ΣΑΤΙΡΙΖΟΝΤΑΣ: Έτσι, χωρίς τίτλο…

Γράφει ο Χρήστος Μαλασπίνας

 

Γέμισε η Ελλάδα με στρογγυλά μηδενικά

που  κάνουνε σουλάτσο σε διαδρόμους,

Εκεί που κάποτε ανθούσε η αριστεία

ρήτορες μικροί, τώρα αισχρά λένε αστεία.

 

Απόκτησε  η χώρα μάγους  που κάνουν μαγικά,

Ζογκλέρ με επιδεξιότητα σε κυβιστήσεις,

Ταχυδακτυλουργούς που απ΄ το καπέλο

Βγάζουν  ό,τι  τους έρθει στο τσερβέλο.

 

Γέμισε η κοιτίδα του αρχαίου πολιτισμού

Με λοταρίες, και  φτηνές απομιμήσεις,

Με πλήθος κίβδηλα μαϊμουδο-πτυχία

Με τζόγο, με στοιχήματα  και  ξυστά  λαχεία!

 

Στο σφυρί τα βγάλαν όλα, ξεπουλούν,

Και τη δημόσια περιουσία ξεκληρίζουν,

Για χρόνια εννενήντα εννέα δίχως ανάσα

Οι ξένοι θα την κάνουν ο εις στον άλλον πάσα…

 

Τίποτε δεν  έμεινε δικό μας εδωνά,

Μήτε της Ακρόπολης η αρχαία αύρα.

Νύχτα την υποθήκευσαν δίχως ΑΤΑ,

Των ομματιών της καθώς έπαιρνε τη στράτα.

 

Και οι θεοί απ΄ του Ολύμπου την κορφή

Που τώρα τον παζαρεύουμε στα Σκόπια,

Αρνήθηκαν να ζουν  στην  παραζάλη!

Και στις Πυθίας βυθισμένοι όλοι τη ζάλη,

 

Του Μεγαλέξανδρου τραβήξαν το σπαθί

Από το ένδοξο ελληνικό του το θηκάρι!

Κι οι δώδεκα καθώς αυτοκτονούσαν

Μακεδονία ξακουστή, ετραγουδούσαν!

 

Και φθάσανε από τα ξένα τα μακρυνά

μα χούφτα Έλληνες Μακεδόνες,

και ξεχυλήσανε τις πλατείες και τους δρόμους

με τις ψυχής τους άγραφους τους νόμους.

 

Κι είπα ανάστα η βαριόμοιρη ψυχή

λίγο ν΄ανέβει απ τα τάρταρα στη μέρα

κι από την ιαχή, τη βουή και την αντάρα,

να σπάσει της απάθειας  η δόλια αμπάρα!

 

Κι έτσι, δίχως τίτλο και ειρμό

τετράστιχα να λέω μες τους δρόμους,

όσο να φθάσω στην μεγάλη την πλατεία,

τη μοίρα μου ν΄αλλάξω την αστεία!