ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ

ΜΙΧΑΗΛ ΚΟΚΚΙΝΑΡΗ

Μυθιστόρημα

Η εκτέλεση

Το θάνατο όποιος δεν τον αγγίξει,δε νιώθει στ’αλήθεια τι είναι η ζωή,που δίνει φως στην ύπαρξή τοΛίγο πιο πέρα η Μάνα του κατάδικου,του Ιησού του Ναζαρηνού,μ’ένα βουβό αναφιλλητό,αγκαλιάζει τα πόδια του νεκρού παιδιού της,καθώς τα τυλίγουν με το σάβανο που θα σκεπάσει το κορμί Του.
Ύστερα όλα σκοτείνιασαν.Οι αστραπές που χάραξαν τον ουρανό τρόμαξαν ως και το μικρό απόσπασμα των ρωμαίων στρατιωτών,που εκτέλεσαν τις θανατικές καταδίκες.
Κι ο σεισμός που ακολούθησε,τούς σκόρπισε σαν τα φύλλα που ψάχνουν γωνιά για να κουρνιάσουν.
Όταν φάνηκε για λίγο φως στον κρανίου τόπο, είχαν απομείνει οι ξύλινοι σταυροί του μαρτυρίου,σκορπισμένα μεγάλα τετράγωνα ματωμένα καρφιά,απομεινάρια της αποκαθήλωσης κι ανάμεσά τους η Μαρία από τα Μάγδαλα,με τα μακριά της μαλλιά λυμένα στους ώμους και τα μεγάλα της μαύρα μάτια να τρέχουν ασταμάτητα,καθώς ακουγόταν να βγαίνει από τα σπλάχνα της ένα μονότονο μοιρολόι.
Ύστερα η Μαρία μόνη πήρε το δρόμο της επιστροφής για την Ιερουσαλήμ και χάθηκε στους σιωπηλούς της δρόμους καθώς όλοι είχαν λουφάξει απ’το φόβο που κατέλαβε την πόλη.
***
Στο Πραιτώριο η φρουρά βηματίζει ανήσυχη κι ο Πραίτωρας,ο Πόντιος Πιλάτος,ξαναζεί μπροστά στα μάτια του,όσα έγιναν λίγες ώρες πριν διατάξει την εκτέλεση του Ιησού από τη Ναζαρέτ της Γαλιλαίας.
Ο Ιησούς ο Ναζαρηνός…
Καθώς ο Πιλάτος ψελλίζει το όνομά Του,απλώνει το χέρι σαν να θέλει ν’ αγγίζει το νεαρό άνδρα,με το λευκό ιμάτιο,βαμμένο αιμάτινο απ’το αγκάθινο στεφάνι,που είναι μπηγμένο στα πυρόξανθα μαλλιά Του.
Και θυμάται πως τον έσπρωξε ελαφρά στον εξώστη για να Τον δει το πλήθος,που περίμενε ανυπόμονα την καταδίκη του.
Σαν υπνωτισμένος κάνει μια κίνηση με το χέρι για να ησυχάσει το πλήθος,που δεν υπάρχει πια.
Πιάνει τα χέρια του κατάδικου που είναι δεμένα με σκοινί,τα σηκώνει ψηλά,ισιώνει τον πορφυρό χιτώνα που πέφτει στον ώμο και δείχνει το καλαμένιο σκήπτρο Του.
Έπειτα ψιθυρίζει με βραχνή φωνή από την αγωνία: «Κι αυτόν τον άνδρα,που τον αποκαλείτε Βασιλιά των Ιουδαίων,τι θέλετε να τον κάνω;»
Ύστερα γονατίζει εξουθενωμένος,φέρνει τα χέρια στ’αφτιά του,σαν να θέλει να μην ακούει,αλλά το ανύπαρκτο πλήθος συνεχίζει να ουρλιάζει :
«Σταύρωσέ Τον…Σταύρωσέ Τον!»

Μετά όλα έγιναν παιχνίδι του χρόνου και της απροσδιόριστης τροπής που καθορίζει τα ανθρώπινα,ωστόσο πάντα στην έλλογη βάση της Πρόνοιας,που οδηγεί σε ένα και μοναδικό αποτέλεσμα με ωστική σημασία για την ανθρώπινη ιστορία ,είτε είμαστε σε θέση να το αναγνωρίσουμε και να το ορίσουμε στη συνείδησή μας ως μοναδικό και ανεπανάλληπτο είτε αμήχανα να το δούμε να εξελίσσεται ,χωρίς να συνειδητοποιούμε το νόημα και το βάρος του.

