Πλήθος πιστών στην αγρυπνία και στην εορτή τον Δεκαπενταύγουστο στην Ιερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Μολυβδοσκέπαστου Κόνιτσας

Ρεπορτάζ: Νίκος Σουτόπουλος

Φωτογραφία: Γιώργος Κοτύλιας

ΚΟΝΙΤΣΑ: Με ξεχωριστή λαμπρότητα, όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος το βράδυ στις 14 Αυγούστου 2019, χοροστατούντος του Σεβ. Μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης κ. Ανδρέα και παρουσία πλήθους ευλαβών πιστών από την Ήπειρο και άλλα μέρη της Ελλάδας, πραγματοποιήθηκε η ολονύχτια αγρυπνία (21.00-5.30) με τα εγκώμια της Παναγίας, τη στοργική μητέρα όλων των Ορθόδοξων Χριστιανών, στην Ιερά Μονὴ Κοιμήσεως της Θεοτόκου Μολυβδοσκέπαστου, σε απόσταση αναπνοής από τα Ελληνο-Αλβανικά σύνορα και τον Βορειοηπειρωτικό ελληνισμό. Προηγουμένως εψάλη επιμνημόσυνη δέηση στον τάφο του μακαριστού Ιεράρχου Σεβαστιανού, από τον οποίο και καθιερώθηκε αυτή η αγρυπνία κατά τη διάρκεια και την ησυχία της αυγουστιάτικης νύχτας. Το πρωί, ανήμερα της Κοιμήσεως, ακολούθησε και δεύτερη Θ. Λειτουργία και o χώρος κατακλείσθηκε εκ νέου από πλήθος πιστών, που ήρθαν να προσευχηθούν, να δουν την Ι. Μονή Μολυβδοσκέπαστης με τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, αλλά και να πανηγυρίσουν με τους συντοπίτες τους στον αύλειο και εξωτερικό χώρο της μονής.

Ολονύχτια αγρυπνία στον εξωτερικό χώρο του Καθολικού της μονής.

Στο μήνυμά του για τη γιορτή της Παναγιάς ο Μητροπολίτης Κονίτσης κ. Ανδρέας φέτος ανάφερε ότι «Μέσα στήν ζοφερή ἀτμόσφαιρα τῶν ἡμερῶν μας, πού πόλεμοι καί ἀκοές πολέμων φθάνουν καθημερινά στά αὐτιά μας, εἶναι πραγματικά μεγάλη παρηγοριά ἡ παρουσία τῆς Παναγίας στήν ζωή μας. Γι’ αὐτόν, ἀκριβῶς τόν λόγο, σέ κάθε γωνιά τῆς Πατρίδος μας ὑπάρχουν παμπάλαια Μοναστήρια, Ναοί μεγαλοπρεπεῖς καί ταπεινά ἐξωκκλήσια. Γιατί, ἀνέκαθεν οἱ χριστιανοί ἔνοιωθαν καί νοιώθουν τήν ἀνάγκη νά καταφεύγουν στήν Σκέπη τῆς Παναγίας. Ἰδιαίτερα, ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες, ἀπό τά χρόνια τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, μέχρι τήν νεώτερη ἐποχή, ἐπειδή ἔχουμε ζήσει χειροπιαστά τήν προστασία τῆς Θεοτόκου, τήν θεωροῦμε ὡς τήν Ὑπέρμαχο τοῦ Ἔθνους μας Στρατηγό».

Αξίζει να σημειωθεί η προσέλευση επισκεπτών/θρησκευτικών τουριστών και προσκυνηματικών περιηγητών που ήταν πέρα από το Πωγώνι, την Ήπειρο, άλλα μέρη της Ελλάδας, αλλά και ομογενών από Ευρώπη, Αμερική και Αυστραλία, όπως και ξένων αλλόθρησκων τουριστών από Γερμανία, Η.Π.Α., Ισημερινό, Κονγκό, Ισραήλ, Βρετανία, Ολλανδία, Πολωνία κ.ά.

Ο Αρχιμ. π. Χερουβείμ κατά τη διάρκεια της δέησης στην Παναγία.

Για αυτόν ακριβώς το λόγο ο Ηγούμενος της Ι. Μονής Μολυβδοσκέπαστης π. Θεόδωρος Διαμάντης, όπως και ο πνευματικός της π. Αρσένιος επιμελήθηκαν πολύγλωσσο Τουριστικό Οδηγό για τον προσκυνητή της Ι. Μονής Μολυβδοσκέπαστης αλλά και υπήρχε διαθέσιμος στη μονή ξεναγός θρησκευτικού τουρισμού που ενημέρωνε τους τουρίστες και προσκυνητές για την τοποθεσία, το ιστορικό, την αρχιτεκτονική, την ναοδομία και τις σπάνιες τοιχογραφίες του θρησκευτικού μνημείου της ακριτικής περιοχής της Ηπείρου και Ελλάδας.

