Σκέψεις, απόψεις και γνώμες για την ελληνική Ομογένεια των Ηνωμένων Πολιτειών

Γράφει ο Χρήστος Μαλασπίνας

Καθισμένοι στον ίσκιο του νεοκλασικού κτηρίου της οδού Παπαρρηγοπούλου, που στεγάζει σήμερα το Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών, και που φιλοξένησε τον Όθωνα και την Αμαλία από το 1837 ως το 1843, ο γράφων και ένας καλός φίλος, μεταξύ μιας Πανακότα και μιάς Κόκα-Κόλα,  ταξιδέψαμε στις παρυφές της ιστορίας της ελληνικής ομογένειας κυρίως των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής.  Θυμηθήκαμε, σχολιάσαμε, προβληματιστήκαμε.  Διαπίστωση:  Η ομογένεια, σήμερα, δείχνει ασύντακτη οργανωτικά, αποξενωμένη από την γενέτειρα και, κατά φυσιολογική  συνέπεια, αποπροσανατολισμένη.

Αυτό δεν σημαίνει διόλου ότι η ίδια η ελληνοαμερικανική κοινότητα ως σύνολο αλλά και ατομικά δεν συνεχίζει να προοδεύει, να εξελίσσεται και να κατακτά όλο και σημαντικότερες θέσεις στον κοινωνικό, επιχειρηματικό και επιστημονικό ιστό της μεγάλης χώρας των ΗΠΑ αλλά και όλων  των υπολοίπων Κρατών παραμονής και διαμονής ελληνικής καταγωγής πληθυσμών. Ωστόσο, κοινή παραδοχή αποτελεί το γεγονός ότι οι σχέσεις των Αποδήμων με την μητέρα πατρίδα έχουν χαλαρώσει τα τελευταία χρόνια, σε όλους τους τομείς.

Προσπαθώντας να ανιχνεύσουμε τους λόγους του φαινομένου,  έξω από τη διαπίστωση πως δεν οφείλεται αυτό το φαινόμενο σε έναν και μόνον συγκεκριμένο λόγο, αλλά σε πολλούς συγκλίνοντες και αποκλίνοντες λόγους και αιτίες, καταλήξαμε στην κυριότερη από αυτήν που κατά την άποψη και του γράφοντος,  είναι η διαχρονική αδιαφορία του ελληνικού Κράτους  να εκλαϊκεύσει το Ομογενειακό έπος.

Τη μεγάλη αυτή αλήθεια, όπως είπα στο συνομιλητή  μου,  είχε επισημάνει ήδη από το 1955 από τις στήλες της Νέας Εστίας, του γνωστού αρχαιότερου ελληνικού λογοτεχνικού περιοδικού, ο Μπάμπης Μαρκέτος, εκδότης-διευθυντής του Εθνικού Κήρυκος της  Νέας Υόρκης (1947-1977).

Αξίζει να θυμηθούμε τι έγραφε τότε ο αξιολογότερος μέχρι σήμερα δημοσιογράφος του απόδημου Ελληνισμού, Μπάμπης Μαρκέτος και να τα δούμε κάτω και από το φως που έριξε  πάνω στο μέγεθος της επιρροής  των ελληνοαμερικανών  η υπόθεση του «εμπάργκο».  Να συγκρίνουμε τη στάση της ομογένειας απέναντι στην πατρίδα σήμερα, αλλά και την συμπεριφορά  του εθνικού κέντρου, απέναντι στην ομογένεια,  γενικότερα και, ειδικότερα, απέναντι σε οργανώσεις των Αποδήμων σε ό,τι αφορά στο πιο πρόσφατο εθνικό θέμα.  Το  θέμα της ονομασίας του κράτους των Σκοπίων. Για για να αντιληφθούμε, έτσι,τι κόστισε όλα τα χρόνια η  απροθυμία του ελληνικού κέντρου να παρακολουθήσει με το επιβαλλόμενο ενδιαφέρον την πορεία όλων των ξενιτεμένων τέκνων του.

Έγραφε, λοιπόν, στην  Νέα Εστία ο Μπάμπης Μαρκέτος:

«Συγκριτικά με τους άλλους ευρωπαϊκούς και ασιατικούς πληθυσμούς, ο ελληνισμός έρχεται πρώτος και στο έμβασμα προς τον συγγενή και στο κοινωφελές τοπικό έργο, τον εθνικό έρανο και γενικά τον εθνικό ζήλο, που τον φέρει θερμό συμπαραστάτη και ασίγαστο συνήγορο των ελληνικών εθνικών αιτημάτων κοντά στις κυβερνητικές υπηρεσίες της Αμερικής, στον Αμερικανό πολιτικό, το δημοσιογράφο, τον πελάτη του μαγαζιού του, το φίλο, το γείτονά του».

