Κώστας Μακρής: Ο Δισεκατομμυριούχος μετανάστης που παραμένει Έλληνας

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΧΡΗΣΤΟ ΜΑΛΑΣΠΙΝΑ

Πόσες φορές συναντάς στη ζωή σου έναν δισεκατομμυριούχο; Πόσες φορές έχεις τη δυνατότητα να του απευθύνεις ερωτήσεις;  Τι θες να μάθεις; Τα πάντα. Πως ξεκίνησε, πως απόκτησε τα πρώτα του χρήματα, πως έφτασε εδώ που βρίσκεται σήμερα.

Ο λόγος για τον Ελληνο-Αυστραλό κροίσο, Κώστα Μακρή, τον 16χρονο πιτσιρικά που έφτασε στην Αυστραλία κυνηγώντας την επιτυχία. Κατάφερε, πενήντα περίπου χρόνια αργότερα,  να ζει μια ζωή όνειρο: «Είναι φορές που ξυπνάω από τον ύπνο και τσιμπιέμαι να δω αν είναι αληθινά όλα αυτά που έφτιαξα», μας λέει, καθισμένοι, ανάμεσα σε φίλους, στο λόμπι του κοσμοπολίτικου ξενοδοχείου, στο Καβούρι, με φόντο τη Θάλασσα του Σαρωνικού.

Απλός, ανοιχτόκαρδος, ειλικρινής. Δεν προσπαθεί να κρύψει τίποτε από αυτά. Πάνω απ΄ όλα, ένθερμος πατριώτης. Ούτε αυτό το κρύβει:  «Είναι λυπηρό στην κατάσταση που βρίσκεται η αγαπημένη μου πατρίδα.  Διότι θα έπρεπε το ελληνικό Κράτος αυτή τη στιγμή να είναι το πλουσιότερο Κράτος  της Ευρώπης. Και αυτό δεν το λέω εγώ.  Το λένε άνθρωποι που είναι γερά μυαλά».

Βουτήξαμε στα βαθιά, σκέφτομαι, αλλά θέλω να παραμείνω λίγο σε πιο ρηχά νερά. Στα χιλιοειπωμένα, προφανώς, από τον ίδιο, στις αμέτρητες συνεντεύξεις που έχει δώσει, που πάντα ασκούν, όμως, μία ιδιαίτερη γοητεία όταν τα ακούνε, οι νέοι τουλάχιστον, που δεν τα γνωρίζουν: «πείτε μας, πως φύγατε από την Ελλάδα; Πότε; Ήτανε 16 χρονών όταν «με έστειλε ο πατέρας μου στην Αυστραλία,  γιατί θα πέρναγα από περιοδεύων και θα πήγαινα στρατιώτης. Τους ταλαιπωρούσανε τότε τους μικρούς. Δεν μπορούσες να φύγεις μετά.  Έπειτα, δεν είχε και δουλειές, τότε στην  Ελλάδα».

Ο ίδιος, μεγαλωμένος στο Χολαργό, δούλευε τότε στην Αθήνα σε διάφορες δουλειές «του ποδαριού». Θυμάται: «Πήγα και ‘γω στην Αυστραλία σαν κάτι άλλους που λένε 3-5 χρόνια και  γυρίζουμε… Και μείναμε μια ζωή…»

Ο κ. Κώστας Μακρής (δεξιά) με τον εκδότη-διευθυντή της Panhellenicpost Χρήστο Μαλασπίνα.

Εγκαταστάθηκε στην Αδελαϊδα, γιατί «την εποχή εκείνη είχα μια αδελφούλα δυο χρόνια πιο μεγάλη από μένα και είχε πάει εκεί να παντρευτεί. Ε, για να την βλέπω, σαν παρέα, πήγα και εγώ εκεί. Ταξίδεψα με ένα φίλο μου από την Αθήνα». Με το φίλο του νοίκιασαν δύο δωμάτια «στο σπίτι μιας Ελληνίδας, που ήταν παντρεμένη με έναν Βούλγαρο. Και ήταν τόσο καλή αυτή η γυναίκα, μας έβλεπε σαν παιδιά της και  σηκωνότανε το πρωί μας έφτιαχνε γάλα,  μας έπλενε τα ρούχα. Είχαμε νοικιάσει δύο δωμάτια. Έτσι κάνανε κείνη την εποχή, νοικιάζανε δωμάτια για να πληρώνουν το σπίτι τους»…

