Ο Γιάννης Στουρνάρας στο “The Second Sustainability Summit for South-East Europe and the Mediterranean”
Η βιώσιμη ανάπτυξη είναι σήμερα το “βασικό ζητούμενο, τόσο για τη δική
μας όσο κυρίως για τις επόμενες γενιές”, δήλωσε ο πρόεδρος της
Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας μιλώντας στο “The Second
Sustainability Summit for South-East Europe and the Mediterranean” του
περιοδικού “Τhe Economist”.
Ο κεντρικός τραπεζίτης προειδοποίησε ότι εντείνονται διαρκώς οι
πιέσεις που δέχονται οι τρεις πυλώνες της βιώσιμης ανάπτυξης: η
κοινωνία, η οικονομία και το περιβάλλον. “Επομένως, ο
επαναπροσδιορισμός της έννοιας της ανάπτυξης σε ένα πλαίσιο
βιωσιμότητας είναι κρίσιμος για την πορεία μας στο μέλλον”, τόνισε.
Για την Ελλάδα, ο κ. Στουρνάρας υπογράμμισε ότι οι μελέτες
“αναδεικνύουν τον πλούτο των φυσικών πόρων της Ελλάδας, αλλά κυρίως
καταδεικνύουν τους κινδύνους που απειλούν το φυσικό και το
ανθρωπογενές περιβάλλον της χώρας”.
Ανέφερε μάλιστα ότι “εάν κοστολογήσουμε το σενάριο της μη-δράσης για
την κλιματική αλλαγή, το ελληνικό ΑΕΠ μπορεί, ceteris paribus, να
μειώνεται, σε ετήσια βάση, κατά 2% μέχρι το 2050 και ακόμη περισσότερο
μέχρι το 2100, ενώ το συνολικό κόστος για την ελληνική οικονομία,
σωρευτικά μέχρι το 2100, είναι δυνατόν να φθάσει τα 701 δισ. ευρώ.”
Ολόκληρη η ομιλία του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος:
“Προκλήσεις και προοπτικές για μία βιώσιμη ανάπτυξη”
Χαίρομαι ιδιαίτερα που βρίσκομαι μαζί σας σήμερα και που έχω την
ευκαιρία να μοιραστώ τις σκέψεις μου για τις προκλήσεις και τις
προοπτικές της βιώσιμης ανάπτυξης.
Είναι νομίζω πλέον αυτονόητο για ποιο λόγο οι κεντρικές τράπεζες
σήμερα ενδιαφέρονται για τη βιώσιμη ανάπτυξη: διότι χρηματοοικονομική
σταθερότητα χωρίς βιωσιμότητα του αναπτυξιακού μοντέλου απλώς δεν
νοείται.
Το κόστος της οικονομικής ανάπτυξης για το περιβάλλον αυξάνει όλο και
περισσότερο. Είναι ενδεικτικό πως, και για τη φετινή χρονιά, τους
πρώτους επτά μήνες εξαντλήσαμε όλους τους φυσικούς πόρους που μπορούν
να ανανεώνουν τα οικοσυστήματα σε χρονικό διάστημα ενός έτους. Στη
σημερινή συγκυρία, βασικό ζητούμενο, τόσο για τη δική μας όσο κυρίως
για τις επόμενες γενιές, είναι η βιώσιμη ανάπτυξη, καθώς εντείνονται
διαρκώς οι πιέσεις που δέχονται οι τρεις πυλώνες της: η κοινωνία, η
οικονομία και, βέβαια, το περιβάλλον. Επομένως, ο επαναπροσδιορισμός
της έννοιας της ανάπτυξης σε ένα πλαίσιο βιωσιμότητας είναι κρίσιμος
για την πορεία μας στο μέλλον.
Τα Ηνωμένα Έθνη εξαρτούν το βιώσιμο μέλλον από την επίτευξη 17 στόχων
έως το 2030. Πιο συγκεκριμένα, στόχοι όπως η παγκόσμια ευημερία με
μηδενική φτώχεια και πείνα, η ποιοτική εκπαίδευση, η ισότητα, η
αξιοπρεπής εργασία, η πρόσβαση σε καθαρό νερό και ενέργεια, η
δικαιοσύνη, οι ισχυροί θεσμοί, η οικονομική ανάπτυξη και οι δράσεις
για το περιβάλλον έχουν καίρια θέση στον οδικό χάρτη της βιωσιμότητας.
