Ο ομογενής λογοτέχνης, Ντίνος Σιώτης εκ βαθέων
Συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη
Αθήνα.- Ο Ντίνος Σιώτης γεννήθηκε στην Τήνο το 1944. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Συγκριτική Λογοτεχνία στο San Francisco State University. Στην Αμερική και τον Καναδά, όπου έζησε από το 1971 έως το 1989 και από το 1997 έως το 2004, εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε εφημερίδες, περιοδικά και στο ραδιόφωνο και ως σύμβουλος Τύπου στην πρεσβεία της Ελλάδας στην Οτάβα και στα ελληνικά προξενεία του Σαν Φρανσίσκο, της Νέας Υόρκης και της Βοστόνης. Από το 1976 έως το 2004 ήταν διευθυντής του εκδοτικού οίκου Wire Press. Για τριάντα χρόνια (από το 1979 έως το 2009) συνεργάζονταν τακτικά με το «Βήμα της Κυριακής», με κριτικές και άρθρα για το βιβλίο και την επικοινωνία. Έχει εκδώσει στα ελληνικά και στα αγγλικά 12 πολιτικά και λογοτεχνικά περιοδικά, 26 συλλογές ποίησης (τρεις στα αγγλικά και μία στα γαλλικά), ένα μυθιστόρημα, μία νουβέλα και μία συλλογή με αφηγήματα. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε οκτώ γλώσσες. Από την άνοιξη του 2005 εκδίδει το περιοδικό «(δε)κατα», από τον Μάρτιο του 2009 το περιοδικό «Poetix» και από τον Ιανουάριο του 2015 το περιοδικό «Tranz.ito». Το 2007 η συλλογή του Αυτοβιογραφία ενός στόχου (Κέδρος, 2006) τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Είναι πρόεδρος του μη κερδοσκοπικού σωματείου Κοινωνία των (δε)κάτων, καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Φεστιβάλ Τήνου και Υπεύθυνος Επικοινωνίας του World Poetry Movement, με έδρα το Μεντεγίν της Κολομβίας. Τον Μάρτιο του 2011 με τον Αναστάση Βιστωνίτη ξεκίνησε τον Κύκλο Ποιητών στην Αθήνα και τον Σεπτέμβριο του 2012 εκλέχτηκε ο πρώτος του πρόεδρος.
Μίλησε στο diastixo.gr με αφορμή την τελευταία του ποιητική συλλογή Ριάλιτι διαρκείας με άνω τελείες που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Φαρφουλάς.
Δεν υπάρχει τηλεόραση χωρίς πολιτική και πολιτικούς και δεν υπάρχουν πολιτικοί και πολιτική χωρίς τηλεοπτική προβολή. Τα δύο συμβιώνουν εις βάρος του κοινωνικού συνόλου μέσω των πάνελ και των ομιλουσών κεφαλών, αναπαράγοντας μια αίσθηση σοβαροφάνειας αλλά με κενό λόγο που υπνωτίζει.
Ποια ήταν τα πρώτα σας διαβάσματα;