Η Αδελαΐδα  ήτανε τότε μια πόλη από τις καλύτερες της Αυστραλίας. Την εποχή που πήγε ο Μακρής, ήταν η τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Αυστραλίας. Σίδνεϋ, Μελβούρνη Αδελαΐδα.  Σήμερα την έχουν περάσει όλοι. Το Μπρισμπέιν, το Περθ όλοι. Το Μπρισμπέιν ήταν εκατό χιλιάδες κόσμος πιο λίγοι  από την Αδελαϊδα. Ήταν τότε  η Αδελαΐδα 950.000 και ήταν 800.00 το Μπρισμπέιν. Σήμερα το Μπρισμπέιν  είναι 3 εκ. και η Αδελαΐδα έμεινε στο 1.100. Γι αυτό έχει γίνει σαν φτωχή πόλη.

Ρωτήσαμε, τι κάνατε σ΄ αυτή την πόλη; «Πιάσαμε δουλειά  σε ένα χυτήριο. Γιατί πλήρωνε πολλά! Στην Αυστραλία-δεν μπορεί να ζήσει κανένας 16 χρονών εάν πάει- όχι τότε ούτε και τώρα- χωρίς γλώσσα δίχως λεφτά… Έτσι, δούλευα εφτά μέρες 14 ώρες  την ημέρα και έπαιρνα 40 λίρες που ο ανώτερος μισθός για τους μεγάλους ήτανε 13 λίρες και 4 σελίνια! Εγώ έπαιρνα 40 λίρες όχι μόνο γιατί πληρωνόμουνα για τις 7 μέρες 14 ώρες την ημέρα, αλλά μου δίνανε και τρεις ώρες μπόνους.  Γιατί γέμιζα βαρέλια με μπίλιες, από αυτές που βάζουνε στα ρουλεμάν. Ήτανε κολλημένες και εγώ έπαιρνα ένα σφυρί και τις έσπαγα. Τις ξεκόλλαγα και με ένα φτυάρι γέμιζα βαρέλια. Τέσσερα βαρέλια, έπαιρνες τόσες ώρες την ημέρα μπόνους. Έσπαγα εγώ, στο τσάκα-τσάκα δεν καθόμουνα καθόλου, γιατί γι αυτό πήγα. Να δουλέψω να κάνω λεφτά».

Οι 40 λίρες ήταν καλές για ξεκίνημα. Όχι για μόνιμα. «Μετά  έκανα πολλές δουλειές.  Τον εισπράκτορα έκανα, τον μηχανικό στα τρένα έκανα… χωρίς να είμαι μηχανικός πήγα  να δοκιμάσω, λέω αν πιάσει  και μου δείξει κανένας μεγαλο-μηχανικός, θα μάθω. Ε, δεν έπιασε γιατί με πρόδωσε ένας Εγγλέζος…»

Ανήσυχο πνεύμα, δεκαέξι χρονών παιδάκι τότε, αλλά «είχα ψηθεί γερά». Από την Αθήνα. Πριν μεταναστεύσει. Μετά το μπακάλικο «είχα δουλέψει σε ένα οίκο μόδας στην οδό Διομείας, πάροδος Ερμού.  Και είχα μια αφεντικίνα την κα Κουβάκη η οποία έκανε ρούχα για τους πλούσιους. Τα ρούχα της Αμαλίας Καραμανλή, που ταξίδεψε τότε, με τον σύζυγό της Πρωθυπουργό, στην Τουρκία, επί  Μεντερές, εγώ τις τα πήγα στο Κολωνάκι στο διαμέρισμα που έμεναν. Και μάλιστα θυμάμαι  ήτανε μια φανταστική κυρία -να το γράψεις κι αυτό- μου έδωσε  ένα εκατοστάρικο όταν τις πήγα το κουτί με τα ρούχα, ένα κατοστάρικο τότε ήταν ο μισθός μου ενός μήνα!»

Κάποιος ίσως σκεφθεί πως με ένα εκατοστάρικο στην τσέπη ο μικρός Κώστας θα ξεσάλωσε! Μπα, «θυμάμαι, όταν τελείωσα τη δουλειά, βραδάκι, και πήγα μπροστά από τον τότε λεγόμενο βασιλικό Κήπο, για να πάρω το λεωφορείο για το Χολαργό, που μέναμε, ένας κουλουράς πουλούσε εκεί κουλούρια. Δεν είχα φάει τίποτα. Για να μην χαλάσω το 100ρικο,  να το πάω στην μανούλα μου, δεν πήρα ούτε κουλούρι!  Όχι, να τις το πάω ολόκληρο για να πληρώσει το νοίκι…»

Δεν ήταν αυτή η μόνη δουλειά που έκανε ο μικρός Μακρής στην Αθήνα. Από 12 χρονών στο μεροκάματο. «Τι να πρωτο-θυμηθώ, δούλευα στου Χαροκόπου, στο Ψυχικό, στην Αγία Βαρβάρα., σε ένα μπακάλικο τότε  -δεν υπήρχαν ακόμη σούπερ μάρκετς-  πηγαίναμε πράγματα στα σπίτια με τα ποδήλατα. Είχα ψηθεί γερά».