Η συγκυρία

Καθώς τα χρόνια κυλούν ανεπίστρεπτα,τίποτα δεν είναι πια ικανό να αναιρέσει τη βεβαιότητά μου πως άσχετα μεταξύ τους γεγονότα τελικά αποτελούν μέρος ενός σχεδίου που καταστρώνει η συγκυρία,η αόρατη εκείνη δύναμη, που ανατρέπει τις ανθρώπινες προθέσεις και επιθυμίες.
Είκοσι χρόνια λοιπόν μετά τη Σταύρωση εκείνου του κατάδικου,του Ιησού του Ναζαρηνού,στο λόφο του Γολγοθά,όλα φαίνονταν πως συνέχιζαν το ματωμένο δρόμο τους στη σκληρή γη της Ιουδαίας με τους ρωμαίους κατακτητές της να απομυζούν το αίμα των Εβραίων,που καρτερικά επέμεναν να περιμένουν το Μεσσία απελευθερωτή τους,έχοντας όμως στο νου και την ώρα της εξέγερσης για να μπήξουν το μαχαίρι στην καρδιά του κατακτητή τους.
Γι’αυτό και η χρηματαποστολή με τους φόρους,που φάνηκε στο ορίζοντα εκείνο το πρωινό , συνοδευόταν από δύο έφιππους ουλαμούς,έτοιμη για κάθε ενδεχόμενο,άσχετα αν πλησίαζε στην πόλη της Ιερουσαλήμ,για να παραδώσει το ματωμένο της φορτίο.
Μπροστά από τις δυο σειρές με τους ρωμαίους ιππείς,που φυλάνε την άμαξα με τα χρυσά και ασημένια νομίσματα,προπορεύονται οι επικεφαλής αξιωματικοί, δεξιά ο χιλιάρχος PopliusLentulus και αριστερά ο εκατόνταρχος MaximusKrasus.
Τους δυό αξιωματικούς πρέπει να τους χώριζαν πολλά κρυμμένα μυστικά από τον τρόπο που κοίταζε κλεφτά ο ένας τον άλλον ,πότε με μίσος και πότε με απέχθεια,καθώς τα άλογά τους κάλπαζαν παράλληλα.
Όταν όμως φάνηκαν τα τείχη της Ιερουσαλήμ και μειώθηκε η ταχύτητα του καλπασμού,από την αίσθηση της ασφάλειας που έφταναν στην πόλη,ο χιλίαρχος,χωρίς έλεγχο στη φωνή του, φωνάζει στον εκατόνταρχο:
«Και να θυμάσαι,Krasus,αν δε γύριζα στη Ρώμη,θα εύρισκα τον τρόπο να σε σταυρώσω κυριολεκτικά,τέτοιο κάθαρμα που είσαι!»
Ο εκατόνταρχος,χωρίς να χάσει το ειρωνικό του ύφος,σχεδόν με αναίδεια του απαντά:
«Με αδικεί η ευγένειά σου,χιλίαρχε.Τη δουλειά μου κάνω.
Όλα τα άλλα είναι υποθέσεις και αστήρικτες κατηγορίες σε βάρος μου…εκτός κι αν έχεις μάρτυρες που θα με κατηγορήσουν…»
Ο χιλίαρχος μοιάζει έτοιμος να εκραγεί από θυμό,αλλά κάτι τον συγκρατεί,κάτι που απλά τον αναγκάζει να προσθέσει με μίσος:
«Τη βρώμικη δουλειά,θέλεις να πεις,εκατόνταρχε,που δεν μπορούν να κάνουν τ’αφεντικά σου!»
Ο Krasus με απόλυτη ειρωνία,στρέφεται προς το μέρος του χιλίαρχου και χαμηλόφωνα του λέει:
«Ξεχνάς πως τα αφεντικά μου έχουν δεσμούς αίματος μαζί σου,χιλίαρχε Poplius Lentulus!»
Ωστόσο η ζωηρή συζήτηση των δύο ανδρών σταματά απότομα καθώς αρχίζει να φαίνεται ένα σύννεφο σκόνης από την αντίθετη κατεύθυνση του δρόμου που οδηγεί στην Ιερουσαλήμ.
Ο χιλίαρχος δίνει εντολή επιφυλακής και τώρα η φάλαγγα κερδίζει σε ταχύτητα καθώς το έδαφος είναι κατηφορικό ως τον επόμενο λοφίσκο.
Αλλά καθώς ο δρόμος στη συνέχεια γίνεται ανηφορικός για τους ρωμαίους,από την αντίθετη κατεύθυνση κι έχοντας το πλεονέκτημα της κλίσης του εδάφους,εμφανίζονται εβραίοι επαναστάτες ,διπλάσιοι σχεδόν από τη ρωμαϊκή φρουρά,και τη χτυπούν αλύπητα και από τις δύο πλευρές.
Ο χιλίαρχος,έμπειρος όπως είναι ,διακρίνει κινήσεις του εχθρικού ιππικού,που δε μοιάζουν με τον ασύντακτο τρόπο που πολεμούν οι επαναστάτες.
Και καθώς εμπλέκεται στη μάχη,εύκολα διαπιστώνει πως δεν έχει να κάνει με εβραίους…αλλά με…
Και είναι η τελευταία διαπίστωσή του,όταν το ξίφος του εκατόνταρχου βυθίζεται στο λαιμό του και το αίμα του βάφει το πρόσωπο του δολοφόνου του.