Μεγάλωσα σε ένα σπίτι χωρίς βιβλία. Μόνο κάτι εκκλησιαστικά υπήρχαν, με προσευχές, που τα διάβαζε η μητέρα μου, απόφοιτη δημοτικού. Τίποτε, δηλαδή, στο σπίτι. Τα πρώτα διαβάσματα ήταν από εφημερίδες, που κι αυτές δεν υπήρχαν στο δικό μας σπίτι αλλά σε γειτονικό όπου πηγαίναμε βεγγέρα και τις ξεκοκάλιζα. Ίσως έτσι να εξηγείται, τώρα που το σκέφτομαι, ότι ένα μεγάλο μέρος της ποίησής μου έχει να κάνει με την τρέχουσα επικαιρότητα, άρα με το εφήμερο. Όσον αφορά την ποίηση, τα πρώτα διαβάσματα ήταν, υποθέτω, αυτά που ήταν και των περισσότερων συνομήλικών μου νέων που έγραφαν τότε, αρχές της δεκαετίας του ’60: Σολωμός, Κάλβος, Καβάφης, Σικελιανός, Σεφέρης, Εμπειρίκος, Εγγονόπουλος, Ρίτσος, Ελύτης. Και έλαβαν χώρα αυτά τα διαβάσματα όταν πια ήμουν φοιτητής στη Νομική Αθηνών, δηλαδή μετά το 1962. Σε μεταφράσεις ξένων ποιητών, εκείνα τα χρόνια, δεν είχα πρόσβαση. Ιδιαίτερα με μάγεψε ο Σεφέρης, που τον ανακάλυψα στη βιβλιοθήκη του δικηγορικού γραφείου όπου εργαζόμουν, εκεί γύρω στο 1964, φοιτητής Νομικής. Διάβασα τα ποιήματά του, έμεινα άφωνος και είπα: «Ντίνο, αν είναι να γράψεις παρόμοια ποιήματα προσπάθησέ το, αλλιώς παράτα τα». Αλλά μετά τα ίδια είπα και για τον Εμπειρίκο και για τον Ρίτσο και για τον Ελύτη, έγραφα δηλαδή ποιήματα μιμούμενος αυτούς τους ποιητές. Αυτοί οι τέσσερις ποιητές με επηρέασαν, στην απαρχή της συγγραφής ποιημάτων, πιο πολύ από όλους. Δεν έγραψα ποιήματα τόσο καλά όσο τα δικά τους, εντούτοις όμως διέψευσα τον εαυτό μου και δεν τα παράτησα.
Πότε ξεκίνησε το ταξίδι σας στη συγγραφή;
Το πρώτο βήμα έγινε ένα καλοκαίρι περί τα μέσα της δεκαετίας του ’50: «Πετούν εδώ πετούν εκεί αδιάκοπα οι γλάροι/ σε λίγο θα ‘ρθει η ξαδέρφη μου να με πάρει», είχα γράψει σε ένα χαρτάκι. Ήμουν κατασκήνωση, στην Τήνο, το απόγευμα τελείωναν όλα και θα ερχόταν να με πάρει να με πάει στο σπίτι μας μια ξαδέρφη μου. Ληξιαρχικά, το ταξίδι άρχισε το καλοκαίρι του 1965, όταν έγραφα ποιήματα ακατάπαυστα επί τρεις μήνες, επηρεασμένος κυρίως από τον Ελύτη και τον Ρίτσο. Είχα δανειστεί τα βιβλία τους από έναν φίλο που δεν ήταν ποιητής αλλά που διάβαζε ποίηση. Εννοείται ότι, ουσιαστικά, για το πραγματικό ταξίδι της συγγραφής, δεν έχω ακόμη κόψει εισιτήριο.
Ποια ήταν η αφορμή για να εκδοθεί το βιβλίο Ριάλιτι διαρκείας με άνω τελείες;
Αφορμές πάντα υπάρχουν για έκδοση ποιητικών συλλογών, τις αιτίες αναζητώ και δεν τις βρίσκω, όσο κι αν ψάχνω. Ξέρετε, υπάρχουν χιλιάδες «ποιήματά» μου σε συρτάρια και σκληρούς δίσκους. Τα βάζω σε εισαγωγικά διότι το 97% ο Θεός να τα κάνει ποιήματα. Υπάρχει όμως το 3%, που είναι αρκετά, και που τα κρίνω δημοσιεύσιμα και υποφερτά. Θέλω να πω πως υπάρχουν πολλές, πάμπολλες συλλογές έτοιμες προς έκδοση και οι περισσότερες είναι θεματικές συλλογές. Το Ριάλιτι διαρκείας είχε σιτέψει πια και είπα να το εκδώσω, αφού το είχα να μαρινάρεται για έξι ολόκληρα χρόνια.
