Ετσι θα μπει η Ελλάδα στο QE – Ο ρόλος Ντράγκι και τι θα γίνει με την οικονομία
Ήταν η τελευταία μείζων πολιτική απόφαση του Μάριο Ντράγκι με την ιδιότητα του διοικητή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Παρά την αντίδραση των κεντρικών τραπεζιτών χωρών όπως η Γερμανία, εξασφάλισε ότι η ΕΚΤ θα συνεχίσει το πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης, δηλαδή της αγοράς κρατικών αλλά και τραπεζικών ομολόγων και τίτλων με σκοπό τη διαρκή παροχή ρευστότητας προς τα τραπεζικά συστήματα και τελικά την αναθέρμανση της ευρωπαϊκής οικονομίας. Ήταν αυτό το πρόγραμμα άλλωστε που συνέβαλε αποφασιστικά στην έξοδο της ευρωπαϊκής οικονομίας από την κρίση.
Ο Ντράγκι επέμεινε ότι είναι σημαντικό να συνεχιστεί το πρόγραμμα για να απαντηθεί ο κίνδυνος του αποπληθωρισμού, υποστηρίζοντας ταυτόχρονα ότι τα όρια της νομισματικής πολιτικής και των παρεμβάσεων των κεντρικών τραπεζών έχουν εξαντληθεί και πλέον χρειάζεται οι κυβερνήσεις τολμηρά να δοκιμάσουν να αλλάξουν το μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής, να υπερβούν τα στενά όρια της δημοσιονομικής πειθαρχίας και να κάνουν παρεμβάσεις που να αναθερμάνουν την οικονομία. Ουσιαστικά, θα μπορούσε κανείς να πει ότι πέταξε το γάντι στις κυβερνήσεις καλώντας τις να αναμετρηθούν με τις ευθύνες τους.
Γιατί η Ελλάδα είχε μείνει εκτός του πρώτου QE
Όταν ξεκίνησε το πρώτο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης στην Ευρώπη, η Ελλάδα δεν μπόρεσε να έχει συμμετοχή. Ο λόγος ήταν ότι η χώρα βρισκόταν εν μέσω μνημονίων, δεν μπορούσε να έχει πραγματική και μόνιμη πρόσβαση στις διεθνείς χρηματαγορές, η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους ήταν επισφαλείς και ο δανειστές καλούσαν διαρκώς σε ακόμη μεγαλύτερες περικοπές στις δημόσιες δαπάνες, την ώρα που ούτως ή άλλως η αξιολόγηση από τους ξένους οίκους του ελληνικού χρέους ήταν ιδιαίτερα χαμηλή. Την ίδια στιγμή το τραπεζικό σύστημα ήταν σε βαθιά κρίση, κυρίως εξαιτίας του τεράστιου όγκου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων («κόκκινα δάνεια») και συνολικά η χώρα παρέμεινε για καιρό σε μια κατάσταση «έκτακτης ανάγκης» με συμβολική συμπύκνωση τη διατήρηση των capital controls για μια τετραετία.
Ποιες οι προϋποθέσεις για να μπει η Ελλάδα στο QE
Στην τελευταία του παρουσία στο Ευρωκοινοβούλιο ο Μάριο Ντράγκι ρωτήθηκε για την ενδεχόμενη ελληνική συμμετοχή στο QE.