Η αόρατη άκρη του νήματος

Εκείνη την ημέρα,20 χρόνια μετά τη Σταύρωση του εβραίου κατάδικου Ιησού του Ναζαρηνού,ο ρωμαίος δικανικός ρήτορας Titus Libius,που αγνοούσε εντελώς την ύπαρξή Του,αγόρευε ενώπιον πυκνού ακροατηρίου στη μεγάλη αίθουσα της Συγκλήτου, στη Ρώμη,για να απαλλάξει τον πελάτη του ,το συγκλητικό CaicillusSecundus ,από τη βαριά κατηγορία της κατάχρησης δημόσιου χρήματος.
Ο Caicillus Secundus,βέβαιος για τις ικανότητες του δικηγόρου του και σε όλη τη διάρκεια της δίκης,αλλά και λίγο πριν εκφωνηθεί η απόφαση του προεδρεύοντος ανώτατου συγκλητικού,δεν έδειξε να αντιλαμβάνεται τη σοβαρότητα των κατηγοριών σε βάρος του ,αλλά και ποτέ του δε σκέφτηκε πως θα μπορούσε να καταδικαστεί σε θάνατο!
Σε τελευταία ανάλυση ένας αναιδής,ανόητος καταχραστής του δημόσιου χρήματος ήταν,που πίστευε ως γνήσιος ρωμαίος αριστοκράτης πως θα ξέφευγε από τους δικαστές του.
Κι αυτό ακριβώς έγινε,με τη βοήθεια του TitusLibius,που απέδειξε στο δικαστήριο ότι ο πελάτης του δικαζόταν με υποθέσεις και υποψίες και όχι με αποδεικτικά στοιχεία!
Ωστόσο ο δικηγόρος από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε την υπόθεση ήξερε όλη την αλήθεια κι αυτό που κυρίως επεδίωξε στη δίκη ήταν να αναγκάσει τον αναιδή πελάτη του να παραμείνει σιωπηλός και συγκρατημένος μπροστά σ’ένα ακροατήριο που δίψουσε για αίμα.
Όταν λοιπόν ο Προεδρεύων απάλλαξε τονCaicillus Secundus,ελλείψει στοιχείων,ο κατηγορούμενος αγκάλιασε τον Titus Libius και του ψιθύρισε,ομολογώντας πως μέχρι εκείνη τη στιγμή προσποιούνταν τον αδιάφορο:
«Η ζωή μου και η περιουσία μου σού ανήκει…κι αυτό που έγινε σήμερα δε θα το ξεχάσω ποτέ…ό,τι κι αν συμβεί».

***

Η μεγάλη αίθουσα της Συγκλήτου αδειάζει σιγά-σιγά,όταν ο Titus,έκπληκτος βλέπει να τον πλησιάζει ο συγκλητικός Marcus Tulius,γνωστός για την προσωπική του σχέση με τον Αυτοκράτορα Claudius.
Και δεν είναι η ιδέα του,όταν ο συγκλητικός του κάνει νόημα να σταθεί,φωνάζοντάς του με τόνο ανάμεσα στο θαυμασμό και την ειρωνία.
« Ο Titus Libius,o ρήτορας,που μπορεί να αποδείξει το αναπόδεικτο…»
Ο Titus,με έκδηλη αμηχανία,επειδή διαισθάνεται πως δεν είναι προφανείς οι λόγοι που προκάλεσαν την προσοχή του συγκλητικού,του απαντά συγκρατημένα:
«Είναι τιμή μου,που προκάλεσα τον ενδιαφέρον του Marcus Tulius …»
Ο Tulius πλησιάζει κι άλλο τον Titus και με ύφος εμπιστευτικό του ψιθυρίζει:
«Αγαπητέ μου,είστε εξαιρετικός ρήτορας…και χάρη σ’εσάς ο πελάτης σας απαλλάχτηκε…
Τέλος πάντων…να ξέρετε πως έχετε προκαλέσει την προσοχή μου εδώ και καιρό…»
Ο Titus,που συνεχίζει να δυσπιστεί για τους πραγματικούς λόγους που τον προσέγγισε ο συγκλητικός,τον ακούει έκπληκτος να λέει.
«Και κάτι άλλο ,πολύ σημαντικό,Titus Libius,ο Αυτοκράτορας μού ζήτησε να τον συναντήσεις…για κάτι εμπιστευτικό…»
Οι διάδρομοι της Συγκλήτου αδειάζουν και καθώς ο Titus κινείται προς την έξοδο,όποιος θα μπορούσε εκείνες τις στιγμές να μαντέψει τις σκέψεις του,θα διαισθανόταν την προφανή αμηχανία ενός ανθρώπου που είχε την αίσθηση του αδιόρατου κινδύνου,που έκρυβαν τα λόγια του συγκλητικού:
«…ο Αυτοκράτορας μού ζήτησε να τον συναντήσεις…για κάτι εμπιστευτικό…»