Η παγκόσμια ευημερία οφείλει να είναι προτεραιότητα για όλους, και οι
στόχοι αφορούν όλα τα κράτη, όχι μόνο τα λιγότερο ανεπτυγμένα. Σε μια
εποχή όπου είμαστε διασυνδεδεμένοι περισσότερο από ποτέ, η ευημερία
των κρατών και των πολιτών είναι αλληλοεξαρτώμενες και χρειάζεται μία
ολιστική προσέγγιση για την επίτευξη κοινού βιώσιμου αναπτυξιακού
σκοπού. Τα προβλήματα βιωσιμότητας, ιδιαίτερα τα προβλήματα που
συνδέονται με την κλιματική αλλαγή, είναι παγκόσμιου χαρακτήρα και
απαιτούν συνεργασία όλων των κρατών. Είναι εντελώς αδικαιολόγητη και
παράλογη η άρνηση συνεργασίας στις δράσεις για το περιβάλλον, αφού η
αλλαγή του κλίματος επηρεάζει ολόκληρο τον πλανήτη.
Η συνεργασία όλων είναι κρίσιμη για την επίτευξη των στόχων, ενώ η
συνέργεια δημοσίου και ιδιωτικού τομέα είναι απαραίτητη για τη
χρηματοδότηση της πορείας αυτής, που έχει μεν σημαντικό κόστος αλλά
και ανεκτίμητη αξία. Στην πορεία αυτή υπάρχουν πολλαπλές προκλήσεις
και κίνδυνοι, καθώς για να πετύχουμε μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα
χρειάζονται προσαρμογές των καθιερωμένων μοντέλων ανάπτυξης.
Σε συνθήκες εξάντλησης των φυσικών πόρων παγκοσμίως, η έμφαση στην πιο
αποτελεσματική χρήση τους και στην ελαχιστοποίηση της σπατάλης είναι
αναγκαστικές και επείγουσες επιλογές. Το μοντέλο της “γραμμικής”
οικονομίας που επικρατεί σήμερα (λήψη πόρων – κατασκευή – απόρριψη),
και στο οποίο βασίζονται οι περισσότερες οικονομίες μετά τη
Βιομηχανική Επανάσταση, δεν είναι πλέον βιώσιμο. Όπως “κυκλικά”
λειτουργεί η φύση, έτσι και η λειτουργία των επιχειρήσεων μπορεί να
γίνει αειφορική μέσα από την απόρριψη του “γραμμικού” τρόπου ανάπτυξης
και την υιοθέτηση νέων προτύπων “κυκλικής” (circular) οικονομίας.
Κυκλική οικονομία σημαίνει ότι η αξία των προϊόντων, των υλικών και
των πόρων παραμένει στην οικονομία όσο το δυνατόν περισσότερο, ενώ η
παραγωγή αποβλήτων περιορίζεται στο ελάχιστο.
Η μετάβαση στην κυκλική οικονομία απαιτεί παρεμβάσεις τόσο από την
πλευρά της προσφοράς, όπως ο οικολογικός σχεδιασμός των προϊόντων ή η
μεγαλύτερη διάρκεια ζωής τους, όσο και από την πλευρά της ζήτησης,
μέσω διαφορετικών καταναλωτικών και διατροφικών προτύπων από τα
σημερινά, καθώς και αποτελεσματικότερη διαχείριση των αποβλήτων, με
κατάλληλα οικονομικά κίνητρα και συμμετοχή της κοινωνίας. Η μετάβαση
αυτή αναμένεται να επιδράσει θετικά στην παραγωγή, την απασχόληση, το
κλίμα, τη φύση, τους φυσικούς πόρους και την κοινωνική ευημερία. Για
παράδειγμα οι διατροφικές μας συνήθειες επηρεάζουν δραματικά τους
φυσικούς πόρους του πλανήτη, τη γη και την κατανάλωση υδάτινων πόρων.
