Το ελληνικό καφενείο στη «φωλιά» των τζιχαντιστών
«Σήκω, μανούλα μου, γλυκιά την πόρτα να ανοίξεις, τα ξενιτεμένα σου παιδιά στην αγκαλιά να κλείσεις…»
Αναδημοσίευση
Ο Παύλος Καρασαββίδης έχει μονίμως ένα στιχάκι να απαγγείλει για την ξενιτιά. Παρόλο που βρίσκεται στις Βρυξέλλες από 17 χρόνων παιδί και σήμερα είναι κοντά στη σύνταξη, η Ελλάδα του λείπει κάθε μέρα. Δίπλα του ο μικρότερος αδερφός του, ο Κώστας, δεν χάνει την ευκαιρία να αστειευτεί με τους πελάτες, την ώρα που σερβίρει έναν καφέ, ένα τσάι ή ένα ποτήρι λευκό κρασί…
Είναι οι ιδιοκτήτες του μοναδικού ελληνικού καφενείου στο Μόλενμπεκ, τη γειτονιά της βελγικής πρωτεύουσας που στην Ελλάδα πρωτακούσαμε με αφορμή τα χτυπήματα των τζιχαντιστών στη Γαλλία. Μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι, τα φώτα της δημοσιότητας έπεσαν σε αυτή την αραβοκρατούμενη σήμερα συνοικία, όπου αποδείχθηκε ότι είχε μεγαλώσει και κρυβόταν μέχρι να συλληφθεί ο «εγκέφαλος» των χτυπημάτων, ο 28χρονος, μαροκινής καταγωγής, Βέλγος Αμντελχαμίντ Αμπαούντ.
Μάθαμε τότε ότι το Μόλενμπεκ έχει τα τελευταία χρόνια τη μεγαλύτερη συγκέντρωση ξένων τρομοκρατών στην Ευρώπη και πως το Βέλγιο είναι η χώρα εκείνη στην Ευρώπη με τους περισσότερους κατά κεφαλήν τζιχαντιστές που έχουν πάει να πολεμήσουν στο Ιράκ και στη Συρία…
Το καφενείο των αδερφών Καρασαββίδη από την Κουλούρα Ημαθίας είναι στην καρδιά της μουσουλμανικής συνοικίας. Μάλιστα, δύο από τους ?όπως αποδείχθηκε αργότερα- τρομοκράτες υπήρξαν θαμώνες του μαγαζιού, που στέκει στο συγκεκριμένο σημείο περισσότερα από 42 χρόνια. Με το χαρακτηριστικό όνομα «Το λευκό ρόδο» στα γαλλικά (La Rose Blanche) και… σήμα-κατατεθέν του τον ΠΑΟΚ στην είσοδο, το καφενείο είναι το μόνο που έχει απομείνει από τα συνολικά 13 ελληνικά καφέ που υπήρχαν έως και τη δεκαετία του ’80 στην περιοχή.
Σήμερα, πλέον, είναι και ένα από τα ελάχιστα, αν όχι το μοναδικό, που σερβίρει αλκοόλ στο Μόλενμπεκ, κάτι που δεν βλέπουν με καλό μάτι οι νέοι κάτοικοι του προαστίου. Πολύ περισσότερο που το καφέ «συνορεύει» με ένα από τα τζαμιά της περιοχής το οποίο δέχεται συνεχώς κόσμο, από γείτονες που περνούν να πουν ένα «γεια» στον ιμάμη, μέχρι πιστούς μουσουλμάνους που από την πολλή προσευχή το μέτωπό τους έχει αποκτήσει το χαρακτηριστικό σημάδι της πίστης τους…
«Την επόμενη μέρα των τρομοκρατικών επιθέσεων στο Μπατακλάν στο Παρίσι, ήρθα στο Μόλενμπεκ. Μπήκα στο καφενείο και ήταν γεμάτο. Ολοι θέλαμε να συζητήσουμε αυτό που είχε συμβεί… Δεν ξέραμε τότε ότι περίπου 300 μέτρα από εδώ κρυβόταν ο εγκέφαλος της επίθεσης και πως οι τηλεοπτικές κάμερες θα έρχονταν στην περιοχή για να καλύψουν το γεγονός», διηγείται στο «Εθνος της Κυριακής» ο Φλαμανδός σκηνοθέτης Κρις Καρτς.