 Στη δεύτερη παρατήρηση, ότι, δηλαδή, έμεινε όλα τα χρόνια ασυγκίνητη και αδιάφορη ουσιαστικά η γενέτειρα μπροστά στην Ομογένεια, το επιτελούμενο έργο της και τη διάθεσή της να προσφέρει το περισσότερο, το πλέον αξιόλογο, στο χώρο των γενικότερων επιδιώξεων του Εθνους, έξω και πέρα από το έμβασμα και την έκτακτη δωρεά για το κοινωφελές έργο, το τουριστικό ταξίδι-προσκύνημα στην Ελλάδα.

Ωστόσο, ο Ελληνισμός της Αμερικής, παντού στην Ελλάδα και περισσότερο στην πρωτεύουσα είναι  γνωστός ελάχιστα και επιπόλαια. Η ηγεσία της Ελλάδος πολιτική και πνευματική τον αγνοεί. Και πάντως τον κρατεί σε απόσταση. Το χωριό βέβαια γνωρίζει και τιμά τους ξενιτεμένους του. Η οικογένεια ακόμη  περισσότερο. Ούτε όμως το χωριό, ούτε και η οικογένεια κι ούτε, πολύ περισσότερο, η κοινωνία του χωριού και της πόλης γνωρίζουν τον Απόδημο Ελληνισμό σαν προσπάθεια και μόχθο, σαν ενιαίο σύνολο και σαν συνέχεια, τέλος, του ελληνικού εθνικού συνόρου. Η πολιτεία καθεύδει. Ο Έλληνας δάσκαλος κι ο καθηγητής δεν έχουν να πουν τίποτε στους μαθητές και  φοιτητές. Οι Ελληνες λόγιοι, διανοούμενοι και λογοτέχνες , θα εμπνευστούν ελάχιστα από το έπος  του Απόδημου Ελληνισμού και ιδιαίτερα του Ελληνισμού της Αμερικής, όλα τα  πενήντα χρόνια  της ιστορίας του (σ.σ. ίσαμε τότε, 1955) .

Ο Τύπος στην πρωτεύουσα δεν θα καταπιαστεί σοβαρά με το θέμα των 700.000 (σ.σ. την εποχή εκείνη) ομογενών. Η πατρίδα δεν θα ετοιμάσει ποτέ  τη στατιστική που θα καταδείξει  το μέγεθος της συμβολής αυτού του κομματιού της φυλής  στην Εθνική Οικονομία της Ελλάδος, προ και κατά τη διάρκεια των δύο  πολέμων, κατά την περίοδο της  της κατοχής, που άγρυπνος και ανήσυχος, αγόρασε και έστειλε τα αγαθά του Ερυθρού Σταυρού μετά την απελευθέρωση».

Από όταν τόνιζε τις μεγάλες αυτές αλήθειες στην «Νέα Εστία»  ο μακαρίτης, Μπάμπης Μαρκέτος,  έχουν περάσει  64 χρόνια. Κι όμως, τίποτε ή σχεδόν τίποτε δεν έχει αλλάξει.

Μεσολάβησε, βέβαια, η παρένθεση  του Συμβουλίου Αποδήμου  Ελληνισμού (ΣΑΕ). Ενα μετέωρο βήμα αμφιβόλου σκοπιμότητας και αποτελεσματικότητας καθώς δεν του δόθηκε, άλλωστε, η οφειλόμενη δυνατότητα να παράσχει ουσιαστικό έργο, έξω από τις δημόσιες σχέσεις των καλών εντυπώσεων και των μη αμφισβητούμενων αγαθών προθέσεων της ηγεσίας  του.

Πολύ περισσότερο καθώς το ΣΑΕ, αποκομμένο από την πλειοψηφία των ομογενών, χωρίς δυνατότητα να καταστεί οικονομικά αυτάρκης οργανισμός και, επομένως, παραμένοντας υποτελής στην κυβέρνηση των Αθηνών, ήταν ουσιαστικά αδύναμος να παράγει πολιτική σκέψη και στρατηγική, την οποία θα μπορούσε να προβάλει και να προωθήσει και στους δύο πόλους της ελληνοαμερικανικής πραγματικότητας, εργαζόμενο, έτσι, δραστήρια για την επίλυση των προβλημάτων των Αποδήμων. Και ενεργώντας αποφασιστικά για την ευόδωση των εθνικών μας θεμάτων.

Ούτε, όμως, και  η τοποθέτηση Υφυπουργού Εξωτερικών με αρμοδιότητα τον Απόδημο Ελληνισμό ( 1981)  προορίζονταν να υπηρετήσει  τον υποτιθέμενο  σκοπό του δεν μπορούσε να  καλύψει το κενό, δεν θα κατόρθωνε  να αξιοποιήσει στην πρέπουσα  έκταση, αυτό το ανεκτίμητο  εθνικό κεφάλαιο, που λέγεται ελληνισμός του εξωτερικού. Γι αυτό και παραμένει πάντα επίκαιρο  το αίτημα για την σύσταση υπουργείου Απόδημου Ελληνισμού, αντί του οποίου έχουμε την σύσταση Γραμματείας Απόδημου Ελληνισμού.