«Η Ελλάδα έχει πραγματοποιήσει σημαντική πρόοδο στις μεταρρυθμίσεις τα τελευταία χρόνια και έχει καταγράψει μεγάλη ανάπτυξη. Αυτό αναγνωρίζεται, όπως δείχνουν και τα χαμηλά επιτόκια. Αν η αξιοπιστία ενισχυθεί και υπάρξουν οι προϋποθέσεις για την πιστοληπτική αναβάθμιση, η Ελλάδα θα μπορέσει να συμμετάσχει στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης», είπε χαρακτηριστικά, μιλώντας σε μέλη της Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων του Ευρωκοινοβουλίου. Παράλληλα, υποστήριξε ότι απαιτείται «να ενισχυθεί περαιτέρω η αξιοπιστία και η εμπιστοσύνη των κεφαλαιαγορών. Οπότε αυτό το στοιχείο είναι βασικό για τη διαμόρφωση της δημοσιονομικής πολιτικής. Τα αποτελέσματα έχουν ξεπεράσει τους στόχους, παραπάνω από μία φορά. Οπότε συνολικά οι οικονομικές εξελίξεις αναγνωρίζουν ότι υπάρχει πρόοδος στη χώρα». Τέλος, δεν παρέλειψε να υπογραμμίσει τη σημασία της αντιμετώπισης του ζητήματος των «κόκκινων δανείων». Υποστήριξε, ότι «υψηλό ποσό μη εξυπηρετούμενων δανείων οδηγεί σε ευπάθεια το τραπεζικό σύστημα, το οποίο έτσι δεν χρηματοδοτεί τον ιδιωτικό τομέα. Ωστόσο, χρειάζεται η μείωση των κόκκινων δανείων χωρίς να ξεχνάμε τη κοινωνική πτυχή».
Όλα αυτά μεταφράζονται σε συγκεκριμένες απαιτήσεις που πρέπει να εκπληρώσει η ελληνική πλευρά για να μπορεί να υπάρξει ελληνική συμμετοχή στο QE.
Επιμονή στις διαρθρωτικές αλλαγές
Η πρώτη απαίτηση αφορά τη συνολική πορεία της οικονομίας. Η Ελλάδα καλείται να αποδείξει ότι συνεχίζει σε μια πολύ συγκεκριμένη κατεύθυνση που στηρίζεται στη συνέχιση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων, στην προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων, στις θεσμικές αλλαγές που διευκολύνουν την επενδυτική δραστηριότητα και συνολικά στη διαμόρφωση ενός κλίματος φιλικού προς τις επιχειρήσεις. Μέχρι τώρα οι διεθνείς αγορές έχουν αντιμετωπίσει θετικά την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και τα πεπραγμένα της ελληνικής κυβέρνησης, κάτι που έμμεσα αποτυπώθηκε και στη σημαντική υποχώρηση των επιτοκίων των ελληνικών ομολόγων, ειδικά των μακροπρόθεσμων.
Προσπάθεια για θετική εκτίμηση της βιωσιμότητας του χρέους
Η δεύτερη απαίτηση αφορά το να υπάρξει μια θετική έκθεση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, γιατί η ΕΚΤ δεν μπορεί να επενδύει σε τίτλους χωρών που θεωρούνται ότι χώρες με μη βιώσιμο χρέος. Θυμίζουμε εδώ ότι το ελληνικό χρέος θεωρείται βιώσιμο για τα επόμενα χρόνια και μέχρι το 2032, στο βαθμό που τηρείται το πλαίσιο της μεταμνημονιακής επιτήρησης, όχι όμως αργότερα, εξ ου και η πρόβλεψη να επανεξεταστεί συνολικά. Το στοίχημα εδώ είναι να συνδυαστούν οι θετικές τάσεις ως προς τα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων, στοιχείο που επηρεάζει και τους όρους συνολικής εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους, με μια θετικότερη συνολική αντιμετώπιση από τη μεριά των δανειστών που θα μπορούσε να διαμορφώσει όρους για μια θετική ανάλυση βιωσιμότητας χρέους.