Ξεκίνησαν τα γυρίσματα
Τους τελευταίους δέκα μήνες, ο ίδιος σε συνεργασία με την ιστορικό, ελληνικής καταγωγής Βελγίδα, Πολυξένη Ρουμελιώτη έχουν ξεκινήσει τα γυρίσματα για ένα ντοκιμαντέρ με θέμα το μοναδικό ελληνικό καφενείο στο Μόλενμπεκ. «Για εμάς το σημείο αυτό αποτελεί μέρος της ιστορικής κληρονομιάς της περιοχής, αλλά και σύμβολο διαφορετικότητας», εξηγεί. Χωρίς να έχει καμία σχέση ή συγγένεια με την Ελλάδα, ο έμπειρος σκηνοθέτης παρατήρησε τη «σιωπηρή» πίεση που δέχεται το «Λευκό Ρόδο» που, σε συνδυασμό με τη συνταξιοδότηση των αδερφών Καρασαββίδη, μπορεί να σημάνει το κλείσιμο της επιχείρησης.
Πριν από περίπου δύο χρόνια του γεννήθηκε η ιδέα να καταγράψει με την κάμερά του την καθημερινότητα στο καφενείο, που φιλοξενεί πελάτες όλων των φυλών και εθνικοτήτων. Και από τότε άρχισε να συχνάζει στο μαγαζί. Γνώρισε όλους τους πελάτες και απέκτησε μέρα με τη μέρα την εμπιστοσύνη των ιδιοκτητών. Πλέον, έχει μαζί τους μια σχέση «οικογενειακή», με αμοιβαίο σεβασμό και νοιάξιμο. «Η Ελλάδα ανέκαθεν στην ιστορία της ήταν ένα ?χωνευτήρι? πολιτισμών. Ηταν η σύνδεση ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση, εκεί όπου γινόταν η ώσμωση διαφορετικών κόσμων. Αυτό ακριβώς είναι και το καφενείο του Παύλου και του Κώστα», εξηγεί ο Κρις Καρτς.
Για τη συνεργάτιδά του, Πολυξένη Ρουμελιώτη, η καταγραφή της ιστορίας του καταστήματος αλλά και της ελληνικής παρουσίας στο Μόλενμπεκ σε ένα ντοκιμαντέρ συνδέεται άμεσα με την αναζήτηση της ταυτότητάς της. Γεννήθηκε στην πόλη Λιμβούργο του Βελγίου, εκεί όπου πολλοί Ελληνες έφτασαν ως μετανάστες για δουλέψουν σε ένα από τα επτά ανθρακωρυχεία. Πρώτα ήρθε ο παππούς της, μετά ακολούθησε η οικογένειά του, ο πατέρας της και ο αδερφός του δούλευαν κι αυτοί στα ορυχεία.
«Για ‘μένα και τα αδέρφια μου όμως ήταν διαφορετικά. Οι γονείς μας ήθελαν να φοιτήσουμε στο πανεπιστημιο για να έχουμε μια καλύτερη ζωή. Σπούδασα Αρχαία Ιστορία στο Λέβεν και, όπως φάνηκε, ήμουν μάλλον από τις εξαιρέσεις που ως παιδί μεταναστών σπούδασα στο πανεπιστήμιο. Τον περασμένο Φεβρουάριο, γνώρισα τον Κρις και μου είπε για την ιδέα του σχετικά με το καφενείο στο Μόλενμπεκ. Είναι κάτι που κάνω με μεγάλη χαρά», εξηγεί η Πολυξένη Ρουμελιώτη.