Με το «μικρόβιο» του έμπορα στο αίμα του, ο Κώστας Μακρής επωφελείτο κάθε ευκαιρίας να κερδίζει χρήματα.  «Εκεί που δούλευα στον οίκο στην Αθήνα,  μου έλεγε η αφεντικίνα μου πήγαινε να μου πάρεις δείγματα από αυτά τα κουμπιά, από εκείνα τα υφάσματα κλπ. Πήγαινα και της έφερνα καμμιά εικοσαριά διαφορετικά για να διαλέξει. Ήτανε τότε στην Ερμού τρία μεγάλα καταστήματα. Πήγαινα και τους έλεγα θέλω δείγματα από αυτό, αυτό κλπ. Μου δίνανε και μου λέγανε,  ότι εάν θα έρθεις από εμάς να τα αγοράσεις, θα σου δώσουμε 20% σαν δώρο. Αυτό μου το λέγανε και οι τρείς. Πήγαινα στην αφεντικίνα μου και τις έλεγα, βρήκα αυτό, αυτό. Μου έλεγε  Πήγαινε πάρε μου 50 πήχεις από αυτό, 30 από αυτό κλπ.  Πήγαινα  σ΄ αυτόν που μου έλεγε, που είχε αυτό που ήθελε, και του έλεγα, είδες, εγώ ήρθα  σε σένα!  Ναι, ναι, μου έλεγε  και μούδινε το δώρο μου!  Και γέμιζε η τσέπη μου λεφτά να πηγαίνω στην μανούλα μου τότε. Άρα έγινα επιχειρηματίας  από 14 χρονών παιδάκι».

Το ίδιο έκανε και στην μακρινή Αυστραλία. Δούλευε. Μάζεψε κάποια πρώτα χρήματα. «Εγώ ήθελα να κάνω επιχείρηση δική μου, για να κάνω λεφτά. Να δουλέψω μόνιμα υπάλληλος; Καθόμουνα και στην Ελλάδα,  πιο πολλά θα έβγαζα»…

Έτσι ξεκίνησε η επιχειρηματική του δράση. Τον αφήσαμε να μας διηγηθεί: «Σιγά-σιγά πήρα ένα μαγαζί fish and chips -ψάρια και πατάτες-  μετά πήρα  και ένα άλλο μαγαζί δίπλα. Μετά και ένα σούπερ Μάρκετ που ήτανε εκεί με την γκροσαρία (μαναβική). Μετά τα πούλησα και πήρα ένα μεγάλο μαγαζί έξω από την Αδελαϊδα, 200 χιλιόμετρα. Μεγάλο μαγαζί που τότε είχε τζίρο 4.500 δολάρια την  βδομάδα και άφηνε 2.000 δολάρια καθαρά. Τότε το δολάριο ήταν 45 δραχμές. Δηλαδή είχα 90.000  δραχμές τη βδομάδα καθαρά. Πολλά λεφτά. Στο Χολαργό με 100.000 τότε  έπαιρνες οικόπεδο στη Μεσογείων. Μπορούσα δηλαδή να αγοράζω ένα οικόπεδο κάθε βδομάδα, με το μαγαζί που είχα.  Ήτανε ρεστοράν,  ήτανε κοττάδικο, ήταν ντελικατέσσεν, όλα τα είχε. Και σε καλό πόστο. Απέναντι είχε ένα γήπεδο και έπαιζαν φουτμπόλ. Το Σαββατοκύριακο γινότανε χαμός εκεί πέρα, δεν μπορούσες να μπεις μέσα».