Χαρακτηριστικά αποσπάσματα του οδηγού προσκυνητή για καλύτερη γνωριμία με την Ιερά Μονή Παναγίας Μολυβδοσκέπαστης Κόνιτσας παραθέτουμε στη συνέχεια:

Η νέα βουλευτής Ν.Δ. Ν. Ιωαννίνων Μαρία-Αλεξάνδρα Κεφάλα σε προσκυνηματική επίσκεψη με συνεργάτες της στη Μονή Μολυβδοσκέπαστης.

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ

Ἡ Ἱ. Μονὴ ἱδρύθηκε τὸν 7ο αἰώνα ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο Δ΄ τόν Πωγωνάτο (668 – 685), καθώς ἐπέστρεφε ἀπὸ ἐκστρατεία στὴ Σικελία (671 – 672). Ἀπὸ τὸν 12ο ἕως καὶ τον 17ο αἰώνα, ἡ Σταυροπηγιακὴ Ἱ. Μονὴ Παναγίας Μολυβδο-σκεπάστου λειτούργησε καί ὡς ἕδρα τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Πωγωνιανῆς.

Ἐπὶ Τουρκοκρατίας ἡ Μονὴ ἀπετέλεσε πνευματικό, πολιτισμικὸ καὶ οἰκονομικό κέντρο τῆς περιοχῆς. Ἐνδεικτικά στοιχεῖα τῆς περιόδου αὐτῆς εἶναι τὰ ἑξῆς: Ἀπὸ τὸν 14ο αἰώνα λειτουργοῦσε σχολὴ χειρογράφων. Σ.᾿ αὐτὴν ἱεροδιδάσκαλοι δίδασκαν χειρογραφία σὲ μοναχούς καὶ λαϊκούς. Πολλοὶ λόγιοι καὶ συγγραφεῖς τῆς ἐποχῆς ἀποφοίτησαν ἀπὸ τὴ συγκεκριμένη σχολὴ. Ἡ Ἱ. Μονὴ διατηροῦσε μεγάλα μετόχια στὶς παραδουνάβιες ἡγεμονίες. Ἒξω ἀπὸ την Ἱ. Μονη Β.Δ. ὑπῆρχε μεγάλο ἐμπορικὸ κέντρο στήν ἀπόκαλούμενη μέχρι σήμερα περιοχή Παζάρι.

Κοσμοσυροή πιστών για το καθιερωμένο ετήσιο προσκύνημα της Παναγίας.

Τὸ μοναστήρι παρέμεινε χωρίς μοναχούς ἀπὸ τὸ 1913. Ἡ περιουσία καταπατήθηκε καὶ τὰ κειμήλια ἐκλάπηκαν. Ἡ ὁλοκληρωτικὴ σχεδὸν καταστροφὴ ἦλθε τὸ 1943, ὅταν ἡ περιοχὴ βομβαρδίστηκε ἀπὸ τοὺς κατακτητές Ναζί. Τὰ κελλιὰ καὶ τὸ ἀρχεῖο τῆς Ἱ. Μονῆς κάηκαν ὁλοσχερῶς καὶ τὸ Καθολικὸ λεηλατήθηκε.

Τὸ 1988 τὸ μοναστήρι ἐπανδρώθηκε καὶ πάλι ἀπὸ τὴ σημερινὴ ἀδελφότητα κατόπιν προτροπῆς καὶ πνευματικῆς καθοδηγήσεως τοῦ ἁγίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου καί τήν εὐλογία τοῦ μακαριστοῦ οἰκείου Μητροπολίτου κυροῦ Σεβαστιανοῦ.

Άποψη του Καθολικού της Ι. Μονής Μολυβδοσκέπαστης.

ΝΑΟΔΟΜΙΑ ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ

Τὸ Καθολικό τῆς Ἱ. Μονῆς παρουσιάζει ἰδιάζουσα ἀρχιτεκτονικὴ δομή. Είναι ένας μονόχωρος ναός, ελεύθερου σταυροειδούς βυζαντινού ρυθμού, όπου διακρίνεται το αγιορείτικο τρίκογχο με έναν ιδιαίτερα ψηλό τρούλο. Ἡ ἰδιαιτερότητα αὐτὴ ὀφείλεται στὴ σταδιακὴ αὔξηση τῶν λειτουργικῶν ἀναγκῶν τῆς Ἱ. Μονῆς μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου. Ἡ ἀρχιτεκτονικὴ αὐτὴ ἰδιαιτερότητα ἐμφανίζεται καὶ στὸν τρόπο ὀργάνωσης τῶν εἰκονογραφικῶν κύκλων τοῦ ναοῦ. Ὁ πρωταρχικὸς Ἱ. Ναός – Καθολικό, σύμφωνα μὲ τὴν κτητορική ἐπιγραφή, κτίστηκε τὸ 670 μ.Χ ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο Δ΄ τὸν Πωγωνάτο. Εἰδικότερα τὸ Καθολικὸ, στὴ σημερινή του μορφή εἶναι κτισμένο σὲ τρεῖς ἀρχιτεκτονικὲς φάσεις.