Εδώ και δέκα μήνες, οι δυο υπεύθυνοι του ντοκιμαντέρ έχουν ξεκινήσει να μαζεύουν χρήματα προκειμένου να καταφέρουν να ολοκληρώσουν την παραγωγή. Ηδη, έχουν συγκεντρώσει τα μισά από όσα χρειάζονται διοργανώνοντας εκδηλώσεις, όπως μουσικές βραδιές ρεμπέτικου στο καφενείο, παράσταση Καραγκιόζη σε ένα θεατράκι του Μόλενμπεκ, αλλά και μια ξενάγηση στη «χαμένη γωνιά» των ελληνικών καφενείων της περιοχής που σήμερα έχουν αλλάξει χέρια και χρήση.
«Η μουσική που θα ντύσει το ντοκιμαντέρ είναι το ρεμπέτικο. Αν δεν υπήρχε αυτό το είδος της μουσικής, θα εφευρισκόταν εδώ, σε αυτόν τον χώρο», λέει ο Κρις Καρτς δείχνοντας το ρετρό περιβάλλον του «Λευκού Ρόδου». Ενα λευκό τριαντάφυλλο απεικονίζεται και στις κονκάρδες που πουλάνε για την ενίσχυση του σκοπού τους. Στους τοίχους του καταστήματος φαίνεται ανάγλυφα η ιστορία του: ένας τιμοκατάλογος της δεκαετίας του 1970, αφίσες του ΠΑΟΚ, αλλά και της εθνικής Βελγίου, ένα πόστερ για τον Πόντο, μία γιγαντιαία καρτ-ποστάλ με δύο παιδιά να φιλιούνται μπροστά από ένα τρένο.
«Μια ζωή εδώ»
«Εγώ είμαι αυτός», αστειεύεται ο Κώστας Καρασαββίδης. «Ηρθα εδώ παιδί, 13 ετών και γνώρισα τη σύντροφό μου, γεννήθηκε η κόρη μας. Μια ολόκληρη ζωή εδώ. Εχω φτιάξει τόσες επιχειρήσεις, οι περισσότερες έκλεισαν. Κι όμως, αν με ρωτήσεις πού θέλω να είμαι, θα σου πω στην Κουλούρα Ημαθίας, κοντά στη Βέροια. Μου λείπει η Ελλάδα», λέει. «Σπούδασα ηλεκτρολόγος μηχανικός, αλλά ποτέ δεν το άσκησα. Ο πατέρας μας ήταν επιχειρηματίας και κόλλησα το μικρόβιο. Ανοίξαμε πρώτα ένα μπακάλικο το 1968 και μετά, όταν άρχισαν πολλοί Ελληνες να μαζεύονται στο Μόλενμπεκ, ανοίξαμε το καφενείο. Εδώ έπαιζε μουσική ο πατέρας του Γιώργου Νταλάρα, Λουκάς λεγότανε», συμπληρώνει ο Παύλος Καρασαββίδης. Οπως μας λέει, οι Ελληνες που έρχονταν τότε ανθρακωρύχοι στο Βέλγιο είχαν συμβόλαιο για 5 χρόνια, το οποίο δεν μπορούσαν να «σπάσουν». Οταν περνούσε ο καιρός, αρκετοί από αυτούς έρχονταν στις Βρυξέλλες για να ανοίξουν κάποια επιχείρηση. Πολλοί συνέχισαν να δουλεύουν πάλι σε υπόγεια τούνελ, αυτήν τη φορά για την κατασκευή του μετρό.
‘Πελάτες μας όλες οι φυλές’
«Στο καφενείο μας δεν έρχονταν μόνο δικοί μας. Ολες οι φυλές ήταν πελάτες μας. Και με όλους τα έχουμε καλά. Σάπιο υπάρχει παντού ? δεν πρέπει να τσουβαλιάζουμε. Ούτε και σήμερα», τονίζει με νόημα ο Κώστας Καρασαββίδης, την ώρα που με νόημα ευχαριστεί που ο Μαροκινός πελάτης του μάς κέρασε μια μπίρα…
Πηγή: Έθνος
Σχόλια Facebook