Μάζευε χρήμα με τα …κανατάκια! Τι ακριβώς ήταν; «Είχα κάτι κανατάκια μακριά και μικρά και τα είχα κρεμασμένα με τσιγκελάκια από το χερουλάκι τους. Μέσα εκεί βάζαμε τα λεφτά. Μέχρι που γινόντουσαν χίλια δολάρια. Μετά πήγαινα στο άλλο. Και ήξερα κάθε στιγμή πόσα χρήματα έπιανα.  Ένα, δύο, τρία κανατάκια τόσες χιλιάδες δολάρια»…

Μεγάλωσαν οι εισπράξεις, μεγάλωσαν και οι μπίζνες. «Μετά  αγόρασα ένα σούπερ μάρκετ μεγάλο, πήρα και μια φρουταρία». Και δουλειά, πολλή δουλειά. «Πήγαινα στην Αδελαϊδα,  δύο μέρες χωρίς ύπνο, στο φορτηγό μέσα έβαζα ‘ένα κουβά νερό για να ρίχνω στο πρόσωπο». Η Αδελαϊδα είναι σαν την Ελλάδα. Εκεί βγαίνουν τα φρούτα. Πήγαινε στην μεγάλη φρουταγορά και εκεί «γνωρίστηκα με τα παιδιά που δούλευαν εκεί, τους έβγαζα κανένα βράδι έξω σε κάποιο μπαρ, και μου δίνανε τα καλύτερα φρούτα και μισοτιμής… Και πριν τις 3 το πρωϊ που ανοίγει η αγορά μου είχανε φορτώσει το φορτηγό με τα καλύτερα»!

Εφευρετικός, μέσα σ΄ όλα, δεν άφηνε ευκαιρία να μην εξυπηρετήσει, να μην διευκολύνει. Μυαλό κοφτερό εύρισκε λύσεις για όλα. Ακόμη και τα πιο απίθανα πράγματα!  Όπως π.χ. τι να κάνει κανείς ένα φορτηγό αγγούρια που είχαν ξεμείνει!  «Ένας φίλος μου απ’  το Πενόλα, (βρίσκεται μεταξύ Σίδνεϋ και Αδελαΐδας) είχε φέρει κάτι αγγουράκια που είναι σαν μήλα. Είχε γεμίσει ένα φορτηγό. Τα έφερε στη Αδελαΐδα. Μου λέει., τι να κάνω; Του λέω, Σάββατο τα έφερες, είναι όλα κλειστά! Του βρήκα λύση. Όσοι Έλληνες πήγαιναν στα χωριά φρούτα, περνούσαν από εκεί. Του είπα, λοιπόν, θα αγοράσουνε από 10-είκοσι κασόνια ο καθένας και θα παίξουμε πόκα!  Απέναντι από την αγορά είχε έναν κήπο. Εκεί καθίσαμε και παίξαμε τα αγγουράκια στην πόκα. Τα κέρδισε ένας ονόματι Πολ, από το Μούντα, παραθαλάσσιο μέρος της Αδελαϊδος. Του τα πήγε εκεί ο φίλος μου και μετά από δύο βδομάδες του τηλεφώνησα και τον ρώτησα τι έγινε. Μου λέει, εδώ τα έχω όλα! Σαπίζουν τι να κάνω; Και πήρα τηλέφωνο τον φίλο που του τα είχε πάει και πήγε πάλι και τα πήρε και τα πέταξε στη χωματερή!

Αυτοσχεδίαζε, σκηνοθετούσε, εύρισκε διαρκώς τρόπους να προσελκύει τους αγοραστές και, κυρίως, να συλλαμβάνει το πνεύμα της εποχής. Τι είχε πέραση την κάθε στιγμή. Μέγα χάρισμα αυτό για έναν επιχειρηματία. Έτσι, πέρασε από πολλά επιχειρηματικά στάδια: « Έχω κάνει πολλά και διάφορα.   Μετά άρχισα να κάνω  κοτάδικα, να εκτρέφω κότες σε όλες τις πόλεις έξω από τη Μελβούρνη. Τι έκανα; αγόραζα ένα μαγαζί άδειο, ήταν φτηνά τότε στα χωριά,  και το έκανα  κοτάδικο. Πούλαγα τις μπίσνες,  κρατούσα το κτήριο και έπαιρνα νοίκι. ‘Ετσι αγορά πολλά ακίνητα. Το 1987 πούλησα δυό-τρία ακίνητα και πήρα το πρώτο εμπορικό Κέντρο στην Αδελαϊδα. Το έφτιαξα,  του έδωσα μεγάλη αξία, και μετά αγόρασα ένα άλλο. Το φτιαξα και κείνο με μεγάλη αξία. Αγόρασα άλλα δύο και συνέχιζα…»

