Ένας Έλληνας της Αυστραλίας “αυτοκράτορας” του καφέ
Pοδούλα Λουλουδάκη*
Να μαζεύεις τα σεντς, παιδάκι, στύβοντας χυμούς στο Μπρίσμπαν και να δημιουργήσεις αυτοκρατορία από καφετέριες σε πολλά κράτη. Να έχεις 8.000 ανθρώπους προσωπικό και να είσαι μόλις 56 χρονών, να ζεις από την Αυστραλία, μέχρι το Μονακό και όλο τον κόσμο και να ‘ρχεσαι στα χωριά των γονιών σου, την Ίστριο και τη Σάλακο , στη Ρόδο και να δακρύζεις!
Ήταν διαφορετικός από 5 χρονών παιδί ο Γιάννης Λαζάρου, παιδί μεταναστών από τη Ρόδο που γεννήθηκε στην Αυστραλία, αλλά μιλάει άπταιστα τα ελληνικά και από 11 χρονών που ξεκίνησε δουλειά δεν είναι πως ό,τι έπιανε γινόταν χρυσάφι, είναι που είχε μυαλό να διακρίνει τις ευκαιρίες και τρόπο για να τις κάνει χρυσές. Αυτόν τον τρόπο του που σε κερδίζει με την πρώτη και γεμίζει τα 512 καταστήματα της πασίγνωστης αλυσίδας “The Coffee Clubs” με τους 8.000 εργαζόμενους σε Αυστραλία, Ασία και Ειρηνικό, της οποίας είναι ιδιοκτήτης.
Μόνο να μάθεις έχεις απ΄ αυτόν τον πανέξυπνο επιχειρηματία, που πάει κάθε χρόνο στη Ρόδο, που αισθάνεται ευγνώμων για τη ζωή που ζει και την περιουσία που απέκτησε γι’ αυτό βοηθάει τους πάντες, κι έχει πολλά να κάνει ακόμα μ’ αυτό το μυαλό που γεννά ιδέες και κυρίως τις υλοποιεί.
Τον συνάντησα να πίνει καφέ, στην αγαπημένη του καφετέρια της πόλης στον πιο κεντρικό πεζόδρομο της Ρόδου, ο οποίος στην ευθεία του προς τα πάνω βγαίνει στην πλατεία Κύπρου. Κι ήταν στον… φυσικό του χώρο, αυτός ο αυτοκράτορας του είδους!
Πώς ξέρετε τόσο καλά τα ελληνικά αφού ούτε καν γεννηθήκατε στην Ελλάδα;
Είμαι Έλληνας, αλλά πιο πολύ είμαι Ροδίτης. Ο πατέρας μου έφυγε πρώτος το 1958 για την Αυστραλία, κατάγεται από τη Σάλακο και η μαμά μου από την Ίστριο, τον ακολούθησε αργότερα με τρία παιδιά. Εγώ γεννήθηκα στην Αυστραλία το 1962. Η πρώτη μου γλώσσα ήταν τα ελληνικά, μέναμε σε μία γειτονιά του Μπρίσμπαν όπου οι περισσότεροι ήτανε Έλληνες. Η μαμά μου όταν πήγαινε στο μπακάλικο μιλούσε ελληνικά, ο φρουτάς μας μιλούσε ελληνικά, κι ήταν από τη Χίο, κι η γυναίκα του από τη Ρόδο. Η ψαρού μας, η Χαρίκλεια από την Αθήνα, η κομμώτρια η Ελισάβετ ήταν από τη Ρόδο και ο γιατρός μας ο συγχωρεμένος, από τα Κύθηρα. Σήμερα στο Μπρίσμπαν είμαστε 26.000 Έλληνες. Και τα παιδιά μου γνωρίζουν ελληνικά και γνωρίζουν και τα ελληνικά έθιμα. Προσπαθούμε ως γονείς μέχρι και τα εγγόνια μας να τα μαθαίνουν.
Με τι ασχολήθηκαν οι γονείς σας όταν πήγαν μετανάστες στην Αυστραλία;
Η μαμά μου γέννησε κι εμένα και με τέσσερα παιδιά δούλευε στη ψαραγορά και καθάριζε γαρίδες. Ο μπαμπάς σιδεράς. Εμάς μας πρόσεχε η γιαγιά, η Αναστασούλα από την Ίστριο. Καλή γιαγιά, απίστευτη γιαγιά, ήτανε δυναμίτης. Τόσα που τράβηξαν αυτές οι γυναίκες γίνανε πιο δυνατές. Η γιαγιά μου ήταν παντρεμένη από τα 13 της, χήρεψε 33 χρονών με τέσσερα παιδιά, τη θυμάμαι και κλαίω.