Η πίστη ως αποδοχή της τάξης και της αρμονίας του κόσμου

Η συνάντηση του Titus με τον ΑυτοκράτοραClaudius, εκείνο το απόγευμα έγινε σε μια από τις εσωτερικές αυλές του παλατιού υπό το βλέμμα των δεκάδων πραιτωριανών που παρακολουθούσαν κάθε κίνηση του ρήτορα,μέχρι που εμφανίστηκε ο Αυτοκράτορας.
Ο Κλαύδιος, με αργά βήματα,κινώντας με δυσκολία το αριστέρο του πόδι,κάνει νόημα στονTitus να πλησιάσει προς το μέρος του,ενώ συνεχίζει να κινείται σ’ένα διάδρομο γεμάτο λουλούδια.
Ο Titus ακολουθεί αμίλητος τον Αυτοκράτορα,που κάθε τόσο ,με το πρόσχημα να μυρίσει ένα λουλούδι, σκύβει και ρίχνει φευγαλέες ματιές στον καλεσμένο του.
Κι όταν ο Claudius βεβαιώνεται πως έχει νόημα να του μιλήσει ,ορθώνοντας το ανάστημά του και κοιτώντας τον στα μάτια ,του λέει:
« Ο Marcus Tulius,μού έχει μιλήσει για σένα…Είσαι δικανικός ρήτορας και ανακριτής…Έτσι δεν είναι;»
«Έτσι είναι Αύγουστε.»
«Επομένως μπορείς να βρεις την αλήθεια,όσο κι αν είναι κρυμμένη βαθιά…αν κατάλαβα καλά,TitusLibius…»
«Τουλάχιστον προσπαθώ…»
Ο Κλαύδιος πλησιάζει κι άλλο τον Τίτο και διερευνητικά τον ρωτάει:
«Πιστεύεις στους θεούς, Titus Libius;»
«Πιστεύω,Αύγουστε, σε ό, τι συνιστά μέρος της τάξης και αρμονίας…επομένως και στους θεούς…»
«Κι αν κάτι διαταράσσει αυτή την ορισμένη τάξη;»
«Είναι καθήκον μου να το εμποδίσω!»
«Άρα,μπορείς να εμποδίσεις και την καταστροφική δεισιδαιμονία που εμφανίστηκε στην Ιουδαία και διαδόθηκε και στη Ρώμη, όπου υποτίθεται ότι κάποιος που σταυρώθηκε για εξέγερση κατά της Ρώμης…αναστήθηκε…αν είναι δυνατόν!»
Ο Titus Libius νιώθει αμήχανα γιατί δεν έχει ακόμη αντιληφθεί τι ακριβώς περιμένει απ’αυτόν ο Αυτοκράτορας,όταν τον ακούει να προσθέτει με οργίλο ύφος:
« Όλα έχουν τα όριά τους, Titus Libius, ακόμα και οι μύθοι… Θα πάτε λοιπόν στο τόπο όπου γεννήθηκε αυτή η δεισιδαιμονία και με την εξουσία που σάς δίνω απ’αυτή τη στιγμή,θα εξετάσετε από τη αρχή τα γεγονότα και θα φέρετε ενώπιον της δικαιοσύνης όσους επιμένουν να διασπείρουν αυτή τη δεισιδαιμονία,για να καταδικαστούν και να σιωπήσουν για πάντα».
Και καθώς ο Κλαύδιος χάνεται στο περιστύλιο της αυλής,ο Titus Libius,αρχίζει να συνειδητοποιεί πως η ζωή του ήταν πια στα χέρια της Ειμαρμένης,που οι βουλές της πάντα είναι απρόβλεπτες!