Εδώ και μερικά χρόνια άλλαξε ρότα. Τώρα δεν ιδρύει πλέον εμπορικά Κέντρα στις μεγάλες πόλεις. Έστρεψε την προσοχή του στο destination (Προορισμός.) Που πηγαίνουν π.χ. για μπάνιο το καλοκαίρι στην Αδελαϊδα;  Εντοπίζει το σημείο. Κατόπιν ακολουθεί τη διαδρομή. Αγοράζει εκτάσεις κατά μήκος της διαδρομής. Και χτίζει. Μαγαζιά, εμπορικά κέντρα, δρόμους, ό,τι χρειάζεται και δεν υπάρχει. «πιστεύεις ότι είμαι ο μόνος άνθρωπος στην Αυστραλία, ίσως και σε όλο τον κόσμο, που εισπράττω τα κέρματα από παρκόμετρα κατά μήκος ενός ιδιωτικού δρόμου που κατασκευάζω;»

Τι να πεις και τι να πρωτο-πιστέψεις για έναν άνθρωπο, που έφθασε να γίνει δισεκατομμυριούχος (Australian Financial Review)            από το μηδέν ξεκινώντας;  Η ζωή του παίχτηκε τέσσερις φορές στην Αυστραλία στο «Κανάλι 10»  και σε 65 χώρες στην Ασία. «Με έχουνε τιμήσει σχεδόν από όλο τον κόσμο. Οι Αμερικανοί, οι Καναδοί, εδώ στο Ζάππειο, Μίλησα το 2010 στην Μεγάλη Βρετανία είχαν έρθει πολλοί από την Αμερική, όπως ο φίλος μου ο Τζον Κάλαμος και πολλοί άλλοι. Ήταν να μιλήσει πρώτα ο Γιώργος Παπανδρέου αλλά   δεν ήρθε και  πρώτος μίλησα εγώ. Για την οικονομία της Ελλάδος. Έκανα και άλλη ομιλία πριν τέσσερα χρόνια στο Κοστα Ναυαρίνο».

Αρπάξαμε την ευκαιρία μόλις είπε τη «μαγική» λέξη οικονομία. Ποια είναι η γνώμη σας για την Οικονομική κρίση που βιώνει η Ελλάδα; «Λυπάμαι, λυπάμαι πολύ. Θα έπρεπε να τρώνε οι Έλληνες με χρυσά κουτάλια. Και θα σας εξηγήσω το γιατί.  Διότι η Ελλάδα έχει τουρισμό. Δεν παράγει τίποτε άλλο.  Κοιτάχτε τα θαύματα που έκανε το Ντουμπάι, που δεν έχει τίποτα. Να έχει 60 βαθμούς θερμοκρασία έξω, που σου καίνε τα πόδια και το κεφάλι και επειδή έχουν χτίσει την άμμο και έχουν χτίσει μαγαζιά για να πηγαίνει εκεί ο κόσμος να παίρνει αφορολόγητα είδη κάνουν τρελές δουλειές.

Αυτά μπορεί να γίνουν και εδώ.  Ας πούμε το Ελληνικό. Να φτιαχτούν  εκεί υποδομές, πάρκα, ξενοδοχεία, κέντρα αναψυχής, καζίνο, να έρχονται οι ξένοι να περνούν ωραία και μετά να πηγαίνουν στα ελληνικά νησιά και στην επιστροφή να κάθονται πάλι δυο-τρεις μέρες στην Αθήνα και να αφήνουν όλα τους τα λεφτά».

Γιατί πιστεύετε δεν έχουν γίνει αυτά και στην Ελλάδα; «Δυστυχώς,  η Ελλάδα δεν έχει αναδείξει σε κυβερνητικά πόστα ανθρώπους με επιχειρηματικά μυαλά, αν και έχουν γίνει κάποιες προσπάθειες. Πιστεύω λοιπόν πως οι Έλληνες και ο Απόδημος Ελληνισμός  και οι απόγονοι του 1821 να βρούνε  μία λύση. Και θα ήταν καλό να βρουν μερικούς επιχειρηματίες οι οποίοι  να είναι επιτυχημένοι μόνοι τους. Να έχουν πάει στο εξωτερικό και να έχουν γίνει μεγάλοι και να έρθουν εδώ να βοηθήσουν την πατρίδα τους».

Το θέμα που θέτει έχει να κάνει με την αξιοποίηση των τουριστικών αξιοθέατων της Ελλάδος, Αλλά και με την σωστή εκμετάλλευσή τους. «Η Λιβύη έχει τελειώσει.  Η Συρία έχει τελειώσει.  Το Ιράκ έχει τελειώσει. Η Τουρκία έχει  μεγάλα θέματα ανοιχτά και προσπαθεί να μας δημιουργήσει εμάς προβλήματα για να μας κόψει τον τουρισμό. Γιατί ξέρει πως όταν τα κονομήσουμε,  θα γίνουμε  υπερδύναμη. Και δεν τους συμφέρει».