Επιστροφή των ελληνικών ομολόγων στην επενδυτική βαθμίδα
Η τρίτη απαίτηση που συνδυάζεται με τις προηγούμενες είναι τα ελληνικά ομόλογα να εκτιμηθούν από τους οίκους αξιολόγησης ότι επιστρέφουν στην επενδυτική βαθμίδα (investor grade). Μέχρι στιγμής, οι οίκοι αξιολόγησης έχουν αποφύγει να προχωρήσουν σε μια τέτοια αναβάθμιση των ελληνικών ομολόγων, που είναι και τυπική προϋπόθεση για να μπορεί η ΕΚΤ να αγοράζει ελληνικούς τίτλους. Όμως, στην κυβέρνηση υπάρχει αισιοδοξία ότι σχετικά σύντομα θα μπορούσαμε να δούμε τους οίκους αξιολόγησης να κάνουν το αποφασιστικό βήμα από τις θετικές προοπτικές στην αναβάθμιση των ελληνικών ομολόγων.
Αντιμετώπιση του προβλήματος με τα «κόκκινα δάνεια»
Η τέταρτη απαίτηση αφορά το τραπεζικό σύστημα. Όπως είπαμε, το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης απευθύνεται και στις τράπεζες. Μόνο που αυτό σημαίνει ότι και οι τράπεζες θεωρούνται ότι είναι πραγματικά βιώσιμες.
Η σημερινή τους κατάσταση είναι ιδιαίτερα αντιφατική. Από τη μια δείχνουν να μπορούν να ανταπεξέλθουν σε βασικές απαιτήσεις των stress tests από την άλλη έχουν έναν όγκο μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων που από το μέγεθός του και μόνο τις καθιστά επί της ουσίας σε μια προβληματική κατάσταση.
Το προηγούμενο διάστημα υπήρξε μια σχετική καθυστέρηση στη διαμόρφωση και εκκίνηση σχετικού προγράμματος και εξαιτίας των δυσκολιών που υπήρχαν από τη μεριά των τραπεζών αλλά και εξαιτίας να ανάγκης να διαμορφωθεί ένα σχέδιο όπου η εγγύηση του δημοσίου που είναι αναγκαία συνθήκη όλων των παραλλαγών «οχημάτων ειδικού σκοπού» για την μεταφορά των «κόκκινων δανείων», δεν θα θεωρείτο κρατική ενίσχυση που παραβιάζει τις σχετικές προβλέψεις της ΕΕ.
Ως προς αυτό η κυβέρνηση επενδύει στο «Σχέδιο Ηρακλής» που είναι ο τρόπος που ονόμασε η κυβέρνηση το σχήμα προστασίας ενεργητικού (APS) για τη μείωση των κόκκινων δανείων των τραπεζών, που υπέβαλε ο υφυπουργός Οικονομικών Γιώργος Ζαββός στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η κεντρική ιδέα του σχήματος είναι να μεταφερθούν τα κόκκινα δάνεια των τραπεζών σε ένα όχημα ειδικού σκοπού και να τιτλοποιηθούν σε τρεις κατηγορίες, ανάλογα με την ποιότητά τους, senior, mezzanine και junior. Tο ελληνικό Δημόσιο θα εγγυηθεί το senior κομμάτι τους, και για την εγγύηση αυτή θα πληρώνουν οι τράπεζες κάποια προμήθεια. Στόχος είναι να ενταχθούν στο σχήμα μη εξυπηρετούμενα δάνεια περίπου της τάξης των 30 δισ. ευρώ από σύνολο 75 δισ. ευρώ με τις εγγυήσεις του δημοσίου να φτάνουν τα 9 δισ. ευρώ.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι οποιαδήποτε προσπάθεια για να μπει η Ελλάδα στο QE σημαίνει μια πραγματική μάχη και μάλιστα σε ένα πεδίο δύσβατο. Από την άλλη εάν μπορέσει να μπει η Ελλάδα να μπει στο πρόγραμμα, αυτό θα μπορούσε να δώσει μια κρίσιμη ανάσα ρευστότητας που παραμένει ένα από τα πιο κρίσιμα ζητούμενα για την επιστροφή σε αναπτυξιακούς ρυθμούς.
Σχόλια Facebook