Στον υπότιτλο του βιβλίου υπάρχει η πρόταση «Ποιήματα για την τηλεόραση και την πολιτική». Ποια είναι η σχέση τηλεόρασης και πολιτικής;
Στην Ελλάδα δεν νοείται κανάλι εθνικής εμβέλειας που να μην έχει σχέση με την πολιτική και τη διαπλοκή. Έχετε προσέξει τις ειδήσεις; Πάντα προτάσσονται οι πολιτικές ειδήσεις (που σπάνια είναι αχρωμάτιστες) και ο πολιτικός κόσμος και η εν γένει πολιτική είναι ο κύριος άξονας όπου κινούνται. Στη συλλογή μου Ριάλιτι διαρκείας με άνω τελείες συναντώνται και συναρτώνται τα δύο, προσφέροντας ένα εκρηκτικό μείγμα αλληλοεπικάλυψης και αυτοθαυμασμού. Δεν υπάρχει τηλεόραση χωρίς πολιτική και πολιτικούς και δεν υπάρχουν πολιτικοί και πολιτική χωρίς τηλεοπτική προβολή. Τα δύο συμβιώνουν εις βάρος του κοινωνικού συνόλου μέσω των πάνελ και των ομιλουσών κεφαλών, αναπαράγοντας μια αίσθηση σοβαροφάνειας αλλά με κενό λόγο που υπνωτίζει. Εκπέμπουν μια αίσθηση δήθεν πληροφόρησης, αλλά στην ουσία διασκεδάζουν τον ψαγμένο τηλεθεατή, τον κάνουν και γελάει.
Γράφετε: «Το ριάλιτι είναι διαρκείας˙ οι περαστικοί/ δεν το προσπερνούν˙ το άτακτο ζάπινγκ/ δεν αντέχει άλλη πίεση άλλο θόρυβο απ’ τα/ βουερά παράθυρα της παντομίμας». Μήπως οι τηλεθεατές είναι ανήμποροι να κάνουν άλλες επιλογές;
Δεν είναι ανήμποροι διότι έχουν την επιλογή να τραβήξουν από την πρίζα το καλώδιο ξεριζώνοντας την ανημπόρια τους. Όπως ο πρεζάκιας, είναι εθισμένοι στις ειδήσεις, στην οθόνη, στο γυαλί, στην ανία, στην πλήξη του καναπέ των 8 το βράδυ. Διότι ζουν βαρετές ζωές. Δεν είναι ανήμποροι αλλά αποφασισμένοι στον εθισμό τους. Και όταν γράφω «ριάλιτι διαρκείας» εννοώ μια κατάσταση συμφοράς χωρίς διάλογο, χωρίς παρέμβαση, χωρίς υπέρβαση, χωρίς αυτοϋπέρβαση. Μια κατάσταση κωμικοτραγική, σχεδόν ύπνωσης και βαθιάς σιωπής και λύπης, που οδηγεί νομοτελειακά στην άβυσσο της κοινωνικής αποχαύνωσης. Ο ανυποψίαστος τηλεθεατής παραμένει εγκλωβισμένος μεταξύ καναπέ και οθόνης. Οπότε, κανείς δεν είναι ανεύθυνος ή ανήμπορος.
«Όταν σπάνε τη σιωπή τους οι ποιητές/ γίνονται όλα θρύψαλα˙ γυαλιά καρφιά˙/ γης Μαδιάμ˙ τα λένε έξω απ’ τα δόντια». Μπορεί οι δηλώσεις των ποιητών να είναι παρεμβατικές για την κοινωνία;
Σε μια κοινωνία αγγελικά πλασμένη δεν θα υπήρχε λόγος να ομιλούν οι ποιητές ή οι καλλιτέχνες να δημιουργούν. Σ’ αυτό ειδικά το ποίημα με τον τίτλο «Το ριάλιτι είναι διαρκείας», περισσεύουν η ειρωνεία και ο οικτιρμός. Είναι ένας παφλασμός, ένας κυματισμός μεταξύ σαρκασμού και δήθεν πληρότητας του ποιητικού λόγου. Κοιτάξτε, εμένα η ποίησή μου έχει πολύ ισχυρή σχέση με τα γεγονότα της ζωής, με τη ζωή την ίδια, αποφεύγω να τραυλίζω τον προσωπικό μου ψυχισμό. (Ο Ελύτης έχει γράψει: «Οι κακοί ποιητές τρέφονται από τα γεγονότα», οπότε, σύμφωνα με τον Ελύτη, συγκαταλέγομαι μεταξύ των κακών ποιητών.) Ποιητές με ισχυρή απήχηση στην κοινωνία, όπως η Κική Δημουλά, παρεμβαίνουν με το έργο τους και όχι αναγκαστικά με δηλώσεις. Νομίζω ότι ο κόσμος απεχθάνεται τις δηλώσεις και τα ψηφίσματα. Ας αφήσουμε τους ποιητές να μιλάνε μόνο με την ποίησή τους, η οποία μπορεί να είναι παρεμβατική για την κοινωνία – αν αυτός είναι ο σκοπός του ποιητή.