Εκμετάλλευση, λοιπόν, του μόνου πλουτοπαραγωγικού τομέα της Ελλάδος, του Τουρισμού; «Στην ομιλία που είχα κάνει στο Κόστα Ναβαρίνο, Με πολλούς ξένους Πρέσβεις, προσωπικότητες κλπ.  πριν από τέσσερα χρόνια –όπως πιο πάνω σας ανέφερα-  ήταν η χρονιά που είχε η Ελλάδα 15,5 εκατομμύρια τουρίστες. Είχα πει, λοιπόν, ότι αυτό είναι ντροπή και αίσχος σε μια χώρα σαν την Ελλάδα  να έχει μόνον 15.5 εκατομμύρια. Τότε να σκεφθείτε ότι η Πολωνία είχε 16 εκ. τουρίστες και η Ουκρανία 16.5 εκ.! Και είπα στο λόγο μου, εάν για πλάκα δεν έχουμε  40-50 εκ. τουρίστες, τότε θέλουμε σκότωμα…

Σήμερα, λοιπόν, θα πλησιάσουμε αυτά τα νούμερα!  Περάσαμε τα 25 εκ. και εγώ πιστεύω θα περάσουμε και τα 40 εκ.  Άρα είχα δίκιο σ΄ αυτό που είχα πει.  Και πάω πιο πέρα:  Και λέω:  Η Ελλάδα θα φτάσει στα 70-80 εκατομμύρια σε μια πενταετία. Βέβαια, για να συμβεί αυτό, θα πρέπει να τους προσέξουμε τους τουρίστες. Και όταν γίνει αυτό το πράγμα,  πρέπει να ανεβάσουνε λίγο και τις τιμές, γιατί δεν μπορεί ο Έλληνας να δουλεύει τζάμπα…»

Είχα γυρίσει από το Παρίσι και πήγα στον Πόρο. Πήγαμε με τη γυναίκα μου να πιούμε ένα ούζο. Μας έφερε λοιπόν μια πιατέλα μεγάλη με μεζέδες ένα ούζο από την  Μυτιλήνη, εγώ πήρα και έναν φραπέ, και ένα μεγάλο μπουκάλι εμφιαλωμένο νερό.  Όταν ζήτησα το λογαριασμό,  μου είπε το γκαρσόνι μία πολύ φτηνή τιμή. Αυτό δεν είναι σωστό. Δεν μπορεί να έρχονται εδώ οι τουρίστες και να τους ταΐζετε τζάμπα! Πάω στη Γαλλία και πληρώνω 260 ευρώ για να φάω ένα σάντουιτς, έναν καφέ και ένα μικρό κρασάκι!

Εσείς εδώ, επειδή το μαγαζί είναι ιδιόκτητο, επειδή βάζετε τη γυναίκα στην κουζίνα, τα παιδιά να σερβίρουν τα δίνετε τζάμπα! Δηλαδή δουλεύει όλη οικογένεια τσάμπα για να ταΐζετε τους τουρίστες!.. Αυτά, λοιπόν, θα πρέπει να αλλάξουνε. Πρέπει να φτιάξουμε τα νησιά μας ωραία,  και να αρχίσουμε να ανεβάζουμε τις τιμές σε όλα. Θέλεις κύριε να έχεις σκάφος στα ελληνικά νησιά;  Θα πληρώσεις 300 ευρώ να δέσεις. Θα πάω. Ξέρετε γιατί; Γιατί θα πληρώσω και παραπάνω;  Γιατί δεν βρίσκω θέση… Γιατί κάποιοι την έχουν καπαρώσει με πεντακόσια, με επτακόσια. αλλά δεν τα παίρνει το ελληνικό Κράτος.  Τα παίρνουν οι επιτήδειοι στα λιμάνια.  Χώρια που αν πας στην Κροατία και θα σου πάρουν 1000 ευρώ!  Στην Ιταλία θα σου πάρουν τρεις χιλιάδες τη βραδιά!  Λοιπόν, εγώ θέλω να τα παίρνει η πατρίδα μου, για να φτιαχτεί».