Η μικρότερη κατανάλωση κρέατος και γαλακτοκομικών προϊόντων επιφέρει
πολύ σημαντική εξοικονόμηση καλλιεργήσιμης γης, υδάτινων πόρων,
μειώνει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και σταδιακά αποκαθιστά τα
δάση και την άγρια φύση.
Μεγάλη πρόκληση για την επίτευξη των στόχων της βιώσιμης ανάπτυξης
αποτελεί η απεξάρτηση του ενεργειακού συστήματος από τον άνθρακα. Οι
τρέχουσες και οι μελλοντικές επιπτώσεις για την κοινωνία και τη
βιώσιμη ανάπτυξη είναι τέτοιες που καθιστούν πλέον απαγορευτική τη
χρήση των ορυκτών καυσίμων. Η κλιματική αλλαγή και η υπερθέρμανση του
πλανήτη συνδέονται με την ανθρωπογενή δραστηριότητα και ιδίως με τη
χρήση ορυκτών καυσίμων και τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα.
Χρειάζεται να μετριάσουμε τη μεταβολή του κλίματος μειώνοντας αμέσως
και δραστικά τις εκπομπές, υιοθετώντας πρακτικές ορθής ενεργειακής
διαχείρισης και υψηλής απόδοσης, χρηματοδοτώντας την πράσινη ενέργεια,
προάγοντας επενδύσεις εξοικονόμησης και προωθώντας μια οικονομία
μηδενικών εκπομπών στο πλαίσιο των αντίστοιχων ευρωπαϊκών πολιτικών.
Διότι φαίνεται ότι πλησιάζουμε ταχύτατα στο σημείο μη επιστροφής,
δηλαδή το σημείο εκείνο που, όταν το ξεπεράσουμε, ακόμη και μια
δραματική μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα δεν θα είναι
πλέον αρκετή για να αντιστρέψει την τάση και να σταματήσει μια
παγκόσμια τραγωδία, για παράδειγμα από την επιτάχυνση της τήξης των
πάγων στις πολικές περιοχές.
Στην πορεία αυτή υπάρχουν σαφώς κίνδυνοι αλλά και ευκαιρίες. Υλικοί
κίνδυνοι που σχετίζονται με τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής,
αλλά και κίνδυνοι που συνδέονται με τη διαδικασία μετάβασης προς μια
οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα. Κατά τη διαδικασία αυτή, οι
επιχειρήσεις ενδέχεται να αντιμετωπίσουν κόστη, ζημίες αποτίμησης και
δυσλειτουργίες. Με την προσεκτική και έγκαιρη μετάβαση θα προκύψουν
όμως και ευκαιρίες που συνδέονται με τη δημιουργία νέων ανανεώσιμων
ενεργειακών και καινοτόμων προϊόντων, τις επενδύσεις στην εξοικονόμηση
ενέργειας, τις νέες υποδομές και τις νέες θέσεις εργασίας. Ο
μετασχηματισμός της παγκόσμιας οικονομίας, στο πλαίσιο της απεξάρτησης
του ενεργειακού συστήματος από τον άνθρακα, δεν μπορεί παρά να έχει
θετικό πρόσημο.
Η δημιουργία αξίας, μακροπρόθεσμα, σχετίζεται με τη διαχείριση των
κινδύνων από την κλιματική αλλαγή και τη μετάβαση σε μια οικονομία
μηδενικών εκπομπών άνθρακα. Για το λόγο αυτό, οι κεντρικές τράπεζες
υποστηρίζουν τη διαφάνεια και τη δημοσιοποίηση στοιχείων που θα
επιτρέψουν στις αγορές να αναλάβουν ηγετικό ρόλο σ’ αυτή τη
διαδικασία, ώστε, με σωστή πληροφόρηση, να ενσωματώνουν στις τιμές το
κόστος του επιχειρείν, τον κίνδυνο που συνδέεται με την κλιματική
αλλαγή, και κυρίως να αξιολογούν νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες.
