό ημερολόγιο που κρατούσε, κατά τη στράτευση το 1912 και τη συμμετοχή του στην εκστρατεία για την κατάληψη της Λέσβου.
Το «Δελτίο», μη περιοριζόμενο στα στενά εθνικοτοπικά πλαίσια, της ζωής και του θανάτου του, έχει αναφερθεί πολλές φορές στην παρουσία και το έργο του στα ελληνικά γράμματα, και θα αναφερθεί για άλλη μια φορά με ειδικό αφιέρωμα. Με αφορμή τη συμπλήρωση 70 χρόνων από τον θάνατό του στην Αρέθουσα, στις 16 Αυγούστου του 1950.
Ελπίζουμε ότι αυτή τη φορά, θα κινήσει ενδιαφέρον σε μεγαλύτερο κοινό. Θα δώσει την αφορμή να σκύψουν ορισμένοι στο έργο του και να θεσμοθετηθούν πολιτιστικές δραστηριότητες προς τιμή του, στους τόπους με τους οποίους συνδέθηκε η ζωή του, όσο και από τον κύκλο της λογοτεχνικής εταιρείας που ανήκε και υπηρέτησε κατά καιρούς στη διοίκηση της. Ως γενικός γραμματέας και για τελευταία φορά ως απλό μέλος, με την εκλογή νέου ΔΣ, το 1948 (27/7/1948).
Η δραστηριότητα για την έκδοση του δελτίου, προέκυψε από την εκτίμησή μου στην αξία της λαϊκής παράδοσης και της συμβολής της στη διαμόρφωση της πολιτιστικής μας ταυτότητας και στην εξέλιξη του πολιτισμού μας, και την ανησυχία μου για τους διαφαινόμενους κινδύνους απαξίωσης της. Απαξίωσης της από την άνιση πολιτισμική ανταλλαγή μεταξύ των κυριάρχων μεγάλων εθνών και των μικρών και την επιβολή των πολιτισμών των μεγάλων εθνών. Και μάλιστα, την ίδια ώρα που, κατ` αντίφαση, η τεχνολογία της επικοινωνίας παρέχει περισσότερες ευκαιρίες επικοινωνίας των λαών, προβολής και αλληλοκατανόησης των επί μέρους εθνικών πολιτισμών, σεβασμού των αρχών του πολυπολιτισμού και της συμβολής ενός εκάστου στην παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά.
Η προσπάθεια αυτή, δεν έχει βρει απήχηση στο ευρύ κοινό. Έχει όμως εισπράξει επαίνους από ορισμένους σημαντικούς ανθρώπους και προσελκύσει ενδιαφέρον και από ανθρώπους εκτός Ελλάδας, από άτομα δεύτερης γενεάς. Πράγμα, που θεωρώ ότι με καθιστά υπόχρεο να συνεχίσω, ανεξάρτητα από τη μικρή απήχηση του «Δελτίου» στο μη εξοικειωμένο για τα θέματα αυτά ευρύ κοινό.
«ΤΑ ΒΑΡΙΑ ΧΑΡΤΙΑ»
Πρόσφατα Βασίλη κυκλοφόρησε μια συλλογή διηγημάτων σου με το γενικό τίτλο «Τα βαριά χαρτιά». Κάπου, μάλιστα, αναφέρεται ότι έτσι κλείνει ένας εκκρεμής κύκλος του συγγραφέα; Τι ακριβώς εννοείς;
Η συλλογή των διηγημάτων μου παρέμεινε ανέκδοτη πολλά χρόνια. Αυτό επειδή την θεωρούσα ως μικρότερης σημασίας σε σχέση με την ιεράρχηση των ενδιαφερόντων μου και τη συγγραφική ικανότητα και δραστηριότητα μου σε άλλα πεδία. Όπως για τον ελληνισμό της Διασποράς. Γνωσιακό αντικείμενο με το οποίο είμαι σχετικά εξοικειωμένος και κατά κάποιο τρόπο «εξειδικεύομαι».
Με την έκδοση τους, έληξε, λοιπόν, ένας εκκρεμής λογαριασμός του συγγραφέα στη λογοτεχνία. Πρόκειται για κλείσιμο, που ίσως δεν θα είχα τολμήσει. Αν δεν μεσολαβούσε και προηγούνταν η συνεργασία μου με το λογοτεχνικό περιοδικό «Μύρτιλο», από το 2012.
Λες, λοιπόν, ότι «η λογοτεχνία, μεταξύ των άλλων, αποτελεί ένα μέσο ερμηνείας της κοινωνικής ζωής». Με τι καταπιάνεσαι στα διηγήματά σου και πως το αναδεικνύεις αυτό το στοιχείο;
«Τα βαριά χαρτιά», εστιάζουν στην ψυχολογία και τις συμπεριφορές των χαρακτήρων. Ερευνούν και απεικονίζουν τις στάσεις και τα ενεργήματα τους μπροστά στον έρωτα και τον φόβο του θανάτου, τη μοναχικότητα της ζωής, και σε αξίες όπως ο πλούτος με τις λειτουργίες και τα παράγωγα του χρήματος.
Η λογοτεχνία ως έκφραση της ζωής, εξηγεί τη ζωή. Εκφράζει κρίσεις για τη ζωή και τους παράγοντες που την επηρεάζουν, και αυτό συμβαίνει και στα διηγήματα της συλλογής μου. Ρητά ή υπαινικτικά, μέσα από τα σημεία που εστιάζεται η διήγηση τους και τη ροή των γεγονότων και των περιστατικών που συνθέτουν την αφηγηματική τους ύλη.
Σχόλια Facebook