Εκτός από τον Τουρισμό, επενδύσεις βλέπετε να έρχονται στην Ελλάδα; «Η Ελλάδα έχει δρόμο πολύ ακόμα για να βελτιώσει τις υποδομές. Αυτή τη στιγμή η Ελλάδα έχει βγάλει κακό όνομα. Όποιος επιχειρηματίας έρχεται να κάνει  δουλειές εδώ στην Ελλάδα, έχει μεγάλα εμπόδια. Διότι  υπάρχουν άνθρωποι, μέσα σε όλους τους τομείς  που βγάζουν αποφάσεις,   και τα  έχουν φτιαγμένα σχεδόν όλα…  Ξέρουν  τους δικούς τους, που θα πάει αυτό το πακέτο που θα πάει το άλλο… Και όταν έρχεται κάποιος  τρίτος,  κοιτάνε πως να τον σαμποτάρουν. Βλέπει λοιπόν ο άνθρωπος αυτός  τι γίνεται και σου λέει, τι κάνω εγώ εδώ; Θα χάσω και τα λεφτά μου μ΄ αυτούς.  Και γιατί να έρθει ένας  επιχειρηματίας από την Αυστραλία, τον Καναδά;  Εκεί υπάρχουν νόμοι. Εκεί  δανείζονται το 50-60% της επένδυσης, Εκεί ο επενδυτής ξέρει ότι ο τόκος είναι τόσος για τόσα χρόνια,  όλοι δουλεύουν σωστά. Πρέπει να φέρουμε ανθρώπους επιτυχημένους  σε όλους τους τομείς, από το εξωτερικό, από την Αμερική την Αυστραλία, τον Καναδά, από κράτη τα οποία τηρούν τους νόμους, να επιβλέπουν, να δίνουν κατευθύνσεις».

Μιλάει η …εμπειρία; «ναι, πείτε το κι έτσι. Στην Παναχαϊκή πόσα δεν πέρασα, πόσα χρήματα δεν έχασα; Κι όλοι μου λένε ας ρώταγες! Μα ρώταγα! Ο ένας κατηγορούσε τον άλλο για λαμόγιο μέχρι να αποδειχθεί λαμόγιο και ο ίδιος!

Πιστεύετε οι Ευρωπαίοι έχουν το σωστό σχέδιο για την Ελλάδα; «Εγώ πιστεύω ότι οι ξένοι της Ευρώπης  οι άλλοι έχουν ένα σχέδιο για την Ελλάδα. Το σχέδιό τους είναι πώς να στέλνουν δωρεά τους δικούς τους ανθρώπους να κάνουν διακοπές στην Ελλάδα. Λοιπόν  κρατώντας την Έλλάδα κάτω από τις συνθήκες αυτές έχουν κατορθώσει να κάνουν αυτό που θέλουν. Να έρχονται τσάμπα, να κοιμούνται τσάμπα, να τρώνε τσάμπα και να καλοπερνάνε. Γιατί που αλλού μπορούν να πάνε; Όπου και να πάνε θα πληρώσουν χοντρά».

Νομίζετε έπρεπε να έχουμε σχηματίσει οικουμενική Κυβέρνηση; «Συμφωνώ απόλυτα ότι θα έπρεπε σήμερα να έχει η Ελλάδα οικουμενική Κυβέρνηση. Και θα έπρεπε να φέρουνε και μερικούς Έλληνες που έχουν γεννηθεί σε ξένα κράτη  και είναι σε ξένες κυβερνήσεις μυαλά μεγάλα. Θα σας αναφέρω ένα όνομα το οποίο επί  δεκαετίες ήταν το νούμερο «ένα» στην Αυστραλία:  Arthur Sinodinos.  Το δεξί χέρι του Χάουερ του πιο πετυχημένου πρωθυπουργού της Αυστραλίας. Τρώγαμε με χρυσά κουτάλια με αυτόν. Και δεν είναι μόνον αυτός. Υπάρχουν και άλλοι πολλοί Έλληνες στο εξωτερικό με καλά γερά μυαλά και υψηλές γνωριμίες. Έπρεπε αυτούς να τους φέρουμε εδώ, να τους πληρώσουμε για μια τετραετία,  να μας φτιάξουν το Κράτος».