Η σωστή εκτίμηση και εποπτεία των χρηματοοικονομικών κινδύνων, που
πηγάζουν από τη μετάβαση σε μια οικονομία μηδενικών εκπομπών άνθρακα,
είναι σημαντικοί παράγοντες για την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης
και τη διαφύλαξη της σωστής λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού
συστήματος. Επιπλέον, οι εμπορικές τράπεζες μπορούν να διαδραματίσουν
σημαντικό ρόλο προς τη μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών
άνθρακα, μειώνοντας την έκθεση του ενεργητικού τους σε επενδύσεις
υψηλών εκπομπών άνθρακα, ενώ οι εποπτικές αρχές, από την πλευρά τους,
θα μπορούσαν να συνεκτιμήσουν τους κινδύνους βιωσιμότητας των
επενδύσεων, στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων των τραπεζών.
Σημαντική πρόκληση για τη βιώσιμη ανάπτυξη είναι ο μετασχηματισμός των
πόλεων. Όπως ανέφερε και η Αναπληρώτρια Γενική Γραμματέας των Ηνωμένων
Εθνών, Amina Mohammed, “τη μάχη της βιωσιμότητας θα την κερδίσουμε ή
θα τη χάσουμε στις πόλεις.” Σήμερα, πάνω από το 80% του παγκόσμιου
ΑΕΠ παράγεται στις πόλεις, που αποτελούν το κέντρο, μεταξύ άλλων, της
συνέργειας και της εξέλιξης, της καινοτομίας και της συνεργασίας για
τις ιδέες, το εμπόριο, τον πολιτισμό, την επιστήμη, την
παραγωγικότητα, την κοινωνική ανάπτυξη.
Η εξέλιξη των πόλεων, προκειμένου να συνεχίσουν να γεννώνται σε αυτές
θέσεις εργασίας, ευημερία, κοινωνικά και οικονομικά οφέλη, χωρίς να
αποστραγγίζουν τη γη και τους πόρους, είναι ένα κρίσιμο στοίχημα,
καθώς αναμένεται ότι μέχρι το 2050 τα 2/3 του ανθρώπινου πληθυσμού θα
κατοικούν σε αστικές και περιαστικές περιοχές. Η συγκέντρωση αυτή θα
οξύνει υφιστάμενα προβλήματα, και θα δημιουργήσει καινούργια, εάν δεν
υιοθετηθούν ορθές πρακτικές που θα οδηγήσουν σε πόλεις βιώσιμες, χωρίς
κοινωνικούς αποκλεισμούς, με δίκτυα και “έξυπνες” υποδομές υψηλής
διασύνδεσης, ποιοτικές υπηρεσίες και χαμηλό περιβαλλοντικό και
ενεργειακό αποτύπωμα.
Ιδιαίτερη πρόκληση αποτελούν και οι εξελίξεις στην τεχνολογία, την
καινοτομία και την επιστήμη, που είναι o κινητήριος μοχλός της
ανάπτυξης μέσω της ολικής παραγωγικότητας, καθώς και καταλύτης για ένα
βιώσιμο μέλλον. Η πρόοδος και η ψηφιακή εποχή έχουν δημιουργήσει ένα
νέο τοπίο, αυτό της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, όπου η ψηφιακή
τεχνολογία, μεταξύ άλλων, αυξάνει την παραγωγικότητα, μειώνει το
κόστος παραγωγής – τμήματα της οποίας απεξαρτώνται πλέον από την ύλη,
όπως για παράδειγμα, τα τυπωμένα βιβλία που γίνονται e-books – αυξάνει
την προσβασιμότητα και ευνοεί την αστική διακυβέρνηση. Παρόλο που οι
επιπτώσεις από τη σύγχρονη τεχνολογία στην απασχόληση και την ευημερία
αναμένεται να είναι συνολικά θετικές, υπάρχουν ζητήματα που θα πρέπει
να αντιμετωπιστούν, κυρίως στη δομή της εργασίας και σε θέματα
κοινωνικής συνοχής. Εκεί, ο σωστός προσανατολισμός στον κοινωνικό
καταμερισμό των ωφελειών της τεχνολογίας θα εγγυηθεί τη μακροπρόθεσμη
επίτευξη των στόχων της βιωσιμότητας.