Πώς μεγαλώνατε εσείς, τι μπορεί να ήταν αυτό που μπήκε στο μυαλό σας τότε και σας έκανε αυτό που είστε σήμερα;
Είχαμε ρούχα, φαγητό, σπίτι, αλλά κάτι με έτρωγε να πάω να δουλέψω, να κάνω καλύτερη ζωή. Δεν είχα άσχημη ζωή, αλλά ήξερα ότι άλλοι ζουν καλύτερα. Ήμουνα 11 χρονών όταν έπιασα δουλειά με τη νονά μου, σ’ ένα εστιατόριο, από τις 3 μέχρι τις 7 το απόγευμα, να στύβω χυμούς. Πορτοκάλια και λεμόνια. Με πήγαινε σπίτι η νονά μου μετά. Κι έπαιρνα 50 σεντς για κάθε απόγευμα, πολύ λίγα, αλλά τα μάζευα.
Από τότε θέλατε να κάνετε λεφτά και προκοπή;
Νομίζω γεννιέσαι. Έχει άλλους που δουλέψανε σκληρά όπως κι εγώ από μικρός, αλλά ίσως δεν είχανε τύχη. Εγώ νομίζω ότι είμαι τυχερός σ’ αυτή τη ζωή. Έχω υγεία, η γυναίκα μου μ’ αγαπάει και την αγαπάω 37 χρόνια που είμαστε μαζί… Τα παιδιά μας είναι καλά παιδιά. Η δουλειά μου πάει καλά. Αγαπώ τη δουλειά μου και είναι σαν να μη δουλεύω ούτε μία ώρα. Ένας άνθρωπος που ξυπνάει το πρωί και βάζει τα πόδια του μπροστά στο κρεβάτι για να σηκωθεί και λέει «ωχ, πρέπει να πάω πάλι δουλειά…» και η δουλειά του είναι βάρος πώς να την κάνει καλά; Εγώ όταν πάω στη δουλειά μου, χαίρομαι που κάνω αυτό που κάνω και δεν δίνω το 100%, δίνω το 200%. Δεν έχω κάνει δουλειά που δεν μου αρέσει. Όταν πήγαινα σε δουλειά και από την πρώτη μέρα δεν μου άρεσε δεν έμενα γιατί ήξερα ότι δεν θα κάνω τη δουλειά που περιμένει από εμένα το αφεντικό.
Το σχολείο το αφήσατε γρήγορα!
Έπιασα δουλειά στα 15 μου στο παπουτσίδικο δίπλα από εκεί που έστυβα χυμούς. Είδα ότι έψαχναν, είπα ότι η δουλειά αυτή είναι πιο καθαρή, δεν θα λερώνομαι, πήγα. Και μετά έπρεπε να πω στους γονείς μου ότι θέλω να σταματήσω το σχολείο! Από 5 χρονών όταν πήγα σχολείο το ‘ξερα ότι το σχολείο δεν είναι για εμένα. Όταν ήμουνα 10 χρονών ήθελα να πάω στα 25 που ο κόσμος σε παίρνει στα σοβαρά όμως σε σχέση με το σχολείο ο μεγάλος μου αδελφός το είχε παρατήσει, κι έγινε μαραγκός, οι αδελφές μου παντρεύτηκαν, κι ο πατέρας μου, σου λέει «κι εσύ;»… Οι γονείς μου είπαν «ήρθαμε στην Αυστραλία για να κάνουμε καλύτερη ζωή για τα παιδιά μας, κι εσείς παρατάτε το σχολείο;». Έγινε πόλεμος στο σπίτι. Μόνο η γιαγιά μου έλεγε «με το ζόρι θα το στέλνετε το παιδί στο σχολείο;». Θα έχανα χρόνο με το σχολείο, το ‘ξερα και θα πλήρωναν κι άδικα οι δικοί μου. Ήξερα ότι τους κάνω χάρη αν σταματήσω.
Και κομμωτής πώς γίνατε στη συνέχεια, αυτό θέλατε;
Λίγο καιρό μετά πήγα σε γραφείο που διαφήμιζε δουλειές. Κι εκεί είπα «θα ‘θελα να δοκιμάσω κομμωτής»! Καθαρή δουλειά, ντύνεσαι ωραία και δεν λερώνεσαι, σε ωραία ατμόσφαιρα… Όταν το είπα στους γονείς μου, λένε «κομμωτής;». Λέω, «ναι, πάντα ήθελα να γίνω κομμωτής»! Ψέματα φυσικά. Στύλωσα τα πόδια και το έκανα. Ήταν η πρώτη επανάστασή μου. Πριν τελειώσω τη σχολή κομμωτικής είπα «μ’ αρέσει η δουλειά, είναι καθαρή, αλλά δεν θέλω να δουλεύω για άλλους…». Κι ήμουν 17 χρονών. Κι έψαχνα για δικό μου κομμωτήριο. Τα 50 σεντς είχαν μαζευτεί, κι είχαν γίνει 2.000 δολάρια που πριν 39 χρόνια ήταν πολλά λεφτά. Δεκαεπτά χρονών έγινα αφεντικό και πήρα δίπλα μου ανθρώπους που είχαν δίπλωμα.
Τόσο δημιουργικός και πολυμήχανος!