Πολλοί νέοι γράφουν ποίηση. Το όνειρό τους είναι να εκδοθούν οι στίχοι τους. Παλαιότερα περίμεναν με αγωνία να αποκτήσει οντότητα η πρώτη τους ποιητική συλλογή. Σήμερα ανεβάζουν τα ποιήματά τους στο διαδίκτυο. Αυτή η εξέλιξη μπορεί να βοηθήσει την ποίηση;
Νομίζω ότι η απάντηση είναι θετική. Όσο περισσότερο διαχέεται το προϊόν της ποίησης τόσο το καλύτερο, τόσο διευρύνεται το κοινό της, είτε αυτό γράφει είτε διαβάζει ποίηση. Με τις σχεδόν χίλιες συλλογές ποίησης που κυκλοφορούν ετησίως, τα χιλιάδες μπλογκ ποίησης και τα εκατομμύρια αναγνωστών «αφής», η ποίηση προχωράει στο ψηφιακό τοπίο. Παράλληλα, πολλοί κλέβουν άλλων τις αναρτήσεις, άλλων τα ποιήματα, τα μεταφράζουν ή τα παραφράζουν και τα πασάρουν για δικά τους. Αλλά στο τέλος κάτι καλό μένει. Ένα από αυτά τα καλά είναι η τριβή των νέων με την ξένη ποίηση, που υπάρχει άφθονη στο διαδίκτυο. Και, ναι, βοηθά την ποίηση αυτή η εξέλιξη. Τώρα, ως προς το τι είδους ποίηση γράφεται από τους νέους, θα μας το πει ο ιστορικός του μέλλοντος. Αλλά αν μία στις εκατό συλλογές που δημοσιεύονται αξίζει, είναι τεράστια η προσφορά.
Έχετε ζήσει στο εξωτερικό πολλά χρόνια. Εκεί συμμετείχατε ως ενεργό μέλος σε σημαντικές παρουσιάσεις του ελληνικού πολιτισμού. Ενδιαφέρονται οι ξένοι για τα ελληνικά γράμματα;
Για την Αμερική και τον Καναδά μόνο μπορώ να ομιλήσω, διότι μόνο σ’ αυτές τις δύο χώρες έζησα. Δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα. Ή μάλλον ενδιαφέρονται όσο ενδιαφέρονται για τα ιταλικά γράμματα ή τα ολλανδικά ή τα εσθονικά. Ειδικά στην Αμερική, πολύ λίγα βιβλία εισαγόμενης λογοτεχνίας μεταφράζονται και εκδίδονται. Υπάρχει μεν ένα ενδιαφέρον διαχρονικό για την Ελλάδα, που οφείλεται στη θέση της χώρας μας στον παγκόσμιο πολιτιστικό χάρτη (αρχαία και κλασική Ελλάδα), αλλά υπάρχει και ένα ενδιαφέρον για τα σύγχρονα γράμματα που συνοψίζεται σε λίγα ονόματα: Καβάφης, Καζαντζάκης, Σεφέρης, Ρίτσος, Ελύτης. Φυσικά θα μπορούσαν να γίνουν πολλά, όχι εκ μέρους του υπουργείου Πολιτισμού αλλά εκ μέρους των εύπορων ομογενών, των Εδρών και Προγραμμάτων Νεοελληνικών Σπουδών και των νεοελληνιστών σε συνεννόηση με αμερικανικούς εκδοτικούς οίκους και ατζέντηδες, αλλά αυτό προϋποθέτει τόλμη, φαντασία, το χέρι στην τσέπη, γενναιοδωρία, έλλειψη παραγοντισμού και ασφαλώς είναι άλλου παπά ευαγγέλιο.
Όσο περισσότερο διαχέεται το προϊόν της ποίησης τόσο το καλύτερο, τόσο διευρύνεται το κοινό της, είτε αυτό γράφει είτε διαβάζει ποίηση. Με τις σχεδόν χίλιες συλλογές ποίησης που κυκλοφορούν ετησίως, τα χιλιάδες μπλογκ ποίησης και τα εκατομμύρια αναγνωστών «αφής», η ποίηση προχωράει στο ψηφιακό τοπίο.