Τέλος, στο δρόμο για τη βιώσιμη ανάπτυξη βρίσκεται η περιβαλλοντική
πρόκληση, η οποία, στη σημερινή συγκυρία, είναι σημαντικότερη από
ποτέ. Σύμφωνα με την έκθεση του World Economic Forum για το 2018, οι
τρεις, μεταξύ των πέντε σοβαρότερων κινδύνων παγκοσμίως, είναι
περιβαλλοντικοί και όλοι τους σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει επιλέξει να επενδύσει
σημαντικά στο Στόχο 13 της βιώσιμης ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών,
δηλαδή στη δράση για το κλίμα, έναν στόχο οριζόντιο, τα οφέλη του
οποίου συμβάλλουν στην επίτευξη όλων των άλλων. Έτσι, τα τελευταία
δέκα χρόνια η Τράπεζα της Ελλάδος συμμετέχει ενεργά στην έρευνα, τον
εμπεριστατωμένο διάλογο και την παροχή επιστημονικής τεκμηρίωσης μέσω
των δράσεων της διεπιστημονικής Επιτροπής για τη Μελέτη των Επιπτώσεων
της Κλιματικής Αλλαγής (ΕΜΕΚΑ).
Το περιβάλλον, τα οικοσυστημικά αγαθά και οι υπηρεσίες αποτελούν τη
βάση της παγκόσμιας οικονομίας. Η αναγνώριση της αξίας τους, η
εκτίμησή τους και η σύνδεσή τους με οικονομικούς δείκτες προωθούν τη
βιώσιμη αξιοποίηση των φυσικών πόρων και της διαχείρισης των φυσικών
συστημάτων, μέσα στο πλαίσιο της αειφορίας. Στην ΕΜΕΚΑ, οικονομολόγοι
του περιβάλλοντος και της ενέργειας σε συνεργασία με κλιματολόγους,
φυσικούς, βιολόγους, μηχανικούς και κοινωνικούς επιστήμονες, εκπονούν
μελέτες που αξιολογούν τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην
ελληνική οικονομία, αναλύουν τις οικονομικές, κοινωνικές και
περιβαλλοντικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα, και
προτείνουν τρόπους προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας προς βιώσιμα
μοντέλα ανάπτυξης.
Οι μελέτες, στο σύνολό τους, αναδεικνύουν τον πλούτο των φυσικών πόρων
της Ελλάδας, αλλά κυρίως καταδεικνύουν τους κινδύνους που απειλούν το
φυσικό και το ανθρωπογενές περιβάλλον της χώρας, διαπιστώνοντας ότι η
κλιματική αλλαγή έχει δυσμενείς έως εξαιρετικά δυσμενείς επιπτώσεις σε
όλους τους τομείς της εθνικής οικονομίας. Εάν κοστολογήσουμε το
σενάριο της μη-δράσης για την κλιματική αλλαγή, το ελληνικό ΑΕΠ
μπορεί, ceteris paribus, να μειώνεται, σε ετήσια βάση, κατά 2% μέχρι
το 2050 και ακόμη περισσότερο μέχρι το 2100, ενώ το συνολικό κόστος
για την ελληνική οικονομία, σωρευτικά μέχρι το 2100, είναι δυνατόν να
φθάσει τα 701 δισεκ. ευρώ. ,
Σύμφωνα με την ανάλυση τρωτότητας, η οποία ποσοτικοποιεί και
κατατάσσει τους αναμενόμενους κλιματικούς κινδύνους για την ελληνική
επικράτεια, η γεωργία είναι ο τομέας που αναμένεται να πληγεί
περισσότερο από την κλιματική αλλαγή στην Ελλάδα, ενώ οι επιπτώσεις
στον τουρισμό και τα παράκτια συστήματα θα επηρεάσουν σημαντικά το
εισόδημα των νοικοκυριών και την οικονομία συνολικά. Ιδιαίτερη σημασία
έχει επίσης ο τομέας των υδάτινων αποθεμάτων, από τα οποία εξαρτάται
τόσο η γεωργία όσο και η ύδρευση.