Ό,τι και να έκανα θα προχωρούσα γιατί δεν είχα τίποτα να χάσω. Δεκαέξι χρόνια έκανα στο κομμωτήριο. Στα τρία χρόνια κέρδισα και βραβείο για το κόψιμο που έκανα. Από το 1979 που αγόρασα το κομμωτήριο μέχρι το 1989 που ήρθα στην Ελλάδα για πρώτη φορά, δεν είχα κάνει καθόλου διακοπές. Ήρθα στην Ελλάδα για τρεις μήνες τότε μαζί με τη γυναίκα μου και τα δύο μας παιδιά. Γυρνώντας πίσω, κάθε 45 λεπτά τελείωνα ένα κούρεμα και σκεφτόμουν «παίρνεις λεφτά κάθε 45 λεπτά»! Δεν μου έφτανε. Ήταν μπλοκάρισμα. Δεν μπορούσα να κάνω άλλα λεφτά γιατί δεν είχα άλλες ώρες. Πήγαινα σπίτι στις 2 τα ξημερώματα και ξαναπήγαινα στις 9 το πρωί. Μ’ έτρωγε αυτό. Σκεφτόμουν να διατηρήσω το κομμωτήριο και να δοκιμάσω τα ρεστοράν. Πήγαινα μέχρι τις 3 το μεσημέρι στο κομμωτήριο και μετά στο ρεστοράν ως υπάλληλος.
Κι έτσι ξεκίνησε το μεγάλο «ταξίδι», μπήκατε στο χώρο της εστίασης!
Εκεί κατάλαβα ότι η «φιλοξενία» είναι ο χώρος μου, είναι η ζωή μου. Το αφεντικό μου, ένας Ιταλός, 80 χρονών σήμερα ο Μιχάλης Καμπάρο, μ’ έμαθε πολλά, τον έβλεπα πώς έκανε με τον κόσμο. Ο κόσμος χαίρεται όταν πάει να του μιλήσει το αφεντικό. Αυτό έμαθα. Και να τον κεράσει, έτσι για τη χειρονομία. Αυτό είναι φιλοξενία. Αν κάποιος το κάνει με το ζόρι, φαίνεται. Από εμένα βγαίνει αβίαστα.
Είστε θετικός, φαίνεται, αυτό και άνετος στη συναναστροφή. Πάντα ήσασταν έτσι;
Έβγαινα έξω με τ’ αδέλφια μου και η μαμά μας, μας ρωτούσε γυρνώντας «πώς περάσατε;», και απαντούσα εγώ «μια χαρά, ωραία ήτανε», κι έλεγε εκείνη «εντάξει, εσύ και σε κηδεία να πας θα περάσεις καλά». Ναι πάντα ήμουν έτσι. Κι έχω και κάτι άλλο: Ένας άνθρωπος θα δει αυτό και θα πει «είναι καφέ χρώμα». Εγώ το βλέπω, καφέ προς το πορτοκαλί. Υπάρχουν άνθρωποι που βλέπουν πιο βαθιά. Εγώ θέλω να ξέρω και πώς ήρθε αυτό εδώ, πώς έγινε, ποιοι το έφτιαξαν, ζαλίζω τον εαυτό μου. Γυρίζοντας τότε, το 1989 από την Ελλάδα οι δύο συνέταιροί μου ήθελαν να ανοίξουν καφετέρια. Με κάλεσαν να δουλέψω γι’ αυτούς.
Ποιο είναι το μυστικό λοιπόν για να πετύχεις σ’ αυτό το χώρο;
Να ξέρεις τι χρειάζεται το κάθε μαγαζί για να είναι ευχαριστημένος ο πελάτης του. Γιατί τον ευχαριστημένο πελάτη τον κερδίζεις απευθείας. Και το μυστικό είναι να κάνεις τον πελάτη φίλο. Μ’ αρέσει αυτά που έχω μάθει να τα μοιράζομαι με άλλους. Μ’ αρέσει να βλέπω μικρούς να προχωράνε και ας μην τους ξέρω. Έχουμε 8.000 άτομα προσωπικό. Εγώ τους βλέπω και στους καλούς δίνω ευκαιρίες. Θυμάμαι, δώσαμε τον πρώτο καφέ στις 2 Νοεμβρίου 1989 σε μία πελάτισσα στις 9 το πρωί και βγήκα μαζί της φωτογραφία. Δεν ξέρω γιατί αλλά έβγαλα φωτογραφία μαζί της. Εκείνη την ημέρα είχαμε ανοίξει από τις 6 το πρωί και ο πρώτος πελάτης ήρθε στις εννέα! Είχα τρελαθεί και δεν ήταν τότε δικό μου το μαγαζί, ήμουνα προσωπικό. Από τότε σε κάθε καινούργιο μαγαζί βγάζουμε φωτογραφία με τον πρώτο πελάτη.
*Πηγή:rodiaki.gr/neoskosmos.com
Σχόλια Facebook