Παράλληλα, είστε ο δημιουργός, εκδότης και διευθυντής πολλών έντυπων περιοδικών. Από πού αντλείτε αυτήν τη δημιουργική δύναμη;
Δεν είμαι μόνο εκδότης και διευθυντής περιοδικών αλλά και πολλά άλλα πράγματα. Όμως ας μην τα αναφέρω και βγει προς τα έξω η εικόνα ενός αλαζόνα. Κληρονομικότητα από τη μητέρα μου το να είμαι τόσο δημιουργικός και κινητικός, από εκείνη αντλώ τόσο σθένος να αντέχω στα δύσκολα και να προσπαθώ να τα μετατρέπω σε βατά, εκείνη ήταν αεικίνητη. Κάτι σαν το DNA μας. Πάντα έτσι ήμουν, από νέος. Ασχολούμουν με πολλά πράγματα ταυτόχρονα: εκδόσεις, έντυπα, τυπογραφεία, γραφιστικές τέχνες, κολάζ, μεταφράσεις, δημοσιογραφία, αρθρογραφία, ραδιόφωνο, οργάνωση πολιτιστικών εκδηλώσεων, πολιτιστικών φορέων, φεστιβάλ, σωματείων, συνεδρίων, ημερίδων, βραβείων, οτιδήποτε σχετίζεται με την ποίηση και την προβολή της, τη διάχυσή της εκτός της ποιητικής οικογένειας. Πράγματα που μου άρεσαν και τα έκανα και τα κάνω με την καρδιά μου. Με αγάπη και με πολύ κέφι. Και όταν με κουράζει κάτι το παρατάω και πηγαίνω παρακάτω, ξεκινώντας κάτι καινούργιο.
Διαβάζουν οι Έλληνες ποίηση;
Όση ποίηση διάβαζαν πάντοτε. Τα τελευταία είκοσι χρόνια, με τη συνδρομή και του διαδικτύου, ίσως να διαβάζουν λίγο περισσότερο ποίηση, μια και αυξήθηκαν οι ποιητές, οι «ποιητές» και οι εκδοτικοί οίκοι. Πολλοί εκδίδουν το έργο τους «ιδίοις αναλώμασι». Δεν είναι βλαβερό αυτό. Θέλω να πω ότι γίνεται κακό μεν στην ποιότητα της ποίησης με την τόση υπεραφθονία εκδόσεων, αλλά απ’ την άλλη καλύτερα να γράφουν και να διαβάζουν ποίηση οι νέοι και οι νέες μας παρά να σνιφάρουν ουσίες ή να μην ασχολούνται καθόλου με την ανάγνωση και το βιβλίο. Άλλωστε, ό,τι και να γίνει, η καλή ποίηση πάντοτε βρίσκει το δρόμο της προς τον απαιτητικό αναγνώστη.
Τι σας έχουν μάθει οι γονείς σας που το τηρείτε μέχρι σήμερα;
Τρία τέσσερα πράγματα έμαθα από τη μητέρα μου, διότι τον πατέρα μου δεν τον γνώρισα, μια και είχε πεθάνει πριν γεννηθώ: να είμαι αυτάρκης, άρα να μην εξαρτώμαι από κανέναν. Να είμαι στωικός και υπομονετικός και στα δύσκολα να λέω «κι αυτό θα περάσει». Να είμαι καταδεκτικός και ελεήμων και να αγαπώ όλους τους ανθρώπους και όλα τα ζώα χωρίς εξαίρεση. Να ξεχωρίζω το καλό απ’ το κακό και να υπηρετώ το πρώτο. Ναι, ξέρω ότι αυτό ακούγεται κάπως, αλλά τα τηρώ όλα. Και χαίρομαι ιδιαίτερα γι’ αυτό. Φυσικά υπάρχουν άπειρα ελαττώματα, αλλά εδώ μιλάμε μόνο για το τι έμαθα από τους γονείς μου.
Ριάλιτι διαρκείας με άνω τελείες
Ποιήματα για την τηλεόραση και την πολιτική
Ντίνος Σιώτης
Φαρφουλάς
79 σελ.
ISBN 978-960-9441-66-7
Τιμή: €7,00
http://diastixo.gr/sinentefxeis/ellines/5971-ntinos-siotis
Σχόλια Facebook