«Οι νέοι μας, σπουδαγμένοι καλά, φεύγουν στο εξωτερικό Πολλοί και στην Αυστραλία, τι θα τους συμβουλεύατε; «ΟΙ νέοι να μην έρθουνε. Η Αυστραλία έχει τελειώσει. Στην Αυστραλία αυτοί που έχουν λεφτά κάνουν λεφτά πολλά  αυτοί που έρχονται τώρα δεν πρόκειται όχι μόνοι να κάνουν λεφτά, δεν θα μπορούν ούτε να ζήσουν. Γιατί θα πάρει ένα μισθό 1000 δολάρια τη βδομάδα, θα του κρατήσει 200-250 η Εφορία, θα πάρει στο χέρι 750 θέλει γύρω στα 400-450 νοίκι –είναι ακριβά τα νοίκια εκεί- λοιπόν, πως θα ζήσει; Η Αυστραλία δεν είναι η χρυσή χώρα που ήτανε. Εγώ τους συμβουλεύω να πάρουνε μια δουλειά στο τουριστικό κομμάτι να γίνουνε τίμιοι να δουλέψουνε σε ξενοδοχεία και τέτοια γιατί ο τουρισμός στην Ελλάδα, θα ανέβει πολύ. Ούτε δικηγόρος ούτε γιατρός. Δεν είναι αυτά πλέον επικερδή επαγγέλματα. Ένας κλάδος που θα έχει πέραση είναι ο τουρισμός. Αυτό τους συνιστώ να κάνουν».

Για την οικογένειά μου δεν μιλάω. Ποτέ. Φιλανθρωπία:  «Δεν θέλω να τα λέω γιατί ο κόσμος λέει ότι το κάνω για διαφήμιση. Είμαι προστατευόμενος της Παναγίας της Τήνου. Με ένα πολύ μεγάλο Θαύμα, το 1989 που είχε γίνει. Μου έλαχε η τύχη και η ευλογία Της να σώσω ένα παιδάκι. Και είμαι ευτυχής γι αυτό».

Τι θα θέλατε να πείτε κλείνοντας τη συνέντευξη; «Η ζωή μου είναι όχι ένα όνειρο, αφού κοιμάμαι πολλές φορές και όταν ξυπνάω τσιμπάω τον εαυτό μου και λέω μα είναι αλήθεια αυτά που έχω κάνει; Έχω δικό μου αεροπλάνο. Έχω δικό μου σκάφος. Είχα ποδοσφαιρικές ομάδες δύο στην Αυστραλία και μία εδώ που μου φάγανε. Στη ζωή μου μόνο επιτυχίες είχα και έχω ανθρώπους αυτή τη στιγμή –δεν θα σου πω όνομα, μόλις το κλείσεις- είναι η πλουσιότερη γυναίκα της Αυστραλίας και θέλει να κάνει μπίζνες στην Ελλάδα μόνο μαζί μου! Έρχονται μεγάλοι τραπεζίτες και μου λένε Κύριε Κώστα θέλουμε να γράψεις σε βιβλίο  τη βιογραφία σου.  Αυτή η επιτυχία η δική σας  στην ξενιτειά, χωρίς πατέρα χωρίς γλώσσα δεν έχει ξαναγίνει πουθενά! Ούτε και θα ξαναγίνει Και είναι υπερήφανος πάνω σαυτό. Είμαι υπερήφανος γιατί είμαι Έλληνας. Αλλά αυτό το Κράτος, η Ελλάδα, όταν ακούνε επιτυχίες βγαίνουν απ τα ρούχα τους…

Εγώ θέλω να βοηθάω την πατρίδα μου. Τυγχάνει να είμαι ιδιοκτήτης του κτηρίου όπου στεγάζεται το Προξενείο μας στην Αδελαϊδα. Ε, το μισό ενοίκιο τους το πληρώνω εγώ.

Εγώ είμαι και τυχερός. Έχω έρθει πολλές φορές στην πατρίδα. Από το 1980 ειδικά δυο φορές το χρόνο ήμουνα εδώ. Έκανα 15 χρόνια Πάσχα μαζί με τους κουμπάρους μου από την Κηφισιά, στην Κέρκυρα. Κάθε χρόνο είμαστε στην Κέρκυρα. Στο Χίλτον. Με τα αρνιά και τα διάφορα. Κάθε χρόνο!

Τον ευχαριστήσαμε θερμά, και τον αποχαιρετήσαμε με μία γλυκόπικρη γεύση στο στόμα. Γλυκιά για τις δικές του επιτυχίες. Και πικρή, για την αντιμετώπιση που του επεφύλαξαν κάποιοι στην πατρίδα που, όπως μας είπε, αλλά από υπερηφάνεια δεν ήθελε να γράψουμε ότι ο ίδιος το είπε, όταν έφθασε για πρώτη φορά στο Ελληνικό, δέκα χρόνια αφότου είχε μεταναστεύσει, έσκυψε να φιλήσει το χώμα της…