Κι όμως, ο ελληνισμός του Εξωτερικού «κυριαρχείτο περιπαθώς»  από πατριωτικά αισθήματα , παρά την ουσιαστική αδιαφορία του εθνικού Κέντρου.  Και δήλωνε «πανταχού παρών».  Δυστυχώς, αυτή η αλήθεια, εξέθρεψε στα πολιτικά κλιμάκια της πατρίδας την επαναπαυμένη βεβαιότητα,  ότι η Ελλάδα είχε εξασφαλισμένη εσαεί και a priori την υπερούσια λατρεία των ξενιτεμένων, η οποία και θα υπαγόρευε στο διηνεκές και τις πράξεις τους. Και έτσι ήταν,  εωσότου συνέβησαν ορισμένα πράγματα που εξέτρεψαν την κοίτη του ποταμού. Οι σημαντικότερες από αυτές, κατά την άποψη του γράφοντος:

  1. Το «Εμπάργκο» στη χορήγηση δωρεάν αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας προς την Τουρκία, που η ομογένεια επέβαλε το 1974 και η ελληνική κυβέρνηση συμφώνησε –λίγο αργότερα- για την άρση του, «κόντρα» στην επιθυμία και τις προσπάθειες της Ομογένειας, με την οποία «κοντραρίστηκε» στην Γερουσία.
  2. Η επτάχρονη χούντα των Συνταγματαρχών και οι ενέργειές της που αρχικά απέβλεψαν στο να διχάσουν την ομογένεια και μόνον χάρη στην σώφρονα πολιτική της τότε ηγεσίας του Εθνικού Κήρυκα μπόρεσε, τελικά, να διασωθεί η ενότητά της.
  3. Το ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων, με την Αθήνα τελικά, να προωθεί «Συμφωνία» που την έφερε σε καταφανή αντιπαράθεση  με την μεγάλη πλειοψηφία των Αποδήμων Ελλήνων. Τους εκπροσώπους των οποίων, στο αναμεταξύ, η Κυβέρνηση κακομεταχειρίστηκε καθώς  προσπαθούσε, με τη δύναμη των χημικών, χωρίς διάλογο και άκομψα να επιβάλει τις επιλογές της στον ελληνισμό.

Όλα αυτά και άλλα πολλά ακόμη,  όπως π.χ. η «άρνηση» των πολιτικών κομμάτων της γενέτειρας, κοντά είκοσι τώρα χρόνια, να συμφωνήσουν για την ψήφο των Ελλήνων Ψηφοφόρων του Εξωτερικού, με τις δεκαετίες, τη γλώσσα  και  τις γενιές να απομακρύνονται από τους πρωτοπόρους μετανάστες,  άμβλυναν – χωρίς, όμως, και να το εξαφανίσουν- το αγωνιστικό πατριωτικό ενδιαφέρον της ομογένειας.  Η οποία, ως άγρυπνος φύλακας, προστάτης και προβολέας πραγμάτων, ιδεών θεσμών και θέσεων ξένων για την τοπική αντίληψη, κουράστηκε φυσιολογικά, από του  να δίνει και διμέτωπες  μάχες για τα εθνικά θέματα.  Με κάποιες ελληνικές κυβερνήσεις. Αλλά και με την πατρίδα διαμονής καθώς τα ελληνικά συμφέροντα συχνά έρχονται σε αντίθεση με τα συμφέροντα της νέας πατρίδας,  στην οποία ανήκουν υπό όρους. Γιατί, αν και τυπικά και νομικά είναι μέρος της πολιτείας στην οποία διαβιούν και στην οποία οφείλουν αφοσίωση, δεν είναι αυτή η πατρίδα τους, έστω και εάν με το πέρασμα του χρόνου γίνεται η πατρίδα των παιδιών τους…

Αυτά, όμως, είναι «ψιλά γράμματα» για όσους πολιτικούς,  με ευκολία περισσή τους αποπαίρνουν, τους λένε ότι «ξέφυγαν» και  αγνοούν επιδεικτικά τις θέσεις, τα θέλω και τα δικά τους  πρέπει, όπως τα έχουν με νοσταλγία και αγάπη αποθηκεύσει δεκαετίες τώρα,  στην καρδιά τους…  Εξόν και εάν αυτά μεταφραστούν σε υλική «βοήθεια»…

Με τις σκέψεις αυτές,  στη σκιά της πρώτης οικίας του  Όθωνα και της Αμαλίας,  ο υποφαινόμενος ήπιε την Κόκα Κόλα του, και  ο καλός φίλος έφαγε την πανακότα του, ανανεώνοντας  το ραντεβού μας για περισσότερη εμβάθυνση στα ομογενειακά  «πρόσωπα και πράγματα» και  περισσότερο προβληματισμό.