1η Φάση : Κατὰ τὸν 11ο – 12ο αἰ. ξανακτίστηκε ὁ προϋπάρχων ναὸς καὶ διαμορφώθη-κε ἕνας μικρὸς τρίκογχος ναὸς σταυροειδὴς μὲ τροῦλο.

2η Φάση : Κατὰ τὰ τέλη 13ου  ἀρχὲς 14ου αἰ. προστέθηκε τὸ μεσαῖο σταυρεπίστεγο τμῆμα ἀπὸ τὸν Ἀνδρόνικο Παλαιολόγο. Σχεδὸν σύγχρονα προστέθηκαν στὸ σταυρεπίστεγο καὶ δύο παρεκκλήσια, νοτίως αὐτοῦ, τοῦ Τιμίου Προδρόμου καὶ βορείως τῆς ἁγίας Παρασκευῆς.

3η Φάση : Κατὰ τὸ 1521 οἱ κάτοικοι τῶν γύρω χωριῶν τῆς παλαιᾶς Πωγωνιανῆς ἔκαναν ἀνακαινίσεις στὸ Καθολικὸ καὶ πρόσθεσαν ἕνα μεγάλο τριμερῆ νάρθηκα, τὴ Λιτή.

Ο πρωτοσύγκελλος της Ι. Μητρόπολης Ιωαννίνων Αρχιμ. π. Θωμάς Ανδρέου ανάμεσα στον παρηγούμενο της μονής π. Αρσένιο Μάιπα και τον συνεργάτη της ΡΗΡ Ν. Σουτόπουλο

 

ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ

Οἱ ὑπάρχουσες τοιχογραφίες τοῦ Καθολικοῦ ἀναπτύσσονται σὲ τρῖα κατὰ τόπους ἐπάλληλα στρώματα, ἕνα βυζαντινὸ καὶ δύο μεταβυζαντινά. Οἱ παλαιότερες τοιχογραφίες τοῦ ναοῦ ἀνάγονται στὶς ἀρχὲς τοῦ 14ου αἰώνα. Διακρίνονται δύο ζωγραφικὰ χέ-ρια διαφορετικῆς τεχνοτροπίας, ἀλλὰ ἀντίστοιχης τεχνικῆς, ποὺ πιθανῶς ἀνήκουν σὲ δύο ζωγράφους τοῦ ἰδἰου συνεργείου. Στὴ συνέχεια τὸ Καθολικὸ ἁγιογραφήθηκε τὸ1521-2 καλύπτοντας καὶ τμήματα τῶν ἀρχικῶν βυζαντινῶν τοιχογραφιῶν ἀπὸ ἁγιογράφο, ποὺ θέλησε νὰ διατηρήσει τν ἀνωνυμία του, «..ὁρᾷ ὁ Θεός τίνος ἐστιν ὁ κόπος», ὅπως χαρακτηριστικά ὑπογράφει. Σήμερα εἶναι ὁρατὰ καὶ τὰ δύο στρώματα, ἂν και ἐπικαλυπτόμενα, στα χαμηλά κυρίως τμήματα τῆς δυτικῆς κεραίας τοῦ σταυρεπίστεγου (ἀλλὰ καὶ κατὰ τόπους σὲ ὁλόκληρη την ἔκταση ποὺ καταλαμβάνει τὸ συγκεκριμένο στρῶμα). Τὸ 1537 μετὰ ἀπὸ ἐκτεταμένες ζημιές, πιθανῶς λόγῳ σεισμοῦ, προστέθηκαν ἀρχιτεκτονικὰ τμήματα στον Κυρίως Ναὸ (διεύρυνση τόξων, πεσσοὶ κ.ἂ.) καὶ ἁγιογραφήθηκε ἐκ νέου, ἀπο τον Εὐστάθιο Ἰακώβου, Πρωτονατάριο ἐξ Ἄρτης, ὁ ὁποῖος ὑπογράφει επίσης την ἁγιογράφηση στο  ιστορικό παρεκκλήσι τῆς Ἱ. Μ. Μαυριώτισσας Καστοριᾶς.