Το μέχρι σήμερα έργο της ΕΜΕΚΑ έχει υπογραμμίσει τη σημασία ύπαρξης
μιας συγκεκριμένης πολιτικής προσαρμογής, αναγκαίας ως μέτρου
περιορισμού των ζημιών από την κλιματική αλλαγή. Για το λόγο αυτό, στο
πλαίσιο Μνημονίου Συνεργασίας που υπογράφηκε με το Υπουργείο
Περιβάλλοντος και Ενέργειας και την Ακαδημία Αθηνών, σχεδιάσαμε την
Εθνική Στρατηγική για την Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή, και τώρα
σχεδιάζουμε την εξειδίκευση της εφαρμογής της. Η Στρατηγική αυτή
καθορίζει τους γενικούς στόχους, τις κατευθυντήριες αρχές και τα
εργαλεία εφαρμογής μιας αποτελεσματικής και αναπτυξιακής στρατηγικής
προσαρμογής, σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές οδηγίες και τη διεθνή εμπειρία.
Επιπλέον, αποτελεί το πρώτο βήμα σε μια διαρκή και ευέλικτη διαδικασία
σχεδιασμού και υλοποίησης των αναγκαίων μέτρων προσαρμογής σε εθνικό,
περιφερειακό και τοπικό επίπεδο και φιλοδοξεί να αποτελέσει μοχλό
κινητοποίησης των δυνατοτήτων της ελληνικής πολιτείας, της οικονομίας
και ευρύτερα της κοινωνίας προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι
επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής τα επόμενα χρόνια.
Πρόσφατα, τον Ιούνιο της φετινής χρονιάς, στην Τράπεζα της Ελλάδος
ολοκληρώσαμε την έκδοση του βιβλίου “The economics of climate change”,
που αποτελεί μια πλήρη ανασκόπηση των τελευταίων εξελίξεων των
οικονομικών της κλιματικής αλλαγής, παρουσιάζει τον αναδυόμενο τομέα
των μακροοικονομικών του περιβάλλοντος και εστιάζει στο σχεδιασμό της
οικονομικής πολιτικής για τον έλεγχο της κλιματικής εξωτερικότητας.
Στόχος της έκδοσης αυτής της Τράπεζας της Ελλάδος είναι, μεταξύ άλλων,
να θέσει τα θεμέλια για τη μελέτη του ρόλου της νομισματικής πολιτικής
κάτω από συνθήκες υπερθέρμανσης του πλανήτη και να διερευνήσει τη
σχέση μεταξύ νομισματικής πολιτικής και κλιματικής αλλαγής, ένα θέμα
το οποίο παραμένει υψηλά στις ερευνητικές προτεραιότητές μας.
Αναγνωρίζει βέβαια ότι η νομισματική πολιτική δεν είναι το πρωτεύον
μέσο για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής σε σύγκριση με τη
δημοσιονομική, την περιβαλλοντική και την διαρθρωτική πολιτική.
Η επιστημονική έρευνα και οι τρέχουσες εξελίξεις επιβεβαιώνουν ότι
απαιτούνται μια δυναμική στρατηγική και ένα πλαίσιο δράσης για την
αντιμετώπιση των σημερινών προκλήσεων της βιωσιμότητας και της
αειφορίας συνολικά. Νομίζω ότι οι σημερινές και κυρίως οι αυριανές
τοποθετήσεις του συνεδρίου θα αναδείξουν κρίσιμες πτυχές, τόσο της
πορείας για την επίτευξη των στόχων της βιώσιμης ανάπτυξης όσο και του
ορίζοντα πέρα από το 2030.
Θα ήθελα να συγχαρώ τους οργανωτές για την πρωτοβουλία αυτή και να
ευχηθώ καλή επιτυχία.”
Σχόλια Facebook